Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1514 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Συνέργεια, Δόλος.




Περίληψη:
Απλή συνέργεια σε απάτη. Υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν γίνεται αναφορά στο διατακτικό, εφόσον το τελευταίο είναι αναλυτικό και λεπτομερειακό και περιλαμβάνει και στοιχεία αιτιολογίας. Δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαίτερα ο δόλος του δράστη - αναιρεσείοντος, αφού αυτός υπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που τέλεσε και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του. Το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας τις αποδείξεις, κρίνει ανελέγκτως για το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος. Αβάσιμοι οι λόγοι της αιτήσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1514/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Πέτρουλα, περί αναιρέσεως της 1916, 1958/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους του 1) Σ1, 2) Σ2, 3) Σ3 και 4) Σ4,
και με πολιτικώς ενάγουσα την "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1288/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρό-τητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσια-στικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιο-λογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 1916, 1958/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος απλής συνέργειας σε απάτη με χρήση και πλαστογραφίας με χρήση και του επιβλήθηκε ποινή συνολική δεκαπέντε (15) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "ο έβδομος (7ος) κατηγορούμενος (αναιρεσείων) τέλεσε τις πλημμεληματικές πράξεις της απλής συνέργειας σε μία μερικότερη πράξη απάτης και μία μερικότερη πράξη πλαστογραφίας με χρήση πλαστού εγγράφου, τις οποίες τέλεσαν από κοινού οι 1ος και 2η, οι οποίοι χρησιμοποιώντας υπογραμμένη από τον ίδιο αίτηση δανειοδότησης και εκκα-θαριστικό σημείωμα που αυτός τους έδωσε για να το πλαστογραφήσουν και να το συνυποβάλουν σαν δικαιολο-γητικό, παραπλάνησαν τα αρμόδια όργανα της τράπεζας και πέτυχαν τη χορήγηση σ' αυτόν καταναλωτικού δανείου ποσού 23.272 ευρώ".
Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των άνω αξιόποινων πράξεων, αναγνωρίζοντας σε αυτόν τα ελαφρυντικά, αφενός ότι έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, αφετέρου ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του και ειδικότερα, του ότι: "Στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2001 με πρόθεση παρέσχε σε άλλους απλή συνδρομή να εκτελέσουν δυο άδικες πράξεις που διέπραξαν. Ειδικότερα, ενώ γνώριζε ότι οι [Ζ1, Ζ2,] με τη χρησιμοποίηση εικονικών τιμολογίων και πλαστών εγγράφων [εκκαθαριστικά σημειώματα κ.λ.π.] εξαπατούσαν τους αρμόδιους υπάλληλους της Γενικής Τράπεζας και χορηγούσαν καταναλωτικά δάνεια σε άτομα που δεν είχαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις, όπως και ο ίδιος, παρέδωσε στους παραπάνω, υπογραμμένη από αυτόν αίτηση χορήγησης καταναλωτικού δανείου, για να την καταθέσουν στη Γενική Τράπεζα, Υποκατάστημα ..., καθώς και εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2000 για να το πλαστογραφήσουν και να το συνυποβάλλουν με την αίτηση. Οι δε τελευταίοι υπέβαλαν την αίτηση μαζί με εικονικό τιμολόγιο της εταιρείας Ζ2 ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΙΚΗ Ε.Π.Ε., το προαναφερόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα έτους 2000, το οποίο πλαστογράφησαν κατά τα ουσιώδη στοιχεία του και καθ' όλα πλαστό εκκαθαριστικό σημείωμα έτους 2001 που κατασκεύασαν. Με τις ενέργειες δε αυτές παραπλάνησαν τους αρμόδιους υπαλλήλους της Γενικής Τράπεζας, τους οποίους έπεισε και χορήγησαν στο όνομα του [Χ] δάνειο ύψους 23.272 Ευρώ. Με τη συμπεριφορά του αυτή ο κατ/νος με πρόθεση παρέσχε στους [Ζ1, Ζ2,] συνδρομή για να εκτελέσουν την μερικότερη πράξη της απάτης και τη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση που διέπραξαν". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απο-δείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλο-γισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. α', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45, ... § 2 α' και ε', 94, 98, 386 § 2-1 και 216 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 1916, 1958/2009 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορου-μένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1) Μ1, 2) Μ2, 3) 3, 4) Μ4, 5) Μ5 , 6) Μ6, 7) Μ7 και 8) Μ8. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: Α) ελλείπει η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον: 1) η προσβαλλόμενη απόφαση, αντί για την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παραθέτει στο σκεπτικό την ίδια την κατηγορία, όπως την μετέτρεψε, επίσης δε, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, εκ των οποίων το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία της απλής συνέργειας, δηλαδή ότι αυτός από πρόθεση συνέδραμε με συγκεκριμένο τρόπο τους συγκατηγορουμένους του, Ζ1 και Ζ2, να τελέσουν τις πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας με χρήση πλαστού εγγράφου που τους αποδίδεται. 2) στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αναφέρονται καθόλου τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απλής συνέργειας, για την οποία καταδικάστηκε, δηλαδή δεν αναφέρεται εάν συντρέχει στο πρόσωπό του ο δόλος του απλού συνεργού, συνιστάμενος αφενός μεν στην συνείδηση (γνώση και θέληση) ότι συνέδραμε τους συγκατηγορουμένους του στην τέλεση των άδικων πράξεων της απάτης και πλαστογραφίας και αφετέρου στη θέλησή του να τελέσουν τις συγκεκριμένες πράξεις τις οποίες τέλεσαν. Η μη αναφορά όμως στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης των υποκειμενικών στοιχείων του δόλου του ως απλού συνεργού καθιστά την απόφαση αναιρετέα, δεδομένου ότι δεν καθίσταται εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο εάν ορθά ή όχι έγινε από το δικάσαν Δικαστήριο η υπαγωγή αυτών που ανέλεγκτα δέχτηκε, στην ουσιαστική διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ που εφάρμοσε. 3) στο αιτιολογικό της καταδικαστικής για απλή συνέργεια απόφασης δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα το είδος και ο τρόπος της συνδρομής του απλού συνεργού, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί ο συλλογισμός βάσει του οποίου το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του ότι στοιχειοθετείται στη συγκεκριμένη περίπτωση απλή συνέργεια και εάν σωστά εφαρμόστηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, 4) στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αναφέρεται καθόλου ο τρόπος με τον οποίο παρείχε ποινικά κολάσιμη συνδρομή στους άνω συγκατηγορουμένους του για την τέλεση των πράξεων της απάτης και της πλαστογραφίας που τους αποδίδονται, 5) η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολόγησε ειδικά, με σαφήνεια και με πληρότητα από ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία οδηγήθηκε στην κρίση ότι συνέδραμε τους συγκατηγορουμένους του Ζ1 και Ζ2 να τελέσουν τις πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας που τους αποδίδονται, 6) στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αναφέρεται ούτε συνάγεται ο χρόνος τέλεσης των πράξεων της απλής συνέργειας, για τις οποίες καταδικάστηκε, έτσι ώστε να είναι εφικτό να ελεγχθεί εάν οι εν λόγω πράξεις είχαν παραγραφεί ή όχι. Αυτό έχει σημασία, καθόσον εάν θεωρηθεί ότι η συνδρομή του συνίσταται στην παράδοση στον Ζ1 του εκκαθαριστικού του σημειώματος και στην υπογραφή της αίτησης δανείου, που έλαβαν χώρα στις 25-4-2001, δηλαδή στην αναγραφόμενη στην αίτηση δανειοδότησης ημερομηνία, συνάγεται ότι οι πράξεις της απλής συνέργειας για τις οποίες καταδικάστηκε είχαν παραγραφεί κατά το χρόνο εκδίκασης της έφεσής του, με τη συμπλήρωση οκταετίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 113 ΠΚ. Και 7) υπάρχει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Αβάσιμα όμως προβάλλει τις αιτιάσεις του αυτές, διότι οι κατά τα άνω παραδοχές, αποτελούν την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσια-στικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Υπάρχει ακόμη η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν γίνεται αναφορά στο διατακτικό, εφόσον το τελευταίο είναι αναλυτικό και λεπτομερειακό και περιλαμβάνει και στοιχεία αιτιολογίας, όπως εν προκειμένω. Δεν υπάρχει δε η αντίφαση που ο αναιρεσείων προβάλλει, διότι στο σκεπτικό της η απόφαση αναφέρει το ένα εκκαθαριστικό, που ο αναιρεσείων έδωσε στους συγκατηγορουμένους του, Ζ1 και Ζ2 και στο διατακτικό αναφέρεται και το άλλο εκκαθαριστικό, πλαστό, που οι συγκατηγορούμενοί του αυτοί κατάρτισαν και συνολικά δηλαδή, δύο (2) εκκαθαριστικά. Επίσης, δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαίτερα ο δόλος του αναιρεσείοντος, αφού αυτός υπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που τέλεσε και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς τους. Και Β) το δικάσαν Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 111 και 113 παρ. 1, 2 και 3 ΠΚ περί παραγραφής των αδικημάτων, καθόσον τον καταδίκασε για πράξεις απλής συνέργειας, οι οποίες (δήθεν) είχαν τελεστεί στις 25-4-2001 και συνεπώς είχαν παραγραφεί από τις 25-4-2009, με τη συμπλήρωση οκταετίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 113 ΠΚ. Δηλαδή κατά την εκδίκαση της έφεσής του στις 3-7-2009, τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε είχαν ήδη παραγραφεί. Αβάσιμα όμως, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έχει δεχθεί ανελέγκτως ότι τα εγκλήματα που τέλεσε ο αναιρεσείων, πράχθηκαν τον Αύγουστο του 2001, οπότε μέχρι τις 3-7-2009, που εκδικάστηκε η έφεσή του, δεν είχε παρέλθει η, κατά τις άνω διατάξεις, απαιτούμενη οκταετία. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 20 Ιουλίου 2009 (υπ' αριθμ. πρωτ. 6259/29-7-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση του Χ, για αναίρεση της με αριθμό 1916, 1958/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή