Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1343 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Χρησικτησία έκτακτη, Άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, Κρητικός Αστικός Κώδικας.




Περίληψη:
Πρόσθετη παρέμβαση τρόπος άσκησης. Η έλλειψη κοινοποίησης καλύπτεται αν δεν προταθεί έννομο συμφέρον. Άσκηση και στον Άρειο Πάγο. Κρητικός Αστικός Κώδικας. Διαχρονικό Δίκαιο. Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας. Δε συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως του νόμου περί Γαιών και των οδηγιών περί εξελέγξεως τίτλων του Οθωμανικού νόμου. Παραχώρηση δημοσίων γαιών κατά Οθωμανικό νόμο. Η μαρτυρική κατάθεση δεν είναι έγγραφο υπό την έννοια των άρθρων 432 επ και δεν πλήττεται με λογο αρθρου 559 αρ 20 ΚΠολΔ. Η βοσκή δεν θεωρείται πράξη νομής επί των αναπαλλοτρίωτων κτημάτων του Κρ.ΑΚ και όχι επί των ακινήτων που θεωρούνται περιουσία του Κράτους.





Αριθμός 1343/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Νικολέττα Μπελίτση Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Π. Κ. του Η., κατοίκου ... 2)Β. Κ. του Β., κατοίκου ... ως εκ διαθήκης κληρονόμου του αποβιώσαντος την 12-7-2010 αρχικού ενάγοντος Β. Κ. του Η., 3)Ε. συζ. Ε. Τ., το γένος Η. Κ. κατοίκου ..., 4)Λ. Κ. του Η., κατοίκου ... 5)Ν. χας Ε. Κ. το γένος Ε. Π., κατοίκου ... 6)Κ. Κ. του Ε., κατοίκου ... 7)Ν. Κ. του Ε., κατοίκου ... των υπ’ αριθμ. 5ης,6ου,7ου ως κληρονόμων του Ε. Κ. και Α. κατοίκου ..., 8)Ευαγγελίας χας Ιωάννου Καλαϊτζάκη το γένος Νικολάου Παπαδάκη, κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Σφακιωτάκη, 9)Φ. Κ. του Α., 10)Μ. συζ. Ν. Κ., το γένος Α. Κ., 11)Ε. χας Η. Κ., το γένος Ν. Π. κατοίκων απάντων Χανίων οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου- Ελευθέριου Τριχίλη.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ του αναιρεσείοντος: Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία "..." που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Βασιλική Κουλούρη.
Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται, η πληρεξουσία της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης. Στο σημείο αυτό έλαβε το λόγο και ο πληρεξούσιος των αντιδίκων Ιωάννης Σφακιωτάκης, ο οποίος δεν συναίνεσε στο αίτημα της αναβολής.
Το Δικαστήριο διασκέφθηκε και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-11-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 272/2009 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και 82/2014 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 3-11-2014 αίτησή του. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 12-10-2015 παρέμβασή της ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτή.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 7-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης .
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔικ αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, από το ότι δε η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται στο άρθρο 573 παρ. 1, στο οποίο απαριθμούνται οι εφαρμοζόμενες στην αναιρετική διαδικασία διατάξεις του ΚΠολΔικ., δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της αντίθετης άποψης, γιατί οι διατάξεις του πρώτου βιβλίου του ΚΠολΔικ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 80, εφαρμόζεται σε όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολ.ΑΠ 14/2008, ΟλΑΠ 13/2006, ΟλΑΠ 25/2004). Εξάλλου η έλλειψη της επίδοσης παρά το ότι συνιστά έλλειψη όρου του υποστατού της αγωγής, της παρεμβάσεως κλπ δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προτείνεται και συνεπάγεται ακυρότητα τότε μόνο, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου, επέφερε στον προτείνοντα διάδικο βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρ. 159 περ. γ και 160 παρ. 1 Ολ ΑΠ 1/1996). Εξ ετέρου από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔικ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔικ (Ολ ΑΠ 5/2003, Ολ ΑΠ 8/1998, Ολ ΑΠ 38/1997). ‘ Εννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της, δηλαδή κριτήριο του εννόμου συμφέροντος είναι οι δυσμενείς εις βάρος του παρεμβαίνοντος συνέπειες της απόφασης, δηλαδή του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας. Η έλλειψη του εννόμου συμφέροντος, συνεπάγεται την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης ως απαράδεκτης (Ολ. ΑΠ 5/2003, Ολ. ΑΠ 8/1998). Στην προκειμένη περίπτωση η ΑΤΕ με την επωνυμία "..." με τον διακριτικό τίτλο "...", με την από 12.10.2015 παρέμβασή της, παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ του αναιρεσείοντος Δημοσίου και ζητάει να υπερβεί η δίκη υπέρ αυτού, επικαλούμενη, ως έννομο προς τούτο συμφέρον, την ύπαρξη μισθώσεως του υπάρχοντος εντός του ενδίκου ακινήτου λατομείου με εκμισθωτή το Δημόσιο, η οποία θα καταλυθεί σε περίπτωση αρνητικής εκβάσεως της δίκης. Η παρέμβαση αυτή δεν επιδόθηκε προς τους διαδίκους, όπως άλλωστε αναφέρθηκε και στο ακροατήριο, από την αιτήσασα, προς τούτο, αναβολή παρεμβαίνουσα, ενώ είναι φανερό ότι ο μεσολαβών από την κατάθεση του δικογράφου χρόνος, (16.10.2015) δεν ήταν επαρκής για εμπρόθεσμη επίδοση. Πλην όμως οι διάδικοι δεν επικαλούνται την έλλειψη αυτή και συνακόλουθα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η πρόσθετη παρέμβαση θεωρείται παρά την έλλειψη αυτή, νομίμως ασκηθείσα και πρέπει να συνεκδικασθεί με την αναίρεση, ένεκα της ιδιότητάς τους ως κυρίας και παρεπομένης δίκης αντίστοιχα. Πλην όμως, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους τρείς τελευταίους των αναιρεσιβλήτων, υπ’ αριθμ. 115/10.3.2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων, η προσθέτως παρεμβάσα δεν συνδέεται με σύμβαση μισθώσεως με το υπέρ ού η παρέμβαση Ελληνικό Δημόσιο, αλλά με το υπ’ αριθμ. .../2007 νόμιμα μεταγεγραμμένο μισθωτήριο συμβόλαιο λατομικού χώρου, έχει εκμισθώσει τμήμα της κριθείσας, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων, με εκμισθωτή τον Ι. Σ., ο οποίος επικαλέσθηκε κυριότητα, με έκτακτη χρησικτησία, επί του εκμισθωθέντος χώρου των 11.132,43 τμ. Ενόψει τούτων η προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την έκβαση της δίκης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, με το οποίο ουδεμία έννομη σχέση την συνδέει, ούτε επικαλείται τυχόν αντανακλαστικές συνέπειες της εκδοθησομένης αποφάσεως για την προαναφερθείσα σύμβαση μισθώσεως από την υπέρ του Δημοσίου έκβαση της δίκης. Ενόψει τούτων η πρόσθετη παρέμβαση, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 147/2014, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της δια του Νόμου ΔΣΙΓ’ της 14/14 Νοεμβρίου κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε, ότι στις νέες χώρες, που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, ‘ Ηπειρος Κρήτη, νήσοι του Αιγαίου) "εισάγεται εν γένει η Ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύ αι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου αι ρυθμίζουσαι τα επ’ αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμενες χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι". Ο με το νόμο αυτό περιορισμός της ισχύος του Νόμου "περί γαιών" μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ’ αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο, μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια και συνακόλουθα, όσον αφορά την Κρήτη μετά τις 11.5.1915 που η νήσος ενώθηκε με την Ελλάδα. Εξάλλου, όπως είναι ιστορικά γνωστό το 1897 η Κρήτη που κατεχόταν από τις Δυνάμεις, αναγνωρίστηκε αυτόνομη, με την επικυριαρχία του Σουλτάνου και σχηματίστηκε Εθνική Κυβέρνηση στο νησί κάτω από την υψηλή Επιτροπεία του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος (1898). Κατά τη διάρκεια της αυτονομίας της Κρήτης και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1904 τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του προαναφερθέντος ν. 147/1914 και μετά την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα (11.5.1915) και μέχρι την κατάργησή του, η οποία επήλθε, με βάση τα άρθρα 1, 5 αρ. 3 του ΕισΝΑΚ και 1 παρ. 1 του νδ της 7/10 Μαΐου 1946, στις 22 Φεβρουαρίου 1946, γιατί στις 23 Φεβρουαρίου 1946 άρχισε η ισχύς του Αστικού Κώδικα. Οι διατάξεις των άρθρων 206, 237 στοιχ. ε’ , 295, 296, 299 και 302 του εν λόγω Κώδικα καθιερώνουν ως τρόπο κτήσεως της κυριότητας σε ακίνητο και την έκτακτη χρησικτησία. Αυτή κατά το άρθρο 295 συνίσταται στην επί είκοσι συνεχή έτη νομή του ακινήτου, ενώ ως νομή πράγματος κατά το άρθρο 206 του ίδιου κώδικα οριζόταν η "με διάνοια κυρίου αυτοπροσώπως ή δι’ άλλου ασκούμενη φυσική και αποκλειστική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή)". Εξάλλου όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, ο οποίος ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι την εισαγωγή του Κρητικού Αστικού Κώδικα (1904), ο θεσμός της χρησικτησίας, δεν αναγνωρίζεται ως τρόπος κτήσης κυριότητας τόσο για τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), όσο και για τις δημόσιες γαίες (αμρί-ρεζί). Επομένως ο χρόνος που διέδραμε στη διάρκεια ισχύος της Οθωμανικής νομοθεσίας δεν υπολογίζεται για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία. Ο Κρητικός όμως Κώδικας θέσπισε με τα άρθρα 1356 και 1357 αυτού, που συνιστούν διατάξεις διαχρονικού δικαίου, ειδική ρύθμιση, για τον υπολογισμό του χρόνου ο οποίος διέδραμε πριν από την ισχύ του. Η πρώτη διάταξη ορίζει ότι ο χρόνος που ορίζεται από τον παρόντα νόμο για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία αρχίζει, αφότου υπήρξαν όλα τα προσόντα, τα οποία απαιτούνται από το νόμο για τη χρησικτησία και ότι εάν κατά την έναρξη ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο χρόνος της χρησικτησίας ή υπολείπεται για τη συμπλήρωση του χρονικό διάστημα, που είναι μικρότερο της πενταετίας, η κυριότητα δεν αποκτάται πριν περάσουν πέντε έτη από την ισχύ του νόμου, ενώ η δεύτερη διάταξη ορίζει ότι η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής νομή, η οποία απαιτείται για την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, υπολογίζεται από την ημέρα κατά την οποία άρχισε, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 298 και 299 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι για την έκτακτη χρησικτησία ο καθολικός ή μη ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου αυτής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Περαιτέρω από τα άρθρα 198, 199 και 202 του εν λόγω κώδικα προκύπτει ότι τα κτήματα της επικράτειας διακρίνονται σε δημόσια, τα οποία είναι αναπαλλοτρίωτα και σε ανήκοντα στην περιουσία του κράτους, τα οποία υπόκεινται σε απαλλοτρίωση και για τα οποία ρητά ορίζεται με το άρθρο 302 του ίδιου κώδικα ότι υπόκεινται στους ορισμούς περί χρησικτησίας. Δημόσια κτήματα είναι μόνο εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 199 και στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις, ενώ κατά το επόμενο άρθρο 200 όλα τα υπόλοιπα ανήκαν στην περιουσία του κράτους και επομένως υπάγονται στο νομικό καθεστώς περί αυτών. Το τελευταίο άρθρο (302) καταργήθηκε σιωπηρά από το άρθρο 21 του Ν. Δ/τος της 22-4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", με το οποίο εξαιρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι την έναρξη ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του Ν. ΔΞΗ/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν στην Κρήτη από 11.5.1915 (που ενώθηκε με την Ελλάδα). Ενόψει συνεπώς της με τις ως άνω διατάξεις του ισχύοντος από 23.7.1904, ως προελέχθη, Κρητικού Αστικού Κώδικα και τις λοιπές αναφερόμενες διατάξεις καθιερούμενης ρύθμισης και μολονότι στο προϊσχύσαν αυτού στη νήσο Κρήτη Οθωμανικό δίκαιο, ήταν κατά τα προαναφερθέντα άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας επί δημοσίου (ανήκοντος στην περιουσία του Κράτους) κτήματος ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, που έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.5.1915, με συνυπολογισμό μέχρι δεκαπέντε ετών χρόνου νομής, πριν από την έναρξη ισχύος του Κρητικού Αστικού Κώδικα. Εξάλλου κατά το Οθωμανικό δίκαιο και ειδικότερα το άρθρο 3 του νόμου "περί Γαιών" της 7ης Ραμαζάν 1274 (ήτοι 1856) μεταξύ των δημοσίων γαιών περιλαμβάνονται τα δάση και οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων), ρητώς δε οριζόταν ότι αυτές ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο και ότι η παραχώρησή τους σε ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται "ταπί", το οποίο φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου, και αποτελούσε τίτλο αναγνωριστικό έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της. Από τους ορισμούς αυτούς συνάγεται ότι στην Κρήτη, η οποία κατά τη θέσπιση του ν.δ. της 17-11/1.2.1836 "περί ιδιωτικών δασών" δεν αποτελούσε μέρος της Ελληνικής Επικράτειας, οι γαίες που υπό την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα είχαν τον χαρακτήρα του δάσους αποτελούσαν κτήματα ανήκοντα στην απαλλοτριωτική περιουσία του Κράτους και όχι στην αναπαλλοτρίωτη, με συνέπεια να μπορούν να περιέλθουν στην κυριότητα των ιδιωτών με χρησικτησία. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.
Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης (Ολ ΑΠ 20/2005). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κατά δε τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, ως προς την διεκδικητική κυριότητας αγωγής, των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου "Το επίδικο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου ... της επαρχίας ... του Νομού Χανίων, στο δημοτικό διαμέρισμα ... και στην ειδικότερη θέση "..." ή "..." ή "..." ή "...". ‘ Εχει συνολική έκταση 76801 τμ και συνορεύει .... Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα το έτος 1880 ο έως τότε κύριος και νομέας του Α. Π. το μεταβίβασε άτυπα στον Ι. Κ., λόγω του γάμου του με τη θυγατέρα του Ε. Π.. Ο τελευταίος από της περιελεύσεως του άνω ακινήτου σε αυτόν δηλαδή από το έτος 1880 και εφεξής, άρχισε να ασκεί επ’ αυτού, συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου όλες τις υλικές διακατοχικές πράξεις νομής, που αρμόζουν στην -φύση του. Ειδικότερα καλλιεργούσε το νότιο τμήμα αυτού που ήταν πεδινό και εύφορο ως παραποτάμιο με σιτηρά και άλλα δημητριακά, όπως ταϊ για την τροφή των ζώων του, ενώ είχε φυτέψει και αμυγδαλιές, τους καρπούς των οποίων και συνέλεγε, όπως και τους καρπούς από τις χαρουπιές που υπήρχαν σε αυτό, ενώ το βόρειο τμήμα του το οποίο δεν ήταν καλλιεργήσιμο χρησιμοποιούσε ως βοσκότοπο, για τη βοσκή των ζώων του. Ακόμη είχε κατασκευάσει σε αυτό πρόχειρα πέτρινα σπιτάκια (κούμους), όπου διανυκτέρευε με τα ζώα του κατά τους χειμερινούς μήνες. Συνέχισε δε να νέμεται και κατέχει αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου, χωρίς την εναντίωση κανενός, ασκώντας επ’ αυτού, πέραν της επιβλέψεως και εποπτείας του και όλες τις παραπάνω αναφερόμενες διακατοχικές υλικές πράξεις νομής, που άρμοζαν στη φύση του ως εν μέρει γεωργικού και εν μέρει βοσκότοπου, μέχρι του θανάτου του το έτος 1929. Επομένως, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρονται, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος στη Κρήτη του Κρητικού Αστικού Κώδικα στις 23-7-1904 ο Ι. Κ., βρισκόταν στη νομή του επιδίκου ακινήτου ήδη επί εικοσιτέσσερα συναπτά έτη, ασκώντας επ’ αυτού, χωρίς διακοπή τις παραπάνω αναφερόμενες διακατοχικές υλικές πράξεις, διανοία κυρίου και με δεδομένο ότι κατά τα προεκτεθέντα, το Οθωμανικό Δίκαιο που ίσχυε στη Κρήτη πριν από την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα δεν αναγνώριζε το θεσμό της χρησικτησίας, αυτός απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, υπό την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα, μόλις την 23-7-1909, οπότε και παρήλθε το χρονικό,διάστημα των πέντε ετών, το οποίο σύμφωνα με τα άρθρα 1356 και 1357 του Κρητικού Αστικού Κώδικα, έπρεπε να παρέλθει από της ισχύος του (23-7-1904), προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού. Το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι ο παραπάνω ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου, καθόσον τούτο ήταν ανέκαθεν δημόσιο κτήμα και συγκεκριμένα εν μέρει δάσος και εν μέρει δασική έκταση και ως τέτοιο ανήκει στην κυριότητά του, αφού μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως στο ίδιο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου κατά την ένωση της νήσου Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδας, η δε κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε δημόσιο κτήμα δεν ήταν ποτέ δυνατή, διότι από την έναρξη ισχύος του Κρητικού Αστικού Κώδικα (23-7-1904) μέχρι και την 11-5-1915, ήτοι την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα δεν είχε συμπληρωθεί η εικοσαετής χρησικτησία που ο Κρητικός Αστικός Κώδικας στο άρθρο 295 αυτού αναγνώρισε, ενώ μετά την 11-5-1915 τα δημόσια κτήματα όπως το επίδικο, ως δασικό, εξαιρούνται της χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του Ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων για το δικαιοστάσιο. Όμως ανεξαρτήτως της πραγματικής φύσεως του επιδίκου ακινήτου ως γεωργικού, βασκότοπου, δάσους ή δασικής έκτασης, ήτοι ακόμη και αληθούς υποτιθέμενου του άνω ισχυρισμού του εναγομένου, περί της φύσεως του επιδίκου ως εν μέρει δάσους και εν μέρει δασικής έκτασης, ήτοι δημοσίου κτήματος κατά το χρόνο εκείνο (1880-1909), η κυριότητα του αποκτήθηκε από τον Ι. Κ. (απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων κατά τα παρακάτω αναφερόμενα) στις 23-7-1909, καθόσον σύμφωνα με την οικεία ως άνω νομική σκέψη, κατά το άρθρο 199 του Κρητικού Αστικού Κώδικα τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των δημοσίων κτημάτων, τα οποία κατά τα άρθρα 198, 199 και 202 του ίδιου Κώδικα είναι αναπαλλοτρίωτα, αλλά στην περιουσία του κράτους και υπόκεινται σε απαλλοτρίωση, όπως ισχύει και στην προκειμένη περίπτωση, αφού γι’ αυτά ρητά ορίζεται με, το άρθρο 302 του ίδιου Κώδικα ότι υπόκεινται σε χρησικτησία και συνεπώς δεν εμποδιζόταν η με πρωτότυπο τρόπο κτήση κυριότητας επί του επιδίκου. Στη συνέχεια αναφέρονται στην απόφαση λεπτομερώς οι τυπικές και άτυπες διαδοχικές μεταβιβάσεις του ακινήτου είτε λόγω ειδικής, είτε λόγω καθολικής διαδοχής και η περιέλευσή του στους ενάγοντες κατά τα προσδιοριζόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά και δη σε άλλους παραγώγως και πρωτοτύπως και σε άλλους μόνο πρωτοτύπως και δη με έκτακτη χρησικτησία και η περιγραφή των πράξεων νομής στις οποίες εκτός από εκείνες που αναφέρονται για τον Ι. Κ., περιλαμβάνονται από το 1968 και επέκεινα και εκμισθώσεις τμημάτων του επιδίκου στον Π. Γ., στην ετερόρρυθμη εταιρεία "Π. Γ. και Σ. Ε.Ε." και στον Ι. Σ., μετά τις από 26.2.2002 και 8.3.2007 αιτήσεις του οποίου προς τη Διεύθυνση Δασών Χανίων και μετά από διενεργηθείσες αυτοψίες, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. .../28.6.2002 και .../16.5.2007 πράξεις χαρακτηρισμού για τμήματα του επιδίκου 59598,88 τμ και 11.432,43 τμ, αντίστοιχα, με την πρώτη από τις οποίες ένα μέρος των 59598,88 τμ επιφανείας 16162,50 τμ χαρακτηρίστηκε ως δάσος και το υπόλοιπο επιφανείας 43436,38 τμ ως δασική έκταση και με τη δεύτερη ένα μέρος των 11432,43 τμ επιφανείας 9733,11 τμ χαρακτηρίστηκε ως γεωργική έκταση και το υπόλοιπο των 1399,32 τμ ως δάσος, ενώ το τμήμα των 59598,88 τμ με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. .../3.2.2005 μισθωτήριο λατομικού χώρου της συμβ/φου Ηρακλείου Λουίζας Πέρπη - Κυπράκη εκμισθώθηκε από το εναγόμενο Δημόσιο προς τον Ι. Σ.. ‘ Ετσι το εναγόμενο με τις παραπάνω ενέργειές του και την εκμίσθωση του προαναφερθέντος τμήματος του επιδίκου "απέβαλε οριστικά τους ενάγοντες από τη νομή και κυριότητα του όλου επιδίκου ακινήτου τους παράνομα, χωρίς να έχει το ίδιο δικαίωμα κυριότητας, ούτε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στην κυριότητα ιδιώτη, ήτοι του Ι. Κ., απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από 23.7.1909, έκτοτε δε βρισκόταν συνεχώς και αδιαταράκτως στη νομή όλων των κληρονόμων αυτού, χωρίς στο ενδιάμεσο διάστημα να υπάρξει απώλεια νομής, όπως τούτο συνάγεται από την εκτίμηση των επικαλούμενων αποδείξεων (κατάθεση μάρτυρα αποδείξεως, αυτοψία, πραγ/νη), ενώ αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από την αναφορά στις άνω πράξεις χαρακτηρισμού του Δασάρχη Χανίων, όπου το μεγαλύτερο μέρος του επιδίκου χαρακτηρίζεται ως δάσος και δασική έκταση και στην αναφορά στην πρώτη από αυτές ότι σε αεροφωτογραφία του 1960 της ίδιας υπηρεσίας η έκταση αυτή εμφανίζεται ως δενδρώδης - θαμνώδης, καθώς τούτο από μόνο του δεν αναιρεί το δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού των εναγόντων, ούτε την από μέρους τους άσκηση των προαναφερθεισών υλικών διακατοχικών πράξεων νομής διανοία κυρίων, ενώ σύμφωνα με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 1121056/981/14.12.2008 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με θέμα "Προστασία του φαραγγιού ..., η Κτηματική Υπηρεσία Χανίων, ως αρμόδια υπηρεσία, μετά από έλεγχο του αρχείου της, δεν έχει καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα στην εν λόγω περιοχή, καθώς επίσης δεν έχει οριοθετηθεί το ρέμα από τις υπηρεσίες του άρθρου 5 του Ν. 3010/2002". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως, ενώ προσέτι όπως και η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας ως διαδόχου του Τουρκικού Κράτους, αλλά και ως χρησιδεσπόζοντος τουλάχιστον από το 1940 και για είκοσι έτη και περί εξαιρουμένου ακινήτου από τη χρησικτησία ως δημοσίου κτήματος, κατά τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου.
Με το πρώτο μέρος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως και με τον δεύτερο λόγο και με επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι το Εφετείο παραβίασε τις οικείες διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου περί μεταβιβάσεως δασών που γινόταν μόνο με "ταπί" (άρθρα 3, 9, 19, 30, 68, 71 και 92 του Οθωμανικού Νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856) "περί γαιών" και άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 23ης Μουχαρέμ 1293 (1875) "περί εξελέγξεως τίτλων δασών"), επίκληση του οποίου (ταπίου) δεν γίνεται στην ένδικη περίπτωση και ότι συνακόλουθα το επίδικο ακίνητο, που ήταν δάσος και ως μη καλλιεργήσιμο δεν ήταν δεκτικό δικαιώματος "τεσσαρούφ" (εξουσιάσεως από ιδιώτη) ανήκε στο Οθωμανικό Κράτος και έτσι κατά την ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, ενώ προσέτι κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας η κυριότητα του δεν μπορούσε να αποκτηθεί με χρησικτησία, αφού ο θεσμός αυτός δεν προβλεπόταν στο Οθωμανικό δίκαιο, ούτε η τυχόν νομή του επιδίκου μπορούσε να προσμετρηθεί στην μετά την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα νομή, με αποτέλεσμα η μετά την ισχύ του εν λόγω Κώδικα και μέχρι τις 11.5.1915 (που ενώθηκε η Κρήτη με την Ελλάδα) νομή να μην προσπορίζει κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν συμπληρώνεται η απαιτούμενη εικοσαετία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως το επίδικο ακίνητο, που κατά τον επίμαχο χρόνο ήταν κατά το βόρειο τμήμα του βοσκότοπος και κατά το νότιο καλλιεργήσιμο και που μάλιστα ήταν πεδινό και εύφορο ως παραποτάμιο, περιήλθε στην κυριότητα του απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων Ι. Κ. κατά τις διατάξεις του Κρητικού Αστικού Κώδικα και μετά την πάροδο πενταετίας από την ισχύ του, ήτοι από 23.7.1909, καθόσον κατά τις εφαρμοσθείσες διαχρονικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1356 και 1357 του εν λόγω κώδικα, ο κατά τις παραδοχές της απόφασης αποδειχθείς χρόνος νομής με διάνοια κυρίου επί 24 έτη πριν την ισχύ του κώδικα (άρθ. 295 και 206) που συνεχίστηκε και μετά την ισχύ του, προσπόρισε σ’ αυτόν κυριότητα κατά τον προαναφερθέντα χρόνο (23.7.1909). Επομένως για τον προ της ισχύος του Κρητικού ΑΚ χρόνο ισχύουν οι περί χρησικτησίας του κώδικα αυτού διατάξεις, για τα δεκτικά χρησικτησίας ακίνητα, όπως ήταν το επίδικο, το οποίο και αν ακόμα ήταν, όπως υποστηρίζει το Δημόσιο στο σύνολό του δάσος ή δασική έκταση, περιλαμβανόταν στα κατά το άρθρο 200 του Κρ ΑΚ ανήκοντα στην περιουσία του Κράτους κτήματα που ήταν απαλλοτριωτά και κατά το άρθρο 302 του ίδιου κώδικα υπέκειντο στους ορισμούς περί χρησικτησίας. Επομένως δεν συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής των επικαλουμένων διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου και των οικείων οδηγιών περί εξελέγξεως τίτλων δασών, ενώ η επικαλούμενη διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στις ανήκουσες στο Οθωμανικό Δημόσιο ιδιοκτησίες δεν αναιρεί τα υπό την ισχύ του ΚρΑΚ αποκτηθέντα από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων δικαιώματα, τα οποία έχουν αποκτηθεί σε χρόνο προγενέστερο της επικαλουμένης διαδοχής, ήτοι της 11.5.1915, ενώ η τυχόν σημερινή μορφή του επιδίκου ως εν μέρει δασικού δεν αναιρεί τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εναγόντων, ως ειδικών και καθολικών διαδόχων των απώτερων και απώτατων νομέων από το 1880 και κυρίων από το 1909 του επιδίκου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και υπό την επίκληση της ίδιας αναιρετικής πλημμέλειας του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο, κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 206 του Κρητικού Αστικού Κώδικα που ορίζει ότι "κατοχή είναι η φυσική και αποκλειστική εξουσία επί του πράγματος, νομή δε η διανοία κυρίου αυτοπροσώπως ή δι’ άλλου ενασκούμενη κατοχή" δέχθηκε ότι η ασκηθείσα από τον απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων Ι. Κ. βοσκή στο, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποτελούν βοσκότοπο βόρειο τμήμα του επιδίκου, συνιστούσε πράξη νομής, ενώ τούτο επί δημοσίων κτημάτων, διαχρονικά, δεν συνέβαινε και μάλιστα τούτο ορίστηκε και νομοθετικά με τα άρθρα 2 του Ν. 1539/1938 και 58 του Ν. 86/1969, κατά τα οποία η βοσκή επί δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων, δεν θεωρείται πράξη νομής. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι κατά τον επικαλούμενο Κρητικό Αστικό Κώδικα, το επίδικο κατά το έχον μορφή βοσκοτόπου βόρειο τμήμα του, κατά τον επίμαχο χρόνο, ήτοι από το 1880 μέχρι το 1909 ήταν αναπαλλοτρίωτο δημόσιο κτήμα, ήτοι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ενώ τούτο ήταν βοσκότοπος και κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 198, 199 και 202 του Κρ ΑΚ ήταν δεκτικό χρησικτησίας ως ανήκον στην απαλλοτριωτή περιουσία του Κράτους και συνακόλουθα η επ’ αυτού με διάνοια κυρίου πράξεις νομής, μη εξαιρουμένης της βοσκής, προσπόριζε κυριότητα.
Με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά την οποία το Εφετείο με το να μην αποφανθεί για τον πριν από την ισχύ του ΚρΑΚ χρόνο, περί της μορφής του επιδίκου ακινήτου ως δάσους και δασικής εκτάσεως στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον, όπως προέκυψε από τις αποδείξεις το επίδικο ήταν δάσος και δασική έκταση και συνακόλουθα ανήκε στο Οθωμανικό Κράτος και δεν είχαν επ’ αυτού δικαιώματα οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων Ι. Κ. και πριν από αυτόν ο Α. Π., αφού δεν γίνεται επίκληση τίτλων (ταπίου) και περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος κατά κύριο λόγο, γιατί υπό την επίκληση της παραβιάσεως των αναφερομένων παραπάνω στον πρώτο λόγο διατάξεων, του Οθωμανικού νόμου περί γαιών αποδίδει, απροκάλυπτα, στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, όπως αναφέρεται και στον πρώτο λόγο έχει αποφανθεί ανέλεγκτα ως προς τη μορφή του επιδίκου ως βοσκοτόπου και καλλιεργήσιμης εκτάσεως, ενώ για τις λοιπές αιτιάσεις ισχύουν όσα ήδη έχουν αναφερθεί παραπάνω για το πρώτο μέρος του ίδιου (πρώτου) αναιρετικού λόγου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ, ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432 επ του ιδίου κώδικα, ως αποδεικτικά μέσα. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν έγγραφα με την προαναφερθείσα έννοια, εκείνα τα οποία αποτυπώνουν άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως τα πρακτικά ή η εισηγητική έκθεση, που περιέχει τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, η έκθεση πραγ/νης και το συνοδεύον αυτήν σχεδιάγραμμα, η έκθεση αυτοψίας, καθώς και οι κατά το άρθρο 390 συνταχθείσες και αφορώσες την εκκρεμή δίκη γνωμοδοτήσεις και τα συνοδεύοντα αυτές τοπογραφικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση της κρίσεώς του ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου, κατά τα έτη αμέσως πριν και μετά την ισχύ του ΚρΑΚ, στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην περιεχόμενη στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Ευτυχίου Δασκαλάκη, το περιεχόμενο της οποίας παραμόρφωσε, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονταν στην κατάθεση αυτή. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί αφορά σε αποδεικτικό μέσο, που δεν είναι έγγραφο, κατά την έννοια των άρθρων 432 επ ΚΠολΔικ, αλλά σε έγγραφο που αποτυπώνει άλλο αποδεικτικό μέσο και δη μαρτυρική κατάθεση και η τυχόν παραμόρφωσή του, δεν ιδρύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.10.2015 πρόσθετη παρέμβαση της ΑΤΕ, με την επωνυμία "... ..., ..." και τον διακριτικό τίτλο "..." υπέρ του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου.
Απορρίπτει την από 3.11.2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των Π. Κ. του Η., Β. Κ. του Β. κλπ, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 82/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Νοεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή