Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπάλληλος, Υπεξαγωγή εγγράφων, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση και υπεξαγωγή εγγράφων του διευθυντή δημοτικού σχολείου, που είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 263 Α ΠΚ, ο οποίος ιδιοποιήθηκε μέρος του ποσού που είχε εισπράξει για σχολική εκδρομή, καθώς και ποσό που είχε εισπράξει για τη συμμετοχή του σχολείου του σε σχολικό πρόγραμμα και για την αγορά αθλητικών αμφιέσεων, δεν παρέδωσε δε το βιβλίο εσόδων - εξόδων στον επόμενο ταμία της Σχολικής Επιτροπής, όπου ήταν ταμίας. Στοιχεία εγκλημάτων. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 682/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Νεράντζη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.872/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Φεβρουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 212/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ. α του ΠΚ, "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι" αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούληση του. β) Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263Α του ίδιου Κώδικα, ως υπάλληλος δε θεωρείται και ο διευθυντής δημοτικού σχολείου. Και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σ’ αυτόν ως υπάλληλο.
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, "υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Κατά δε τη διάταξη παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύτηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του υπό της δεύτερης παραγράφου προβλεπομένου εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α και 263 Α του ΠΚ, β) να έγινε από αυτόν υπεξαγωγή εγγράφου, γ) το έγγραφο να ήταν εμπιστευμένο στον υπάλληλο ή προσιτό σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του και δ) δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στη θέληση της υπεξαγωγής και στη γνώση ότι πρόκειται για έγγραφο εμπιστευμένο στο δράστη; ή προσιτό σ’ αυτόν λόγω της υπηρεσίας του. Ως υπεξαγωγή νοείται κάθε διαγωγή του δράστη, η οποία αφαιρεί από το δικαιούμενο, έστω και προσωρινώς, τη χρήση του εγγράφου, γενόμενη χωρίς πρόθεση ιδιοποιήσεως αυτού. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται και σκοπός βλάβης άλλου, ο οποίος απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της (απλής) υπεξαγωγής εγγράφων, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 222 του ΠΚ, εκτός αν πρόκειται για την κακουργηματική υπεξαγωγή, η οποία προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 242 του ΠΚ. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της υπεξαγωγής, νοείται, κατά το αρθρ. 13 εδ. γ του ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία, καθώς και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφ’ όσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι’ αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων Αρχών.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. II ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. εντεύθεν και δεν αποτελεί λύγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 872/2014 απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση και υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο που ήταν εμπιστευμένο σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής; "... αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, που ήταν αρμόδιος, ως διευθυντής του δημοτικού Σχολείου ... Λουτρακίου, για τη διοργάνωση και πραγματοποίηση της εκδρομής του σχολείου στην Ναύπακτο - Γαλαξίδι, έλαβε απ’ τους γονείς των μαθητών που συμμετείχαν σΛ αυτήν το ποσό των 15 ευρώ ανά άτομο. Στην εκδρομή αυτή συμμετείχαν 83 άτομα, απ’ τα οποία τα 79 ήταν μαθητές και γονείς τους και 5 άτομα ήταν οι δάσκαλοι που τους συνόδευαν και δεν πλήρωσαν εισιτήριο. Για την εκδρομή αυτή ο κατ/νος κατέβαλε στο τουριστικό γραφείο "H. T.", που διέθεσε δύο (2) λεωφορεία (... - βλ. τα με αρ. ... και ...1-6-2007 διπλότυπο δελτίο και δελτίο κίνησης τουριστικού λεωφορείου, αντίστοιχα), το συνολικό ποσό των 900 ευρώ (...), στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και το κόστος των διοδίων διέλευσης της γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου. Ωστόσο, με βάση τον αριθμό των συμμετεχόντων, αυτός είχε εισπράξει το συνολικό ποσό των 1.170 ευρώ, δηλ. 270 ευρώ περισσότερα, τα οποία ουδόλως επέστρεψε στους γονείς ούτε πρόβαλε, προς τούτο, κάποια έκτακτη δαπάνη.
Συνεπώς, υπεξαίρεσε το παραπάνω ποσό που έλαβε, με βάση την προαναφερθείσα ιδιότητα του, του διευθυντή του σχολείου, αφού αυτός ήταν αρμόδιος για τη διοργάνωση και πραγματοποίηση της. Επίσης, μολονότι εισέπραξε στις 12-4-2007 το ποσό των 2.600 ευρώ, για τη συμμετοχή του σχολείου στο πρόγραμμα "Κ." (...), εν τούτοις δεν το διέθεσε για το σκοπό που προοριζόταν αλλά το κατακράτησε και το απέδωσε, όπως ο επ’ ακροατηρίω μάρτυρας υπεράσπισης του κατέθεσε, στις 8-8-2008 (...), αφού, μέχρι τότε η ειδική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας αναζητούσε το ποσό αυτό ή τις δαπάνες για την υλοποίηση του προγράμματος (...), δηλ. το απέδωσε μετά την εντολή (με αρ. 3/10-4-2008) του Δ/ντή Π.Ε.Ν. Κορινθίας για διενέργεια ένορκης διοικητικής του εξέτασης και της με αρ. 53/31-7-2008 κλήσης του διενεργούντος αυτήν προς τον κατ/νο για να απολογηθεί για την υπόθεση αυτή. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από την σύζυγο του, που εξετάστηκε ως μάρτυρας, ότι αυτός ήταν ασθενής και νοσηλευόταν ("έτρεχε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο..."), δεν αποδείχτηκε από κανένα έγγραφο. Τέλος, αποδείχτηκε ότι για την πραγματοποίηση του προγράμματος αυτού, αναζήτησε και έλαβε απ’ τους γονείς των μαθητών που συμμετείχαν 15 ευρώ για κάθε γυναικεία φορεσιά και 7 ευρώ για κάθε ανδρική, μολονότι ζήτησε και έλαβε και απ’ την 3η Ενιαία Σχολική Επιτροπή το ποσό των 1.524 ευρώ, για τη δαπάνη αυτή, παρουσιάζοντας της το με αρ. ...20-12-2006 τιμολόγιο του Αθλητικού -Πολιτιστικού Συλλόγου "Ο Ό." στον οποίο, ο ίδιος, ήταν Πρόεδρος. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι εφόσον τα χρήματα που έλαβε απ" τους γονείς και τα οποία αντιστοιχούσαν στις δαπάνες των αθλητικών αμφιέσεων, ποσού 1.524 ευρώ, δεν τα διέθεσε γι’ αυτό το σκοπό, ούτε τα επέστρεψε σ’ αυτούς, τα υπεξαίρεσε. Επομένως, ο κατ/νος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Τέλος, αποδείχτηκε ότι μολονότι του ζητήθηκε να παραδώσει το βιβλίο ταμείου εσόδων -εξόδων, το οποίο αυτός κρατούσε ως διευθυντής του σχολείου και ταμίας της 3ης Ενιαίας Σχολικής Επιτροπής, εντούτοις δεν το επέστρεψε ποτέ μέχρι που παραιτήθηκε αλλά υποχρέωνε την επιτροπή να παραλαμβάνει το ταμείο, παρουσία του, τουλάχιστον από 20-6-2007 (...), ακολουθώντας τα δικαιολογητικά, όπως αναγράφονταν στον απολογισμό του οικονομικού έτους, που προσκόμιζε ο κατ/νος, και όχι βάσει του βιβλίου εσόδων -εξόδων, που έπρεπε να προσκομίζει, αυτό, δε, το ενήργησε με πρόθεση, ώστε να μην καταστεί δυνατός και ο έλεγχος των εσόδων. Κατόπιν τούτου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και της 2ης αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης, σύμφωνα και με τα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ" εξακολούθηση και υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο που ήταν εμπιστευμένο σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 258 περ. α, 98, 242 παρ. 2 - 1 και 263Α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, ως διευθυντής του σχολείου, και όχι ο Σύλλογος Γονέων ήταν αρμόδιος για τη διοργάνωση και πραγματοποίηση της εκδρομής, με την παραδοχή ότι αυτός κατέβαλε στο τουριστικό γραφείο το ποσό των 900 ευρώ, μνημονεύει δε ρητώς και τα σχετικά διπλότυπο δελτίο και δελτίο κινήσεως, τα οποία αξιολόγησε αποδεικτικώς. β) Γίνεται δεκτό, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστικά κρίση του Δικαστηρίου, ότι στο άνω ποσό των 900 ευρώ περιλαμβανόταν και το κόστος των διοδίων της γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου, γ) Ορθώς το Τριμελές Εφετείο δεν έκανε μνεία περί ενδεχόμενης συμμετοχής απόρων μαθητών δωρεάν, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε, αλλά, και αν είχε προβληθεί, θα ήταν αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν θα είχε υποχρέωση να απαντήσει. γ) Ορθώς ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος και για την υπεξαίρεση του ποσού των 2.600 ευρώ. καθόσον, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ενώ το εισέπραξε στις 12.4.2007, δεν το διέθεσε για το σκοπό που προοριζόταν, αλλά το απέδωσε 16 περίπου μήνες αργότερα (στις 8.8.2008), μετά την εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξετάσεως και ενώ η αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου αναζητοι’ )σε αυτό ή τις δαπάνες για την υλοποίηση του προγράμματος "Κ.", δεν ήταν δε αναγκαία περαιτέρω αιτιολογία, ενόψει, μάλιστα, του ότι δεν απαιτείτο ειδική αιτιολόγηση του δόλου του κατηγορουμένου να ιδιοποιηθεί το ως άνω ποσό. δ) Επαρκώς αιτιολογείται και η υπεξαίρεση του ποσού των 1.524 ευρώ για τις γυναικείες και ανδρικές φορεσιές, δεν ήταν δε αναγκαίο να αναγράφεται ο αριθμός των αγοριών και κοριτσιού που έλαβαν μέρος στη σχετική εκδήλωση, αρκεί το ότι αιτιολογείται ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε και έλαβε το ποσό αυτό από την 3η Ενιαία Σχολική Επιτροπή, παρουσιάζοντας της σχετικό τιμολόγιο. Σαφώς δε αναφέρεται ότι η δαπάνη αυτή αφορούσε την πραγματοποίηση του προγράμματος "Κ.", καμιά δε ασάφεια δεν γεννάται από το ότι το ως άνω τιμολόγιο εκδόθηκε στις 20.12.2006 (πριν από την, κατά τα ανωτέρω, είσπραξη των 2.600 ευρώ). ε) Επαρκώς αιτιολογείται και το έγκλημα της υπεξαγωγής του βιβλίου εσόδων -εξόδων. Η διαφορά του χρόνου που αναφέρεται στο σκεπτικό (τουλάχιστον από 20.6.2007) και στο διατακτικό (25.2.2008) δεν ασκεί, εν προκειμένω, έννομη επιρροή, γιατί δεν επηρεάζει την παραγραφή της πράξεως, δεδομένου ότι από τον προγενέστερο χρόνο (20.6.2007) μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (17.11.2014) δεν είχε παρέλθει οκταετία και, συνεπώς, δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 258 και 242 παρ. 2 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους άνω λόγους, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικοί μέσων (άνω δελτίων, λοιπών εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6 Φεβρουαρίου 2015 (με αριθ. πρωτ. 1238/2015) αίτηση (δήλωση) του Σ. Τ. του Α., για αναίρεση της 872/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσειοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ