Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Κατηγορούμενος, Νομιμοποίηση εσόδων, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
1. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και 2. Βασικό έγκλημα η υπεξαίρεση στην υπηρεσία, ποσού 146.735,143 ευρώ, σε βάρος της ΕΤΕ, από συγκατηγορούμενο. Απαράδεκτη η αναίρεση του αναιρεσείοντος παραπεμπομένου για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, μη περιλαμβανομένη μεταξύ των εγκλημάτων του άρθρου 1 § 1 του Ν. 1608/1950, διότι συμπαραπέμπεται αμετάκλητα συγκατηγορούμενός του για βασικό έγκλημα κακουργηματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βάρος της ΕΤΕ, ποσού 146.735,143 ευρώ, υπαγόμενο στον άνω Ν. 1608/1950, προς το οποίο η νομιμοποίηση είναι συναφές αδίκημα και επομένως είναι αμετάκλητη η παραπομπή και γι' αυτόν τον κατηγορούμενο.
ΑΡΙΘΜΟΣ 177/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που παραστάθηκε στο συμβούλιο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μανώλη, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1185/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 379/16.11.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας την από 18-6-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθ. 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και εκθέτω τα ακόλουθα:
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (άρθρο 2 παρ. 1 και 4 ν. 2331/1995, όπως αντικατ. με άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3424/2005), με βασικό έγκλημα την υπεξαίρεση στην υπηρεσία, με όφελος που επιδιώχθηκε και αντίστοιχη απειληθείσα ζημία σε βάρος της Εθνικής Τράπεζας, ποσού υπερβαίνοντος τα 50.000.000 δραχμές ή αντίστοιχα 146.735,143 ευρώ (άρθρο 258β Π.Κ. σε συνδ. με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/50), που φέρεται να τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Χ2.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδαφ. 3 και 4 του Κ.Π.Δ.: "Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/50, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα".
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 128 παρ. 1 του Π.Κ. "Τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή". Κατά δε τη διάταξη του εδαφίου γ' του άρθρου 129 Κ.Π.Δ., θεωρούνται συναφή "όσα γίνονται με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να αποκρύψουν ένα από αυτά".
Επειδή στην προκειμένη περίπτωση η αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα για την οποία παραπέμπεται να δικασθεί ο αναιρεσείων, μη περιλαμβανόμενη μεταξύ των εγκλημάτων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, είναι συναφής κατά την έννοια του άρθρου 129 εδαφ. γ του Κ.Π.Δ. με το βασικό έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με όφελος που επιδιώχθηκε και αντίστοιχη απειληθείσα ζημία σε βάρος της Εθνικής Τράπεζας, ποσού υπερβαίνοντος τα 50.000.000 δραχμές ή αντίστοιχα 146.735,143 ευρώ, (άρθρο 258β Π.Κ. σε συνδ. προς το άρθρο 1 παρ. 1 ν.1608/1950) για το οποίο παραπέμφθηκε αμετάκλητα να δικασθεί ο παραπάνω συγκατηγορούμενός του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, και συνεπώς είναι και του αναιρεσείοντος αμετάκλητη η παραπομπή στο αμέσως πιο πάνω δικαστήριο, πρέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. να αποφανθεί το Δικαστήριό σας την κήρυξη ως απαράδεκτης της ανωτέρω από 18-6-2007 αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθ. 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, την εκτέλεση του προσβαλλομένου αυτού βουλεύματος και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 18-6-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αριθ. 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος"
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ένδικη από 18.6.2007 αίτηση αναιρέσεως, ασκηθείσα με δήλωση στο Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Κρήτης, για την οποία συντάχθηκε η 12/2007 έκθεση, πλήττεται το 127/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, με το οποίο, όπως απ' αυτό προκύπτει, απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος Χ1 κατά του 112/2006 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου, αφού διορθώθηκε και αναδιατυπώθηκε το διατακτικό του τελευταίου έτσι ώστε παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Κρήτης Α) ο Χ2, αφενός, για τις εκεί πράξεις, μεταξύ των οποίων και για υπεξαίρεση στην υπηρεσία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από την οποία το όφελος που επιδιώχθηκε και η ζημία που προξενήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υπερβαίνει το ποσό των 146.735,143 ευρώ (άρθρα 258β και 1 παρ. 1 Ν.1608/1950) και Β) ο αναιρεσείων, αφετέρου, για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, με βασικό έγκλημα την ως άνω υπεξαίρεση στην υπηρεσία του Χ2. Συγκεκριμένα, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι: "Στους ..., κατά το χρονικό διάστημα από 5.4.2005 έως 25.7.2005 νομιμοποίησε έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι μεταβίβασε περιουσία εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστητιότητα και συγκεκριμένα από αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ελάχιστο όριο της οποίας είναι ανώτερο των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ, με σκοπό να συγκαλύψει την παράνομη προέλευσή της και να παράσχει συνδρομή σε εκείνον που εμπλέκεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες της πράξης του, και συγκεκριμένα, συνδεόμενος με φιλική σχέση με τον Χ2, που ήταν υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και υπηρετούσε στο Κατάστημα της ΕΤΕ ... (...), δέχθηκε να γίνουν από αυτόν (τον Χ2), κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (από 5-4-2005 έως 25-7-2005) ανεξακρίβωτος αριθμός καταθέσεων, σε τραπεζικούς του λογαριασμούς, συνολικού ποσού 167.240 ευρώ, το οποίο αυτός είχε υπεξαιρέσει κατά το ίδιο παραπάνω χρονικό διάστημα, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ιδιοποιούμενος παράνομα το ποσό αυτό το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του ως υπαλλήλου της παραπάνω Τράπεζας, το δε όφελος που επιδίωξε και η ζημία που προξενήθηκε και οπωσδήποτε απειλήθηκε σε βάρος της Τράπεζας υπερβαίνει το ποσό των 146.735,143 ευρώ (50.000.000 δρχ.), μετά δε από τις καταθέσεις αυτές, ο Χ1 προέβαινε σε "μεταφορά" - "διοχέτευση" μέσω "internet-banking", των εκάστοτε χρηματικών ποσών που διοχέτευε στους λογαριασμούς του ο συγκατηγορούμενός του Χ2, σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων προσώπων-δικαιούχων, που ο Χ2 του υποδείκνυε, ώστε με τη μεταβίβαση αυτή να αποκρύπτεται η προέλευσή τους από την παραπάνω περιγραφείσα υπεξαίρεση και ο δράστης αυτής, Χ2, ήτοι, για παράβαση των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18 εδ. α' και β' 26 παρ. Ια, 27 παρ, 1, 51, 52, 53, 50, 61, 79, 98 παρ. 1 ΠΚ και 1 α-ιι, -β, 2. 1-α ν. 2331/95 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ και άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/50". Από τη διατύπωση αυτή της κατά του αναιρεσείοντος κατηγορίας (στην οποία από προφανή παραδρομή αναφέρεται το άρθρο 375 ΠΚ αντί του 258 ΠΚ), αλλά και από το σύνολο των παραδοχών του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει ότι η επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν .1608/1950 δεν αφορά και στην πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα, η οποία, άλλωστε, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εγκλημάτων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950. Η τελευταία αυτή διάταξη έχει τεθεί στο τέλος της ανωτέρω κατά του αναιρεσείοντος κατηγορίας όχι ως προβλέπουσα την πράξη που αποτελεί την εν λόγω κατηγορία, αλλά συνδυαστικά, κατά τον προσδιορισμό του βασικού εγκλήματος από το οποίο προέκυψε το υλικό αντικείμενο της ως άνω νομιμοποιήσεως εσόδων.
Ενόψει αυτών η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. 3 και 4 του ΚΠοινΔ, η οποία, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύει και για συναφές κακούργημα, καθόσον, ναι μεν το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακούργημα που δεν υπάγεται στο Ν. 1608/1950, πλην όμως, το άνω κακούργημα, για το οποίο γίνεται παραπομπή του αναιρεσείοντος, είναι συναφές, κατά την έννοια του άρθρου 129 εδ. γ' ΚΠοινΔ, με εκείνο για το οποίο παραπέμπεται αμετακλήτως, με το ίδιο βούλευμα, ο συγκατηγορούμενός του Χ2 και το οποίο υπάγεται στο Ν. 1608/1950. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 11/18-6-2007 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του με αριθμό 127/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ