Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Έγκλησης δικαιούχος, Αναβολής αίτημα, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, της οποίας νόμιμη κομίστρια ήταν η εγκαλούσα τραπεζική εταιρία, στην οποία η επιταγή είχε μεταβιβαστεί λόγω ενεχύρου. Είχε δικαίωμα να υποβάλει την έγκληση. Ορισμός δικηγόρου ως υποκατάστατου του ΔΣ στην εκπροσώπηση της τελευταίας και διορισμός από αυτόν, στα πλαίσια της εκπροσωπήσεως της εταιρίας, δικηγόρου για την υποβολή της εγκλήσεως. Δεν απαιτείτο βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής όλων των μελών του ΔΣ. Νόμιμη υποβολή της εγκλήσεως. Όχι υπέρβαση εξουσίας από την απόρριψη ισχυρισμού περί απαραδέκτου υποβολής της εγκλήσεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες, το οποίο, πάντως, είχε υποβληθεί αορίστως. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 460/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ’. - Α. Τ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Περικλή - Νικόλαο Μανιατόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ.32081/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Τράπεζα Κύπρου, Νομ.Εκπρ/νη που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1049/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α` του ν. 2408/1996, "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ` αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι δικαίωμα υποβολής της εγκλήσεως μπορεί να έχει τόσο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος την πλήρωσε και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής εξ αιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη, καθώς και ο κομιστής της επιταγής, στον οποίο μεταβιβάσθηκε, λόγω ενεχύρου, ο οποίος έχει δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή, ασκώντας ίδιο εκ του τίτλου, σύμφωνα με το άρθρο 1255 του ΑΚ, δικαίωμα (Ολ. ΑΠ 23, 24/2007). Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως επί της επιταγής ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠοινΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963 και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως (15.2.2006), ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικόν δύναται να ορίσει ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν` αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στην δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν, 2339/1995, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρίας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσωπήσεως της ΑΕ. Επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας (ΟλΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το διοικητικό συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρίας, για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του Ν.2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέστηκε σε βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοινΔ (ΟλΑΠ 4/2006). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν, όμως, οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι` αυτό κατά νόμο όροι. Περίπτωση υπερβάσεως εξουσίας υπάρχει και όταν το Δικαστήριο, επί εγκλήματος που διώκεται κατ` έγκληση, προχώρησε στην καταδίκη του κατηγορουμένου, παρά το ότι η έγκληση υποβλήθηκε απαραδέκτως (περ. δ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 32081/2011 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) μηνών, ανασταλείσα, και χρηματική δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι η ασκηθείσα σε βάρος του κατηγορουμένου ποινική δίωξη έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη ελλείψει νόμιμης υποβολής εγκλήσεως από μέρους της Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ", για το λόγο ότι, κατά την κατάθεση της εγκλήσεως, δεν συνυποβλήθηκε επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού, από το οποίο να προκύπτει η βούληση της ως άνω εταιρίας για την υποβολή της εγκλήσεως και ότι ο υπογράψας το υπ` αριθ.../26.4.2006 πληρεξούσιο Γιάγκος Σιβιτανίδης είναι καταστατικό υποκατάστατό της, οπωσδήποτε δε ο τελευταίος ανέθεσε σε τρίτο πρόσωπο να υποβάλει την έγκληση και έπρεπε να έχει θεωρηθεί το γνήσιο των υπογραφών των συμμετασχόντων στη λήψη της αποφάσεως μελών του Δ. Σ. της εταιρίας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό με την εξής αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση η εγκαλούσα εταιρεία είναι αλλοδαπή Κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία "...", η οποία εδρεύει στη ... και λειτουργεί υποκατάστημα στην Ελλάδα με την ίδια επωνυμία ως άνω. Όπως προκύπτει από το 744/4-2-2005 φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) δυνάμει της με αριθμό 377/9-12-2004 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρείας αποκαθιστάθηκε και διορίσθηκε ο Έλληνας υπήκοος, δικηγόρος Αθηνών, Γιάγκος Σιβιτανίδης του Πανίκου, ως νόμιμος εκπρόσωπος της Τράπεζας ενώπιον όλων γενικώς των Ελληνικών, πολιτικών, διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας, με τις ειδικότερες εντολές που αναφέρονται σ` αυτή την απόφαση, μεταξύ των οποίων να υποβάλλει ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα εγκλήσεις ή μηνύσεις για αξιόποινες πράξεις κατά παντός υπευθύνου με όποιο περιεχόμενο και να ανακαλεί εγκλήσεις, να υποστηρίζει τις άνω μηνύσεις ενώπιον παντός αρμοδίου Δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού και δικαιοδοσίας ... να διορίζει δε και άλλους πληρεξούσιους δικηγόρους ή όχι με τις ίδιες και λιγότερες εντολές Επιπλέον με την αρ. 11/2006/34 από 16-2-2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρείας που έχει προσαρτηθεί στο δικόγραφο της υπό κρίση εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου, αποφασίσθηκε να υποβάλει έγκληση κατ` αυτού για το αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής και προς το σκοπό αυτό εξουσιοδοτήθηκε ο προαναφερόμενος Γιάγκος Σιβιτανίδης να διορίσει με συμβολαιογραφικό έγγραφο ειδικό πληρεξούσιο και νομικό αντίκλητο της εταιρείας το δικηγόρο Αθηνών Σαξώνη Στυλιανό και να του δίνει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα προς υποβολή της εν λόγω εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου. Το απόσπασμα του άνω πρακτικού του Δ. Σ. της εγκαλούσας φέρει βεβαίωση των υπογραφών από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο των Κυπριακών Αρχών. Σε εκτέλεση των άνω εντολών ο Γιάγκος Σιβιτανίδης, ως νόμιμος εκπρόσωπος και ειδικός πληρεξούσιος της εγκαλούσας ανέθεσε στον δικηγόρο Αθηνών Στυλιανό Σαξώνη, την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να υποβάλει κατά του κατηγορουμένου την σχετική έγκληση για το αδίκημα του κατηγορητηρίου, με βάση το
/26-4-2006 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας Σ. Καμπανέλλου. Τη μεταβίβαση διαφόρων εξουσιών προς τρίτα πρόσωπα από το Δ. Σ. με πληρεξούσιο έγγραφο προβλέπει το άρθρο 85 του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εγκαλούσας εταιρείας. Επομένως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι". Δέχθηκε, δηλαδή, το Δικαστήριο της ουσίας ότι υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας ήταν ο δικηγόρος Αθηνών Γιάγκος Σιβιτανίδης και συγκεκριμένα ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, με βάση τα οριζόμενα στο καταστατικό, μεταβίβασε το δικαίωμα εκπροσωπήσεως αυτής στον ανωτέρω, ο οποίος, στα πλαίσια της εκπροσωπευτικής του εξουσίας, έδωσε εντολή στον δικηγόρο Αθηνών Στυλιανό Σαξώνη να καταθέσει την έγκληση κατά του κατηγορουμένου και ότι, επομένως, δεν ήταν αναγκαία η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής όλων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Όπως δε προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του συνημμένου στην έγκληση αποσπάσματος πρακτικού συνεδρίας του Δ.Σ. της εγκαλούσας τραπεζικής εταιρίας με αριθ. 11/2006/34/14.4.2006, του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εγκαλούσας και του ΦΕΚ 744/2005 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), το ΔΣ της εγκαλούσας εταιρίας, το οποίο συνεδρίασε με την παρουσία 14 μελών και είχε απαρτία, όρισε, όπως είχε δικαίωμα από το άρθρο 85 του καταστατικού, τον δικηγόρο Αθηνών Γιάγκο Σιβιτανίδη να εξουσιοδοτήσει (ως υποκατάστατος αυτού) τον δικηγόρο Αθηνών Στυλιανό Σαξώνη να διενεργήσει συγκεκριμένη πράξη και δη να καταθέσει την ένδικη από 12.5.2006 έγκληση. Κατά συνέπειαν, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως (τον οποίο ο αναιρεσείων στηρίζει στο στοιχ. Ε), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο λανθασμένα εξέλαβε τον ως άνω δικηγόρο ως υποκατάστατο όργανο του ΔΣ της εγκαλούσας εταιρίας και έκρινε ότι δεν απαιτείτο η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής όλων των μελών του ΔΣ, στη συνέχεια δε απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος για μη νόμιμη υποβολή της εγκλήσεως και προχώρησε στην καταδίκη του για την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι, επί των κατ` έγκληση διωκομένων εγκλημάτων, και αυτός για μη νομιμοποίηση του εγκαλούντος προς υποβολή της εγκλήσεως, αφού η αποδοχή του άγει στην κήρυξη της ποινικής διώξεως απαράδεκτης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, πρότεινε τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε απαραδέκτως, γιατί η εγκαλούσα εταιρία δεν ήταν κυρία της ένδικης επιταγής, αλλά ήταν κάτοχος αυτής, ως ενεχυρούχος δανείστρια και, επομένως, δεν είχε νόμιμο δικαίωμα υποβολής της εγκλήσεως. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δικαίωμα να υποβάλει έγκληση έχει και ο κομιστής της επιταγής, στον οποίο μεταβιβάσθηκε αυτή, λόγω ενεχύρου, και ο οποίος έχει δικαίωμα να την εμφανίσει προς πληρωμή, ασκώντας ίδιο εκ του τίτλου δικαίωμα. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, αυτό τον απέρριψε ως μη νόμιμο με την (ορθή και σύμφωνη με τα ανωτέρω) αιτιολογία ότι "δικαιούχος της εγκλήσεως για το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι και ο κομιστής της επιταγής, στον οποίο μεταβιβάσθηκε, λόγω ενεχύρου, ο οποίος έχει δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή, ασκώντας ίδιο εκ του τίτλου, σύμφωνα με το άρθρο 1255 ΑΚ δικαίωμα". Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό του χωρίς να παραθέσει καμιά αιτιολογία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος υπέβαλε, δια του συνηγόρου του, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, για να "σταλεί ιατροδικαστής να εξετάσει τον κατηγορούμενο και να προσκομιστεί το αντίγραφο της έγκλησης που βρίσκεται στον Ανακριτή". Το αίτημα αυτό, όπως υποβλήθηκε, ήταν εντελώς αόριστο, αφού δεν εκτίθεται για ποιο λόγο έπρεπε να εξεταστεί ο κατηγορούμενος από ιατροδικαστή και αντίγραφο ποιας εγκλήσεως έπρεπε να προσκομιστεί, καθώς και τι σχέση είχαν αυτά με την ένδικη υπόθεση. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Παρά ταύτα, απέρριψε το αίτημα αυτό με πλήρη αιτιολογία, η οποία συνίσταται στο ότι: "Το αίτημα αναβολής της δίκης προκειμένου να εξετασθεί ο κατηγορούμενος από ιατροδικαστή για να διαπιστωθεί η κατάσταση της ψυχικής του υγείας και για να προσκομιστεί αντίγραφο της εγκλήσεως που έχει υποβάλει, κατά τους ισχυρισμούς του, πρέπει να απορριφθεί, διότι η κατάσταση της υγείας του προέκυψε από τα ιατρικά πιστοποιητικά που ο ίδιος προσκόμισε και αναγνώσθηκαν, ενώ αντίγραφο της επικαλούμενης αορίστως από τον ίδιο εγκλήσεώς του μπορούσε να προσκομιστεί από αυτόν κατά τη σημερινή δίκη, ώστε να συνάγεται ότι το αίτημά του αυτό έχει υποβληθεί προς παρέλκυση της δίκης και μόνο και γι` αυτό πρέπει να απορριφθεί". Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8 Μαρτίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 1948/2012) αίτηση (δήλωση) του ’. - Α. Τ. του Ε., για αναίρεση της υπ` αριθ. 32081/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ