Θέμα
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Μη έγκαιρη καταβολή εισφορών ΙΚΑ [αν 86/1967, αν 1846/1951](ΑΠ 295/2012, 1587/2011, 525, 1095/2010). 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων είναι κρίσιμος μόνον όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής (βλ. ΑΠ 525/2010). 3. Η αιτιολογία «δε συντρέχει περίπτωση αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 Π Κ», χωρίς καμία αναφορά στο επικληθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν είναι η απαιτούμενη ως παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη,και είναι βάσιμος ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και αναιρείται η απόφαση ως προς τις επιβληθείσες ποινές.
ΑΡΙΘΜΟΣ 881/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαϊρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Κ. του Σ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Αβραντίνη, περί αναιρέσεως της 41780/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο: Γ. Κ. του Α.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 86/13.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ' αυτόν με σκοπό να τις αποδώσει στους άνω Οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους Οργανισμούς αυτούς μέσα σε ένα μήνα αφότου είχαν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ορίζεται ως χρόνος καταβολής των εισφορών το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ορίζεται ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ' αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Για την πληρότητα της αντικειμενικής υποστάσεως των εν λόγω εγκλημάτων απαιτείται το υποκείμενο των εγκλημάτων αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη και σαν τέτοιος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο το υπαγόμενο στην ασφάλιση προσωπικό οφείλει να προσφέρει την υπηρεσία του. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα, παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Ως εργοδότης κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους και που αυτός υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Η ποινική δίωξη κατά των υπόχρεων ασκείται αυτεπάγγελτα από τον αρμόδιο Εισαγγελέα κατόπιν υποβολής μηνυτήριας αναφοράς από το ΙΚΑ, η οποία συντάσσεται ταυτόχρονα με τη σύνταξη της καταλογιστικής πράξεως επιβολής εισφορών (ΠΕΕ) κατά των με το νόμο υπευθύνων της επιχειρήσεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διατάξεως του Α.Ν. 86/1967, στερείται της ως άνω αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, επί εργοδότη νομικού προσώπου και δη ανώνυμης εταιρείας, η ακριβής ιδιότητα και θέση του κατηγορουμένου στην εταιρεία, ώστε να προκύπτει η ιδιότητα του φερόμενου ως υπόχρεου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών και η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση προσωπικού, ασφαλισμένου σε υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισμούς με σχέση εξαρτημένης εργασίας, από τον οποίο (χρόνο απασχολήσεως) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον ασφαλιστικό οργανισμό ως εργοδοτικές ή ως εργατικές εισφορές, και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε. Σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, η αναφορά του είναι αναγκαία και ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων είναι κρίσιμος, μόνον όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής (ΑΠ 295/2012,1587/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και με την προσβαλλόμενη με αριθ. 41780/2012 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για παράβαση του Α.Ν. 86/1967, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά, πραγματικά περιστατικά: "Προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος διότι κατά την χρονική περίοδο από 8ο/2004 μέχρι 12ο/2004 αν και ήτο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΕΜΠΕΔΟΣ ΑΕ δεν κατέβαλε στο ΙΚΑ τις οφειλόμενες εργατικές και εργοδοτικές εισφορές ποσού 358.379 ευρώ οι τελευταίες και 179.185 ευρώ οι εργατικές.
Συνεπώς θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού ότι δεν ευθύνεται ποινικά αυτός για τα ανωτέρω χρήματα διότι από 27-6-2006 δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, διότι αυτή τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση του αρ.46 ν.1892/1990, αφού κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που όφειλε αυτός να καταβάλει τις ανωτέρω εισφορές ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας (ΑΠ 282/2012 ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός ότι η εργοδότρια εταιρεία έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση δεν εξαλείφει το αξιόποινο, ενώ σε κάθε περίπτωση ευθύνη υπέχουν τόσο οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα όσο και εκκαθαριστές. Περαιτέρω, για το χρονικό διάστημα από 7ο/2004 έως 8ο/2004 έχει επέλθει παραγραφή, και θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για το ανωτέρω διάστημα. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων κατά άρθρο 84α Π.Κ.".
Με βάση αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών και με την προσβαλλόμενη 41780/2012 απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίου έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 ΠΚ, και των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, του άρθρου 31 Ν.Δ. 1160/1972, του άρθρου 1 του ν. 362/1976 και 26 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, που κυρώθηκε από τον Ν. 2113/1952 και 16 παρ. 2 και 2 της με αριθμό 55575/1479 από 18/11 - 7/12/1965 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Σε σχέση με τις προβαλλόμενες ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος:
α) Δε δημιουργείται ασάφεια και σύγχυση ως προς το χρόνο τελέσεως των παραπάνω δύο αξιοποίνων πράξεων, διότι, ενώ κατά τις παραδοχές, ο χρόνος απασχόλησης του προσωπικού από τη συγκεκριμένη εργοδότρια τεχνική εταιρεία " ΕΜΠΕΔΟΣ ΑΕ", ήταν το χρονικό διάστημα από Αυγούστου 2004 έως Δεκεμβρίου 2004, αλλά κατά τις παραδοχές αυτές, και κατά το άρθρο 26 παρ.3 του ΑΝ.1846/1951, οι οφειλόμενες εισφορές, περί των οποίων συντάχθηκε η αναφερόμενη στο διατακτικό με αρ. 71709/2004 ΠΕΕ, με ύψος αποδοχών 1.394.775,51 ευρώ και εργοδοτικές εισφορές ποσού 358.379 ευρώ και με παρακρατηθείσες και μη αποδοθείσες εργατικές εισφορές ποσού 179.185 ευρώ, έπρεπε να καταβληθούν μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, ήτοι τις εισφορές του τελευταίου ως άνω μήνα Δεκεμβρίου 2004, έπρεπε να καταβάλει ο κατηγορούμενος νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΕ το αργότερο μέχρι 31-1-2005, οπότε και ο πραγματικός χρόνος τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων συνάγεται κατά τις παραδοχές ότι είναι η 1-2-2005, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το χρόνο τελέσεως των δύο αξιοποίνων αυτών πράξεων, στο μεν αιτιολογικό αναφέρει απλώς ότι ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες εισφορές της χρονικού περιόδου από μήνα 8o/2004 μέχρι 12o/2004, άρα χρόνος τελέσεως είναι η 1-2-2005, στο δε διατακτικό προσδιορίζει το χρόνο τελέσεως μεταγενέστερα στις 27-11-2006, ενώ και στα δύο αναφέρεται ο ανωτέρω χρόνος απασχόλησης από μήνα 8o/2004 μέχρι 12o/ 2004 και επομένως η υποχρέωση καταβολής των εισφορών στο ΙΚΑ υπήρχε κατά το νόμο μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε ως άνω η εργασία(31-1-2005). Παρά όμως την ασάφεια αυτή, ως προς το χρόνο τελέσεως, δεν επηρεάζεται ο χρόνος παραγραφής των ενδίκων πλημμελημάτων (5 + 3 αναστολής = 8 έτη), σε βάρος του κατηγορουμένου, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος σε αυτόν μετά την πενταετία, η δε υπόθεση εκδικάστηκε στο άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο στις 24-9-2012 και τότε, και υπό την εκδοχή του άνω διαφορετικού πραγματικού χρόνου τελέσεως, της 1-2-2005 και πάλιν, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία και δεν είχαν παραγραφεί οι ανωτέρω πράξεις, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων (ΑΠ 295/2012, 536/2011).
β) Ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, αποφάσεως, για καθυστέρηση καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, απαιτείται να προσδιορίζεται η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση από εργοδότη προσωπικού ασφαλισμένου στο ΙΚΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυμα, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε, ήτοι η συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες βαρύνουν τους εργαζόμενους σ'αυτόν και η μη καταβολή των σχετικών ποσών, εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά, στον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίο είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό.(βλ.ΟλΑΠ 1/1996). Σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, η αναφορά του είναι αναγκαία και ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων είναι κρίσιμος, μόνον όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής(ΑΠ 1587/2011). Επομένως, δεν αποτελεί, στοιχείο προς θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 86/1967, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποιοι ήταν αυτοί, και πόσο χρόνο εργάστηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές του καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συμπλέκεται αμέσως με το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων είναι κρίσιμος μόνον όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής(βλ. ΑΠ 525/2010).
γ) Από τις παραπάνω παραδοχές του αιτιολογικού, δεν προκύπτει ασάφεια και αντίφαση, ως προς την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου σε σχέση με την ιδιότητά του στο ΔΣ της υπόχρεης εργοδότριας εταιρείας "ΕΜΠΕΔΟΣ ΑΕ", διότι η αναφορά στις παραδοχές, ότι αυτός ήταν Διευθύνων Σύμβουλος της παραπάνω οφειλέτριας εργοδότριας ΑΕ, κατά τη χρονική περίοδο από μήνα 8o/2004 μέχρι 12o/2004 και ότι για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή των οφειλομένων εισφορών εκ μέρους της εργοδότριας ΑΕ στο ΙΚΑ, ποινικά υπεύθυνος ήταν ο κατηγορούμενος ως Διευθύνων Σύμβουλος, αλλά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της οφειλέτριας ΑΕ, αυτός εκπροσωπούσε τυπικά την ΑΕ, κατά τον κρίσιμο χρόνο που έπρεπε εντός μηνός και μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, κατά το άρθρο 26 παρ.3 του ΑΝ.1846/1951, να καταβληθούν οι οφειλόμενες εισφορές. Ο προβληθείς στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι η εταιρεία "ΕΜΠΕΔΟΣ ΑΕ", που εκπροσωπούσε με την απόφαση 4732/28-6-2006 του Εφετείου Αθηνών, τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46 του Ν. 1892/1990 και διορίστηκε ειδική εκκαθαρίστρια η εταιρεία " ΑΛΦΑ ΑΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ.." και ως εκ τούτου δεν είχε πλέον αυτός τη δυνατότητα να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια και καταβολή χρημάτων στο ΙΚΑ για λογαριασμό της υπό ειδική διαχείριση και εκκαθάριση εταιρείας, την 27-11-2006, που αναφέρεται στο διατακτικό ως χρόνος τελέσεως, ορθά και με πλήρη αιτιολογία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού ο κατηγορούμενος κατά τον προαναφερθέντα κρίσιμο χρόνο που έπρεπε αυτός εντός μηνός, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, ήτοι την 1-2-2005, να καταβάλει στο ΙΚΑ τις εργατικές και εργοδοτικές εισφορές που όφειλεν η εταιρεία που εκπροσωπούσε, αυτός ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος και εκπρόσωπος της ΑΕ και είχε τη νομική υποχρέωση και τη δυνατότητα καταβολών σε τρίτους και στο ΙΚΑ, αφού δεν είχεν ακόμα τεθεί η εταιρεία υπό ειδική εκκαθάριση. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως (πρώτος, δεύτερος και τρίτος), για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή εκείνους που αν αληθεύουν, συνεπάγονται την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, του αποκλεισμού ή την μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, εφόσον όμως περιέχουν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν αυτούς, διαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεώς του προβάλλει την αιτίαση κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το δικαστήριο απέρριψε αναιτιολόγητα τον παραδεκτά προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του για την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η συνήγορος του κατηγορουμένου, κατέθεσε στο ακροατήριο εγγράφως αυτοτελείς ισχυρισμούς, που ανέπτυξε και προφορικά και ζήτησε, πλην άλλων και την αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των δύο ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, εκθέτοντας, κατά πιστή μεταφορά, τα παρακάτω: "Β.2. Ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 παρ.2α ΠΚ). Από το Δελτίο Ποινικού Μητρώου του κατηγορουμένου, αλλά και από όλα τα αποδεικτικά στοιχείο, προκύπτει ότι στο παρελθόν δεν έχει τελέσει ποτέ κανένα αδίκημα. Καθ' όλο το χρονικό διάστημα του βίου του έζησε μια ζωή άμεμπτη, πάντοτε στο πλευρό της οικογένειας του σκληρά εργαζόμενος για την εξασφάλιση των προς το ζην τόσο για εκείνον, όσο και για την οικογένεια του που αποτελείται από τη σύζυγο του και τα δύο (2) τέκνα του.
Επίσης, η ηλικία του, αφού είναι σήμερα εβδομήντα ενός (71) ετών, αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα ότι επί πάρα πολλά έτη διήγαγε έντιμο βίο, με κύριο μέλημα την εργασία του και την προσωπική συνδρομή του στη συντήρηση της οικογένειας του και την ανατροφή των τέκνων του. Επί σειρά ετών στον εργασιακό χώρο δεν έχει τελέσει απολύτως κανένα αδίκημα.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η βαρύτητα της πράξης δεν μπορεί να αναιρέσει και να ακυρώσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ. γιατί το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη ελαφρυντικό μπορεί να μην αναγνωριστεί μόνο εάν υπάρχουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης της πράξης από τα οποία να αποδεικνύεται ότι δεν διήγαγε έντιμο βίο. Τέτοια όμως πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψαν από τη διαδικασία ούτε από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν.
Αντιθέτως, από την ακροαματική διαδικασία προέκυψαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία αποδεικνύεται ότι πράγματι ο παρών κατηγορούμενος διήγαγε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή, όντας ένας απόλυτα συνεπής και επιμελής ιδιωτικός υπάλληλος, φροντίζοντας για τη νόμιμη και εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων που έχει εργαστεί.
Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν θα πρέπει να κατευθύνουν' την κρίση Σας στην αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α Π.Κ. στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξης έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή.
Β.3. Ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρου 84§2 εδ. ε Π.Κ.).
Ο παρών κατηγορούμενος για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη συνέχισε να διάγει ένα καθ'όλα έντιμο βίο, ζώντας στο πλευρό της οικογένειάς του. ΟΥΔΕΠΟΤΕ μετά το επίδικο συμβάν, απασχόλησε τις Αστυνομικές Αρχές ή την Ελληνική Δικαιοσύνη, διάγοντας έναν άμεμπτο. ήρεμο και οικογενειακό βίο. Η άριστη κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά του αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της συνειδητοποιήσεως εκ μέρους του, του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε και της προθέσεως του να αποφεύγει κάθε άλλη πιθανή εμπλοκή με οποιαδήποτε παράτυπη και παράνομη συμπεριφορά.
Η μοναδική εμπλοκή του με την Ελληνική Δικαιοσύνη άρχεται και περατούται στη συγκεκριμένη υπόθεση, που σχετίζεται με τα προβληματικά οικονομικά της εταιρείας ΕΜΠΕΔΟΣ. της οποίας διατέλεσε μέλος του Δ.Σ. Έκτοτε, δεν είχε καμία άλλη εμπλοκή με τη δικαιοσύνη και έπαυσε να προσφέρει την οποιαδήποτε υπηρεσία σε οποιαδήποτε εταιρεία, από την οποία θα μπορούσαν να προκληθούν οικονομικές παρατυπίες.
Υπό τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο Σας θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι ανωτέρω ελαφρυντικές περιστάσεις συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και στοιχειοθετούνται κατά το πραγματικό και νομικό μέρος τους.".
Ο ισχυρισμός αυτός, όπως είναι διατυπωμένος, είναι ορισμένος και νόμιμος κατά το άρθρο 84 παρ.2 α' και ε' του ΠΚ, αναπτύσσεται δε με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν τις δύο αυτές ζητούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις. Παρά ταύτα όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό ως αβάσιμο, με μόνη αιτιολογία ότι "τέλος, δε συντρέχει περίπτωση αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 ΠΚ", χωρίς καμία αναφορά στα επικληθέντα από τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι η απαιτούμενη ως παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά είναι ελλιπής και είναι βάσιμος ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως. Επομένως η κρινόμενη αίτηση, κατά τα παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί όμως η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει, μόνο κατά τις διατάξεις της που αφορούν την επιβληθείσα ποινή για τις δύο αξιόποινες πράξεις που ο αναιρεσείων καταδικάστηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος τούτο, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Τέλος, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αρ. 41780/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που αφορούν μόνο τις επιβληθείσες στον αναιρεσείοντα ποινές, επί μέρους και συνολική .
Παραπέμπει την υπόθεση, μόνο κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 21-12-2012 αίτηση - δήλωση του Ν. Κ. του Σ., περί αναιρέσεως της με αρ. 41780/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ