Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 721 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναψηλάφηση, Βία ανώτερη, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης.




Περίληψη:
Άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ. Αναψηλάφηση. Επιτρέπεται και όταν ο διάδικος πήρε στην κατοχή του νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία από ανώτερη βία δεν μπόρεσε να προσκομίσει. Η κρίση περί της κρισιμότητας των νέων εγγράφων ανέλεγκτη. Η κρίση περί ανωτέρας βίας ελέγχεται αναιρετικώς ως αφορώσα σε αόριστη νομική έννοια. Έννοια νέων εγγράφων και ανωτέρας βίας. Ο αναιρετικός λόγος του 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αφορά σε παραβίαση διατάξεων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου. Η διάταξη 544 αρ. 7 είναι δικονομικού δικαίου. 559 αρ. 8. Δεν ιδρύεται όταν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο. 559 αρ. 20. Δεν ιδρύεται όταν η αιτίαση αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό σφάλμα. 559 αρ. 11. Είναι αόριστος ο λόγος όταν δεν προσδιορίζεται ο ισχυρισμός που θα αποδεικνυόταν από το έγγραφο που δεν λήφθηκε υπόψη και ο λόγος που ο ισχυρισμός αυτός ασκούσε έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης.




Αριθμός 721/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Γ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Λεβεντάκο.
Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΙΑΣ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε." που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σουρή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/3/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3091/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 2333/2007 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε την από 22/12/2009 αίτηση αναψηλάφησης, επί της οποίας εκδόθηκε η 3466/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11/12/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔικ, επιτρέπεται αναψηλάφηση και, αν ο διάδικος που τη ζητεί βρήκε ή πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανωτέρα βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικο και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, για τη θεμελίωση του ως άνω λόγου αναψηλαφήσεως, πρέπει, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων που απαιτούνται σωρευτικώς, το έγγραφο να είναι κρίσιμο, με την έννοια, ότι από αυτό προκύπτει αμέσως και πλήρως απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη κατά τρόπον, ώστε να καθίσταται προφανές, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και έτσι θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση, εάν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου. Τέτοιου είδους έγγραφο ικανό να στηρίζει τον ανωτέρω λόγο αναψηλαφήσεως δεν είναι εκείνο που μπορεί απλώς να χρησιμεύσει ως αρχή έγγραφης απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Το ζήτημα, αν το έγγραφο είναι ή όχι χρήσιμο, υπό την προεκτεθείσα έννοια, είναι πραγματικό, εξαρτώμενο από την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει την αίτηση αναψηλαφήσεως, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1180/2011). Ανώτερη δε βία, η κρίση περί της οποίας ως αόριστης νομικής έννοιας ελέγχεται αναιρετικώς, είναι κάθε απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός, το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, στο χώρο δε του δικονομικού δικαίου, τέτοιο γεγονός συνιστά και η ανυπαίτια άγνοια της ύπαρξης κρισίμων εγγράφων, όπως όταν το έγγραφο αυτό εφυλάσσετο από ιδιώτη, χωρίς καταχώρηση σε δημόσιο βιβλίο από την οποία άγνοια συνακόλουθα ανακύπτει και αδυναμία έγκαιρης προσκομιδής τους στη δίκη (ΑΠ 1774/2011, ΑΠ 1180/2011, ΑΠ 474/2011, ΑΠ 219/2011), ενώ αντίστοιχα δε νοείται κατακράτηση εγγράφου από δημόσια υπηρεσία. Περαιτέρω η κατά την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. 'Ετσι με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (Ολ. ΑΠ 10/2011). Τέλος ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για μη λήψη υπόψη πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 25/2003) "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 833/2013, ΑΠ 1494/2013). Στην προκειμένη, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο Αθηνών αναφορικά με την από 22-12-2009 αίτηση αναψηλάφησης και άσκησε ο ήδη αναιρεσείων κατά της υπ' αριθμ. 2333/2007 αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου, επικαλούμενος σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔικ δύο νέα και κρίσιμα έγγραφα που βρήκε και έλαβε στην κατοχή του μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως γιατί αγνοούσε την ύπαρξή τους, δέχθηκε τα ακόλουθα: "...... ο πρώτος εναγόμενος και τώρα αιτών, ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης, ότι στις 2-11-2009, κατόπιν επιμόνων προσπαθειών των συνεργατών του, το Τμήμα Τοπογραφικής και Κτηματολογίας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής του παρέδωσε τα υπ' αριθμ. 1657/2-11-2007 και 1671/2-11-2009 αποσπάσματα εκ των στοιχείων αποτύπωσης των ετών 1932 και 1949 του αγροκτήματος Λαυρίου τμήματος ιδιοκτησίας Δημοσίου, στα οποία σημειώνεται ότι τα στοιχεία της αποτύπωσης δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. Ωστόσο τα στοιχεία αποτύπωσης αυτά, λήφθηκαν υπόψη κατά τη σύνταξη του από 2-11-1996 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, το οποίο έλαβε υπόψη της η απόφαση και αναφέρει και στο διατακτικό της, για τον προσδιορισμό της ιδιοκτησίας της ενάγουσας, του γεγονότος δε τούτου (ότι τα στοιχεία αποτύπωσης των ετών 1932 και 1949 δεν έχουν αποδεικτική ισχύ) έλαβε γνώση στις 2-11-2009, όταν παρέλαβε τα ως άνω δύο αποσπάσματα, ήτοι μετά την έκδοση της απόφασης και εντός της νομίμου προθεσμίας των 60 ημερών της αναψηλάφησης από τότε που έλαβε γνώση των εγγράφων αυτών, μέχρι την άσκησή της. Ο λόγος αυτός της αναψηλάφησης είναι αβάσιμος, διότι υπό τα εκτιθέμενα, δεν στοιχειοθετείται ανώτερη βία για τη μη επίκληση και προσκομιδή των εγγράφων αυτών από τον αιτούντα, κατά τη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι, στο από 2-11-1996 τοπογραφικό διάγραμμα, γίνεται αναφορά (καθ' ομολογία του αιτούντος) από τους συντάκτες του διαγράμματος, της λήψης υπόψη των στοιχείων της αποτύπωσης των ετών 1932 και 1949, οπότε αυτός (αιτών) θα μπορούσε ευχερώς κατά τη διάρκεια της δίκης επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση, να ανεύρει τις αποτυπώσεις αυτές και να τις προσκομίσει στο Δικαστήριο (όπως έπραξε τώρα), προβάλλοντας τον τωρινό ισχυρισμό ότι τα στοιχεία των αποτυπώσεων, όπως αναφέρεται σ' αυτές, δεν έχουν αποδεικτική ισχύ, καταβάλλοντος την επιμέλεια του μέσου επιμελούς και συνετού ανθρώπου, αφού πρόκειται για έγγραφα δημόσια και δεν νοείται κατακράτησή τους από Δημόσια Υπηρεσία. Εξάλλου τα προσκομισθέντα αυτά έγγραφα δεν είναι κρίσιμα κατά την άνω έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, στο από 2-11-1996 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, αναφέρονται στο υπόμνημα σχετικά τα κάτωθι: "3. Με στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Ι, Κ, απεικονίζονται οι κορυφές του τεμαχίου που φαίνεται με τους παρακάτω αριθμούς στις διανομές ΛΑΥΡΙΟ (τμήμα Σουνίου) του Υπουργείου Γεωργίας, α) με αριθμό τεμαχίου ... στη διανομή του 1932, β) με αριθμό τεμαχίου ... στη διανομή 1949. Το ίδιο τεμάχιο απεικονίζεται με αριθμό ... (Παλαιά Ναυπηγεία) στην αποτύπωση σε αζιμουθιακή προβολή ΗΑΤΤ, που έκανε το 1971 το Υπουργείο Γεωργίας για λογαριασμό του Υπουργείου Οικονομικών". Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι μηχανικοί του από 2-11-1996 τοπογραφικού διαγράμματος, για τη σύνταξη αυτού, έλαβαν μεν υπόψη το τεμάχιο ... ή ... των αποτυπώσεων των ετών 1932 και 1949 αντίστοιχα, ωστόσο δεν δέχτηκαν τα στοιχεία των αποτυπώσεων ως πλήρη απόδειξη, αλλά συνεχίζοντας την έρευνα, σύγκριναν και διαπίστωσαν την ταύτιση του τεμαχίου αυτού με το αναγραφόμενο με αριθμό ... τεμάχιο της αποτύπωσης του 1971, του οποίου και τις συντεταγμένες έλαβαν. Εφήρμοσαν δε την τελευταία αποτύπωση καθ, ό μέρος ήταν εφαρμόσιμη, καθότι δεν οριοθετείτο πλήρως η έκταση του Δημοσίου, και ειδικότερα οι οριογραμμές αιγιαλού και παραλίας. Περαιτέρω συνέταξαν το τοπογραφικό διάγραμμα, με βάση τους τίτλους του Δημοσίου και το νόμο ως προς τον καθορισμό των οριογραμμών του αιγιαλού και της παραλίας, και έλαβαν υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως το από Αυγούστου 1946 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Τ.. Η εγκυρότητα δε του διαγράμματος αυτού (των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β.) διαπιστώνεται και από την ορισθείσα από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα, η έκθεση της οποίας δεν αντικρούεται βάσιμα από τις τεχνικές εκθέσεις που προσκομίζει ο αιτών. Επομένως, εκ των εγγράφων τούτων (που προσκομίζει ο αιτών), ουδόλως συνάγεται ακυρότητα ή άρση της βασιμότητας του από 2-11-1996 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, το οποίο έλαβε υπόψη της η προσβαλλομένη απόφαση και αναφέρει και στο διατακτικό της, για τον προσδιορισμό της ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Τέλος δεν αποτελεί βάσιμο λόγο αναψηλάφησης, η αμφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας και των λοιπών τοπογραφικών διαγραμμάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και είχαν συνταχθεί για την περιοχή και συγκεκριμένα των διαγραμμάτων Τ., Ξ. και Νομικού, αφού δεν γίνεται επίκληση νέων κρισίμων εγγράφων από τον αιτούντα. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ως αβάσιμη". 'Ετσι την ως άνω απορριπτική του κρίση στήριξε το Εφετείο στο ότι, υπό τα επικαλούμενα περιστατικά δεν στοιχειοθετείται ανώτερη βία για την μη επίκληση και προσκομιδή των επίμαχων εγγράφων από τον αιτούντα, που αναφέρονται στο επικαλούμενο διάγραμμα της 2-11-1996 και συνακόλουθα αυτός θα μπορούσε ευχερώς, κατά τη διάρκεια της δίκης να ανεύρει, καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου, αφού πρόκειται για δημόσια έγγραφα και δεν νοείται κατακράτησή τους από δημόσια υπηρεσία, τα οποία προσέτι δεν ήταν κρίσιμα κατά την έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔικ., καθόσον στο από 2-11-1996 τοπογραφικό διάγραμμα οι μηχανισμοί Π. Κ. και Δ. Β. της Κτηματικής υπηρεσίας του Δημοσίου δεν δέχθηκαν τις αποτυπώσεις των επίμαχων εγγράφων ως πλήρη απόδειξη, αλλά σύγκριναν και διαπίστωσαν την ταύτιση του ένδικου εδαφικού τεμαχίου με το υπ' αριθμ. ... τεμάχιο της αποτύπωσης του 1971, του οποίου και τις συντεταγμένες έλαβαν, ενώ έλαβαν υπόψη και άλλα στοιχεία, όπως το Αυγούστου 1946 τοπογραφικό διάγραμμα της μηχανικού Τ., τους τίτλους του Δημοσίου και το νόμο ως προς τον καθορισμό των οριογραμμών, του αιγιαλού και της παραλίας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε το άρθρο 544 αρ. 7 του ΚΠολΔικ ως προς την εκ του ουσιαστικού δικαίου νομική έννοια της ανώτερης βίας και γι'αυτό ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, που όπως αυτός, κατά το πρώτο μέρος του εκτιμάται, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ πλημμέλεια πρέπει να απορριφθεί. Επίσης απορριπτέος είναι ο ίδιος λόγος και κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο, υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ανυπαίτιας άγνοιας, καθόσον ο ισχυρισμός αυτής λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε. Ειδικότερα αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως, ότι ως προς τον ισχυρισμό ότι "ο αναιρεσείων βρισκόταν σε ανυπαίτια άγνοια του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων καθόσον πίστευε ότι τα στοιχεία, τα οποία ανέφεραν στο από 2-11-1996 τοπογραφικό τους διάγραμμα οι μηχανικοί της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου Π. Κ. και Δ. Β., ήταν έγκυρα, όπως θα πίστευε και ο μέσος συνετός 'Ελληνας, που θα του ήταν αδύνατο να διανοηθεί ότι δημόσιοι λειτουργοί, θα συνέτασσαν τοπογραφικό, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία που γνώριζαν ότι δεν έχουν καμμία ισχύ" δέχθηκε ότι "..... ο λόγος αυτός (η εκ των υστέρων γνώση των εγγράφων) είναι αβάσιμος διότι υπό τα εκτιθέμενα δεν στοιχειοθετείται ανώτερη βία για την μη επίκληση και προσκομιδή των εγγράφων αυτών από τον αιτούντα κατά τη δίκη εκ της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, δεδομένου ότι ....". Ενόψει τούτων δεν πρόκειται περί ισχυρισμού που δεν λήφθηκε υπόψη, αλλά περί ισχυρισμού που απορρίφθηκε, μη στοιχειοθετουμένου ως εκ τούτου, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη του επικαλουμένου από τον αριθμό 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου. Επειδή στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες, επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε πλήττονται μεν όλες, πλην όμως η προσβολή της μιας από αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναιρέσεως που πρόσβαλλαν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΑΠ 1774/2011, ΑΠ 406/2010, ΑΠ 1219/2010, ΑΠ 1041/2003). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προαναφέρθηκε, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αίτηση αναψηλαφήσεως, στηρίζοντας την απορριπτική του κρίση στις επάλληλες αιτιολογίες α) ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανώτερης βίας για την μη έγκαιρη προσκομιδή των επίμαχων εγγράφων και β) ότι τα έγγραφα αυτά δεν ήταν κρίσιμα για τη διάγνωση της διαφοράς. Επομένως, μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη των λόγων αναιρέσεως που αφορούσαν την πιο πάνω με στοιχείο α αιτιολογία οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος και από τους αριθμούς 20 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγοι της αναιρέσεως, με τους οποίους προσβάλλεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης κατά την οποία τα αναφερόμενα στην αίτηση αναιρέσεως έγγραφα δεν ήταν κρίσιμα, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, αναφορικά με το αν είναι κρίσιμο ή όχι το ανευρεθέν έγγραφο, με τους οποίους υπό την επίκληση των πλημμελειών από τους αριθ. 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσβάλλεται η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ότι το ως άνω ανευρεθέν έγγραφο δεν ήταν κρίσιμο, απορρέει πράγματι από την εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ. Τέλος από τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, παρά το νόμο αποδεικτικό μέσο, να προσδιορίζεται το αποδεικτικό μέσο κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του και να καθορίζεται το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί αν αυτό είναι κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του ισχυρισμού. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη το τοπογραφικό διάγραμμα Νομικού, το οποίο είναι συνημμένο στα υπ' αριθμ. .../8-11-1978 και .../30-5-1979 συμβόλαια του συμβ/φου Λαυρίου Λουκά Παπαγγελή, με τα οποία ο αναιρεσείων αγόρασε το υπόλοιπο 1/2 του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος γιατί δεν προσδιορίζεται ο ισχυρισμός, το βάσιμο του οποίου θα αποδεικνυόταν με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο, ούτε ο λόγος για το οποίο ο ισχυρισμός αυτός θα ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της ένδικης περί αναψηλαφήσεως δίκης δηλαδή θα είχε επίδραση στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-12-2012 αίτηση του Θ. Γ. του Δ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3466/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή