Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 396 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδεικτικών μέσων δύναμη, Αποδείξεων εκτίμηση.




Περίληψη:
Πότε υπάρχει λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ για παραμόρφωση εγγράφου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, εφόσον με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του.




Αριθμός 396/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. θυγ. Γ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βασιλείου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Σ. Ν. Χ., κατοίκου ... 2)Α. συζ. Α. Η., το γένος Ν. Χ., κατοίκου ..., 3)Ι. Γ. Κ., κατοίκου ... και 4)Φ. συζ. Η. Δ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Γιαμπουράνη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 25/5/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και της Β. Μ. που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, οι οποίες κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 131/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 331/2010 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/7/2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς τον πρώτο λόγο και να απορριφθεί ως προς το δεύτερο.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ'αυτά. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ, προβάλλοντας ότι το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα, με βάση το οποίο απέρριψε κατ'ουσίαν την από 3.8.2006 αγωγή της- με την οποία ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει κληρονόμος του κατά το έτος 2005 αποβιώσαντος θείου της Β. Χ. του Α. επί του υπ'εκείνου καταληφθέντος σ'αυτήν επίδικου ακινήτου του, βάσει της από 19.9.2005 μυστικής διαθήκης του και ζήτησε να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα επί του επίδικου αυτού ακινήτου-ενώ δέχτηκε κατ'ουσίαν τη συνεκδικασθείσα από 25.5.2007 διεκδικητική του ίδιου-επίδικου-ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων-με την οποία ισχυρίστηκαν ότι είναι συγκύριοι του επίδικου ακινήτου λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του άνω αποβιώσαντος θείου τους, εφόσον αποδέχθηκαν την κληρονομία και μετέγραψαν την περί αποδοχής αυτής-κληρονομίας- δήλωσή τους -αναγνωρίζοντας αυτούς (αναιρεσιβλήτους) συγκυρίους του επίδικου ακινήτου και υποχρεώνοντας την ίδια (αναιρεσείουσα), ως εναγομένη στην τελευταία, από 25.5.2007 διεκδικητική αγωγή- η οποία από το χρόνο του θανάτου του άνω αποβιώσαντος είχε εγκατασταθεί παράνομα σ'αυτό-να τους το αποδώσει, δεν έλαβε υπόψη έγγραφο που είχε προσκομίσει νόμιμα με επίκληση με τις προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της ανωτέρω αγωγής της και ανταπόδειξη της συνεκδικασθείσας διεκδικητικής αγωγής των αντιδίκων της και συγκεκριμένα την υπ'αριθμ. καταθέσεως 93/2004 αγωγή του κληρονομουμένου (Β. Χ. του Α.) κατά της Φ. Δ. (τέταρτης αναιρεσίβλητης), με αντικείμενο την ανάκληση δωρεάς του προς αυτήν χρηματικού ποσού 3.795.765 δραχμών, επειδή παραβίασε συμφωνία τους να περιποιηθεί αυτόν και τη σύζυγό του στα γεράματά τους, η οποία - αγωγή- ήταν εκκρεμής κατά το χρόνο του θανάτου του, έγγραφο δηλαδή από το οποίο προέκυπτε σαφώς ότι οι σχέσεις μεταξύ του κληρονομουμένου με τη Φ. Δ. (τέταρτη αναιρεσίβλητη) ήταν σοβαρά διαταραγμένες και συνακόλουθα ο κληρονομούμενος-διαθέτης- δεν ήθελε να αφήσει σ'αυτήν ιδανικό μερίδιο επί του σημαντικού επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, πλην άλλων, που ενδιαφέρει τη συγκεκριμένη περίπτωση τα εξής: "... στη διάταξη με αύξοντα αριθμό "9" περιλαμβάνεται ακίνητο, ως προς το οποίο ορίζονται κατά λέξη τα εξής: "Μια οικία μέσα στο χωριό της Γκούρας ανώγειος με δύο πατώματα, αποτελούμενη από έξι (6) κύρια δωμάτια, από δύο (2) κουζίνες, δύο λουτρά, με προαύλιο και με περιβόλι, συνορευόμενη αχυροκαλύβα, με κληρονόμους Γ. Χ. προς βορά, προς ανατολάς με κοινοτικό αυλάκι, προς το νότο με Γ. Τ., με Θ. Α. και προς δυσμάς με Γ. Κ. και με το δημόσιο δρόμο". Το τελευταίο αυτό κληρονομιαίο στοιχείο αποτελεί το επίδικο ακίνητο, το οποίο αποτελεί οικόπεδο εκτάσεως 850 τετρ. μέτρων, εντός των ορίων του οικισμού του δημοτικού διαμερίσματος Γκούρας του Δήμου Φενεού Κορινθίας, απεικονίζεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΑ στο από μηνός Μαρτίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ι. Σ. και σύμφωνα με αυτό συνορεύει, βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Χ., ανατολικά με μονοπάτι πλάτους 1,80 μέτρων, νότια με ιδιοκτησία Γ. Τ. και δυτικά εν μέρει με δημοτική οδό πλάτους 4 μέτρων και εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων Χ. Κ.. Μέσα στο ως άνω οικόπεδο έχουν ανεγερθεί, στο μεν δυτικό τμήμα με πρόσοψη στη δημοτική οδό, μια παλαιά ανώγεια πετρόκτιστη οικία με ισόγειο επιφάνειας 72,50 τετρ. μέτρων, ανώγειο επιφάνειας 72,50 τετρ. μέτρων, και υπόγειο επιφάνειας 20 τετρ. Μέτρων, στο δε βορειοανατολικό τμήμα με πρόσοψη στο μονοπάτι, μια παλαιά ημιτελής ανώγεια οικία με ισόγειο επιφάνειας 71,50 τετρ. μέτρων και ανώγειο επιφάνειας 71,50 τετρ. μέτρων. Η ως άνω υπ' αύξοντα αριθμό 9 διάταξη της διαθήκης του διαθέτη Β. Χ. δεν είναι πλήρως σαφής, αποδίδοντας μόνη της εκείνο που θέλησε ο διαθέτης. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από αυτήν αν ο τελευταίος, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του, αφενός μεν, εκτός από τους τετιμημένους με την άνω διαθήκη, είχε, όπως προαναφέρθηκε, και άλλους πλησιέστερους συγγενείς, ήτοι τις τρίτη και πέμπτη εναγόμενες (εκκαλούσες), αφετέρου δε κατείχε και άλλα περιουσιακά στοιχεία, πλην των άνω ρητά καταλειφθέντων με τη διαθήκη, ήτοι τα προαναφερθέντα κινητά (αγροτικά μηχανήματα) και το επίδικο ακίνητο, θέλησε να εγκαταστήσει επί του τελευταίου αυτού περιουσιακού αντικειμένου (δήλου) αποκλειστική κληρονόμο του την ενάγουσα, Α. Κ., όπως διατείνεται η τελευταία, ή, σε περίπτωση που δεν ήθελε την ενάγουσα ως αποκλειστική κληρονόμο στο ακίνητο αυτό, οπότε ως προς το εν τω λόγω κληρονομιαίο στοιχείο χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή, αν η βούληση του ήταν να περιέλθει τούτο σε όλους τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του συμμέτρως ή μόνο τους τέσσερις, ήδη τιμηθέντες με τη διαθήκη. Για το λόγο αυτό η βούληση του διαθέτη πρέπει να βρεθεί με την ερμηνεία της διαθήκης, αναζητώντας την αληθινή θέληση του, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη αυτού, λαμβάνοντας υπόψη και περιστατικά, που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, όπως η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταλειφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη με τους διαδίκους. Από το ως άνω περιεχόμενο της επίμαχης διαθήκης, ερμηνευόμενο με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια και λαμβανομένου υπόψη ότι, (α) οι σχέσεις του διαθέτη με όλα τα προαναφερόμενα ανίψια του, δηλαδή τόσο τους κατά τα άνω τετιμημένους, όσο και εκείνους, για τους οποίους δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στη διαθήκη, ήτοι την τρίτη και πέμπτη των εναγομένων (εκκαλουσών), δεν είχαν διαταραχθεί, ώστε να επιθυμεί να αποκλείσει της κληρονομιάς του κάποιον από αυτούς και (β) το επίδικο ακίνητο, συνιστούσε το σημαντικότερο από οικονομικής απόψεως αντικείμενο της κληρονομιάς του, καθώς τα υπόλοιπα ακίνητα, στα οποία εγκατέστησε κληρονόμους τους προαναφερθέντες εκ των διαδίκων, είναι αγροί που δεν καλλιεργούνται, συνάγεται ότι ο διαθέτης με τη διαθήκη του δεν θέλησε να είναι η ενάγουσα αποκλειστική κληρονόμος του επί του επίδικου ακινήτου, κατ'αποκλεισμό, των υπόλοιπων διαδίκων ανιψιών του και συνεπώς ως προς το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο του χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Το ότι σε προγενέστερα σχέδια διαθηκών από Φεβρουαρίου 2005, από 18-3-2005 και από Σεπτεμβρίου 2005, που είχε συντάξει ο άνω διαθέτης, τα οποία, όμως, δεν αποτελούν διαθήκες, αναφέρει ότι το επίδικο ακίνητο το αφήνει στην ενάγουσα, δεν αρκεί για να θεμελιώσει τον αγωγικό ισχυρισμό της τελευταίας ότι η αληθής βούληση του ήταν να την εγκαταστήσει αποκλειστική κληρονόμο του επί του άνω ακινήτου, καθώς ο διαθέτης, ο οποίος είχε διαύγεια πνεύματος και πλήρη επίγνωση των επερχομένων με τη σύνταξη της άνω διαθήκης του συνεπειών, αν πράγματι επιθυμούσε να εγκαταστήσει στο επίδικο ακίνητο αποκλειστική κληρονόμο την ενάγουσα, θα το ανέφερε ρητά, όπως έπραξε και με τα υπόλοιπα αγροτικά ακίνητα που της άφησε ρητά με την άνω διαθήκη. Ενόψει των προαναφερθέντων, εφόσον ως προς το επίδικο ακίνητο επήλθε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, όλοι οι διάδικοι, ως τέκνα των αδελφών του κληρονομουμένου Β. Χ., που απεβίωσαν πριν από αυτόν, απέκτησαν την κυριότητα του, σύμφωνα με το άρθρο 1814 ΑΚ, ο καθένας κατά 1/6 εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του θείου τους στο επίδικο ακίνητο, ο καθένας κατά το προαναφερθέν ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της υπ' αριθ. .../2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σικυώνος Βασιλικής Καραπατά, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φενεού γενόμενοι με τον τρόπο αυτό συγκύριοι αυτού από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου θείου τους (άρθρα 1846, 1193 και 1199 ΑΚ). Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από το χρόνο του θανάτου του άνω κληρονομουμένου εγκαταστάθηκε στο επίδικο ακίνητο, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα το επ' αυτού δικαίωμα συγκυριότητας των εναγομένων, τους οποίους απέβαλε από τη σύννομη του. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, ερμηνεύοντας τη διάταξη της άνω διαθήκης δέχθηκε ότι η αληθής βούληση του διαθέτη ήταν να εγκαταστήσει την ενάγουσα αποκλειστική κληρονόμο στο επίδικο ακίνητο, δέχθηκε κατ' ουσίαν την από 30-8-2006 αγωγή της και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την από 25-5-2007 αγωγή των εναγομένων, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων...". Περαιτέρω, το Εφετείο διαβεβαιώνει, ότι τα παραπάνω περιστατικά που δέχτηκε ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "όλα τα έγγραφα, τα οποία καθένας από τους διαδίκους επικαλείται και προσκομίζει". Από όλα τα παραπάνω, καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού και μάλιστα από το ότι ο κληρονομούμενος θείος τίμησε με τη διαθήκη όλα τα προαναφερόμενα-τέσσερα-ανίψια του, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το αναφερόμενο, στον λόγο αναιρέσεως που ερευνάται, έγγραφο, δηλαδή την υπ'αριθ. καταθέσεως 93/2007 αγωγή του κληρονομουμένου κατά της τέταρτης αναιρεσίβλητης, χωρίς να υποχρεούται να κάνει ειδική μνεία η χωριστή αξιολόγησή του, δοθέντος ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του ότι ως προς το επίδικο ακίνητο χωρεί η εξ αδιαθέτου διάδοχος, κυρίως εκ του γεγονότος ότι με την ένδικη διαθήκη ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμους σε συγκεκριμένα ακίνητα της αυτής εκτάσεως, όχι μόνο την ενάγουσα, αλλά και τους λοιπούς τρεις ανιψιούς του, χωρίς να διαλάβει οποιαδήποτε διάταξη υπέρ της ενάγουσας στην διαθήκη σχετική με το επίδικο ακίνητο, το οποίο απλώς προσδιόρισε κατά την ταυτότητά του, δεχόμενο περαιτέρω ότι οι σχέσεις του διαθέτη τόσο με τους τετιμένους όσο και με εκείνους, για τους οποίους δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στη διαθήκης, δεν είχαν διαταραχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιθυμεί να αποκλείσει της κληρονομίας του κάποιου από αυτούς.
Αντίθετα, κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου αυτού, του εισηγητή αρεοπαγίτη Ερωτόκριτου Καλούδη, υπάρχουν αμφιβολίες αν το έγγραφο αυτό λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, όταν μάλιστα- στο πλαίσιο ερμηνείας της διαθήκης-κατέληξε στην κρίση "ότι ο διαθέτης δεν θέλησε να είναι η ενάγουσα αποκλειστική κληρονόμος του επί του επίδικου ακινήτου, κατ'αποκλεισμό των υπόλοιπων διαδίκων ανιψιών του και συνεπώς ότι ως προς το εν λόγω περιουσιακό του στοιχείο χωρίς η εξ αδιαθέτου διαδοχή", ακολούθως δε στην απόρριψη της παραπάνω αγωγής της αναιρεσείουσας και στην παραδοχή της συνεκδικασθείσας διεκδικητικής αγωγής των αντιδίκων της αναιρεσιβλήτων", λαμβάνοντας υπόψη- και- ότι "(α) οι σχέσεις του διαθέτη με όλα τα προαναφερόμενα ανίψια του...δεν είχαν διαταχθεί, ώστε να επιθυμεί να αποκλείσει της κληρονομίας κάποιον από αυτούς...", χωρίς όμως και να μνημονεύει την παραπάνω-υπ'αριθμ.καταθέσεως 93/2004-αγωγή του κληρονομουμένου κατά της τέταρτης αναιρεσίβλητης, από την οποία, σύμφωνα με τα προεκτειθέμενα, προέκυπτε- κατά την αναιρεσείουσα-σαφώς ότι οι σχέσεις τους ήταν σοβαρά διαταγμένες και συνεπώς ο κληρονομούμενος-διαθέτης-δεν ήθελε να αφήσει σ'αυτήν ιδανικό μερίδιο επί του σημαντικού επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου, κατά το βάσιμο- κατά τη μειοψηφούσα γνώμη-ερευνώμενο πρώτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ, αφού κατά τη διάταξη αυτή του άρθρου 559 αριθ.11 περ.γ' ΚΠολΔ, όταν ο διάδικος, που προσκομίζει περισσότερα έγγραφα για την απόδειξη διάφορων ισχυρισμών, επικαλείται ειδικά ορισμένο απ'αυτά είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη ενός συγκεκριμένου ουσιώδους ισχυρισμού του και το δικαστήριο απορρίπτει αυτόν ως αναπόδεικτο, έχει υποχρέωση να βεβαιώσει ότι στην κρίση ου αυτή οδηγήθηκε, αν και εκτίμησε το έγγραφο αυτό, το οποίο και να μνημονεύει και δεν αρκεί η γενική και αόριστη βεβαίωση ότι έχουν ληφτεί υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα (ΑΠ 402/2009).
ΙΙ. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγωνιστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα ψέγεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι ο διαθέτης ήθελε να περιέλθει το επίδικο ακίνητο σε όλα τα ανήψια του, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης μυστικής διαθήκης, " από το σαφές νόημα του κειμένου της- στην αρχή της οποίας ο διαθέτης έγραψε: "Εγώ ο Β. Χ. του Α. επιθυμώ μετά το θάνατό μου η περιουσία μου να περιέλθει στους κληρονόμους μου τους οποίους και εγκαθιστώ και μοναδικούς κληρονόμους"- προκύπτει αναμφίβολα ότι σε κάθε περίπτωση ο διαθέτης ήθελε μοναδικοί του κληρονόμοι να είναι όσοι ρητώς αναφέρονται στην ως άνω διαθήκη". Ο αναιρετικός αυτός λόγος, προεχόντως, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.7.2011 αίτηση της Α. θυγ. Γ. Κ. για αναίρεση της 331/2010 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή