Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 909 / 2015    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Δικηγορική αμοιβή.




Περίληψη:
Καθορισμός των αποδοχών των εμμίσθων δικηγόρων του Ο.Σ.Ε. Ο μισθός τους καθορίστηκε συμβατικά με παραπομπή στις εκάστοτε ισχύουσες νόμιμες αποδοχές για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ. Μετά την ισχύ του ν. 3691/2008, καθορίστηκε από 1-1-2008 νέο μισθολόγιο για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και ο Ο.Σ.Ε. έχει υποχρέωση, βάσει της υπ' αριθμ. 1252/31-1-1994 απόφασης του Δ.Σ. του, να καθορίσει τις αποδοχές των εμμίσθων δικηγόρων σύμφωνα με τις νέες αποδοχές για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ. Ακυρώσιμη δικαιοπραξία λόγω απειλής. Προϋποθέσεις. (Αναιρεί την 3547/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών,).




Αριθμός 909/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Απόστολο Παπαγεωργίου Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 10η Μαρτίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) νπιδ, υπό μορφή ανώνυμης εταιρείας όπως νομίμως εκπροσωπείται και εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Μανωλά και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1. Σ. Δ. του Ι., 2. Β. Κ. του Η., 3. Ο. Π. του Ι., δικηγόρων, κατοίκων ..., εκ των οποίων ο 1ος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, οι 2ος και 3η παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Γιαννήλου και κατέθεσαν προτάσεις.
Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου ως προς τον 1ο των αναιρεσιβλήτων.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-8-2010 αγωγή των αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1591/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3547/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 20-11-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 27-2-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε να καταδικαστεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 §1, 296, 297, 299 και 495§1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573§1 του ίδιου κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ένδικου μέσου της αναίρεσης που έχει ασκηθεί, ως προς ορισμένους μόνο αναιρεσιβλήτους, μπορεί να γίνει, χωρίς συναίνεση του αντιδίκου του παραιτουμένου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, η παραίτηση δε γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο. Η νομότυπη ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια ότι η αναίρεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκταση της) κατάργηση της δίκης, ενώ εξάλλου ειδικότερα η παραίτηση που γίνεται κατά την συζήτηση με δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά είναι έγκυρη, έστω και αν ο αναιρεσίβλητος, στον οποίο αφορά, δεν συμμετέχει, ούτε κλητεύθηκε να παραστεί στην συζήτηση, μη δημιουργούμενου στην τελευταία περίπτωση απαραδέκτου της συζήτησης κατ’ αρθ. 576§3 ΚΠολΔ λόγω μη κλήτευσης του. Στην προκειμένη περίπτωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, ο αναιρεσείων Οργανισμός με καταχωρισθείσα στα πρακτικά δήλωση του έχοντος σχετική προς τούτο πληρεξουσιότητα δικηγόρου του παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων. Πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε η ένδικη αίτηση έναντι του εν λόγω αναιρεσιβλήτου και να κηρυχθεί ως προς αυτόν καταργημένη η δίκη.
Kατά το άρθρ. 10 παρ. 1 του Ν.Δ. 674/1970, όπως τροποποιήθηκε με το Β.Δ. 532/1972 (ΦΕΚ 161/1972 τευχ. Α’) το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΣΕ καθορίζει το εκάστοτε ισχύον σύστημα και το ύψος των μισθών και των πάσης φύσεως αποδοχών του προσωπικού του ΟΣΕ, επιφυλασσομένων των περί κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων. Με την 3103/11.9.1979 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΣΕ καθορίστηκαν οι αποδοχές του νομικού συμβούλου και του αναπληρωτή νομικού συμβούλου του ΟΣΕ σε ποσό ίσο με το βασικό μισθό και τα επιδόματα νομικού συμβούλου και παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αντίστοιχα. Με την 1252/31.1.1994 απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ ορίστηκε ότι ο καθορισμός των αποδοχών των εμμίσθων δικηγόρων του ΟΣΕ θα γίνεται βάσει των εκάστοτε ισχυουσών μισθολογικών διατάξεων για το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις και αντιστοιχίες, με απόφαση του Γενικού Διευθυντή του ΟΣΕ (ήδη μετά το Ν. 2414/1996 του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΣΕ) εξουσιοδοτημένου προς τούτο με την παρούσα απόφαση. Με το Ν. 2521/1997 (άρθρα 9 και 10) καθορίστηκε νέο μισθολόγιο για το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ., το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 26 του νόμου αυτού ισχύει αναδρομικά από 1.1.1997. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 9 του ίδιου νόμου η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 περιορίζεται αποκλειστικά στο κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ. και δεν εφαρμόζεται και σε άλλους λειτουργούς ή υπαλλήλους του δημοσίου τομέα που τυχόν εξομοιώνονται βαθμολογικά ή μισθολογικά. Κάθε διάταξη τυπικού νόμου, που παραπέμπει ως προς τον καθορισμό αποδοχών και παροχών εν γένει σε βαθμούς ή αποδοχές του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ., θεωρείται ότι παραπέμπει στις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού. Κατά την έννοια της αμέσως παραπάνω διατάξεως η μη επέκταση του νέου μισθολογίου, αφορά μόνο τους λειτουργούς ή υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, οι οποίοι βάσει διατάξεων νόμων έχουν εξομοιωθεί βαθμολογικά ή μισθολογικά με το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και δεν αφορά σε μισθωτούς εν γένει των οποίων ο μισθός καθορίστηκε συμβατικά με παραπομπή στις εκάστοτε ισχύουσες μισθολογικές διατάξεις για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ (ΑΠ 372/2013, 1583/2012, 1270/2009). Ακολούθως με τα άρθρα 32 και 33 του ν 3205/2003 καθορίσθηκε νέο μισθολόγιο για το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ., ενώ με το στοιχείο Γ' του άρθρου 33 διατηρήθηκε σε ισχύ η παράγραφος 9 του άρθρου 10 του ν. 2521/1997. Το μισθολόγιο αυτό αναπροσαρμόσθηκε από 1.1.2008 με το άρθρο 57 του ν. 3691/2008. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ολ. ΑΠ 4/2014, 2/2013,7/2006, 4/2005). O από τον ίδιο αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως της παραβάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, οι οποίοι περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες με την εφαρμογή των αρχών της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών ή εφαρμόζει εσφαλμένα τις αρχές αυτές ή παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους (ΑΠ 349/2014, 358/2014, 372/2013). Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εμμίσθου εντολής, oι αναιρεσίβλητοι (οι δύο τελευταίοι, ως προς τους οποίους δεν καταργείται η δίκη) προσελήφθησαν υπό του αναιρεσείοντος, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως δικηγόροι, καταλαμβάνοντας οργανικές θέσεις. Το μισθολόγιο του προσωπικού του αναιρεσείοντος έχει καθορισθεί συμβατικώς και συγκεκριμένα με την 3103/11. 9.1979 απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ καθορίσθηκαν οι αποδοχές του Νομικού Συμβούλου και του Αναπληρωτού Νομικού Συμβούλου αυτού, σε ποσό ίσο με το βασικό μισθό και τα επιδόματα Νομικού Συμβούλου και Παρέδρου του ΝΣΚ αντιστοίχως, ενώ, με την 1252/31.1.1994 απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ ορίσθηκε ότι ο καθορισμός των αποδοχών των εμμίσθων δικηγόρων του ΟΣΕ θα γίνεται βάσει των εκάστοτε ισχυουσών μισθολογικών διατάξεων για το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις και αντιστοιχίες, με απόφαση του Γενικού Διευθυντού του ΟΣΕ (ήδη μετά το Ν. 2414/1996 του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΟΣΕ) εξουσιοδοτημένου προς τούτο με την απόφαση αυτή.
Συνεπώς, δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο, ο αναιρεσείων δεσμεύεται από τις υπ' αριθμ. 3103/1979, 1254/1994 και 3345/2003 αποφάσεις του ΔΣ αυτού και ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι, η ένδικη αγωγή, με την οποία οι αναιρεσίβλητοι ζητούσαν για το διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2010 διαφορές αποδοχών που προέκυπταν από την αναπροσαρμογή του βασικού τους μισθού, του χρονοεπιδόματος και του επιδόματος ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων, προβλεπόμενες από το ν. 3691/2008, με τον οποίο ρυθμίσθηκαν οι αποδοχές του προσωπικού του ΝΣΚ είναι νόμιμη. Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε το μοναδικό λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος με τον οποίο παραπονείτο κατά της πρωτόδικης αποφάσεως για την παραδοχή της αγωγής ως νόμιμης και ζητούσε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 περ. η' του ΝΔ 674/1970, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τα άρθρα 3 του Ν.Δ. 1116/1972 και 10 του 2414/1996, αφού ορθά έκρινε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ότι στην περίπτωση των εμμίσθων δικηγόρων του αναιρεσείοντος, οι αποδοχές τους έχουν καθοριστεί συμβατικά με την υπ’ αριθμ. 1252/31.1.1994 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΣΕ, με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες μισθολογικές διατάξεις για το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ., κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις και αντιστοιχίες, με απόφαση του γενικού Διευθυντή του ΟΣΕ και ήδη μετά το νόμο 2414/1996 του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτού, ενώ δεν παραβίασε ούτε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αφού στην κρινόμενη υπόθεση δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση εφαρμογής τους, εφόσον σύμφωνα με τα προαναφερόμενα το Εφετείο δεν διαπίστωσε έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις των δικαιοπρακτούντων, ώστε να υφίσταται νόμιμος λόγος προσφυγής στις ως άνω διατάξεις. Επομένως ο πρώτος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150 και 151 ΑΚ προκύπτει ότι για την ακύρωση δικαιοπραξίας, λόγω απειλής, απαιτείται: α) απειλή, ήτοι εξαγγελία επικείμενου κακού για την ζωή, την σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία του απειληθέντος ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν, β) η απειλή να είναι σοβαρή, δηλαδή ικανή να προξενήσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο και γ) η απειλή να είναι παράνομη ή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και να έγινε προς τον σκοπό να εξαναγκάσει τον απειληθέντα σε δήλωση βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου, στην οποία να οδηγήθηκε αυτός εξ αιτίας της απειλής. Για την στοιχειοθέτηση όμως της απειλής, πρέπει το απειλούμενο κακό να εξαρτάται αμέσως ή εμμέσως από την βούληση του απειλούντος (ΑΠ 834/2011, 1912/2008). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα εξής: Με το από 7.4.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, νομίμως εκπροσωπούμενου υπό του Διευθύνοντος αυτού Συμβούλου και των δευτέρου και τρίτης των εναγόντων, ήδη αναιρεσιβλήτων, οι τελευταίοι παραιτήθηκαν του δικαιώματος τους να αξιώσουν δικαστικώς τις προβλεπόμενες υπό του Ν. 3691/2008 αυξήσεις, αποδεχόμενοι τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και συμφώνησαν να λαμβάνουν μισθό βάσει των ετησίων σχετικών αναπροσαρμογών στον δημόσιο τομέα. Δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο, ύστερα από σχετικό ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων, ότι η ανωτέρω παραίτηση είναι ακυρώσιμη για τον λόγο, ότι συνιστούσε προϊόν εξαναγκασμού, ότι ο εξαναγκασμός συνίστατο στην από μέρους του αναιρεσείοντος, δια του διευθύνοντος συμβούλου του, απειλή καταργήσεως της νομικής αυτού υπηρεσίας, εάν δεν υπεγράφετο το ανωτέρω συμφωνητικό, με κίνδυνο να απωλέσουν οι αναιρεσίβλητοι αυτοί την εργασία τους. Δέχθηκε με την παραδοχή του αυτή το Εφετείο ότι η απειλή, προερχόμενη από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του αναιρεσείοντος, ήταν σοβαρή, με συνέπειες για την περιουσία τους. Ακολούθως δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο θεώρησε εμμέσως συνομολογηθέντα από τον αναιρεσείοντα, που δεν απάντησε επ' αυτού, και, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, κατά παραδοχή ως βάσιμης της έφεσης των αναιρεσιβλήτων αυτών, δέχθηκε ότι είναι άκυρη η εν λόγω παραίτηση και περαιτέρω δέχθηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους δύο αυτούς αναιρεσιβλήτους και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλλει, στον πρώτο εξ αυτών, το συνολικό ποσόν των 71.316,56 ευρώ, και στην δεύτερη, το συνολικό ποσόν των 68.192,45 ευρώ, νομιμοτόκως, για τον πρώτο, από 1.1.2009, ως προς το ποσόν των 21,989,43 ευρώ, από 1.1.2010, ως προς το ποσόν των 24.338,58 ευρώ και από 1.1.2011, ως προς το ποσόν των 24.988,60 ευρώ και για την δεύτερη, από 1.1.2009, ως προς το ποσόν των 20.815,08 ευρώ και από 1.1.2010, ως προς το ποσόν των 23.688,70 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 150,151,154 και 184 του ΑΚ, διότι υπό τις ως άνω παραδοχές δεν στοιχειοθετείται σοβαρή απειλή, αφού η υλοποίηση του απειλούμενου κακού, της κατάργησης δηλαδή της νομικής υπηρεσίας του αναιρεσείοντος δεν εξαρτάτο από τη βούληση του Διευθύνοντος Συμβούλου του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Υπηρεσιακού Οργανισμού του ΟΣΕ, που κατ' επιταγή του άρθρου 4 του ν. 3429/2005, καταρτίσθηκε, με απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ και εγκρίθηκε με την Φ17/44736/4094 (ΦΕΚ Β'1529/18.10.2006) απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, στην διάρθρωση των υπηρεσιών του περιλαμβάνεται και η Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών (ΔΝΥ), της οποίας προΐσταται ο Νομικός Σύμβουλος, υπάγονται δε σ' αυτή όλοι οι δικηγόροι του οργανισμού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 78 του Υπηρεσιακού αυτού Οργανισμού, η αναδιάρθρωση των Διευθύνσεων του Οργανισμού, καθώς και η προσωρινή αναστολή ολικά ή τμηματικά της λειτουργίας ορισμένων υπηρεσιών γίνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ δεν προβλέπεται κατάργηση υπηρεσιών Επομένως, ο σχετικός δεύτερος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια της παραβιάσεως των ως άνω διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αφορά τους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκασή της, στο ίδιο Μονομελές Εφετείο (Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ καταργημένη την δίκη ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων.
ΑΝΑΙΡΕΙ την 3547/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αφορά τους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαΐου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή