Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ερημοδικία αναιρεσείοντος, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία, Αρπαγή, Μάρτυρες, Πρόσθετοι λόγοι, Αποφάσεως συμπλήρωση.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση τεσσάρων αιτήσεων αναιρέσεως, προσθέτων λόγων και αιτήσεως για συμπλήρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ερημοδικία δύο διαδίκων. Απορρίπτει ως ανυποστήρικτη γι’αυτούς. Αρπαγή από κοινού που αποσκοπούσε να εξαναγκασθεί ο παθών σε πράξη, χωρίς να υπάρχει υποχρέωσή του (322 ΠΚ). Στοιχεία εγκλήματος. Απλή συνέργεια στην πράξη αυτή. Συμμορία (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ. Πότε είναι αιτιολογημένη η σχετική απόφαση. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Ελαφρυντικά άρ. 84 παρ. 2α, β, δ, ε ΠΚ. Αίτηση για συμπλήρωση της απόφασης του εφετείου από τον Άρειο Πάγο (αφαίρεση χρόνου προσωρινής κράτησης). Απορρίπτει αιτήσεις. Δέχεται αίτηση του δευτέρου για συμπλήρωση της απόφασης αυτής.
ΑΡΙΘΜΟΣ 859/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων:
1. Χ1 κατοίκου... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, 2. Χ2 κάτοικου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Τζανάκο, 3. Χ3, κάτοικου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ... και 4. Χ4 κάτοικου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, περί αναιρέσεως της 87/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Χ5, 2. Χ6 3. Χ7 και 4. Χ8.
Με πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιουνίου 2008 και 1 Ιουλίου 2008 και 13 Ιουνίου 2008, δύο τον αριθμό, αιτήσεις τους αναιρέσεως, καθώς και στο από 20 Ιανουαρίου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων του πρώτου εξ αυτών, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1121/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που παραστάθηκαν, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να: α) να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι από 13 Ιουνίου 2008 δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναίρεσης των τρίτου και τέταρτων των αναιρεσειόντων, β) να απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης των παραστάντων αναιρεσειόντων και γ) να γίνει δεκτή η αίτηση συμπλήρωσης του δευτέρου εξ αυτών.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες: 1) 25/17-6-2008, 2) από 1/7/2008 (αρ.πρωτ. 5764/2-7-08), 3) 24/13-6-2008 και 4)23/13-6-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των: α) Χ1 β) Χ2 κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., γ) Χ3 κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ... και δ) Χ4 κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., αντίστοιχα, μετά των από 20/1/2009 (με ημερομηνία κατάθεσης 21/1/09) προσθέτων λόγων του πρώτου για αναίρεση της 87/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, καθώς και η από 28/11/2008 (με ημερομηνία κατάθεσης 1/12/2008) αίτηση του δευτέρου για συμπλήρωση της απόφασης αυτής, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
IΙ. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ.1 ΚΠΔ, όταν το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αναβάλει τη συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο, αποδεχόμενο σχετικό αίτημα ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν χωρίς νέα κλήτευση ακόμη και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Αν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται (514 εδ.α.ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία ... δύο αποδεικτικά επιδόσεως του ..., υπαλλήλου του Καταστήματος Κράτησης ... οι αναιρεσείοντες Χ3 και Χ4 κρατουμένων στη Δικαστική Φυλακή ..., κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθούν δια του συνηγόρου τους στην αναφερόμενη στην αρχή συνεδρίαση (9/1/2008). Κατά τη δικάσιμο εκείνη, αναβλήθηκε, με την 42/2009 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η συζήτηση της αιτήσεως με αίτημα των πληρεξουσίων δικηγόρων των αναιρεσειόντων (1ου, 2ου και 3ου), για τη συζήτηση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής. Αυτοί όμως δεν εμφανίσθηκαν κατά την αναφερόμενη συνεδρίαση, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση, στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, οι πιο πάνω αιτήσεις τους πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν αυτοί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 322 του ΠΚ "όποιος με απάτη ή βία, ή με απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί κάποιον έτσι ώστε να αποστερεί το συλλαμβανόμενο από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει κάποιον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκασθεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, τιμωρείται: α) με ισόβια κάθειρξη αν ο εξαναγκασμός στρέφεται εναντίον των σωμάτων ή των προσώπων του άρθρου 157 παρ. 1, β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών σε κάθε άλλη περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το αδίκημα της αρπαγής προσώπου αποσκοπεί στην προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας και την αδυναμία παροχής βοήθειας εκ μέρους των πολιτειακών οργάνων, στα οποία έχει ανατεθεί η διαφύλαξη και προστασία των πολιτών, χάριν της απρόσκοπτης λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών και επιτεύξεως των σκοπών της πολιτείας. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού απαιτεί εναλλακτικώς την άσκηση απάτης προς ορισμένο πρόσωπο, δηλαδή με δόλιες υποσχέσεις και ανύπαρκτα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να πεισθεί το άτομο να ασπασθεί τα απατηλώς προβαλλόμενα, που φέρονται ως υπαρκτά και αληθινά, ή άσκηση βίας με την οποία κάμπτεται η ελεύθερη βούληση, με συνέπεια να επέρχεται αντίθετη κατάσταση ή με την απειλή βίας, η οποία ισοδυναμεί με τη δεδηλωμένη βία, με συνέπεια να παρέχεται η δυνατότητα στον αυτουργό να συλλάβει, απαγάγει ή κατακρατήσει παράνομα το άτομο, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η παροχή της αναγκαίας προστασίας της πολιτείας. Ενδεικτικώς δε ο νόμος θεωρεί, ότι ο συλλαμβανόμενος αποστερείται της προστασίας της πολιτείας δια της περιαγωγής του σε ομηρία ή σε άλλη παραλλαγμένη, στην ουσία όμως ταυτιζόμενη κατάσταση, εξαιτίας της οποίας επέρχεται στέρηση της ελευθερίας του προσώπου, με την έννοια της ακούσιας υποταγής στη φυσική εξουσία του αυτουργού. Επίσης ο νόμος, πλην της απλής μορφής του αδικήματος της αρπαγής θεσμοθετεί και επιβαρυντική περίπτωση, με απειλή αυξημένης ποινής, υπό τον όρο ότι η πράξη αποσκοπούσε να εξαναγκασθεί ο παθών ή τρίτος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς να υπάρχει υποχρέωσή του. Η διαφοροποίηση της αυξημένης ποινής στην περίπτωση αυτή εξαρτάται από το υλικό αντικείμενο και συγκεκριμένα, αν ο εξαναγκασμός στρέφεται εναντίον των σωμάτων ή των προσώπων του άρθρου 157 παρ. 1 ή συντρέχει άλλη περίπτωση μη ειδικώς καθοριζόμενη. Από τα ανωτέρω στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως, ως κατακράτηση νοείται η παρεμπόδιση κάποιου να απομακρυνθεί αυτοβούλως από το σημείο στο οποίο κρατείται. Ως αποστέρηση της προστασίας της Πολιτείας νοείται η κατάσταση όπου κάποιος θέτει ένα άλλο πρόσωπο υπό την δική του αυθαίρετη εξουσία κατά τρόπο που τον αποκόπτει από την ομαλή συνθήκη βίου, όπου τελικά δεν μπορεί να ασκηθεί η προστασία του νόμου. Τέλος δε περιαγωγή σε κατάσταση στέρησης της ελευθερίας νοείται η κατακράτηση διαρκείας στην διάθεση του δράστη προκειμένου να επιτευχθούν οι όροι που τέθηκαν από τον δράστη. Περαιτέρω ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, ότι όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι απλός συνεργός στην πράξη της αρπαγής, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 187 του ΠΚ, όπως, το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 2928/27-6-2001 "`Οποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας". Από το άρθρ 45 ΠΚ συνάγεται, ότι συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος που διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή, με συναπόφαση τους, την οποίαν έλαβαν, είτε πριν από την πράξη τους, είτε κατά την τέλεση της, ώστε καθένας να θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και γνωρίζει, ότι και κάποιος άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δράση του με την δράση του άλλου, η δε σύμπραξη συνίσταται στην διάπραξη από καθένα πράξεων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχήν αναγκαίο να δικαιολογείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
IV. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1891/2008 απόφασή του με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα: "... . Η πολιτικώς ενάγουσα Ψ1 Ρωσίδα υπήκοος, δασκάλα μουσικής, ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα αεροπορικώς από Μόσχα στη Θεσσαλονίκη στις 2-6-2002 προκειμένου να εργασθεί στο κατάστημα-καφετέρια του Ι1 στην ... με την επωνυμία ..., όπου και πράγματι εργάσθηκε μέχρι την 20-4-2003 και στη συνέχεια αναχώρησε και πάλι για την πατρίδα της, από όπου είχε έρθει με τουριστική VISA . Η Ψ1 ήθελε να επιστρέψει εκ νέου στην Ελλάδα. Έτσι τον Νοέμβριο του έτους 2003 μέσω κάποιας Ρωσίδας της Φ1 συνάντησε στην πόλη Ρουτοτσόφσκ της Σιβηρίας, όπου και είναι η μόνιμη κατοικία της, τον κατηγορούμενο Χ7 που έχει το ψευδώνυμο "..." ή "...". Ο τελευταίος της υποσχέθηκε ότι θα την φέρει στην Ελλάδα με δικά του έξοδα, με την υποχρέωση όμως αυτή να εργασθεί ως σερβιτόρα σε κατάστημα που θα της υποδείκνυε αυτός για ένα χρόνο, ώστε να του εξοφλήσει το παραπάνω χρέος για τη μεταφορά της στην Ελλάδα και στη συνέχεια θα ήταν ελεύθερη να εργασθεί όπου αυτή ήθελε. Η πολιτικώς ενάγουσα συμφώνησε με την πρόταση του ως άνω κατηγορουμένου και η Φ1 πέτυχε να της εκδώσει, έναντι του ποσού των 1.200 ευρώ, μέσω του Γαλλικού Προξενείου στη Μόσχα VISΑ ΣΕΝΓΚΕΝ και της παρέδωσε αεροπορικό εισιτήριο της Ολυμπιακής Αεροπορίας για Θεσσαλονίκη, από τη πόλη Φρανκφούρτη της Γερμανίας. Στη Γερμανία δε αυτή πήγε με λεωφορείο. Στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης την παρέλαβε ο κατηγορούμενος Χ7 και ταξίδεψαν μαζί στις 24-1-2004 για ... όπως προκύπτει και από την με ημεροχρονολογία 13-5-2004 επιστολή της Ολυμπιακής Αεροπορίας, αλλά και από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας. Στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης ανέμενε τον κατηγορούμενο Χ7 με την πολιτικώς ενάγουσα ο κατηγορούμενος Χ6, τον οποίο ο πρώτος της συνέστησε ως "..." ή "...", αυτός τους μετέφερε σε ερημική μονοκατοικία στο ... όπου και διανυκτέρευσαν. Την εν λόγω κατοικία την είχε μισθώσει ο κατηγορούμενος Χ6 το μίσθωμα όμως το κατέβαλαν κατ' ισομοιρία οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η εν λόγω ερημική οικία (βλ. και σχετικές φωτογραφίες) δεν είχε καμία σχέση με τις κατοικίες στις οποίες διέμεναν οι κατηγορούμενοι με τις οικογένειες τους. Την επομένη ημέρα την μετέφεραν με αυτοκίνητο ΙΧΕ που οδηγούσε ο Χ6 στην ... και της υπέδειξαν το κατάστημα-μπαρ του κατηγορουμένου Χ1 με την επωνυμία "..." στο οποίο θα εργαζόταν με βάση τα όσα είχαν συμφωνήσει με τον Χ7 στη Ρωσία. Αρχικά η πολιτικώς ενάγουσα διέμενε με άλλες κοπέλες, επίσης αλλοδαπές, σε κάποιο σπίτι στην ... και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στον ... στη δυόροφη οικία του 1ου κατηγορουμένου, στο ισόγειο της οποίας διέμενε ο ίδιος, ενώ στον 1ο όροφο διέμεναν οι κοπέλες. Η Ψ1 (πολιτικώς ενάγουσα) εργάσθηκε στο μπαρ "..." για μία εβδομάδα, αλλά στη συνέχεια σταμάτησε γιατί αρρώστησε. Στο διάστημα αυτό ο κατηγορούμενος Χ1 την προήγαγε στην πορνεία και την εξέδιδε σε διάφορους πελάτες του, έναντι αμοιβής την οποία εισέπραττε ο ίδιος. Το ίδιο γινόταν και με τις άλλες κοπέλες, εν γνώσει του Χ7 ο οποίος τις εκμεταλλευόταν από κοινού με τον πρώτο κατηγορούμενο. Μάλιστα ο επονομαζόμενος "...", 7ος κατηγορούμενος, ήταν αυτός που εφοδίαζε το μπαρ του 1ου κατηγορουμένου με αλλοδαπές. Ο τελευταίος πήρε το διαβατήριό της και το πιστοποιητικό γεννήσεώς της, τα οποία του παρέδωσε αυτή, προκειμένου να της εξασφαλίσει άδεια παραμονής στην Ελλάδα, και στη συνέχεια ο 1ος κατηγορούμενος τη μετέφερε στη Θεσσαλονίκη όπου τους περίμενε ο Χ7 (7ος κατηγορούμενος), ένα δε τρίτο άγνωστο στην πολιτικώς ενάγουσα άτομο την πήγε στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών Β. Ελλάδος, για να υποβληθεί στη διαδικασία ελέγχου στοιχείων-σημάνσεως, προκειμένου αυτή να λάβει άδεια παραμονής. Στην Υ.Ε.Ε.Β.Ε. την ίδια ημέρα διαπιστώθηκε ότι αυτή, την πρώτη φορά που είχε έρθει να εργασθεί στην Ελλάδα, κατά την αναχώρηση της από το Αεροδρόμιο των Αθηνών της είχε επιβληθεί αστυνομικό διοικητικό πρόστιμο για παράνομη παραμονή στη χώρα (πέραν της προβλεπόμενης στη VΙSΑ), το οποίο αυτή δεν κατέβαλε, διατάχθηκε η διοικητική της απέλαση και συγχρόνως καταχωρήθηκε το ονοματεπώνυμο της στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Μόλις διαπιστώθηκαν τα ανωτέρω η πολιτικώς ενάγουσα κρατήθηκε διοικητικά. Τότε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής της κράτησης προέβη σε διάφορες καταγγελίες κατά του αρχικού εργοδότη της στην ... αλλά και για όσα συνέβησαν στην ... Αυτή τελικά αφέθηκε ελεύθερη δυνάμει της με αριθμό ... διατάξεως της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, γεγονός που δεν γνώριζαν οι ως άνω κατηγορούμενοι, και κατέφυγε στην ... όπου είχε φίλες την ... και την ..., που θα μπορούσαν να την φιλοξενήσουν στην αρχή μέχρι να βρει εργασία. Τις ως άνω φίλες είχε γνωρίσει κατά την προηγούμενη παραμονή της στην πόλη της ..., όταν εργαζόταν στο κέντρο-καφετέρια "..." ιδιοκτησίας του Ι1. Στην αρχή η πολιτικώς ενάγουσα διέμενε στην κατοικία της φίλης της ... και στη συνέχεια, αφότου βρήκε εργασία ως σερβιτόρα στο κατάστημα, καφέ-μπάρ την επωνυμία "..." στην ... ιδιοκτησίας του Ι2 συγκατοίκησε με την Ζ1 υπήκοο Ουζμπεκιστάν, την οποία γνώρισε στο παραπάνω μπαρ. Ο Χ7 πληροφορήθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα εργαζόταν στο καφέ-μπάρ "..." στην ... και ειδοποίησε τον 1ο κατηγορούμενο τηλεφωνικώς και τον έπεισε να οργανώσουν την απαγωγή της και να του την παραδώσει στην ..., ώστε να επανέλθει στην εξουσία του και να συνεχίσει αυτός να την εκδίδει, καθότι μέχρι τότε ελάχιστο όφελος οικονομικό είχε από αυτήν, ενόσω εργάστηκε μόνον μία εβδομάδα στην ... στο κατάστημα του 1ου κατηγορουμένου. Αντίθετα τα χρήματα που είχε καταβάλει ο 7ος κατηγορούμενος για να την μεταφέρει στην Ελλάδα από την Ρωσία καθώς και το πρόστιμο που κατέβαλε για λογαριασμό της ήταν πολύ περισσότερα. Η ευκαιρία του δόθηκε του 1ου κατηγορουμένου όταν στις 27-3-2004 πήγε στο κατάστημά του μπαρ ο Χ5 (2ος κατηγορούμενος) Χ3 (4ος κατηγορούμενος), Χ2 (5ος κατηγορούμενος) και ο Χ4 (3ος κατηγορούμενος). Εκ των ανωτέρω ο Χ5 διατηρεί επιχείρηση SECURIΤΥ και είχε μάλιστα αναλάβει τη φύλαξη του καταστήματος "..." του πρώτου κατηγορουμένου Χ1. Ο τελευταίος τους ζήτησε να μεταβούν στην ... προκειμένου να βρουν στο παραπάνω μπαρ την πολιτικώς ενάγουσα και να την ξαναφέρουν στην ... για να συνεχίσει να εργάζεται γι' αυτόν καθότι του όφειλε χρήματα. Επειδή όμως προηγουμένως οι ανωτέρω είχαν συνεννοηθεί με τους Σ1, Σ2, Σ3 και Σ4 να διασκεδάσουν στο κέντρο "..." της ..., που εκείνο το βράδυ είχε εγκαίνια, μάλιστα εξαυτών ο 2ος κατηγορούμενος προέβη και στην κράτηση τραπεζιού, τους ζήτησε να πάνε αρχικά στην ... να διασκεδάσουν και μετά να συνεχίσουν την διασκέδαση τους στο παραπάνω κέντρο, όπως και πράγματι έγινε. Έτσι στο ΙΧΕ αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ... εργοστασίου κατασκευής VW τύπου ΡΑSSΑΤ, χρώματος μπλε, ιδιοκτησίας του Χ1, που οδηγούσε ο ίδιος, επιβιβάστηκαν ο Χ5 στη θέση του συνοδηγού, και στο πίσω κάθισμα ο Χ4 (3ος κατηγορούμενος), ο Χ3 (4ος κατηγορούμενος) και ο Χ2 (5ος κατηγορούμενος). Στο δε με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής, FORD FOCUS, χρώματος λευκού, ιδιοκτησίας της ..., που οδηγούσε ο γυιός της, επιβιβάστηκαν οι Σ2, Σ3 και Σ4. Αυτοί μετέβησαν στην ...στο μπαρ του Ι2 "...", όπου στάθμευσαν ο ένας απέναντι από τον άλλο και με διαφορετική κατεύθυνση. Στο ίδιο μπαρ προηγουμένως είχε μεταβεί και η πολιτικώς ενάγουσα με τη φίλη της και μάρτυρα Ζ1 προκειμένου να διασκεδάσουν, καθότι εκείνη την ημέρα η Ψ1 (πολ. ενάγουσα) είχε ρεπό. Ο 1ος κατηγορούμενος Χ1 δεν μπήκε στο κατάστημα του Ι2 αλλά παρέμεινε στο αυτοκίνητο του, διότι φοβόταν ότι η πολιτικώς ενάγουσα θα τον αναγνώριζε και θα προσπαθούσε να βρει τρόπο να διαφύγει. Εντός του καταστήματος εισήλθαν αρχικά ο Χ5 (2ος κατηγορούμενος) και ο Χ4 (3ος κατηγορούμενος), κάθισαν στο μπαρ του καταστήματος και παρήγγειλαν ποτά στη συνέχεια συνομίλησαν με τον Ι2 και τον ρώτησαν για την πολιτικώς ενάγουσα. Μάλιστα ο Χ4 πλησίασε την τελευταία συνομίλησαν για λίγο και την κέρασε ένα ποτό. Στη συνέχεια εισήλθαν στο κατάστημα και οι Χ2 και Χ3 οι οποίοι όμως κάθισαν σε διαφορετικό τραπέζι. Επειδή όμως καθυστερούσαν στο μπαρ ο Σ2 λόγω του ότι οι επιβιβασθέντες στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Σ1 ήθελαν να αναχωρήσουν για ..., τους ειδοποίησε πως έπρεπε να φύγουν. Έτσι οι Χ4, Χ3 και Χ2 επιβιβάσθηκαν στο αυτοκίνητο του Χ1, τον οποίο προηγουμένως ο Χ4 ενημέρωσε ότι η πολιτικώς ενάγουσα ήταν στο μπαρ, ο δε Χ5 επειδή καθυστέρησε επιβιβάσθηκε στο αυτοκίνητο του Σ1. Εν τω μεταξύ οι δύο κοπέλες βγήκαν από το κατάστημα του Ι2 κατευθυνόμενες προς την κατοικία τους και αμέσως ο 1ος κατηγορούμενος Χ1 τις ακολούθησε με το αυτοκίνητο του. Συγχρόνως αναχώρησε και το δεύτερο αυτοκίνητο με οδηγό τον Σ1. Μόλις ο Χ1 έφθασε στο ύψος της πολιτικώς ενάγουσας σταμάτησε κατέβηκε από το όχημα του και άρπαξε βίαια αυτήν μπροστά στους Χ4, και Χ2 που επίσης κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και τον Χ5 που είχε εν τω μεταξύ προσέλθει, προς συμπαράσταση και εμψύχωση τούτου. Ο Χ1 πέταξε την πολιτικώς ενάγουσα μέσα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του δίπλα στον κατηγορούμενο Χ3 και στη συνέχεια αφού επιβιβάσθηκαν ο Χ2 πίσω και ο Χ4 στη θέση του συνοδηγού ξεκίνησαν για ... ενώ και πάλι ο Χ5 επιβιβάσθηκε στο αυτοκίνητο του Σ1. Η φίλη της πολιτικώς ενάγουσας εντωμεταξύ έντρομη επέστρεψε στο μπαρ του Ι2 και ειδοποίησαν την αστυνομία. Με τα στοιχεία που δόθηκαν στο Τμήμα Ασφαλείας ...εντοπίσθηκε το αυτοκίνητο του Σ1 από κλιμάκιο της Ο.Π.Κ.Ε. της Αστυνομικής Διεύθυνσης ... στην παράκαμψη της Εγνατίας οδού πριν το χωριό ..., που τους σταμάτησαν για έλεγχο. Κατά την έρευνα στην οποία προέβησαν οι αστυνομικοί βρήκαν κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού, στο οποίο καθόταν ο 2ος κατηγορούμενος ένα αυτόματο πιστόλι, διαμετρήματος 9mm, άγνωστης μάρκας, χωρίς αριθμό σειράς, με οκτώ (8) φυσίγγια στο γεμιστήρα και ένα φυσίγγιο πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού. Το πιστόλι αυτό και τα φυσίγγια ανήκαν στον 2ο κατηγορούμενο, ο οποίος μόλις τους σταμάτησαν οι αστυνομικοί για έλεγχο επειδή δεν είχε άδεια οπλοφορίας και το όπλο το είχε προμηθευτεί από άγνωστο άτομο, εντός της πενταετίας (βλ. και ομολογία κατηγορουμένου), το πέταξε κάτω από το κάθισμα. Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι στη συνέχεια συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Τμήμα Ασφαλείας.... Αντιθέτως το ΙΧΕ αυτοκίνητο του 1ου κατηγορουμένου, με την πολιτικώς ενάγουσα, και τους κατηγορουμένους Χ4, Χ3 και Χ2 συνέχισε ανενόχλητο το ταξίδι του για .... Στο δρόμο η πολιτικώς ενάγουσα έκλαιγε και ζητούσε να μάθει πως τη βρήκε ο Χ1. Καθ' οδόν σε κάποιο σημείο η πολιτικώς ενάγουσα θέλοντας να το σκάσει και να διαφύγει προφασίστηκε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα με σωματική της ανάγκη. Έτσι ο Χ1 αναγκάστηκε να σταθμεύσει σε ερημικό μέρος αλλά μόλις αντιλήφθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα προσπαθούσε να δραπετεύσει την επανέφερε βίαια στο αυτοκίνητο, χωρίς οποιαδήποτε αντίδραση των υπολοίπων κατηγορουμένων (Χ4-Χ3-Χ2). Στη συνέχεια πριν από την ..., αποβιβάστηκε ο Χ4, οι δε υπόλοιποι, σ' ένα κλειστό μπαρ στη ..., όπου τους περίμενε άλλο ΙΧΕ αυτοκίνητο που τους μετέφερε στην ... . Ενώ ο 1ος κατηγορούμενος αποβίβασε την πολιτικώς ενάγουσα και την οδήγησε στο μπαρ αυτό, που ήταν ιδιοκτησίας του αδελφού του, διαθέτοντας τα κλειδιά και εκεί περίμενε τον Χ7 για να του την παραδώσει. Κατά τη διάρκεια της αναμονής προσπαθούσε να καθησυχάσει την πολιτικώς ενάγουσα, η οποία φοβόταν τον Χ7 λέγοντας της ότι ο τελευταίος δεν θα της κάνει κακό και ήταν καλύτερα γι' αυτήν που την βρήκε πρώτος ο ίδιος. Στις 5.30 η ώρα το πρωί έφθασε και ο Χ7 με τον αδελφό του Χ8 (8ο κατηγορούμενο) από τη Θεσσαλονίκη. ... Αμέσως δε αυτός απευθυνόμενος προς την Ψ1 (πολιτικώς ενάγουσα) της εξήγησε μπροστά στον 1ο κατηγορούμενο ότι θα την μετέφερε σε κάποιο σπίτι στη Θεσσαλονίκη και θα την κατακρατούσε μέχρι να δουλέψει ξανά γι' αυτόν για να του ξεπληρώσει για τα έξοδα που έκανε για να την φέρει από τη Ρωσία στην Ελλάδα. Στη συνέχεια τα δύο αδέλφια επιβίβασαν την πολιτικώς ενάγουσα στο ΙΧΕ αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ... ιδιοκτησίας της συζύγου του Χ7 και την μετέφεραν στην απομονωμένη οικία στο ..., όπου την είχαν κρατήσει όταν ο Χ7 την έφερε από την Ρωσία στην Ελλάδα. Εξάλλου ο Χ6 ήταν αυτός τον οποίον εμπιστευόταν ο Χ7 και μ' αυτόν συνεργαζόταν, δεδομένου ότι μαζί διατηρούσαν την παραπάνω μονοκατοικία και σ' αυτόν ο Χ7 είχε εμπιστευθεί την φύλαξη της πολιτικώς ενάγουσας. Εν τω μεταξύ ο Χ7 έμαθε ότι από κλιμάκιο της ΟΠΚΕ της Αστυνομικής Διευθύνσεως ... είχαν συλληφθεί οι Σ1, Χ5, Σ2 , Σ3 και Σ4 καθώς και ότι προσήχθησαν στην αστυνομία οι Χ1 και Χ3. Έτσι προ του κινδύνου να αποκαλυφθεί ο ίδιος και όλη η ομάδα του στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε να διαπραγματευθεί με την πολιτικώς ενάγουσα την απελευθέρωση της, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτή θα εμφανισθεί δήθεν οικειοθελώς στην Αστυνομία της ..., όπου θα την μετέφεραν, και, θα δηλώσει στους αστυνομικούς ότι η ίδια με τη θέληση της ακολούθησε τον Χ1 και δεν είχε απαχθεί από τον τελευταίο. Επίσης ο Χ7 απαίτησε από την πολιτικώς ενάγουσα να του υπογράψει ένα έγγραφο, στο οποίο θα αναφερόταν ότι του οφείλει το συνολικό ποσό των 3.000 ευρώ και πρόκειται να του το εξοφλήσει μέχρι την 30-6-2004, λέγοντας της συγχρόνως ότι αν δεν προέβαινε στις πιο πάνω ενέργειες που της υποδείκνυε αυτός, τότε ακόμη και αν πήγαινε φυλακή κάποια στιγμή είτε αυτός είτε άλλα τρίτα πρόσωπα που θα έβαζε ο ίδιος θα την έβρισκαν και θα της προξενούσαν κακό.
Στην ενέργεια του αυτή είναι προφανές ότι ο ως άνω κατηγορούμενος προέβη αφενός αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να συλληφθεί αυτός και οι συγκατηγορούμενοί του (Χ6 και Χ8) και αφετέρου πιστεύοντας ότι με την υπαγορευμένη αυτή κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας ότι θα επιτύγχανε την απελευθέρωση των ήδη συλληφθέντων αλλά και ότι θα σταματούσαν οι διωκτικές αρχές να ερευνούν περαιτέρω την υπόθεση αυτή. Επίσης ότι θα δέσμευε την πολιτικώς ενάγουσα ώστε να του αποδώσει το χρηματικό ποσό που δαπάνησε για την μεταφορά της στην Ελλάδα γι' αυτήν λόγω της κράτησης της στη Θεσσαλονίκη. Τέτοιο όμως έγγραφο τελικά δεν υπογράφηκε. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι την ίδια μέρα το απόγευμα οι Χ8 και Ε1 επιβίβασαν την πολιτικώς ενάγουσα στο με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο του τελευταίου και με οδηγό τον ίδιο ξεκίνησαν για την ... προκειμένου η πολιτικώς ενάγουσα να εμφανιστεί στο Τμήμα Ασφαλείας ... και να καταθέσει όσα της υπέβαλε ο Χ7. Ήδη όμως η Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος σε συνεργασία και με το Τμήμα Ασφαλείας ..., μετά από όσα είχε καταθέσει η πολιτικώς ενάγουσα κατά τη σύλληψη της στη Θεσσαλονίκη είχε καταφέρει να εντοπίσει τη μονοκατοικία που μίσθωνε ο Χ7 στο ... και είχαν θέσει υπό παρακολούθηση την περιοχή. Έτσι όταν οι Χ8, Ε1 επιβιβάστηκαν με την πολιτικώς ενάγουσα στο αυτοκίνητο του τελευταίου και ξεκίνησαν για την ... τον παρακολουθούσαν αστυνομικοί που ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και τους ακινητοποίησαν στη διασταύρωση ... με την Εθνική Οδό ..., όπου τους συνέλαβαν και απελευθερώθηκε η πολιτικώς ενάγουσα. Οι κατηγορούμενοι Χ7 και Χ6 αφότου έφυγαν οι ανωτέρω αποχώρησαν και αυτοί με το ΙΧΕ αυτοκίνητο της συζύγου του πρώτου προκειμένου να απομακρυνθούν από το ..., αλλά καθοδόν ακινητοποιήθηκαν στην οδό ... από αστυνομικούς της Υ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος και συνελήφθησαν.....". Με τις σκέψεις αυτές, οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι ως εξής: 1) Ο Χ1 α) της πράξης της αρπαγής από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Χ8, Χ6 και Χ7 σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, με σκοπό η παθούσα να εξαναγκασθεί σε πράξη για την οποία δεν υπήρχε υποχρέωσή του και συγκεκριμένα να εξαναγκασθεί η παθούσα να επανέλθει στο νυχτερινό κέντρο- μπαρ ... στον ..., ιδιοκτησίας του Χ1, όπου αυτός την προήγαγε στην πορνεία, και να ανεχθεί την σωματεμπορική εξουσία του τελευταίου, ο οποίος την είχε μεταφέρει προς τούτο με δαπάνες του από τη Ρωσία και β) της πράξης της συμμορίας (άρθρ 187 παρ. 3 ΠΚ), όπως και οι συγκατηγορούμενοί του Χ7 και Χ6, καθώς αυτοί ενώθηκαν με αρχηγό τον Χ7 για να διαπράξουν το κακούργημα της αρπαγής σε βάρος της Ψ1 (πολιτικώς ενάγουσας) και β) Ο Χ2 απλής συνέργειας στην πιο πάνω πράξη της αρπαγής, (όπως και οι συγκατηγορούμενοί του Χ5, Χ3, και Χ4), χωρίς όμως, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, ο σκοπός αυτών, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως, να είναι ταυτόσημος με των αυτουργών, "εν όσω ο σκοπός αυτών βάση του οποίου ενήργησαν ήταν να επιστρέψει η πολιτικώς ενάγουσα και να συνεχίσει την εργασίας της στο νυχτερινό κέντρο - μπαρ "..." στην ... ιδιοκτησία του, από το οποίο είχε διαφύγει χωρίς την άδεια του, αν και αυτή δεν είχε τέτοια υποχρέωση". Για τις πράξεις τους δε αυτές οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, 47 παρ.1, 187 παρ.3, 322 εδα και β, του ΠΚ, όπως ισχύουν, τους επιβλήθηκε, στον μεν πρώτο αναιρεσείοντα (Χ1), ποινή καθείρξεως δέκα ετών και τεσσάρων μηνών, στον δε δεύτερο (Χ2), ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών. V. Με τις πιο πάνω παραδοχές του το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Το Δικαστήριο κατέληξε στην πιο πάνω περί ενοχής των κατηγορουμένων αναιρεσειόντων κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει στο σκεπτικό του (μεταξύ των οποίων και τους εξετασθέντες μάρτυρες υπερασπίσεως), χωρίς να είναι απαραίτητο, όπως ήδη αναφέρθηκε να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή και χωρίς να γίνεται χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, οι διαλαμβανόμενες περί του αντιθέτου αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος Χ1, στον πρώτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, αλλά και των προσθέτων αυτού λόγων, κατά τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι, το Πενταμελές Εφετείο, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση του, "έλαβε υπόψη του κατεξοχήν τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα πρακτικά της πρωτόδικη αποφάσεως" και ότι δεν λήφθηκαν υπόψη "οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου", είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Αβάσιμη και απορριπτέα είναι επίσης η αποδιδόμενη, με στους προσθέτους λόγους του αυτού αναιρεσείοντος, πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία " ενώ δεν προκύπτει λήψις υπ'όψιν αποδεικτικού μέσου ειδικώς και ρητώς κατάθεσις πολιτικώς εναγούσης και δη ανομοτί (φ. 16β' αποφ.) εν τούτοις λαμβάνει υπ'όψιν εσφαλμένως ως πολιτικώς ενάγουσαν την ενόρκως εξετασθείσαν παθούσαν, ήτις όμως δεν έχει την ιδιότητα, ούτε παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα". Από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δίκης προκύπτει ότι η παθούσα Ψ1, στον μεν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραστάθηκε και κατέθεσε ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγουσα, ενώ στο δευτεροβάθμιο δεν δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και εξετάστηκε ενόρκως. Ορθώς, επομένως, χαρακτηρίζεται ως πολιτικώς ενάγουσα και λήφθηκε υπόψη η κατάθεση αυτής ως ενόρκως εξετεσθείσα μάρτυρας ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Επίσης η προβαλλόμενη από τον αυτόν αναιρεσείοντα αιτίαση ότι " δεν λήφθηκαν καθόλου υπόψη οι προβληθέντες, καταχωρηθέντες, αναπτυχθέντες και αποδεικνυόμενοι από εμένα με μάρτυρες και πλήθος δημοσίων εγγράφων αυτοτελείς ισχυρισμοί μου περί αναγνωρίσεως και χορηγήσεως στο πρόσωπο μου των ελαφρυντικών περιστάσεων" και ειδικότερα α) της αναγνώρισης του ελαφρυντικών του προτέρου εντίμου βίου, β) του ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια, γ) της ειλικρινούς μετάνοιας και δ) της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (84 παρ. 2α,,β,δ και ε του ΠΚ), στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ( και διευκρινίζεται από τον ίδιο στους προσθέτους λόγους), δεν υποβλήθηκαν ανάλογα αιτήματα και ισχυρισμοί. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Β' και Δ' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, για έλλειψη αιτιολογίας της περί ενοχής αποφάσεως και για σχετική ακυρότητα λόγω έλλειψης ακροάσεως (ως προς τους περί ελαφρυντικών ισχυρισμούς), πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα αναφερόμενα από τον πρώτο αναιρεσείοντα εξής έγγραφα: " α) Αι αναφερόμεναι ως επιδειχθείσαι τρεις τον αριθμόν φωτογραφίαι β) Τα αναφερόμενα δις φωτοαντίγραφα αδείας κυκλοφορίας γ) τα αναφερόμενα υπό την ένδειξιν αποσπάσματα ατομικού λογαριασμού και δ) τα αναφερομένα υπό την ένδειξιν "δέκα εκθέσεις καταγραφής αποθηκευμένων στοιχείων κάρτας SΙΜ κινητού τηλεφώνου". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού, ειδικότερα με την ανάγνωση του κειμένου τους (και την επίδειξη των τριών φωτογραφιών) κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, όπως και των υπολοίπων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το Πενταμελές Εφετείο, που δίκασε, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης των προσθέτων λόγων του πρώτου κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
VII.Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αυτού αναιρεσείοντος Χ1, κατά τις οποίες "υφίσταται α) "απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 Κ.Π.Δ", καθόσον απόλυτη ακυρότητα επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την επ' ακροατηρίω, καθώς και την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου", β) "εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των νόμων που εφαρμόστηκαν στην αναιρεσιβαλλόμενη", πρέπει να απορριφθούν, ως αόριστες, αφού δεν εκτίθεται ποια διάταξη που καθορίζει την επ' ακροατηρίω διαδικασία παραβιάστηκε και ποια ποινική διάταξη ερμηνεύτηκε ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα.
VIII. Περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο με τις πιο πάνω αναφερόμενες στο σκεπτικό παραδοχές του, όπως αυτές συμπληρώνονται, επιτρεπτώς, από τα εκτιθέμενα στο διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων για την πράξη της από κοινού απλής συνέργειας στο έγκλημα για το οποίο ο δεύτερος αναιρεσείων (Χ2) κρίθηκε ένοχος, ήτοι της αρπαγής που διέπραξαν οι πιο πάνω συγκατηγορούμενοί του, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Το Δικαστήριο δε κατέληξε στην πιο πάνω περί ενοχής του εν λόγω κατηγορουμένου αναιρεσειόντος κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει στο σκεπτικό του χωρίς να είναι απαραίτητο, όπως ήδη αναφέρθηκε να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή και χωρίς να γίνεται χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων. Ειδικότερα, οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα Χ2 αιτιάσεις, κατά τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον, όπως αναφέρει στην αίτησή του, "για την στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας ως συμμετοχικής δράσης υπό την μορφή της ψυχικής συνδρομής δεν αρκεί η απλή παρουσία του κατηγορουμένου στον τόπο του εγκλήματος, αλλά προσαπαιτείται να συμπαρίσταται αυτός στον αυτουργό δια της παρουσίας του, ενθαρρύνοντας τον στην τέλεση του εγκλήματος.....", στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, από τις σαφείς πιο πάνω παραδοχές του σκεπτικού- διατακτικού της απόφασης, η συμμετοχή του εν λόγω κατηγορουμένου δεν συνίσταται απλώς στην παρουσία αυτού στο τόπο τελέσεως του εγκλήματος της αρπαγής, αλλά, αντίθετα στην ενεργό αυτού παρουσία, συνισταμένη στο ότι αυτός, μαζί με τους συγκατηγορουμένους του ενθάρρυναν τον αυτουργό στην τέλεση του εν λόγω εγκλήματος. Με πληρότητα επίσης αιτιολογείται ο δόλος του αναιρεσείοντος, ως απλού συνεργού στην πράξη της αρπαγής. Συγκεκριμένα η γνώση του αναιρεσείοντος για το τι ακριβώς ήθελε να πράξει ο συγκατηγορούμενός του, αυτουργός της κύριας πράξης,Χ1, σε βάρος της παθούσας, προκύπτει από την παραδοχή της απόφασης, ότι ο ίδιος ο Χ1 είχε αποκαλύψει στον Χ2 και τους λοιπούς συνεργούς, τα σχέδιά του, αφού, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, "Η ευκαιρία του δόθηκε του 1ου κατηγορουμένου (Χ1) όταν στις 27-3-2004 πήγε στο κατάστημά του μπαρ ο Χ5 (2ος κατηγορούμενος) Χ3 (4ος κατηγορούμενος) , Χ2 (5ος κατηγορούμενος) και ο Χ4 (3ος κατηγορούμενος)... . Ο τελευταίος (δηλαδή ο Χ1) τους ζήτησε να μεταβούν στην ... προκειμένου να βρουν στο παραπάνω μπαρ την πολιτικώς ενάγουσα και να την ξαναφέρουν στην ... για να συνεχίσει να εργάζεται γι' αυτόν καθότι του όφειλε χρήματα..... Έτσι οι Χ4, Χ3 και Χ2 επιβιβάσθηκαν στο αυτοκίνητο του Χ1... . Εν τω μεταξύ οι δύο κοπέλες βγήκαν από το κατάστημα του Ι2 κατευθυνόμενες προς την κατοικία τους και αμέσως ο 1ος κατηγορούμενος Χ1 τις ακολούθησε με το αυτοκίνητο του. .....Μόλις ο Χ1 έφθασε στο ύψος της πολιτικώς ενάγουσας σταμάτησε κατέβηκε από το όχημα του και άρπαξε βίαια αυτήν μπροστά στους Χ4, και Χ2, που επίσης κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και τον Χ5 που είχε εν τω μεταξύ προσέλθει, προς συμπαράσταση και εμψύχωση τούτου. Ο Χ1 πέταξε την πολιτικώς ενάγουσα μέσα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του δίπλα στον κατηγορούμενο Χ3 και στη συνέχεια αφού επιβιβάσθηκαν ο Χ2 πίσω και ο Χ4 στη θέση του συνοδηγού ξεκίνησαν για ... . Στο δρόμο η πολιτικώς ενάγουσα έκλαιγε και ζητούσε να μάθει πως τη βρήκε ο Χ1. Καθ' οδόν σε κάποιο σημείο η πολιτικώς ενάγουσα θέλοντας να το σκάσει και να διαφύγει προφασίστηκε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα με σωματική της ανάγκη. Έτσι ο Χ1 αναγκάστηκε να σταθμεύσει σε ερημικό μέρος αλλά μόλις αντιλήφθηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα προσπαθούσε να δραπετεύσει την επανέφερε βίαια στο αυτοκίνητο, χωρίς οποιαδήποτε αντίδραση των υπολοίπων Χ3-Χ2)...". Από τις πιο πάνω παραδοχές προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο αιτιολογημένα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων όχι μόνο πληροφορήθηκε από τον ίδιο τον αυτουργό ότι θα τελούσε την πράξη της αρπαγής της Ψ1, αλλά ο αυτουργός απευθύνθηκε στον αναιρεσείοντα και στους λοιπούς συγκατηγορουμένους ακριβώς για να τον συνδράμουν προς τούτο, όπως και έπραξαν. Πράγματι ο Χ1, τέλεσε την πράξη της αρπαγής , έχοντας εκ των προτέρων εξασφαλίσει την υποστήριξη του αναιρεσείοντος και των λοιπών συγκατηγορουμένων, πριν από την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια αυτής, αλλά και στη συνέχεια κατά την ολοκλήρωσή της, ενέργειες οι οποίες από μόνες του αποτελούν πράξεις ενθάρυνσης στη τέλεση της κυρίας πράξεως. Εξάλλου αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο δέχθηκε "την ύπαρξη αρνητικής συνδρομής που παρέχεται με παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ, δίχως να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, εκ των οποίων να προκύπτει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο",αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε κάτι τέτοιο. Η αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης ότι ο Χ1, επανέφερε βίαια στο αυτοκίνητο, την παθούσα όταν αυτή επεχείρησε να αποδράσει "χωρίς οποιαδήποτε αντίδραση των υπολοίπων Χ3-Χ2", ενέχει σαφώς, στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της περιγραφόμενης μέχρι τότε συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, ενεργό επιδοκιμασία αυτού στην πράξη του αυτουργού, αλλά και αιτιολογεί την εκ των προτέρων γνώση του αναιρεσείοντος για την τέλεση της εν λόγω πράξεως.
ΙΧ. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες, και οι δύο συνεκδικασθείσες αιτήσεις, και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ.).
Χ. Κατά το άρθρο 145 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε και στην περίπτωση που κατ' αυτής έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, το δικαστήριο το οποίο αποφαίνεται για το ένδικο μέσο, εφόσον δεν το απέρριψε ως απαράδεκτο, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, διατάσσει τη διόρθωση ή συμπλήρωσή της, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίσθηκαν, εφόσον απ' αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης μεταβολή της απόφασης και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται, ότι και επί ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, εφόσον δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ο Άρειος Πάγος είναι αρμόδιος να προβεί, συντρεχόντων των νόμιμων προς τούτο όρων, στη διόρθωση ή συμπλήρωση της καθής η αίτηση αναιρέσεως αποφάσεως. Κατ' ακολουθία, η από 28/11/2008 αίτηση του Χ2 (με ημερομηνία κατάθεσης 1/12/208), με την οποία ζητείται η συμπλήρωση της 87/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, καθώς δεν προβλέπεται από το διατακτικό αυτής η αφαίρεση από την καταγνωσθείσα σε αυτόν ποινή του χρόνου της προσωρινής του κρατήσεως, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του οποίου συζητείται η κατά της ως άνω αποφάσεως ασκηθείσα από 24/13-6-2008 αναίρεση του ιδίου αιτούντος, μετά της οποίας πρέπει να συνεκδικασθεί και να εξετασθεί περαιτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης 87/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης και των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας, ο αιτών συνελήφθη στις 28/3/2004 δυνάμει του 13/2004 εντάλματος προσωρινής κράτησης του Ανακριτή Ροδόπης και κρατήθηκε προσωρινά έως την 30-4-2004, ότε και αποφυλακίστηκε σε εκτέλεση της 35/2004 διατάξεως του αυτού Ανακριτή, με την οποία διατάχθηκε την αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης με τους αναφερόμενους σε αυτή περιοριστικούς όρους. Το Πενταμελές, όμως, Εφετείο Θράκης παρέλειψε, προφανώς από παραδρομή, να αφαιρέσει από την εκτιτέα ποινή των τεσσάρων ετών, που επέβαλε στον αιτούντα με την προσβαλλόμενη 87/2008 απόφασή του, τον χρόνο της προσωρινής αυτού κρατήσεως, από την 28/3/04, έως την 30/4/2008, δηλαδή ένα μήνα και δύο ημέρες.
Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να συμπληρωθεί κατά την παράλειψη αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις 1) 25/17-6-2008, 2) από 1/7/2008 (αρ.πρωτ. 5764/2-7-08), 3) 24/13-6-2008 και 4)23/13-6-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των: α) Χ1 κατοίκου ... β)Χ2, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., γ) Χ3 κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ... και δ) Χ4 κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., αντίστοιχα, μετά των από 20/1/2009 (με ημερομηνία κατάθεσης 21/1/09) προσθέτων λόγων του πρώτου για αναίρεση της 87/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα. Δέχεται την από 28/11/2008 (με ημερομηνία κατάθεσης 1/12/2008) αίτηση του δευτέρου (Χ2) για συμπλήρωση της 87/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Διορθώνει την 87/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, και συμπληρώνει αυτήν ως προς την αφαίρεση του χρόνου κράτησης από την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή στον κατηγορούμενο αιτούντα Χ2 τον χρόνο της προσωρινής του κράτησης από 28/3/2004 έως την 30/4/2008, δηλαδή ένα μήνα και δύο ημέρες.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ