Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με την ιδιότητα του εντολοδόχου. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας αναφορικά με την επιμέτρηση της ποινής του αναιρεσείοντος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1540/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή (επειδή κωλύεται το μέλος της συνθέσεως Θεοδ. Γκοϊνη) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Νικόλαο Ανδρουλάκη και Στυλιανό Παπαλόη, περί αναιρέσεως της 167/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Καλαμίτση.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 495/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 167/2007 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα γενικώς κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Οι εγκαλούντες .... και Ψ1 κατόπιν διαδοχικών συμβάσεων που κατάρτισαν με τον κατηγορούμενο, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία "ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ" Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρία ΑΧΕ" κατά το από 8-1-1996 μέχρι 14-10-1996 χρονικό διάστημα, ανέθεσαν σ' αυτόν με την ως άνω ιδιότητά του την επένδυση των διαθεσίμων κεφαλαίων τους με την αγορά από αυτόν για λογαριασμό τους εντόκων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία με βάση τις εν λόγω συμβάσεις ο κατηγορούμενος ανέλαβε να παρακαταθέσει προς φύλαξη τους σε Τραπεζικό ίδρυμα χωρίς αντίστοιχη επιβάρυνση των εγκαλούντων και ακολούθως, να δραχμοποιήσει αυτά κατά την ημερομηνία, λήξεως εκάστου, προκειμένου να τους αποδώσει τον προϊόν της ρευστοποιήσεως. Σε εκτέλεση των ιδίων συμβάσεων ο κατηγορούμενος παρέλαβε από τους εγκαλούντες τμηματικά κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το συνολικό χρηματικό ποσόν των εκατόν τριών εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων (103.550.000) δρχ. Συγκεκριμένα α) στις 8-1-1996 παρέλαβε το ποσόν των επτά εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (7.500.000 ) δρχ. για τηναγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 31-12-1994 και λήξεως 31-12-1996, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 8 - 1 -1997, έναντι του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (8.865.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 18,20%, 6) την 1η-7-1996 παρέλαβε το ποσόν των δεκαεννέα εκατομμυρίων τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων (19.450.000) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 31-12-1994 και λήξεως 31-12-1996, τα οποία 6α ρευστοποιούνταν στις 27-12-1996, έναντι του ποσού των είκοσι ενός εκατομμυρίων εκατόν δέκα χιλιάδων (21.110.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,30%, γ) στις 17-7-1996 παρέλαβε το ποσόν των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000 ) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 30-1-1994 και λήξεως 30-1-1997, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 17-1-1997, έναντι του ποσού των δέκα εκατομμυρίων οκτακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων (10.877.000) δρχ, δηλαδή με ετήσια απόδοση 17, 30%, δ) στις 2-10-1996 παρέλαβε το ποσόν των "τριάντα δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων (32.550.000) δρχ. νια την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 12-4-1993 και λήξεως 12-4-1998, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 12-4-1997, έναντι του ποσού των τριάντα πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων (35.546.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,50% και ε) στις 14-10-1996 παρέλαβε το ποσόν των εικοσιενός εκατομμυρίων (21.000.000) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 30-4-1994 και λήξεως 30-4-997, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 30-4-1997, έναντι του ποσού των είκοσι δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων (22.995.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,50%.Ενδιαμέσως, στις 31-5-1996 παρέλαβε από τον δεύτερο εγκαλούντα το ποσόν των δεκατριών εκατομμυρίων πενήντα χιλιάδων (13.050.000) δρχ. για την αγορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εκδόσεως 30-11-1995 και λήξεως 30-11-1997, τα οποία θα ρευστοποιούνταν στις 30-11-1996, έναντι του ποσού των δεκατεσσάρων εκατομμυρίων εκατόν ενενήντα πέντε χιλιάδων (14.195.000) δρχ., δηλαδή με ετήσια απόδοση 17,50% πραγματικά περιστατικά, την αλήθεια των οποίων αποδέχεται και ο κατηγορούμενος. Κατά την λήξη των ομολόγων οι εγκαλούντες ζήτησαν από τον κατηγορούμενο την απόδοση του ποσού των εκατόν δεκατριών εκατομμυρίων πεντακοσίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων (113.588.000) δρχ, στο οποίο έπρεπε, όπως συνομολογείται, να ανέρχεται το σύνολο της επένδυσης τους με συνυπολογισμό και της απόδοσης εκάστου τίτλου στο κεφάλαιο αγοράς του, άλλως, για την περίπτωση που τα ομόλογα δεν είχαν ρευστοποιηθεί ακόμα, αυτούσια τα αξιόγραφα. Ο κατηγορούμενος, τίποτε δεν απέδωσε. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αγόρασε για λογαριασμό των εγκαλούντων συμφωνημένους τίτλους, τους οποίους κατέθεσε σε λογαριασμό της εταιρίας του τηρούμενο στην Εμπορική Τράπεζα Α.Ε., αλλά δεν ηδυνήθη να αποδώσει αυτούς ή το προϊόν της ρευστοποιήσεώς τους στους εγκαλούντες για το λόγο ότι όταν εμφανίστηκαν οι οικονομικές δυσχέρειες που οδήγησαν στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Χρηματιστηριακής Εταιρίας "ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ", η Εμπορική Τράπεζα ΑΕ ρευστοποίησε η ίδια τους κατατεθέντες σ' αυτήν τίτλους και παρακράτησε το προϊόν της δραχμοποιήσεως σε εξόφληση δικών της απαιτήσεων κατά της εταιρίας αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται ως κατ'ουσίαν αβάσιμος και τούτο, για το λόγο ότι κατά το αναγνωσθέν στο ακροατήριο και προς τον 2° των εγκαλούντων απευθυνόμενο από ... έγγραφο της Τραπέζης της Ελλάδος, τα αναφερόμενα ομόλογα, που ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος προς τους εγκαλούντες ότι προμηθεύτηκε για λογαριασμό τους δεν αντιστοιχούν σε εκδόσεις τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Άλλωστε ο κατηγορούμενος, δεν προσκομίζει, παρότι θα του ήταν ευχερές, καμία έγγραφη βεβαίωση της Εμπορικής Τράπεζας Α.Ε., από την οποία να επιβεβαιώνεται ότι πράγματι η Τράπεζα αυτή δέχθηκε προς φύλαξη τίτλους που είχαν αγοραστεί για λογαριασμό των εγκαλούντων ή ότι δέχθηκε οποιουσδήποτε τίτλους αγορασμένους από την εταιρία του, σε χρονικά σημεία συμπίπτοντα με τους χρόνους καταβολής των επίμαχων χρηματικών ποσών ή ότι ρευστοποίησε η ίδια τίτλους που η εταιρία "ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ" είχε παρακαταθέσει. Επομένως ο κατηγορούμενος, κατά παράβαση των εν λόγω συμβάσεων, ουδέποτε αγόρασε με τα εν λόγω χρηματικά ποσά έντοκα ομόλογα για λογαριασμό των εγκαλούντων, αλλά αντιθέτως ιδιοποιήθηκε, χωρίς δικαίωμα, τα χρήματα αυτά που περιήλθαν στην κατοχή του δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων αμέσως μόλις τα έλαβε. Από το γεγονός τούτο αφενός μεν βεβαιώνεται ο σκοπός του κατηγορουμένου παρανόμου ιδιοποιήσεως των επίμαχων χρηματικών ποσών, χωρίς εντεύθεν η συμπεριφορά του αυτή να συνδέεται με επιγενόμενη αδυναμία του να επιστρέψει τα ληφθέντα χρηματικά ποσά, τα οποία είχαν εμπιστευθεί σε αυτόν οι εγκαλούντες ως εντολοδόχο τους. Ο δόλος αυτός του κατηγορουμένου της παρανόμου ιδιοποιήσεως των χρηματικών ποσών εκφράστηκε κάθε φορά ταυτόχρονα με την λήψη εκάστοτε των χρηματικών ποσών κατά τις παραπάνω σημειούμενες ημερομηνίες.
Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2δ' του ΠΚ, ήτοι ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, επέβαλε σ' αυτόν ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 98 375 παρ. 1 β και 2 του ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο παραβίασε.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος δε που με αυτόν, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση της υποθέσεως, είναι απαράδεκτος.
ΙΙ. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) την βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο λαμβάνει υπόψη του την βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα έλαβε υπόψη την βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επί πλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν, έστω και αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα πλαίσια του άρθρου 83 εδ. γ' ΠΚ, μετά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο της από το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. δ' ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως, επέβαλε, αντί της ποινής φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών, την τοιαύτη του ελαχίστου της ποινής καθείρξεως των 5 ετών. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της ποινής του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 167/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, την οποία προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαϊου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ