Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Υπεξαγωγή εγγράφων.
Περίληψη:
Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης. Υπεξαγωγή εγγράφων - Στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Όχι απόλυτη ακυρότητα από την ανάγνωση εγγράφων που επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους. Απόρριψη σχετικού λόγου αναίρεσης. Απόρριψη λόγων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Αριθμός 29/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σαμαρά, περί αναιρέσεως της 1322/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Με πολιτικώς ενάγον "ΙΚΑ-ΕΤΑΜ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυρίδωνα Μαυρογιάννη. Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1931/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη από 24-11-2008 αίτηση της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της καταδικαστικής εν μέρει υπ' αριθμ. 1322/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 474 και 509 παρ. 1 ΚΠΔ). Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 220 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι, "όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα από τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του προαναφερόμενου εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, απαιτείται στην με πρώτη περίπτωση η επίτευξη της αναληθούς βεβαιώσεως σε δημόσιο έγγραφο, δι' εξαπατήσεως του συντάκτη του, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος, στη δε δεύτερη περίπτωση η χρησιμοποίηση της βεβαιώσεως αυτής. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση και θέληση ότι το βεβαιούμενο σε δημόσιο έγγραφο περιστατικό είναι αναληθές και δύναται να έχει έννομες συνέπειες για οποιονδήποτε τρίτο. Περαιτέρω, κατ' άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλλει μία μόνο ποινή? για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα, που είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων που συνέχονται μεταξύ τους λόγω τη ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του εγκλήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, μέσα στα πλαίσια ποινής του οικείου εγκλήματος (Ολ. ΑΠ 5/2002). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι με την ίδια ποινή της παρ. 1 (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) τιμωρείται ο υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύτηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, που προβλέπεται από την πιο πάνω διάταξη, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α και 263α του ΠΚ, β) να έγινε από αυτόν νόθευση, καταστροφή, βλάβη ή υπεξαγωγή εγγράφου. Το έγγραφο λαμβάνεται με την έννοια του άρθρου 13 περ. γ του ΠΚ, μπορεί δε να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Ως υπεξαγωγή του εγγράφου, που ενδιαφέρει την εξεταζόμενη υπόθεση, νοείται κάθε διαγωγή του δράστη, η οποία αφαιρεί από το δικαιούμενο, έστω και προσωρινώς, τη χρήση του εγγράφου, γενόμενη δίχως πρόθεση ιδιοποίησης αυτού, γ) το έγγραφο να ήταν εμπιστευμένο στον υπάλληλο ή προσιτό σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του και δ) δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλοντα! στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης ... αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (όσον αφορά μόνο τις πράξεις της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση και της υπαγωγής εγγράφων, για τις οποίες καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα) "... Η κατηγορούμενη είναι υπάλληλος του Υποκαταστήματος ΙΚΑ ... και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (2002-2005) ήταν υπηρεσιακά υπεύθυνη για τον έλεγχο και την έκδοση πιστοποιητικών ασφαλιστικών ενημεροτήτων. Μεταξύ των εργοδοτών που ανήκαν στην τοπική αρμοδιότητα του υποκαταστήματός της ήταν και η αθλητική ένωση με την επωνυμία "Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων ...", της οποίας έμμισθος υπάλληλος με οικονομικές και διαχειριστικές αρμοδιότητες ήταν ο σύζυγός της ..., κάτοικος όσο ζούσε Καρδίτσας. Αυτός τα τελευταία έτη είχε δημιουργήσει λόγω της δαπανηρής ζωής του πολλά χρέη προς τρίτους (βλ. απολογία της κατηγορουμένης), εξ αιτίας των οποίων συχνά είχε ανάγκες διαφόρων χρηματικών ποσών. Έτσι, αν και λάμβανε από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω Ενώσεως ... (βλ. την κατάθεσή του περιεχόμενη στα αναγνωσθέντα πρωτόδικα πρακτικά) διάφορα χρηματικά ποσά για να πληρώνει τις οφειλές της Ενώσεως, μεταξύ άλλων, και στο ΙΚΑ, αυτός για να καλύπτει προσωρινά τα χρέη του παρακρατούσε παράνομα τα ποσά αυτά με την ελπίδα και την προοπτική αργότερα να μπορέσει να αποκαταστήσει τα πράγματα. Αυτό τελικά δεν κατέστη δυνατό διότι ασθένησε το 2004 από καρκίνο και απεβίωσε, αφήνοντας πολλά χρέη, εξ αιτίας των οποίων κατασχέθηκε και εκπλειστηριάσθηκε η περιουσία του. Στην αγωνιώδη αυτή προσπάθειά του είχε αρωγό τη σύζυγό του, η οποία γνώριζε την όλη κατάσταση. Ειδικά για το Ι.Κ.Α., όπου είχε την υπηρεσιακή ευχέρεια και δυνατότητα, τον κάλυπτε, παρανόμως βέβαια, αποκρύπτοντας το ληξιπρόθεσμο των οφειλών της "Ενώσεως". Για να εξασφαλίσει λοιπόν στο σύζυγό της την αναγκαία (για την προώθηση πολλών υποθέσεων) ασφαλιστική ενημερότητα της Ενώσεως, προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Την 4.1.2002 συνέταξε την υπ' αριθ. ... βεβαίωση μη οφειλής - ασφαλιστική ενημερότητα, στην οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι η ως άνω επιχείρηση δεν όφειλε ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ, ενώ στην πραγματικότητα αυτή όφειλε ασφαλιστικές εισφορές μηνών 10/2001 και 11/2001 ποσού 781.200 δρχ. ή 2.292,58 ευρώ. Το γεγονός αυτό η κατηγορούμενη το γνώριζε, αφού κατά τα προαναφερόμενα ήταν γνώστης των κινήσεων του συζύγου της, αλλά πολλές φορές και η ίδια προσωπικά έκανε τις αναγκαίες συναλλαγές με το ΙΚΑ αντί του συζύγου της για λογαριασμό της ανωτέρω επιχείρησης ("Ενώσεως"). Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, αφού συνέταξε την ως άνω ψευδή κατά περιεχόμενο βεβαίωση μη οφειλής - ασφαλιστική ενημερότητα, πήγε στον προϊστάμενό της, ..., και με τρόπο αυτό τον διαβεβαίωσε απατηλά ότι, ύστερα από σχετικό έλεγχο αυτής, αρμόδια άλλωστε καθ' ύλην προς τούτο (αφού ήταν το μοναδικό πρόσωπο που διεκπεραίωνε της υποθέσεις της ΕΠΣΚ στο ΙΚΑ και εξέδιδε τα σχετικά ΓΕΤΕ), η ως άνω επιχείρηση δεν όφειλε ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές έναντι του ΙΚΑ. Με τον τρόπο αυτό τον έπεισε να υπογράψει αυθημερόν την υπ' αριθ. ... βεβαίωση μη οφειλής - ασφαλιστική ενημερότητα, στην οποία αυτός (αγνοώντας την αλήθεια) βεβαίωνε αναληθώς ότι η "Ένωση" δεν όφειλε ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές προς το Ι ΚΑ. Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική διότι ο σύζυγος της κατηγορουμένης είχε παρακρατήσει τα σχετικά χρηματικά ποσά που είχε λάβει από το ταμείο της "Ενώσεως" για την πληρωμή των χρεών αυτών. Έτσι στην πραγματικότητα η "Ένωση" όφειλε στο ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές μηνών 10/01 και 11/01 ποσού 781.200 δρχ. ή 2.292,58 ευρώ. Το ίδιο όμως πράγμα και για τον ίδιο λόγο έκανε η κατηγορουμένη και άλλες δύο φορές. Συγκεκριμένα, την 15-10-2002, καθώς και την 15-1-2003, με όμοιο τρόπο, έπεισε τους συναδέλφους της... να εκδώσουν τις υπ' αρ. ... βεβαιώσεις μη οφειλής -ασφαλιστικές ενημερότητες της ίδιας επιχείρησης, βεβαιώνοντας σε αυτές αναληθώς ότι η παραπάνω επιχείρηση δεν όφειλε ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ. Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική διότι ο σύζυγος της κατηγορουμένης είχε παρακρατήσει τα σχετικά χρηματικά ποσά που είχε λάβει από το ταμείο της "Ενώσεως" για την πληρωμή των χρεών αυτών. Έτσι στην πραγματικότητα η "Ένωση" όφειλε στην πρώτη περίπτωση ΔΧ/01 και εισφορές μηνών 2/02 -08/02 συνολικά ποσό 9.232,27 ευρώ και στη δεύτερη όφειλε όλα τα ποσά της υπ' αρ. ... ενημερότητας και επιπλέον τους μήνες 09/02 έως 11/02, δηλαδή συνολικό ποσό 12.776,14 ευρώ. Αυτό που κατάφερε η κατηγορουμένη να βεβαιωθεί στα ανωτέρω, αναληθή κατά περιεχόμενα τρία πιστοποιητικά, μπορούσε να έχει και πράγματι είχε έννομες συνέπειες, δεδομένου ότι είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρούν οι τρίτοι, δημόσιες αρχές και ιδιώτες (συμπεριλαμβανομένων και των νομίμων εκπροσώπων της ανωτέρω επιχείρησης) ότι η τελευταία δεν είναι οφειλέτης έναντι του ΙΚΑ. Ο ισχυρισμός της ότι δεν γνώριζε την αληθινή ασφαλιστική κατάσταση της "Ενώσεως" και πίστευε λόγω παραπλανήσεως της από το σύζυγό της ότι ήταν ασφαλιστικά ενήμερη και γι' αυτό χωρίς προηγούμενο έλεγχο έκανε τις ανωτέρω αναληθείς διαβεβαιώσεις είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι αποδείχθηκε ότι είχε άριστες σχέσεις με το σύζυγό της και φυσικά ενημερώνονταν απ' αυτόν για τις ενέργειες του, ενώ τις περισσότερες συναλλαγές της "Ενώσεως" με το υποκατάστημα του ΙΚΑ διεκπεραίωνε η ίδια προσωπικά και άρα είχε (και) προσωπική αντίληψη. Επίσης, το γεγονός ότι την 15.10.2002 (χρόνο κατά τον οποίο τελέσθηκε η υφαρπαγή της υπ' αριθ. ...βεβαιώσεως) ήταν σε υπηρεσιακή άδεια δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι απείχε από τη διαδικασία εκδόσεώς της, αφού μπορούσε να προβεί στην απατηλή ως άνω διαβεβαίωση και να παραπείσει τον αρμόδιο για την έκδοση της ... είτε άλλη ημέρα νωρίτερα, είτε και την ίδια ημέρα με την προσωπική της παρουσία (παρά την άδεια) είτε και τηλεφωνικά. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την υφαρπαγή των τριών βεβαιώσεων... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο 2003 έως Σεπτέμβριο 2005, σε ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε λεπτομερώς, με την ίδια ιδιότητα, με πρόθεση υπεξήγαγε έγγραφα που της ήταν προσιτά λόγω της υπηρεσίας της. Συγκεκριμένα: Αφαίρεσε και απέκρυψε από το υποκατάστημα του ΙΚΑ στην Καρδίτσα δύο κλασέρ του αρχείου αυτού, στο οποίο λόγω της ως άνω ιδιότητάς της είχε πρόσβαση. Τα αφαιρεθέντα κλασέρ περιείχαν τα αντίγραφα των υπ' αρ. ... ασφαλιστικών ενημεροτήτων μαζί με τις συνημμένες αιτήσεις και αφορούσαν πάλι οφειλές της προαναφερόμενης "Ενώσεως". Η αφαίρεσή τους σχετίζεται με την προηγούμενη συμπεριφορά της κατηγορουμένης και αποτελεί προέκτασή της διότι έγινε με πρόθεση, στα πλαίσια του ίδιου σκοπού, να βοηθήσει δηλαδή το σύζυγό της α) να αποκρύπτει από την εργοδότιδά του "Ένωση" ότι παρακρατούσε τα χρήματα που του δίνονταν για την εξόφληση των ασφαλιστικών χρεών της "Ενώσεως" και β) να εμφανίζεται η "Ένωση" ως ασφαλιστικά ενήμερη. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθεί ένοχη και για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων, αλλά να της αναγνωριστεί το ελαφρυντικό ότι έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και γενικά κοινωνικό βίο (άρθρο 84 παρ. 2 α ΠΚ).
Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για τις ανωτέρω δύο αξιόποινες πράξεις της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση και της υπεξαγωγής δημοσίων εγγράφων και της επέβαλε, μετά την παραδοχή της συνδρομής στο πρόσωπό της ελαφρυντικής περίστασης της πρότερης έντιμης ζωής της, ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών για κάθε πράξη και συνολική δέκα (10) μηνών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε για τρία (3) χρόνια.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και. συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 84 παρ. 2α, 94 παρ. 1, 220 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των εννέα (9) μαρτύρων κατηγορίας και της μάρτυρα υπεράσπισης. Ειδικότερα η αιτίαση της αναιρεσείουσας περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως προς το καταδικαστικό μόνο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απαράδεκτη αφού αυτή δεν συνιστά λόγο αναίρεσης. Περαιτέρω οι λοιποί ισχυρισμοί της κατά το μέρος που αναφέρονται στα δύο εγκλήματα για τα οποία καταδικάσθηκε δεν είναι αυτοτελείς με την έννοια που προαναφέρθηκε αλλά υπερασπιστικοί - αρνητικοί των κατηγοριών της, για την απόρριψη των οποίων δεν απαιτείται η ειδική αιτιολογία, αλλά αρκεί η παραδοχή των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε και που είναι αντίθετα σ'αυτούς (ισχυρισμούς της), γι' αυτό και οι σχετικές αιτιάσεις για σιωπηρή απόρριψή τους (μη απάντησή τους) από το Δικαστήριο της ουσίας είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Εξάλλου η αιτίαση ότι "το καταδικαστικό σκεπτικό αποτελεί αντιγραφή του καταδικαστικού διατακτικού και ουδέν πλέον τούτου", είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον και όταν τούτο συμβαίνει η τοιαύτη αντιγραφή δεν συνιστά λόγο αναίρεσης, με την προϋπόθεση ότι καλύπτεται η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Ακόμη είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η αιτίαση ότι υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της καταδικαστικής κρίσης για το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και της αθωωτικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας γι'αυτήν για το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, καθόσον στην τελευταία ήχθη το Δικαστήριο με την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν η εκδότρια (συντάκτρια) των ψευδών βεβαιώσεων (ασφαλιστικών ενημεροτήτων της επιχείρησης με την επωνυμία "Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων ...) και όχι ότι δεν ήταν ψευδές το περιεχόμενό τους που προήλθε από εξαπάτηση των αρμοδίων υπαλλήλων - εκδοτών των δημοσίων αυτών εγγράφων από αυτήν (αναιρεσείουσα). Τέλος, η αιτίαση της αναιρεσείουσας περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την τέλεση της υφαρπαγής της υπ' αριθμ. ... βεβαίωσης του υποκαταστήματος του ΙΚΑ στην ..., λόγω της απουσίας της κατά την ημέρα της έκδοσης της εν λόγω βεβαίωσης με τη λήψη υπηρεσιακής άδειας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού και ως προς το ζήτημα αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. τέλος 18ης σελίδας της ως άνω απόφασης). Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της ελλείψεως νόμιμης βάσης και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους πλήττεται όπως έχει προαναφερθεί για τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου, που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει την από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου κώδικα λόγω αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου, που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που να μπορεί να διαγνωστεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ ως άνω δικαίωμά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα συντελέσθηκε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμμία αμφιβολία προς την ταυτότητα εγγράφων, όταν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε και την περί ενοχής της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας κρίση του μεταξύ των άλλων εγγράφων, και στα παρακάτω έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν, όπως προκύπτει από τα πρακτικά αυτής (σελ. 13): υπ' αρ. 5 αποκόμματα εφημερίδων, υπ' αρ. 6 δελτία ελέγχου εργοδότη, υπ' αριθμ. 7 προσωρινά γραμμάτια είσπραξης, υπ' αριθμ. ...καρτέλα κινήσεων εργοδότη, υπ' αριθμ. πρωτόκολλο ΙΚΑ, υπ' αριθμ. 12 πρόσκληση προς ΕΠΣ - αίτηση θεραπείας, υπ' αριθμ. 13 ΠΕΕ προς ΕΠΣ, υπ' αριθμ. 14 απόφαση ρύθμισης, υπ' αριθμ. το από 25-1-2006 έγγραφο, υπ' αριθμ. 17 κατάσταση ασφαλίσεως προσωπικού, υπ' αριθμ. 18 αιτήσεις για χορήγηση βεβαίωσης μη οφειλής, υπ' αριθμ. 19 εντολές πληρωμής, υπ' αριθμ. 21 πίνακες ΠΕΕ, υπ' αριθμ. 24 δηλώσεις διαφωνίας και υπ' αριθμ. 25 χρηματικοί κατάλογοι ΠΕΕ, χωρίς άλλο ειδικότερο προσδιορισμό τους. Η με αυτό τον τρόπο όμως περιγραφή των εγγράφων αυτών στα πρακτικά, που δεν αμφισβητείται η ανάγνωσή τους μαζί με τα λοιπά έγγραφα (συνολικά 32), δεν δημιουργεί καμμια αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους, ενόψει μάλιστα του ότι άλλα έγγραφα με το συγκεκριμένο προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν. Κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η αναφορά των εγγράφων αυτών είναι ασαφής διότι δεν αναγράφονται τα αναγκαία προς προσδιορισμό της ταυτότητάς τους στοιχεία για να είναι εφικτή η διάγνωση ως προς το σε ποιο (κατ' ακριβές περιεχόμενο) στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου και να είναι δυνατός ο έλεγχος της ανάγνωσης αυτών από την κατηγορουμένη αναιρεσείουσα, της οποίας με τον τρόπο αυτό παραβιάσθηκε το υπερασπιστικό δικαίωμά της και συνεπώς προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος ΙΚΑ (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 19 του ν. 1846/1951 και 22 του ν. 3695/1957, όπως ισχύουν σήμερα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Νοεμβρίου 2008 αίτηση της Χ, κατοίκου Καρδίτσας, για μερική αναίρεση της υπ' αριθμ.1322/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) εκ τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ