Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αρπαγή, Εκβίαση, Οργάνωση εγκληματική.
Περίληψη:
Αρπαγή, εκβίαση, συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης. Έννοια εγκληματικής οργάνωσης. Έννοια συμμορίας. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις οριστικές παρεμπίπτουσες ή σε εκείνες που η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Απορρίπτει.
Αριθμός 1375/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Φίλια, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευτύχιο Αλιγιζάκη, περί αναιρέσεως της 2748/2007, 504/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ζ και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, που δεν παρέστη και 2) Ψ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Βασιλόπουλο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Μαρτίου 2008 και 31 Μαρτίου 2008 αιτήσεις της Χ1, 21 Μαρτίου 2008 (δύο) αιτήσεις αναίρεσης των Χ2 και Χ3, αντίστοιχα και στους από 13 Ιανουαρίου 2009 (δύο) προσθέτους λόγους των Χ2 και Χ3, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1706/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 2ου πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως 1) από 21-3-2008 του Χ3, 2) από 21-3-2008 του Χ2 και 3) από 3-3-2008 και 31-3-2008 της Χ1, καθώς και οι από 13.01.2009 και 13.01.2009 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως των δύο πρώτων αναιρεσειόντων κατά των 2748/ 2007 (παρεμπίπτουσας) και 504/2008 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με την τελευταία των οποίων καταδικάστηκαν σε συνολική κάθειρξη 24 ετών ο πρώτος, 24 ετών ο δεύτερος και 6 ετών η τρίτη για τις αξιόποινες πράξεις της αρπαγής από κοινού, εκβίασης από κοινού και συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης οι δύο πρώτοι και απλής συνέργιας σε αρπαγή και εκβίαση ως και για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση η τρίτη έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 473,509 Κ.Π.Δ. ).
Συνεπώς, πρέπει λόγω συνάφειας να συνεκδικαστούν και να ερευνηθεί η βασιμότητα τους.
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 187 του ΠΚ, με κάθειρξη μέχρι 10 ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα...322 (αρπαγή)...385 (εκβίαση)... του ΠΚ. Κατά δε την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Από τις διατάξεις αυτές, όπως ισχύουν από τις 27.6.2001 μετά την αντικατάστασή τους με το Ν. 2928/2001 και την Αιτ. Έκθ. του τελευταίου, προκύπτει, ότι, η εγκληματική ομάδα της παρ. 1 διαστέλλεται από αυτή της παρ. 3 με βάση τρία κριτήρια ένα ποιοτικό (δομημένη ομάδα), ένα ποσοτικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια δράσης). Συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Μέλος της οργάνωσης αυτής είναι εκείνος, που υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ' ιδίαν πράξεις της οργάνωσης. Δομημένη ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για τη διάπραξη ενός εγκλήματος αλλά συγκροτείται για να έχει διαρκή δράση, ενώ υποκειμενικώς απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξη του στην εγκληματική οργάνωση, ήτοι απαιτείται κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων από ένα κακουργημάτων, που αναφέρονται στη διάταξη της παρ. 1 (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο ειδικός δε αυτός δόλος νοείται συνολικός (ενιαίος) δηλ. τα μέλη να έχουν προαποφασίσει ήδη κατά την ίδρυση της οργάνωσης ότι η δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες κλπ των εγκλημάτων τούτων. Εξάλλου η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα, στη διάταξη, που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι: Οι αναιρεσείοντες Χ3, Χ2 μαζί με τους Ζ και Ξ, που δεν έχει συλληφθεί ακόμα, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2001 συγκρότησαν ομάδα, που επεδίωκε τη διάπραξη κακουργημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας και περιουσίας τρίτων προσώπων (αρπαγών, εκβιάσεων) με σκοπό τον παράνομο πλουτισμό τους. Αρχηγός της ομάδας αυτής ήταν ο 1ος κατηγορούμενος (Χ3) και υπαρχηγός ο 2ος Ζ. Στην ομάδα αυτή προσχώρησε περί το τέλος Σεπτεμβρίου 2001 (και σε ημερομηνία που, επίσης δεν εξακριβώθηκε, πάντως πριν από τις 27 Σεπτεμβρίου) και η 4η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα Χ1, η οποία διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον 1°, με σκοπό να προσφέρει τη συνδρομή της στη διάπραξη κακουργημάτων, που οι πιο πάνω σχεδίαζαν. Το πρώτο θύμα που επέλεξαν ήταν ο επιχειρηματίας Ψ2, ο οποίος διατηρούσε στον ... εμπορική επιχείρηση με αντικείμενο την εμπορία βιομηχανικών ειδών και η εταιρεία του "Ζώνας ΑΕ" εμφάνιζε τους ισολογισμούς που δημοσίευαν στις οικονομικές εφημερίδες, σημαντικά κέρδη. Για το λόγο αυτό από κοινού αποφάσισαν να αξιώσουν εκβιαστικά από αυτόν καταβολή λύτρων, αρπάζοντας το γιο του Ψ1 και απειλώντας ότι αν δεν τα καταβάλει δεν θα τον ξαναδεί ζωντανό. Αφού προηγουμένως παρακολούθησαν τις κινήσεις των παραπάνω επιλεγέντων θυμάτων τους και διαπίστωσαν ότι ο Ψ2 βρισκόταν σε διακοπές, αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο που αριστοτεχνικά είχαν καταστρώσει. Ειδικότερα, στις 26-9-2001, ο 3ος κατηγορούμενος Χ2 μίσθωσε από την εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων ... (λεωφ. ...) το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας FORD, τύπου MODEO, χρώματος BLUE BLACK, ενώ την επομένη (27-9-2001) η 4η κατηγορούμενη Χ1 έπεισε τον Φ (αρχικό συγκατηγορούμενό της που αθωώθηκε με την εκκαλούμενη) να εμφανιστεί ως δήθεν σύζυγός της στην ιδιοκτήτρια μονοκατοικίας στα ..., που όλοι από κοινού είχαν επιλέξει για την παράνομη κατακράτηση του Ψ1, μετά τη σχεδιαζόμενη αρπαγή του, και να προβεί στη μίσθωση της οικίας αυτής. Προκειμένου να πείσει η 4η κατηγορούμενη Χ1 τον Φ να προβεί στη μίσθωση της οικίας αυτής, του παρέστησε ότι τη χρειαζόταν η ίδια με τον 1° κατηγορούμενο για να τη χρησιμοποιούν ως ερωτικό καταφύγιο, δεδομένου ότι και οι δύο ήταν έγγαμοι. Στους ιδιοκτήτες της οικίας αυτής εμφανίστηκαν ως ζευγάρι που είχε τρία παιδιά (κοριτσάκια), ότι η Χ1 ονομαζόταν ... και ότι ήθελαν το σπίτι αυτό ως μόνιμη κατοικία, ώστε να φύγουν από την .... Μετά τη μίσθωση του αυτοκινήτου και της πιο πάνω οικίας, τις μεσημβρινές ώρες της 2.10.2001, γνωρίζοντας το δρομολόγιο που ακολουθούσε ο Ψ1, ο οποίος καθημερινά μετέβαινε στον ... και εργαζόταν στην επιχείρηση του πατέρα του, καιροφυλακτούσαν κατάλληλα εποχούμενοι, οι μεν δύο από αυτούς στο πιο πάνω νοικιασμένο αυτοκίνητο, ο τρίτος σε δίκυκλη μοτοσικλέτα, τύπου ENDURO, χρώματος μπλε και ο τέταρτος σε ΙΧΦ αυτοκίνητο κλειστού τύπου, χρώματος μπεζ, προσποιούμενοι στους αστυνομικούς και έχοντας μεταμφιεστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνονται σαν αστυνομικοί (μπουφάν, κράνος λευκό, παντελόνι δερμάτινο, γυαλιά κ.λ.π.). Περί ώραν 16.30, ο Ψ1 αναχώρησε από τον τόπο εργασίας του στον ..., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο του μάρκας TOYOTA, τύπου LAND CRUISE, με προορισμό το εξοχικό του σπίτι στην ... .... Στο ύψος της λεωφ. ... κοντά στο ... έστριψε δεξιά και μπήκε στην οδό .... Στο φανάρι ... και ... έστριψε αριστερά και κατευθύνθηκε στην παράπλευρη οδό της ..., που οδηγεί στο κύριο τμήμα της λεωφόρου, προκειμένου να βγει στην Εθνική Οδό. Στο σημείο αυτό και συγκεκριμένα στο ύψος του οικοδ. αριθ. ... της λεωφ. ..., οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής του Ψ1 τον παρακολουθούσαν, αποφάσισαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να δράσουν. Το σημείο δε αυτό προφανώς είχαν προεπιλέξει, χωρίς να δώσουν σημασία στο ότι το μέρος ήταν πολυσύχναστο, δεδομένου ότι ήταν, όπως αναφέρθηκε, ντυμένοι σαν αστυνομικοί και ως τέτοιους θα τους νόμιζε ο κόσμος, οπότε κανείς δε θα πρόσεχε ούτε θα ενδιαφερόταν να μάθει τι έκανε η Αστυνομία στον οδηγό ενός περαστικού αυτοκινήτου. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το σχέδιο που είχαν καταρτίσει, ο 1ος κατηγορούμενος, που οδηγούσε τη μοτοσικλέτα πλησίασε τον Ψ1 από την αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου του και, παριστάνοντας τον αστυνομικό, του φώναξε "Ασφάλεια, κάντε δεξιά", φράση την οποία επανέλαβε όταν διαπίστωσε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν υπάκουσε αμέσως. Ο Ψ1 αντιλήφθηκε ότι πίσω από το αυτοκίνητό του κινείτο το μισθωμένο από τους κατηγορουμένους πιο πάνω αυτοκίνητο, στο οποίο είχαν τοποθετήσει φάρο που αναβόσβηνε, και πίστεψε ότι του ζητούσαν να σταματήσει για αστυνομικό έλεγχο και σταμάτησε στο δεξιό της οδού. Αφού ζήτησε από αυτόν ο 1ος κατηγορούμενος άδεια κυκλοφορίας και δίπλωμα οδηγήσεως, ακολούθως του υπέδειξε να ανοίξει το πορτ - μπαγκάζ για έλεγχο. Ανυποψίαστος ο Ψ1, εξήλθε από τη θέση του οδηγού και άνοιξε το πορτ - μπαγκάζ. Τη στιγμή εκείνη σταμάτησε πίσω από το αυτοκίνητό του ένα κλειστό φορτηγό μάρκας TOYOTA, οδηγούμενο πιθανόν από το φυγόδικο Ξ, ενώ μπροστά από το αυτοκίνητο είχε σταθμεύσει το πιο πάνω μισθωμένο από τους κατηγορουμένους αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να έχει εγκλωβιστεί αυτό (αυτοκίνητο Ψ1) ανάμεσά τους. Μόλις τέλειωσε ο δήθεν έλεγχος και ο Ψ1 έκλεισε το πορτ - μπαγκάζ, δέχθηκε την επίθεση των 1ου, 2ου και 3ου κατηγορουμένων και, συγκεκριμένα, ο πρώτος τον έσπρωξε προς το πεζοδρόμιο, ενώ οι δεύτερος και τρίτος του φόρεσαν χειροπέδες και τον επιβίβασαν βίαια στο φορτηγό αυτοκίνητο, όπου του φόρεσαν κουκούλα και του δήλωσαν ότι είναι της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, ότι είναι "μπλεγμένος" και ότι θα τον οδηγούσαν στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Στη συνέχεια, μετά από αρκετή περιπλάνηση, τον οδήγησαν στην πιο πάνω μισθωμένη από την 4η κατηγορουμένη και τον Φ μονοκατοικία, όπου τον κατακράτησαν δεμένο και φρουρούμενο διαρκώς και εναλλάξ ανά δυο από αυτούς, επιπλέον δε των χειροπεδών, είχαν δεσμεύσει αυτόν και με αλυσίδα. Την ίδια ημέρα, οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι τηλεφώνησαν στον πατέρα του αρπαγέντος και του γνωστοποίησαν την αρπαγή του γιου του, απαίτησαν δε από αυτόν την καταβολή 3.000.000 δολαρίων ΗΠΑ για να τον απελευθερώσουν, διαφορετικά απείλησαν ότι θα τον φονεύσουν. Ο Ψ2, που βρισκόταν στη ... όταν δέχθηκε το τηλεφώνημα των κατηγορουμένων, ανησύχησε για τη ζωή του παιδιού του και επικοινώνησε με γνωστό του αστυνομικό, ζητώντας συμβουλή, εκείνος δε τον προέτρεψε να καταγγείλει το γεγονός στην Ασφάλεια Αττικής. Το ίδιο βράδυ, ο Ψ2 ταξίδεψε για ... και κατάγγειλε αμέσως το γεγονός στη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, δηλώνοντας ότι επιθυμία του ήταν να μην τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του παιδιού του και ότι ήταν πρόθυμος να καταβάλει τα λύτρα. Μετά από αυτά, αστυνομικοί της Υπηρεσίας αυτής εγκαταστάθηκαν στην οικία του (...), όπου παρέμειναν καθ' όλη τη διάρκεια της παράνομης κατακράτησης του Ψ1, προβαίνοντας σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, αφενός για την ανακάλυψη των δραστών και αφετέρου για την ασφαλή απελευθέρωση του αρπαγέντος και την ψυχολογική στήριξη της οικογένειάς του. Επακολούθησαν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα των δυο πρώτων κατηγορουμένων προς τον Ψ2, τα οποία καταγράφονταν από τους αστυνομικούς και με τα οποία, κατά τις υποδείξεις των αστυνομικών, ο τελευταίος έκανε διαπραγματεύσεις με τους δυο πρώτους κατηγορουμένους, οι οποίοι τελικά περιόρισαν τις απαιτήσεις τους στο ποσό των 500.000.000 δραχμών, που αξίωσαν να τους παραδοθεί σε δολάρια ΗΠΑ και από το οποίο ποσό τελικά τους παρέδωσε αυτός, σε δολάρια, 460.000.000 δρχ. (που μπόρεσε να μαζέψει και δέχθηκαν εκείνοι) στις 3.12.2001, αφού προηγουμένως και επί διήμερο με εικονικά ραντεβού για την παράδοση των λύτρων τον είχαν περιπλανήσει, παρακολουθώντας τον εναλλάξ οι τρεις πρώτοι από αυτούς για να βεβαιωθούν ότι δεν παρακολουθεί η Αστυνομία, γεγονός που είχε τεθεί και από τον Ψ2, ο οποίος, φοβούμενος για τη ζωή του παιδιού του, απαίτησε την μη ανάμειξη των αστυνομικών κατά το στάδιο παραδόσεως των λύτρων. Η παράδοση των λύτρων έγινε τελικά κοντά στη γέφυρα, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... και ... στο ..., μετά από υποδείξεις (τηλεφωνικές) προς τον Ψ2 από τον 1° κατηγορούμενο να πετάξει την τσάντα με τα χρήματα ποσού 1.180.000 δολαρίων ΗΠΑ (τα οποία είχαν προσημειωθεί προηγουμένως) στον παράδρομο της λεωφόρου ..., από όπου την παρέλαβε ο 2ος κατηγορούμενος και, στη συνέχεια, μοιράστηκαν μεταξύ τους το προϊόν των παρανόμων αυτών πράξεών τους. Τις απογευματινές ώρες της επόμενης ημέρας και αφού προηγουμένως είχαν προβεί στην καταμέτρηση των λύτρων και είχαν βεβαιωθεί ότι δεν τους είχε παρακολουθήσει η Αστυνομία, οδήγησαν τον Ψ1 στην περιοχή ..., όπου τον εγκατέλειψαν με κλεισμένα μάτια και δεμένο κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ελευθερωθεί μόνος του, όταν οι ίδιοι θα είχαν απομακρυνθεί από το σημείο της εγκατάλειψης, όπως και έγινε τελικά. Αφού δε ο Ψ1 κατάφερε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του αυτά, προχώρησε πεζός μέχρι τη λεωφόρο ... και από εκεί, με ταξί, έφτασε στο σπίτι του, έχοντας απωλέσει κατά το διάστημα της κράτησης του 20 - 25 κιλά βάρος (από 100 περίπου έπεσε στα 75 -80), αξύριστος με γενειάδα και με εμφανή τα σημάδια της κακομεταχείρισής του κατά τη διάρκεια της παράνομης κατακράτησής του. Αυτός προφανώς ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν ζήτησε τη βοήθεια ενοίκων παρακειμένων οικιών, αφού υπήρχε περίπτωση στην κατάσταση αυτή να μη δεχόταν κανείς να του ανοίξει την πόρτα, αλλά ούτε και να συνομιλήσει μαζί του. Το ίδιο βράδυ έδωσε κατάθεση για τα συμβάντα σε βάρος του και, με βάση τα στοιχεία που είχε συλλέξει η Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής άρχισε η προσπάθεια εντοπίσεως των δραστών. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι επικοινωνούσαν με τον πατέρα του αρπαγέντος με 26 συνολικά κινητά τηλέφωνα, χρησιμοποιώντας διαφορετικές τηλεφωνικές συνδέσεις FREE 2.GO, για τις οποίες δεν παρέχονται από τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας στοιχεία συνδρομητών, προκειμένου να αποφύγουν τον εντοπισμό τους, συνομιλούσαν δε από διαφορετικό σημείο κάθε φορά και φρόντιζαν οι συνομιλίες να είναι σύντομες. Στις ελάχιστες δε φορές που, μετά από απαίτηση του Ψ2, ο τελευταίος μιλούσε με το γιο του προκειμένου να πεισθεί ότι αυτός είναι καλά και να τους καταβάλει τα λύτρα, για να μην εντοπισθεί ο τόπος κρατήσεως του, χρησιμοποιούσαν τρία κινητά τηλέφωνα και δη αυτό στο οποίο μιλούσε ο Ψ1, τον οποίο ανέβαζαν στο πάνω πάτωμα της μονοκατοικίας, εκείνο στο οποίο οι ίδιοι καλούσαν και το οποίο ένωναν με άλλο από το οποίο είχαν καλέσει τον Ψ2 (βλ. επ' αυτού πρωτόδικη κατάθεση του Αστυνομικού ..., που αναγνώστηκε από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης). Κατά τη διάρκεια, όμως, των διαπραγματεύσεων αυτών και την άρση του απορρήτου των εν λόγω τηλεφωνικών συνδέσεων, οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν το ίδιο καρτοκινητό και για τις μεταξύ τους συνομιλίες, με αποτέλεσμα η εταιρία κινητής τηλεφωνίας ... να γνωρίσει στη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής τους κωδικούς δυο τηλεφωνικών συνδέσεων από αυτές που χρησιμοποιήθηκαν, των οποίων χρήστης ήταν ο 1ος κατηγορούμενος και ο ανήλικος γιος του ..., τα στοιχεία του οποίου είχαν δηλωθεί στην πιο πάνω εταιρία. Μετά την επεξεργασία των στοιχείων αυτών και λοιπές ενέργειες της πιο πάνω Αστυνομικής Αρχής (παρακολουθήσεις κ.λπ.), έγινε έρευνα στις 7.1.2002 στις οικίες των δυο πρώτων κατηγορουμένων, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στην μεν οικία του πρώτου κινητό τηλέφωνο που χρησιμοποιήθηκε για την επικοινωνία του με τον Ψ2, στην δε οικία του δευτέρου ένα μασούρι με δυναμίτιδα, με πυροκροτητή και φυτίλι μήκους περίπου 10 εκατοστών, περιτυλιγμένο με καφέ πλαστική ταινία, δηλαδή έτοιμος αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, ένας φορητός ασύρματος (ραδιοσταθμός CB), καθώς και 15 χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων που προέρχονταν από τα ως άνω προσημειωμένα. Στη συνέχεια, μετά και από τις περιγραφές του Ψ1, ανακαλύφθηκε και η οικία οπού αυτός κρατήθηκε όμηρος μέχρι να καταβληθούν τα λύτρα, καθώς και ποιος είχε μισθώσει το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στην αρπαγή. Οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι, μετά τη σύλληψή τους, αρνήθηκαν τις κατηγορίες, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχουν καμιά σχέση, μετά δε την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και τη σύλληψη των υπολοίπων, ισχυρίστηκαν ότι πράγματι οι δυο πρώτοι από αυτούς ήταν αυτοί που τηλεφωνούσαν στον Ψ2, αυτό όμως το έπραξαν σε συνεννόηση με τον Ψ1, ο οποίος είχε οργανώσει την αρπαγή του και είχε υποσχεθεί αμοιβή σ' αυτούς, προκειμένου να εισπράξει ασφαλιστική αποζημίωση, ενεργώντας από κοινού στο σχέδιό του αυτό με τον ασφαλιστή .... Μετά την εξακρίβωση, όμως, του γεγονότος ότι ο αρπαγείς καμιά ασφάλεια τέτοιου είδους δεν είχε καταρτίσει ούτε με ελληνική ούτε με αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία (ούτε και μπορούσε να καταρτίσει, δεδομένου ότι, όπως καταθέτει ο ανωτέρω ασφαλιστής, ασφάλιση απαγωγής δεν υπάρχει), οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι στην ενέργειά του αυτή προέβη ο Ψ1 για να αποσπάσει χρήματα από τον πατέρα του και ότι ο ίδιος παρέλαβε τελικώς τα λύτρα, χωρίς μάλιστα να καταβάλει σ' αυτούς τη συμφωνηθείσα αμοιβή, ενώ για να δικαιολογήσουν την κατοχή από τον δεύτερο των προσημειωμένων δολαρίων, ισχυρίζονται ότι αυτός (2ος) τα αφαίρεσε από την τσάντα κατά την παραλαβή της από τον Ψ2. Ο ισχυρισμός αυτός των κατηγορουμένων είναι παντελώς αβάσιμος, αφού, όπως αποδείχθηκε, ο Ψ1 ήταν υποδιευθυντής στην ανώνυμη εταιρία του πατέρα του, είχε οικονομική άνεση, ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι οι γονείς του ήταν σε διάσταση, οι σχέσεις της οικογένειας ήταν πολύ καλές, ζούσαν όλοι στο ίδιο σπίτι, είχαν κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που δόθηκαν για λύτρα αποσύρθηκε από κοινούς λογαριασμούς, ανάληψη από τους οποίους μπορούσε να κάνει και ο ίδιος ο αρπαγείς, χωρίς η ανάληψη αυτή να εξαρτάται από την προηγουμένη έγκριση του πατέρα του. Εξάλλου, οι κατηγορούμενοι δεν είναι σε θέση να δώσουν εξήγηση γιατί δεν ανέφεραν τα περιστατικά αυτά κατά τη σύλληψή τους, δοθέντος μάλιστα ότι, όπως υποστηρίζουν, δεν είχαν λάβει καν την αμοιβή που τους είχε υποσχεθεί. Ισχυρίζεται, ακόμη, ο 1ος κατηγορούμενος ότι ο Ψ1 τους έδωσε τρεις φορές, ως αμοιβή, από 500.000 δρχ. Όμως, δεν προκύπτει ότι ο τελευταίος ή τρίτος ανέλαβε από κάποιο λογαριασμό το ποσό αυτό. Ο ίδιος κατηγορούμενος ισχυρίζεται, απολογούμενος στο παρόν Δικαστήριο, και ότι ο Ψ1 ήθελε να χαλάσει τη σχέση του πατέρα του με μια κοπέλα, ενώ είχε αφήσει για καμουφλάζ τη γενειάδα και δεν είχε χάσει βάρος. Όμως, με δεδομένο ότι ο Ψ2 αγνοούσε την υποτιθέμενη συμπαιγνία σε βάρος του, δεν καταθέτει τι λόγο είχε ο τελευταίος να βεβαιώσει την απώλεια βάρους και την καταπονημένη εμφάνιση του γιου του, αν πράγματι αυτή δεν υπήρχε. Ακόμη, όσον αφορά τους τρεις πρώτους κατηγορουμένους, αποδείχθηκαν και τα εξής, τα οποία ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αβασιμότητα των ως άνω ισχυρισμών τους: 1. Η ισχυριζόμενη ανάγκη ανευρέσεως "ερωτικού καταφυγίου" δεν δικαιολογούσε τη μίσθωση τόσο ευρύχωρης μονοκατοικίας, ούτε σε τόσο απομακρυσμένο μέρος από τις κατοικίες και τις εργασίες των 1ου και 4ης κατηγορουμένων (...). Απλώς θα χρησίμευε ως τόπος κατακρατήσεως του παθόντος, ώστε οι φύλακες να μένουν στο επάνω πάτωμα και ο ίδιος στο ημιυπόγειο. Μάλιστα, ο τελευταίος, ενώ θα μπορούσε να φωνάξει και να γνωστοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν στους περαστικούς από το παράθυρο του ημιυπόγειου, δεν το έπραξε, φοβούμενος για τη ζωή του και τη σωματική του ακεραιότητα. 2. Όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο παθών στην πρωτοβάθμια δίκη, ο 3ος κατηγορούμενος (Χ2) είχε μια συμπεριφορά σκληρή απέναντί του, τον έβρισε και τον χτύπησε όταν ένα βράδυ ήθελε να πάει στην τουαλέτα και ήταν αυτός που τον έδεσε με την αλυσίδα. 3. Τα δολάρια που δόθηκαν ως λύτρα είχαν, όπως αναφέρθηκε, προσημειωθεί και, επομένως, αν τα είχε εισπράξει ο ίδιος ο παθών, δεν θα μπορούσε να τα εξαργυρώσει. Αν πάλι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν, όπως ισχυρίζονται, ότι τα χρήματα ήταν προσημειωμένα, δεν δικαιολογείται γιατί ο 2ος πήρε μέρος από αυτά, αφού έτσι εξετίθετο στον κίνδυνο να συλληφθεί. 4. Στις 24.5.2002 εξερευνήθηκε λεπτομερώς η εν λόγω μονοκατοικία και διαπιστώθηκαν, όπως αποδεικνύεται από την υπ' αριθ. Φ.2002/01/10875 έκθεση εξερεύνησης και την από 24.5.2002 έκθεση αυτοψίας των αρμοδίων Αστυνομικών Οργάνων, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω: α) Στα δεξιά φύλλα των παντζουριών των δυο μπαλκονόπορτων του σαλονιού ήταν διανοιγμένες από μια τρύπα στο καθένα διαμέτρου 1 cm περίπου. Οι τρύπες καλύπτονταν από τεμάχια χάρτου που ήταν κολλημένα στα παντζούρια με συγκολλητική ταινία χρώματος καφέ ανοιχτού μόνο από την πάνω πλευρά της τρύπας. Το κάτω άκρο του χάρτου ήταν ελεύθερο, έτσι ώστε αν κάποιος το σήκωνε να μπορούσε να κατοπτεύσει τον εξωτερικό χώρο της οικίας. β) Στο δεξιό φύλλο του παντζουριού της μπαλκονόπορτας του υπνοδωματίου, όπως βλέπουμε από το εσωτερικό, υπήρχαν δυο τρύπες όμοιες με τις παραπάνω χωρίς να καλύπτονται από χαρτιά, πλην πάνω από αυτές υπήρχαν υπολείμματα κόλας που αποδεικνύει ότι και αυτές ήταν καλυμμένες με τον ίδιο τρόπο. γ) Στο δάπεδο του λεβητοστασίου και συγκεκριμένα κοντά στην πόρτα που βρέθηκε κλειδωμένη και το συνέδεε με το διάδρομο υπήρχαν ίχνη (στάχτες) από φωτιά. Και δ) βρέθηκαν πολλές τρίχες και διάφορα δακτυλικά αποτυπώματα. Τα αποτυπώματα, όπως προκύπτει από το από 26.5.2002 έγγραφο του Τμήματος Εξερευνήσεων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, ανήκαν στον παθόντα Ψ1, στους 1° και 2° κατηγορουμένους (Χ3 και Ζ) και στον φυγόδικο Ξ. Το γεγονός ότι, άγνωστο για ποιο λόγο, δεν βρέθηκαν αποτυπώματα και του 3ου κατηγορουμένου (Χ2) δεν ασκεί επιρροή ούτε συνηγορεί υπέρ της παραδοχής του ισχυρισμού του ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή, δεδομένου και του ότι δεν βρέθηκαν αποτυπώματα ούτε της 4ης κατηγορουμένης, η οποία συνομολογεί ότι επισκέφθηκε την μισθωθείσα από αυτήν οικία (πριν από το χρόνο της αρπαγής), αλλά και του ότι, αν η αρπαγή οργανώθηκε από τον ίδιο τον παθόντα, ο τελευταίος δεν θα είχε κανένα λόγο να ενοχοποιήσει και τον 3° κατηγορούμενο, με τον οποίο υποτίθεται ότι δεν είχε έλθει σε καμιά επαφή ή συμφωνία. 5. Το αυτοκίνητο μισθώθηκε, όπως αναφέρθηκε, από τον 3° κατηγορούμενο την παραμονή της υπογραφής του μισθωτηρίου για τη μονοκατοικία (26.9.2001) και ως ημέρα επιστροφής συμφωνήθηκε η 29.9.2001, πλην η μίσθωση παρατάθηκε μέχρι 2.10.2001 (ημέρα αρπαγής) και επεστράφη αυτό την επομένη (βλ. σχετικό συμφωνητικό). Από αυτά συνάγεται ότι το αυτοκίνητο μισθώθηκε αποκλειστικά και μόνο για να χρησιμοποιηθεί για την τέλεση της αρπαγής του Ψ1. Και 6) κατ' αίτηση του συνηγόρου υπεράσπισης του 1ου κατηγορουμένου, ο ιατρός ..., Ειδικός Ιατροδικαστής, Επίτιμος Προϊστάμενος Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, συνέταξε την από 5.5.2003 ιατροδικαστική γνωμοδότηση σχετικά με την κατάσταση ενός ανθρώπου που παρέμεινε επί 63 ημέρες υπό καθεστώς ομηρίας με τις ίδιες συνθήκες που ισχυρίζεται ότι παρέμεινε ο Ψ1. Η γνωμοδότηση αυτή δεν παρέχει τα εχέγγυα της πραγματογνωμοσύνης, αφού συντάχθηκε όχι κατ' εντολή του Δικαστηρίου ή ανακριτικού υπαλλήλου, αλλά κατ' αίτηση διαδίκου, και εκτιμάται ως έγγραφο. Όμως, και αυτή ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα: Και ο ως άνω ιατρός δέχεται ότι, μετά από 63 ημέρες κατάκλισης και με διατροφή που αποτελείται από ένα τοστ και μια πορτοκαλάδα ημερησίως, είναι έκδηλη, μεταξύ άλλων, η απώλεια βάρους, την οποία, όπως αναφέρθηκε, παρουσίαζε ο παθών. Δέχεται ακόμη ότι οι εν λόγω συνθήκες κράτησης δημιουργούν και νευροψυχικές διαταραχές, πράγμα που έχει συμβεί και στον παθόντα. Οι δε χειροπέδες ναι μεν δημιουργούν προβλήματα μυϊκά και κυκλοφορίας, όπως λέγει ο ιατρός, πλην στα χέρια του παθόντος υπήρχαν κοκκινίλες, αλλά δεν είχαν προκληθεί σοβαρά προβλήματα, γιατί οι χειροπέδες δεν ήταν σφιγμένες, όπως καταθέτει ο πατέρας του, κατά διηγήσεις του γιου του. Όσον αφορά τη δυνατότητα του παθόντος να βαδίσει, από τον τόπο που τον απελευθέρωσαν μέχρι τη λεωφόρο που επιβιβάστηκε σε ταξί, 2 χιλιόμετρα, ο ιατρός δεν είναι τελείως αρνητικός (λέγει ότι δεν υφίσταται τέτοια δυνατότητα, αλλά και αν υποτεθεί ότι μπορεί να-πράξει τούτο με μεγάλη δυσκολία, θέλει τουλάχιστον μια και πλέον ώρα να καλύψει την απόσταση αυτή). Πάντως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η κάλυψη, με μεγάλη δυσκολία, από τον παθόντα της αποστάσεως αυτής οφείλεται στο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως και στη θέλησή του να επανέλθει στην οικία του και στην οικογένειά του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η 4η κατηγορουμένη, γνωρίζοντας τα σχέδια των υπολοίπων, δεδομένου ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον 1°, εντάχθηκε στην εγκληματική ομάδα που είχαν συστήσει αυτοί και πρόσφερε τη συνδρομή της, πείθοντας τον Φ να προβεί στη μίσθωση της μονοκατοικίας στα ..., όπου κρατήθηκε ο Ψ1, παρουσιάζοντας μάλιστα αυτόν ως σύζυγό της. Ενώ και κατά την κράτηση του αρπαγέντος βοήθησε, παραχωρώντας στον 1° το κινητό της τηλέφωνο για να επικοινωνήσει με τον Ψ2. Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του μάρτυρα ..., γείτονα των ιδιοκτητών της μισθωμένης μονοκατοικίας, ο οποίος είδε τους 1° και 4η κατηγορουμένους ένα Σαββατοκύριακο να πλένουν το αυτοκίνητό τους έξω από το σπίτι. Από το συνδυασμό της καταθέσεως αυτής σε συνδυασμό με την ομολογία του περιστατικού αυτού από τον 1° κατηγορούμενο και την κατάθεση του παθόντος ότι γυναικεία φωνή δεν άκουσε, συνάγεται ότι το περιστατικό αυτό έγινε κατά το μοναδικό Σαββατοκύριακο που παρεμβαλλόταν μεταξύ της υπογραφής του μισθωτηρίου (27.9.2001) και της αρπαγής (2.10.2001). Μετά δε την απελευθέρωση του Ψ1 φρόντισε για τον καθαρισμό του σπιτιού και την απόκρυψη ενοχοποιητικών στοιχείων (κάψιμο διαφόρων πραγμάτων που είχαν χρησιμοποιηθεί από τους κατηγορουμένους). Και για μεν τα ίχνη της φωτιάς αναφέρθηκε παραπάνω. Για το ότι δε η 4η κατηγορουμένη προέβη στην αφή της φωτιάς σημειώνεται ότι: Ο μάρτυρας ... καταθέτει ότι πριν από την αλλαγή του χρόνου (δηλαδή κατά μήνα Δεκέμβριο του 2001 και μετά την απελευθέρωση του αρπαγέντος) έλαβε χώραν το περιστατικό με τη φωτιά και αναγνώρισε μέσα από τους καπνούς την 4η κατηγορουμένη κατά 95%. Από αυτό, όμως, δημιουργείται στο Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση ότι πράγματι η 4η κατηγορουμένη έβαλε τη φωτιά, εφόσον, όπως η ίδια ομολογεί, παρέδωσε το σπίτι το Μάιο του 2002, και, επομένως, καμιά άλλη γυναίκα δεν αποδείχθηκε ότι είχε πρόσβαση σ' αυτό. Ο ισχυρισμός της, λοιπόν, ότι δεν γνώριζε το σκοπό για τον οποίο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί η οικία αυτή είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι αυτή, κατά τη διάρκεια της κατακράτησης του παθόντος και συγκεκριμένα από τότε που έπλενε το αυτοκίνητο μαζί με τον 1° μέχρι τότε που έβαλε τη φωτιά δεν επισκέφθηκε ούτε μια φορά το μίσθιο (έτσι εξηγείται γιατί ο παθών δεν άκουσε γυναικεία φωνή), πράγμα που δεν δικαιολογείται αν δεν γνώριζε ότι εκεί κατακρατείται παράνομα ο Ψ1, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι συνέχιζε να καταβάλει τα μισθώματα (ανεξάρτητα αν τα κατέβαλε εξ ιδίων ή από χρήματα που τις έδινε ο 1ος) μιας οικίας που, κατά τους ισχυρισμούς της, θα χρησίμευε ως ερωτικό καταφύγιο. Η κρίση αυτή ενισχύεται, ακόμη, και από τη σκέψη ότι η εν λόγω κατηγορουμένη, αν πράγματι δεν γνώριζε, έπρεπε, όταν πληροφορήθηκε το συμβάν, ότι δηλαδή ο 1ος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το μίσθιο για σκοπό άλλον από αυτόν για τον οποίο το είχε μισθώσει αυτή και μάλιστα για την τέλεση σοβαρότατης αξιόποινης πράξης, να παρουσιαστεί στην Αστυνομία και να το καταγγείλει. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η ομάδα, την οποία, όπως προαναφέρθηκε, συνέστησαν οι 1ος, 2ος και 3ος κατηγορούμενοι (μαζί με το φυγόδικο), στην οποία εντάχθηκε και η 4η, φέρει το χαρακτήρα όχι απλής συμμορίας της παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται, επικουρικά, οι 1ος και 2ος, αλλά εγκληματικής οργάνωσης της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, αφού α) απετελείτο από άτομα πλέον των τριών, β) είχε δομή (αρχηγό, υπαρχηγό, οι οποίοι ενεργούσαν βάσει σχεδίου που είχαν καταστρώσει), γ) είχε διαρκή δράση, η οποία διακόπηκε με την απελευθέρωση του παθόντος και τη σύλληψη των δραστών και δεν αποδείχθηκε ότι είχε συγκροτηθεί μόνο για την αρπαγή του Ψ1, ότι θα διαρκούσε μέχρι να εισπραχθούν τα λύτρα και ότι κατόπιν θα διαλυόταν και δ) επεδίωκε τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 322 και 385 ΠΚ. Μετά από αυτά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι για τις αξιόποινες πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, της αρπαγής από κοινού και της εκβίασης από κοινού και η 4η για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και για απλή συνεργεία σε αρπαγή και σε εκβίαση. Σημειώνεται, ότι, η εγκληματική οργάνωση συγκροτήθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου 2001 και ότι η 4η κατηγορουμένη εντάχθηκε σ' αυτήν περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2001 (σε μη διακριβωθέντα επακριβώς χρόνο, οπωσδήποτε, όμως, πριν από τη μίσθωση της μονοκατοικίας στις 27.9.2001), δεδομένου ότι η ορθή διευκρίνιση του χρόνου τελέσεως δεν ασκεί επιρροή στην ταυτότητα του εν λόγω εγκλήματος και στην παραγραφή του και είναι επιτρεπτή. Ακολούθως, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες των πράξεων αυτών και τους επέβαλε τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση ποινές καθείρξεως.
Με αυτά που δέχτηκε, το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 187 παρ. 1, 322, 385 παρ. 1 και 47 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφαση του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όσον αφορά το πρώτο έγκλημα, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο του αναιρετικού ελέγχου όλων των αιτήσεων αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται όλα τα περιστατικά εκείνα και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το άνω Δικαστήριο έκρινε ενόχους τους αναιρεσείοντες της πράξεως της συγκροτημένης εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 παρ. 1 και όχι του εγκλήματος της παρ. 3 του ίδιου άρθρου (συμμορίας), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες. Πλέον συγκεκριμένα, κατά τα δεκτά γενόμενα από το άνω Δικαστήριο, οι δύο πρώτοι αναιρεσείοντες ως και οι άνω δύο αλλοδαποί στις αρχές του Σεπτεμβρίου 2001 και προς το σκοπό διαπράξεως αρπαγών και εκβιασμών για να προσπορίζονται λύτρα συγκρότησαν εγκληματική οργάνωση, η οποία ήταν δομημένη και σκοπό είχε τη διαρκή τέλεση τέτοιων κακουργημάτων. Στην οργάνωση δε αυτή περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 2001 και προς της 27ης του μηνός εκείνου εντάχτηκε και η αναιρεσείουσα Χ1, γνωρίζοντας και αποδεχόμενη τον εγκληματικό σκοπό αυτής. Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται ο τρόπος τελέσεως των άνω εγκλημάτων της αρπαγής και εκβίασης, εκτίθεται σαφώς η εγκληματική προετοιμασία των αναιρεσειόντων ως και το παράνομο αποτέλεσμα της είσπραξης των 460.000.000 δραχμών από τον πατέρα του απαχθέντος θύματος Ψ1. Ειδικότερα εκτίθεται ότι προηγήθηκε από τον αναιρεσείοντα Χ2 η μίσθωση του αναφερομένου αυτοκινήτου από την εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων ..., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην απαγωγή του Ψ1, όπως και χρησιμοποιήθηκε την 2-10-2001 κατά την απαγωγή του, κατά την οποία οι τέσσερις δράστες χρησιμοποίησαν και μοτοσικλέτα τύπου ENDURO και άλλο ένα φορτηγό κλειστό αυτοκίνητο TOYOTA, στο οποίο βίαια τον οδήγησαν, αφού προηγουμένως εμφανίστηκαν με στολές αστυνομικών στον δήθεν έλεγχο του απαχθέντος οδηγού Ψ1, ενώ παράλληλα η αναιρεσείουσα Χ1 είχε ήδη ενοικιάσει την οικία στα ..., δήθεν για κατοικία, εξαπατώντας την ιδιοκτήτρια αυτής, ενώ η οικία χρησιμοποιήθηκε από αυτούς ως κρησφύγετο και τόπος ομηρίας του Ψ1 επί 63 ημέρες, όπου τον είχαν με χειροπέδες και αλυσοδεμένο. 'Οτι είχαν ανοίξει μικρές τρύπες στα κουφώματα της οικίας εκείνης για να κατοπτεύουν τον έξωθεν χώρο, μετά δε την απαγωγή χρησιμοποίησαν 26 κινητά τηλέφωνα για τα οποία δεν παρέχονται από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας στοιχεία συνδρομητών, με τα οποία συνομιλούσαν με τον πατέρα του απαχθέντος Ψ2, από διαφορετικό τόπο κάθε φορά για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους ενώ προκειμένου να συνομιλούν πατέρας και γιος για να πεισθεί ο πατέρας ότι ο γιος του είναι καλά χρησιμοποιούσαν τρία κινητά τηλέφωνα, εκείνο το οποίο μιλούσε ο Ψ1, τον οποίο ανέβαζαν στο πάνω πάτωμα της μονοκατοικίας αυτής, εκείνο με το οποίο οι ίδιοι καλούσαν και το οποίο ένωναν με άλλο από το οποίο είχαν καλέσει τον πατέρα Ψ2. Ότι στην οικία του συμμέτοχου τους άνω Ζ, βρέθηκαν κατά την έρευνα ένα μασούρι με δυναμίτιδα, με πυροκροτητή και φυτίλι μήκους 10 εκατοστών περιτυλιγμένο με καφέ πλαστική ταινία, δηλαδή έτοιμος αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, και ένας φορητός ασύρματος (ραδιοσταθμός CB). Ότι η αναιρεσείουσα Χ1, η οποία πλήρωνε τα ενοίκια της οικίας- κρησφύγετου, στην οποία είχε εμφανιστεί στην αρχή της μίσθωσης και μετά την απόλυση του απαχθέντος, καίοντας μάλιστα αντικείμενα που ήσαν ενοχοποιητικά και σχετικά με το έγκλημα της αρπαγής, ενώ το σπίτι αυτό το παρέδωσε αργότερα και δη το Μάιο του 2002. Μάλιστα η ίδια είχε παραχωρήσει στο Χ3 το κινητό τηλέφωνο της για να επικοινωνήσει με τον Ψ2. Ότι οι αναιρεσείοντες Χ3 και Χ2 και ο αλλοδαπός Ζ κανόνιζαν εικονικά ραντεβού με τον πατέρα Ψ2, που διήρκεσαν επί διήμερο μέχρι της παραδόσεως των λύτρων, στη συμβολή των οδών ... και ... στο ..., όπου, καθ' υπόδειξη του Χ3 ο πατέρας Ψ2, πέταξε την τσάντα με τα λύτρα στον παράδρομο της λεωφόρου ..., απ' όπου την παρέλαβε ο άνω αλλοδαπός και τα μοίρασαν μεταξύ τους. Έτσι, με αυτά που δέχτηκε το άνω Δικαστήριο, η εγκληματική αυτή οργάνωση ήταν δομημένη από περισσότερα των τριών άτομα με διαρκή και όχι περιστασιακό σκοπό τέλεσης του εγκλήματος της αρπαγής και εκβίασης προς πορισμό λύτρων με την κακουργηματική τους μορφή και ως εκ τούτου ορθώς το Δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε την παράγραφο 1 του άρθρ. 187 του ΠΚ και όχι εκείνη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, δέχτηκε δε ότι η σύλληψη των τριών αναιρεσειόντων απλώς ανέκοψε τη διαρκή εγκληματική δράση της οργάνωσης.
Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου, από το αρθρ. 510 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, λόγοι όλων των αιτήσεων αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης.
Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον ίδιο ως άνω λόγο αναίρεσης, απαιτείται κατά τις πιο πάνω διατάξεις να υπάρχει σε όλες χωρίς εξαίρεση τις δικαστικές αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Παρεμπίπτουσες είναι οι αποφάσεις εκείνες με τις οποίες το δικαστήριο δεν αποφαίνεται τελειωτικά επί της κατηγορίας αλλά μόνο επί κάποιου ζητήματος, που αναφύεται στη διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι ο συνήγορος των δύο πρώτων αναιρεσειόντων ζήτησε να κληθούν οι απολειπόμενοι μάρτυρες ... και ..., οι οποίοι καίτοι κλήθηκαν δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας ευθύς μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, την προβολή βιντεοκασετών και την ανάγνωση των αναγνωστέων εγγράφων, μεταξύ των οποίων αναγνώσθηκαν και οι καταθέσεις των μαρτύρων τούτων, που περιέχονται στα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και μάλιστα χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από κανέναν και ειδικότερα με την αιτιολογία ότι το Δικαστήριο (της ουσίας) δεν κρίνει ότι η προσέλευση των ανωτέρω αστυνομικών (..., ...), από τους οποίους ο πρώτος εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία στα ... και ο δεύτερος έχει συνταξιοδοτηθεί και η κατάθεσή τους ενώπιον του ακροατηρίου θα προσφέρει τίποτε επιπλέον προς διαλεύκανση της υπόθεσης, εν όψει και του ότι οι πρωτόδικες καταθέσεις τους ήταν διεξοδικές και κατατοπιστικές. Η αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης, εν όψει της αναγνώσεως των πρωτόδικων καταθέσεων των μαρτύρων τούτων, οι οποίες εκτιμήθηκαν ως διεξοδικές και κατατοπιστικές και των λόγων της απουσίας τους, κρίνεται πλήρης ως απαιτεί το Σύνταγμα και το άρθρο 139 ΚΠΔ.
Συνεπώς και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ δεύτερος λόγος των αναιρέσεων των Χ3 και Χ2 είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, οι άνω αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του παραστάντος πολιτικού ενάγοντος Ψ2 και στα δικαστικά έξοδα. (αρθρ. 583. παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 21-3-2008 και 21-3-2008 αιτήσεις των Χ3 και Χ2, τις από 31-3-2008 και 3-3-2008 αιτήσεις της Χ1, καθώς και τους από 13-1-2009 και 13-1-2009 προσθέτους λόγους των Χ3 και Χ2 για αναίρεση των 2748/2007 και 504/2008 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2 από πεντακόσια (500) ευρώ.
Επιβάλλει στον καθένα από τους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ