Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 684 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Συνέργεια, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Δόλος.




Περίληψη:
Άμεση συνέργεια σε κακουργηματική απάτη. Δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο δόλος και η συμμετοχική δράση του αναιρεσείοντα. Δεκτή η αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης.





Αριθμός 684/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του με αριθμό 2747/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Χ1 2) Χ2, 3)Χ3 και 4) Χ4.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 562/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 347/2.10.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 68/16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Μαρία-Πηνελόπη Ν. Λιακόγκονα του Νικολάου, δυνάμει της από 14-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθ. 2747/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 3129/1995 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους: 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3, 4) Χ4 και 5) τον αναιρεσείοντα Χ, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι: α) Ο πρώτος, δεύτερη και τέταρτος, της πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, β) ο τρίτος για άμεση συνέργεια στην ανωτέρω πράξη της υπεξαιρέσεως, γ) οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη, της πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε και το συνολικό παράνομο όφελος που επεδίωξαν, υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, δ) ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ της άμεσης συνέργειας στην παραπάνω πράξη της κακουργηματικής απάτης και ε) η τέταρτη της πλαστογραφίας με χρήση. Κατά του παραπάνω βουλεύματος όλοι οι παραπεμφθέντες κατηγορούμενοι, (μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων), άσκησαν στη συνέχεια εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών εξεδόθη το υπ'αριθ. 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της τετάρτης κατηγορουμένης Χ4, για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, ενώ κατά τα λοιπά απορρίφθηκαν οι εφέσεις όλων των κατηγορουμένων ως ουσιαστικά αβάσιμες και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς όλες τις άλλες διατάξεις του. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 8-3-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 16-3-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 68/16-3-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (ΑΠ 961/2006). Ενόψει δε του ότι δεν απαιτείται η ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εντεύθεν έπεται ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και με παραπλάνηση του συμβολαιογράφου, όταν ο δράστης παραλείπει να ανακοινώσει σ'αυτόν αληθινά γεγονότα ή παριστάνει εν γνώσει του ψευδή γεγονότα ως αληθινά (ΑΠ 293/2006, ΑΠ 1649/2006). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Στην έννοια του γεγονότος δεν εμπίπτουν οι γενικές κρίσεις και γνώμες για οποιοδήποτε αντικείμενο, εκτός αν από τον τύπο εκφράσεως της γνώμης υποκρύπτεται η βεβαίωση πραγματικού περιστατικού. Κατάσταση του εξωτερικού κόσμου, η οποία συνιστά γεγονός, είναι και η αξία οποιουδήποτε πράγματος, το οποίο μπορεί να γίνει αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ προσώπων και για το λόγο αυτό η συναλλακτική αξία του έχει διαμορφωθεί σε ορισμένο τόπο και χρόνο σε ένα πλαίσιο ακριβείας, το οποίο υποπίπτει στην αντίληψη των ανθρώπων. Η παράσταση της αξίας αυτής είναι παράσταση συγκεκριμένου γεγονότος εξωτερικώς και όχι έκφραση απλής γνώμης ή κρίσεως, η οποία δεν έχει αντικειμενική υπόσταση.
Συνεπώς όποιος γνωρίζει την αξία αυτή σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και με οποιονδήποτε τρόπο διαβεβαιώνει άλλον περί μιας ψευδούς αξίας ως αληθινής και έτσι πείθει αυτόν σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, διαπράττει, αν συντρέχουν και οι άλλοι όροι, το έγκλημα της απάτης (Ολομ. ΑΠ 1585/1984, ΑΠ 1940/1999 ΠΧ Ν 823). Εξάλλου κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως και παροχή της συνδρομής αυτής κατά την εκτέλεση της πράξεως, συνδεομένης προς αυτή κατά τρόπο ώστε, χωρίς τη βοήθεια του αμέσου συνεργού, δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη με βεβαιότητα του εγκλήματος με τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί (ΑΠ 1649/2006, ΑΠ 1471/2006). 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ' 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την προϋπόθεση ότι στις προτάσεις αυτές εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1364/2006, ΑΠ 67/2006). Τέλος όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεσθεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), όπως συμβαίνει στο έγκλημα της απάτης, η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού (ΑΠ 1264/2005). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η έφεση που άσκησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ κατά του υπ'αριθ. 3129/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη και ειδικότερα για το ότι: Στη ....... Αττικής τον Οκτώβριο μήνα περίπου του έτους 2000 με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του Χ1, Χ2 και Χ4 κατά την εκ μέρους τους εκτέλεση του εγκλήματος της απάτης. Συγκεκριμένα, ενώ αυτοί (φυσικοί αυτουργοί) με τις ιδιότητες, ένας έκαστος, του Προέδρου, Αντιπροέδρου και μέλους του ΔΣ της εταιρείας "Μ
ΙVA AE", προέβησαν στην κατάρτιση του με αριθ. ........ συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Γ. Παπαδογεώργη δυνάμει του οποίου η άνω εταιρεία Μ
ΙVA AE (στην οποία ήταν μέτοχος και η μηνύτρια Ψ1 κατά 30% επί του κεφαλαίου και των μετοχών), μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε στην αγοράστρια εταιρεία με την επωνυμία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ κλπ" ένα αγροτεμάχιο άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως 2011,31 τ.μ. κείμενο στη θέση "....." στον Δήμο Μεταμόρφωσης και επί της οδού .... αρ. ...., μετά δύο κτισμάτων βιομηχανικών, εμβαδού 611 τ.μ. συνολικά, αντί τιμήματος δήθεν πραγματικού 50.000.000 δρχ., δηλώσαντες τούτο ψευδώς στον άνω συμβολαιογράφο, αποκρύψαντες άμα ότι το αληθές τίμημα και αξία αληθινή του άνω ακινήτου συνολικά ανήρχετο στο ποσό των 300.000.000 δρχ. και έτσι παρέπεισαν τον άνω συμβολαιογράφο να προβεί στη σύνταξη εικονικού συμβολαίου (κατά το καταβληθέν τίμημα) και στην πράξη τους αυτή προέβησαν με σκοπό να παραπλανήσουν και τη μηνύτρια Ψ1 ως προς το αληθές εισπραχθέν τίμημα, επί του οποίου αυτή είχε δικαίωμα κατά ποσοστό 30%, ανάλογα με τα μετοχικά της δικαιώματα στην πωλήτρια εταιρεία και να δεχθεί ποσοστό 30% επί του εικονικού τιμήματος των 50.000.000 δρχ. και να καρπωθούν έτσι παράνομα αυτοί την διαφορά που εδικαιούτο η μηνύτρια μεταξύ εικονικού τιμήματος και πραγματικού και η οποία ανερχόταν στο ποσό των 250.000.000 δρχ. ή 733,676 ευρώ, με αντίστοιχη βέβαια περιουσιακή ζημία της μηνύτριας, η οποία ήταν ανώτερη των 73.000 ευρώ, εκείνος (αναιρεσείων Χ1), έχοντας την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της αγοράστριας εταιρείας "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ", στις 12-10-2000 συνεβλήθη για λογαριασμό της στην κατάρτιση του άνω με αριθ. ..... πωλητηρίου συμβολαίου και δήλωσε στον Συμβολαιογράφο ότι το αληθινό τίμημα ήταν 50.000.000 δρχ., γεγονός ψευδές, αποκρύψας άμα και αυτός έτσι την αλήθεια, αφού το αληθινό εισπραχθέν τίμημα των συγκατηγορουμένων του από την εταιρεία του ανήρχετο στο ποσό των 300.000.000 δρχ. ή 880.411 ευρώ και στην πράξη του αυτή προέβη, συνδράμοντας τους άνω συγκατηγορουμένους στην εξαπάτηση της μηνύτριας, ώστε να καρπωθούν αυτοί παράνομα το ποσό των 75.000.000 δρχ. ή 220.102 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο αληθινό μερίδιο της μηνύτριας από την επίμαχη πώληση, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της, που ήταν άνω των 73.000 ευρώ. Για την παραπεμπτική στο ακροατήριο του αναιρεσείοντα κρίση του το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στις σκέψεις της ενσωματωμένης σ'αυτό εισαγγελικής προτάσεως, η οποία, αναφορικά με την συμπεριφορά του αναιρεσείοντα, έχει κατά λέξη ως εξής: "Το προσβαλλόμενον βούλευμα (εννοεί το υπ'αριθ. 3129/βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών), με την παρατεθείσαν στο σκεπτικόν αυτού ειδικήν αιτιολογίαν, έκρινεν ότι εκ των στοιχείων της ενεργηθείσης στην προκειμένην περίπτωσην κυρίαν ανάκρισιν, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων, φερομένων ως υπαιτίων πράξεων α).......... β).........γ).........δ) της αμέσου συνεργείας στην άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης του πέμπτου (εννοεί τον αναιρεσείοντα Χ).............όταν..........οι ανωτέρω πρώτος, δευτέρα και τέταρτη υπό τις άνω ιδιότητές τους κατά μήνα Οκτώβριον του έτους 2000, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένην περιουσίαν, πείσαντες άλλον και δη τον Συμβολαιογράφον Μαραθώνα ότι το τίμημα του πωλουμένου δια του υπ'αριθ. ...... συμβολαίου του, αγροτεμαχίου, ιδιοκτησίας της εταιρείας Μ
ΙVA ΑΕ, εκτάσεως 2.011,31 τ.μ., μετά δύο βιομηχανικών κτισμάτων, εμβαδού 611 τ.μ., στην εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ" ήτο δήθεν 50.000.000 δραχμών, αποκρύψαντες το αληθινό τίμημα, αλλά και την πραγματικήν αξίαν, η οποία ανήρχετο συνολικά στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών και τον έπεισαν να συντάξη εικονικόν συμβόλαιον κατά το καταβληθέν ποσόν, με σκοπό να παραπαλήσουν την Ψ1 ως προς το πράγματι εισπραχθέν τίμημα, του οποίου εδικαιούτο ποσοστόν 30% και να καρπωθούν κατά τον τρόπον αυτόν την διαφοράν, την οποίαν δικαιούτο αυτή, ανερχόμενη εις το ποσόν των 75.000.000 δραχμών. Ταύτα πάντα εγένοντο τη αμέσω συνδρομή του πέμπτου τούτων Χ, ο οποίος ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕ, συνεβλήθη μετά των λοιπών στην κατάρτισιν του άνω υπ'αριθ. ..... συμβολαίου, δηλώσας ως αληθές το τίμημα των 50.000.000 δραχμών, συνδράμων έτσι την εξαπάτησιν της μηνυτρίας ως προς το αναλογούν εις αυτήν αληθινό μερίδιον από την πώληση......
Ειδικότερα το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών έκρινεν, δεχθέν την πρότασιν του Εισαγγελέως, ως στοιχειοθετούμενες τις πράξεις, δια τις οποίες διώκονται οι κατηγορούμενοι. Η κρίση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στηρίζεται ιδίως στα στοιχεία της δικογραφίας, από την αξιολόγηση των οποίων και δη από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων Ψ1, Ζ1, Ζ2, Ζ3, δεόντως σταθμιζομένων, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και όλα τα έγγραφα και υπομνήματα, προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν κατά την κρίση μας την παραπομπήν των εκκαλούντων στο ακροατήριον του ανωτέρω Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθούν δια τις πράξεις δια τις οποίες κατηγορούνται. Συγκεκριμένα όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα προκύψαντα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά με σαφήνειαν εκτίθενται στο εκκαλούμενον βούλευμα και στην ενσωματωμένην εισαγγελικήν πρόταση, στους ορθώς και βασίμους λόγους του οποίου, προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων αναφέρομαι (ΑΠ 1138/2004) θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις κατηγορίες, οι οποίοι δεν αναιρούνται από τους αορίστους και αναποδείκτους ισχυρισμούς των εκκαλούντων κατηγορουμένων. Ειδικότερα όμως και συμπληρωματικά επισημαίνονται τα ακόλουθα: Η μηνύτρια Ψ1, συγγενής των κατηγορουμένων μετείχε κατά ποσοστόν 30% στην εταιρεία με την επωνυμία MIVA ΑΒΕΕ πλαστικών, ξυλίνων και χαρτίνων ειδών συσκευασίας, μετά των Χ1 και Χ2. Οι σχέσεις όμως εταιρικές και συγγενικές διεταράχθηκαν, με αποτέλεσμα τόσον η μηνύτρια όσον και ο σύζυγός της, ο οποίος ηργάζετο εκεί, να αποξενωθούν. Μάλιστα δε οι κατηγορούμενοι συνήργησαν στο να καταστήσουν την επιχείρησιν ανενεργόν και να περιορίσουν την αξίαν του μεριδίου της μηνύτριας, περιουσιακά στοιχεία της οποίας υπεξήγαγαν.
Συγκεκριμένα ελήφθη απόφασις του ΔΣ της εταιρείας, απούσης της μηνύτριας, όπως πωληθεί το οικόπεδον μετά του εργοστασίου της εταιρείας, κείμενον εις την θέσιν ....της ...... Αττικής εκτάσεως του μεν οικοπέδου 2061,31 μ2 των δε δύο βιομηχανικών κτιρίων 500 μ2 και 1 18 μ2 αντιστοίχως. Δια του υπ' αριθμ. ...... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μαραθώνος Σταύρου Παπαδογεωργή επώλησαν αυτά στην εταιρείαν "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕΒΕ" κατασκευής Μηχανημάτων Πρόεδρος και δ-νων σύμβουλος της οποίας είναι ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ, αντί εμφαινομένου τιμήματος, 50.000.000 δραχμών, ψευδούς και εικονικού καθ' όσον η αληθής αξία του ακινήτου ανήρχετο στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών, τουλάχιστον, καθ' όσον ευρίσκεται σε περιοχή με μεγάλη εμπορικήν αξία. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήτο να παραπλανήσουν την μηνύτρια ως προς το αληθές εισπραχθέν ποσόν και να δεχθεί ποσοστόν 30% (το οποίος δικαιούτο) επί του κατά τα άνω εικονικού ποσού και όχι του πραγματικού του πέμπτου τούτων Χ δεχθέντος να συνδράμη στην τέλεση της ανωτέρω πράξεως εξαπατήσεως της μηνυτρίας. Οι εκκαλούντες ουδέν το νεώτερο και σημαντικόν επικαλούνται, αρκούμενοι στο τυπικόν του εντύπου της εφέσεως και στην επανάληψη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι κατά τα ανωτέρω έχουν εκτιμηθεί επιτυχώς και κριθεί νομίμως. Περαιτέρω στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία επίσης παραδεκτώς αναφέρεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διαλαμβάνονται για τον αναιρεσείοντα τα εξής: "...... Ούτω στα πλαίσια της άνω παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους α) ο πρώτος, η δεύτερη και τέταρτη κατηγορούμενοι με την υπ'αριθμ. ...... ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας, εν απουσία βεβαίως της μηνύτριας, εξουσιοδότησαν τον Χ1 να προβεί σε πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του εργοστασίου της εταιρείας, κειμένου στη θέση ..... της ...... Αττικής και επί της οδού ..... αριθμ. ...., επί οικοπέδου εκτάσεως (2061,31) τ.μ., στο οποίον υπήρχαν δύο κτίσματα βιομηχανικά 500 τ.μ. και 618,5 τ.μ. αντίστοιχα. Πράγματι ο Χ1, δυνάμει του υπ'αριθ. ....... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογεώργη, με την άνω ιδιότητα, μεταβίβασε το όλον ως άνω ακίνητο στην ανώνυμη εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ", της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Χ, αντί τιμήματος εμφαινομένου στο συμβόλαιο ποσού (50.000.000) δραχμών ή 146.735 ευρώ. Το τίμημα όμως αυτό ήταν ψευδές και εικονικό και δεν ανταποκρινόταν στην αληθινή αξία του όλου ακινήτου, που ανέρχεται στο ποσόν των (300.000.000) δρχ. ή (880.417) ευρώ τουλάχιστον και το οποίο εισέπραξαν από την αγοράστρια εταιρεία οι κατηγορούμενοι και την διαφορά αληθινού και εικονικού ήτοι 300.000.000 δρχ. - 50.000.000= 250.000.000 δρχ. ή (733.676) ευρώ, ιδιοποιήθηκαν παράνομα, χωρίς ποτέ να δώσουν το ανάλογο ποσοστό στην μηνύτρια, ήτοι 733.676 ευρώ Χ 30% =220.102 ευρώ η 75.000.029 δρχ. ήτοι ποσόν που ήταν ανώτερο των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Η εικονικότητα του άνω συμβολαίου (τιμήματος) προκύπτει σαφώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ζ1, Ζ2 και Ζ3, τις οποίες ήδη αποδέχθηκε ως αληθείς το Συμβούλιο με το εκδοθέν επί διαφωνίας βούλευμά του, υπ'αριθμ. 758/05 και ως εκ τούτου δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη, ως προτείναμε, αλλά επίσης και από την θέση και έκταση των πωληθέντων ακινήτων, κειμένων στην οδό .... αριθ. ...., στη μεταμόρφωση, ήτοι σε περιοχή με τεράστια εμπορική αξία και η εικονικότητα είναι ευνόητη, αφού σε τιμή (50.000.000) δρχ. πωλούνται σήμερα γκαρσονιέρες και δυάρια και ουχί οικόπεδα (2.061) τ.μ. με κτίσματα (618 τ.μ.)". Πέρα από αυτά, τα εντελώς ασαφή και αόριστα για τον αναιρεσείοντα δεν περιέχεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα καμία άλλη σκέψη, θεμελιωτική της κρίσεως για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα, που δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για την παραπάνω αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη. 'Ετσι όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την κατά τα άνω, από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμπεται στο ακροατήριο. Ειδικότερα δεν εκτίθεται κανένα απολύτως πραγματικό περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει και να προσδιορίζεται η μορφή της συμμετοχικής δράσεως του αναιρεσείοντα, ως προς την οποία μάλιστα δεν διατυπώνεται καμία σκέψη. Επιπρόσθετα δεν παρατίθενται σκέψεις με τις οποίες να αιτιολογείται ο απαιτούμενος, κατά τα ανωτέρω, υπερχειλής δόλος του αναιρεσείοντα.
Πρέπει συνεπώς να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα για τους παραπάνω λόγους, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς αυτόν, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Προτείνω: Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 68/16-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 2747/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να αναιρεθεί το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το σκέλος του που αφορά τον εν λόγω κατηγορούμενο Χ. Και Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σκέλος της αυτό, για νέα ουσιαστική κρίση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα. Αθήνα 2 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος".

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση κι έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β' Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως και παροχή της συνδρομής αυτής κατά την εκτέλεση της πράξεως, συνδεομένης προς αυτή κατά τρόπο ώστε, χωρίς τη βοήθεια του άμεσου συνεργού, δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη με βεβαιότητα του εγκλήματος, με τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία, το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και δι' αυτής στο πρωτόδικο υπ' αρ. 3129/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και την ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι "Το προσβαλλόμενο βούλευμα, δηλαδή το 3129/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την παρατεθείσαν στο σκεπτικόν αυτού ειδικήν αιτιολογίαν, έκρινεν ότι, εκ των στοιχείων της ενεργηθείσης στην προκειμένην περίπτωσιν κυρίαν ανάκρισιν, προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων, φερομένων ως υπαιτίων πράξεων α)......, β)......, γ)......, δ) της αμέσου συνεργείας στην άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης του πέμπτου (δηλαδή τον αναιρεσείοντα Χ)....όταν .....οι ανωτέρω πρώτος, δευτέρα και τέταρτη υπό τις άνω ιδιότητές τους, κατά μήνα Οκτώβριον του έτους 2000, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένην περιουσίαν, πείσαντες άλλον και δη τον Συμβολαιογράφον Μαραθώνα ότι το τίμημα του πωλουμένου δια του υπ' αριθ. ...... συμβολαίου του αγροτεμαχίου, ιδιοκτησίας της εταιρείας "MIVA AE", εκτάσεως 2.011,31 τ.μ., μετά δύο βιομηχανικών κτισμάτων, εμβαδού 611 τ.μ., στην εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΒΕΕ" ήτο δήθεν 50.000.000 δραχμών, αποκρύψαντες το αληθινό τίμημα, αλλά και την πραγματικήν αξίαν, η οποία ανήρχετο συνολικά στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών και τον έπεισαν να συντάξη εικονικόν συμβόλαιον κατά το καταβληθέν ποσόν, με σκοπό να παραπλανήσουν την Ψ1 ως προς το πράγματι εισπραχθέν τίμημα, του οποίου εδικαιούτο ποσοστόν 30% και να καρπωθούν κατά τον τρόπον αυτόν την διαφοράν, την οποίαν δικαιούτο αυτή, ανερχόμενη εις το ποσόν των 75.000.000 δραχμών. Ταύτα πάντα εγένοντο τη αμέσω συνδρομή του πέμπτου τούτων Χ, ο οποίος ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕ, συνεβλήθη μετά των λοιπών στην κατάρτισιν του άνω υπ'αριθ. ..... συμβολαίου, δηλώσας ως αληθές το τίμημα των 50.000.000 δραχμών, συνδράμων έτσι την εξαπάτησιν της μηνυτρίας ως προς το αναλογούν εις αυτήν αληθινό μερίδιον από την πώληση......Ειδικότερα το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών έκρινεν, δεχθέν την πρότασιν του Εισαγγελέως, ως στοιχειοθετούμενες τις πράξεις, δια τις οποίες διώκονται οι κατηγορούμενοι. Η κρίση αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών στηρίζεται ιδίως στα στοιχεία της δικογραφίας, από την αξιολόγηση των οποίων και δη από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων Ψ1, Ζ1, Ζ2, Ζ3, δεόντως σταθμιζομένων, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και όλα τα έγγραφα και υπομνήματα, προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες δικαιολογούν κατά την κρίση μας την παραπομπήν των εκκαλούντων στο ακροατήριον του ανωτέρω Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθούν δια τις πράξεις δια τις οποίες κατηγορούνται. Συγκεκριμένα όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα προκύψαντα από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά με σαφήνειαν εκτίθενται στο εκκαλούμενον βούλευμα και στην ενσωματωμένην εισαγγελικήν πρόταση, στους ορθούς και βασίμους λόγους του οποίου, προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων αναφέρομαι (ΑΠ 1138/2004), θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις κατηγορίες, οι οποίοι δεν αναιρούνται από τους αορίστους και αναποδείκτους ισχυρισμούς των εκκαλούντων κατηγορουμένων. Ειδικότερα όμως και συμπληρωματικά επισημαίνονται τα ακόλουθα: Η μηνύτρια Ψ1, συγγενής των κατηγορουμένων μετείχε κατά ποσοστόν 30% στην εταιρεία με την επωνυμία MIVA ΑΒΕΕ πλαστικών, ξυλίνων και χαρτίνων ειδών συσκευασίας, μετά των Χ1 και Χ2. Οι σχέσεις όμως, εταιρικές και συγγενικές, διεταράχθηκαν, με αποτέλεσμα τόσον η μηνύτρια όσον και ο σύζυγός της, ο οποίος ηργάζετο εκεί, να αποξενωθούν. Μάλιστα δε οι κατηγορούμενοι συνήργησαν στο να καταστήσουν την επιχείρησιν ανενεργόν και να περιορίσουν την αξίαν του μεριδίου της μηνύτριας, περιουσιακά στοιχεία της οποίας υπεξήγαγαν.

Συγκεκριμένα ελήφθη απόφασις του ΔΣ της εταιρείας, απούσης της μηνύτριας, όπως πωληθεί το οικόπεδον μετά του εργοστασίου της εταιρείας, κείμενον εις την θέσιν .... της ...... Αττικής, εκτάσεως, του μεν οικοπέδου 2061,31 μ2, των δε δύο βιομηχανικών κτιρίων 500 μ2 και 1 18 μ2, αντιστοίχως. Δια του υπ' αριθμ. ....... συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μαραθώνος Σταύρου Παπαδογεωργή, επώλησαν αυτά στην εταιρείαν "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΕΒΕ" κατασκευής Μηχανημάτων Πρόεδρος και δ/νων σύμβουλος της οποίας είναι ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ, αντί εμφαινομένου τιμήματος, 50.000.000 δραχμών, ψευδούς και εικονικού καθ' όσον η αληθής αξία του ακινήτου ανήρχετο στο ποσόν των 300.000.000 δραχμών, τουλάχιστον, καθ' όσον ευρίσκεται σε περιοχή με μεγάλη εμπορικήν αξία. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήτο να παραπλανήσουν την μηνύτρια ως προς το αληθές εισπραχθέν ποσόν και να δεχθεί ποσοστόν 30% (το οποίον εδικαιούτο) επί του κατά τα άνω εικονικού ποσού και όχι του πραγματικού, του πέμπτου τούτων Χ δεχθέντος να συνδράμη στην τέλεση της ανωτέρω πράξεως εξαπατήσεως της μηνυτρίας. Οι εκκαλούντες ουδέν το νεώτερο και σημαντικόν επικαλούνται, αρκούμενοι στο τυπικόν του εντύπου της εφέσεως και στην επανάληψη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι κατά τα ανωτέρω, έχουν εκτιμηθεί επιτυχώς και κριθεί νομίμως. Περαιτέρω, στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία επίσης παραδεκτώς αναφέρεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διαλαμβάνονται για τον αναιρεσείοντα τα εξής: "...... Ούτω στα πλαίσια της άνω παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς τους α) ο πρώτος, η δεύτερη και τέταρτη κατηγορούμενοι με την υπ'αριθμ. ......ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας, εν απουσία βεβαίως της μηνύτριας, εξουσιοδότησαν τον Χ1 να προβεί σε πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του εργοστασίου της εταιρείας, κειμένου στη θέση ..... της ...... Αττικής και επί της οδού ..... αριθμ. ...., επί οικοπέδου εκτάσεως (2061,31) τ.μ., στο οποίον υπήρχαν δύο κτίσματα βιομηχανικά 500 τ.μ. και 618,5 τ.μ. αντίστοιχα. Πράγματι ο Χ1, δυνάμει του υπ'αριθ. ....... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογεώργη, με την άνω ιδιότητα, μεταβίβασε το όλον ως άνω ακίνητο στην ανώνυμη εταιρεία "ΚΙΝΕΜΑΤΙΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ", της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Χ, αντί τιμήματος εμφαινομένου στο συμβόλαιο, ποσού (50.000.000) δραχμών ή 146.735 ευρώ. Το τίμημα όμως αυτό ήταν ψευδές και εικονικό και δεν ανταποκρινόταν στην αληθινή αξία του όλου ακινήτου, που ανέρχεται στο ποσόν των (300.000.000) δρχ. ή (880.417) ευρώ τουλάχιστον και το οποίο εισέπραξαν από την αγοράστρια εταιρεία οι κατηγορούμενοι και την διαφορά αληθινού και εικονικού ήτοι 300.000.000 δρχ. - 50.000.000= 250.000.000 δρχ. ή (733.676) ευρώ, ιδιοποιήθηκαν παράνομα, χωρίς ποτέ να δώσουν το ανάλογο ποσοστό στην μηνύτρια, ήτοι 733.676 ευρώ Χ 30% =220.102 ευρώ η 75.000.029 δρχ. ήτοι ποσόν που ήταν ανώτερο των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Η εικονικότητα του άνω συμβολαίου (τιμήματος) προκύπτει σαφώς από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ζ1, Ζ3 και Ζ2, τις οποίες ήδη αποδέχθηκε ως αληθείς το Συμβούλιο με το εκδοθέν επί διαφωνίας βούλευμά του, υπ'αριθμ. 758/05, αλλά επίσης και από την θέση και έκταση των πωληθέντων ακινήτων, κειμένων στην οδό ..... αριθ. ...., στη ....., ήτοι σε περιοχή με τεράστια εμπορική αξία και η εικονικότητα είναι ευνόητη, αφού σε τιμή (50.000.000) δρχ. πωλούνται σήμερα γκαρσονιέρες και δυάρια και ουχί οικόπεδα (2.061) τ.μ. με κτίσματα (618 τ.μ.)". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντος, για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμπεται στο ακροατήριο, αφού, ειδικότερα, δεν εκτίθεται κανένα απολύτως πραγματικό περιστατικό, από το οποίο θα προκύπτει και συγχρόνως να προσδιορίζεται η μορφή της συμμετοχικής δράσης του αναιρεσείοντος, καθώς και η απαιτούμενη ειδικότερη αιτιολόγηση του δόλου του αναιρεσείοντος στη φερόμενη συμμετοχική του δράση, προκειμένου να ελεγχθεί εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά ορθώς υπήχθησαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 εδ. β' και 46 παρ. 1 εδ. β' του Π.Κ. και, επομένως, οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που συνιστούν λόγους αναίρεσης, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ., είναι βάσιμες. Πρέπει, συνεπώς, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς τον αναιρεσείοντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς αυτόν, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, που το εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 και 519 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ .
Αναιρεί το υπ'αρ. 2747/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ. Παραπέμπει την υπόθεση, προς νέα κρίση, ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2008.





Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή