Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2388 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Συνέργεια, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική απάτη και απλή συνέργεια σε κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, που τέλεσε ο αναιρεσείων με την παροχή, με την παρουσία του, ψυχικής συνδρομής στη φυσική αυτουργό κατά την τέλεση από αυτή πλαστογραφίας συμβολαίων, με τη θέση σ' αυτά πλαστής υπογραφής, και τη χρήση αυτών, και απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή. Επιτρεπτή η αναφορά του συμβουλίου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Η αιτίαση για μη ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτη, γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου της ουσίας. Η αιτίαση ότι υπέχει ευθύνη η συμβολαιογράφος, ενώπιον της οποίας υπογράφηκαν τα συμβόλαια, κατ' άρθρο 243 ΠΚ, είναι αλυσιτελής.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2388/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 819/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ2, 2. Χ3 και 3. Χ4 και πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Ψ1 και 2. Ψ2.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 893/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος- Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό ..., στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία την υπ' αριθμ. 115/1-6-2009 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αρ. 819/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε ομόφωνα στην ουσία η υπ' αρ. 420/2008 έφεση του ανωτέρω κατά του υπ' αρ. 1907/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθεί για (1) απάτη κατά συναυτουργία, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά τα 73.000 Ευρώ και (2) απλή συνέργεια σε πλαστογραφία με χρήση με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 73.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση (αρ. 13, 14-18, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 47 παρ. 1, 94, 98, 216 παρ. 1-3α, 386 παρ. 1-3β' ΠΚ ως ισχύουν). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως (επίδοση βουλεύματος στον ίδιο τον κατηγορούμενο την 21/5/2009) και παραδεκτώς, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (άρθρ. 473, 474, 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ) με την από 1/6/2009, ημέρα Δευτέρα, δήλωση του ιδίου στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε νόμιμα η υπ'αρ. 115/2009 έκθεση αναίρεσης και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή, με προβαλλόμενο λόγον αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος (αρ. 93 παρ. 3 Συντ., 139 και 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ)- βλ. έκθεση αναίρεσης- Επειδή ο 'Αρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι' αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ή απόφασης) και με βάση τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης, τουτέστι, πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δ. τομ. β σελ. 95, ΑΠ 990/80, ΑΠ 88/82 κ.ά.). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα εκτιθέμενα στα πρακτικά και στην απόφαση αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 580/79) και τα οποία θεωρεί ως γενόμενα. Γι' αυτό και λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. και ΑΠ 1349/2002, ΑΠ 2231/2002 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Γ (1977) σελ. 289 κ.α.). Έτσι λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 1918/2001, ΑΠ 1999/2002, ΑΠ 956/2003, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 2405/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001 κ.ά.). Δεν δύναται ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αν το Συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (βλ. ΑΠ 86/82, ΑΠ 85/82, ΑΠ 1663/84 κ.ά.). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η μνεία του είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται ειδική αναφορά καθενός από αυτά και τι συνήγαγε από το καθένα (βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 86/2004, ΑΠ 1753/2002 κ.ά.) -πράγμα και που πρακτικά δεν είναι δυνατό- ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους (ΑΠ 1/05, ΑΠ 159/03) - πράγμα που όντως γίνεται πρακτικά για να βγει το αποτέλεσμα. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα ή ορισμένο από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα (βλ. ΑΠ 570/2006 κ.ά.). Έτσι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και για το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα αποδεικτικά μέσα (αποδείξεις) από τα οποία προέκυψαν τα άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς-σκέψεις με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και ότι προέκυψαν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 1459/2004, ΑΠ 861/2004, ΑΠ 234/2003, ΑΠ 272/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 2413/2005, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 1269/2006 κ.ά.), όταν τουτέστιν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί πόθεν και πώς ήχθη ο δικαστής στο εξαχθέν συμπέρασμα. Βέβαια, ελέγχει ο 'Αρειος Πάγος αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, και όπως αυτά εκτίθενται, αντίκεινται στους κανόνες της κοινής λογικής, διότι άλλως το εξαχθέν συμπέρασμα θα εμφανίζεται να είναι προϊόν αυθαίρετης-εσφαλμένης κρίσης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτόν. Άλλο δηλαδή ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και άλλο αυθαίρετη εκτίμηση των αποδείξεων. Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο με δικές του σκέψεις όσο και με συμπληρωματική επιτρεπτή υιοθέτηση της πρότασης του παρ'αυτώ εισαγγελέα (ΑΠ 1494/2005) δέχθηκε, μετά από εκτίμηση όλων των αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων τα εξής:
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (5.000.000 δραχμών) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (25.000.000 δραχμών). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα απατηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Εξάλλου, η διάταξη της παραγράφου 3 εδάφιο β' του άρθρου 386 του Π.Κ., περιλαμβάνει επιβαρυντική περίπτωση απάτης που ερείδεται μόνον επί του ποσού του προσπορισθέντος οφέλους ή της ζημίας που προξενήθηκε, χωρίς να απαιτείται, ως στοιχείο αυτής, το κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια του τρόπου τέλεσης της (Α.Π. 829/2001, Ποιν.Χρ. ΝΒ' σελ. 313). Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικός δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του (Α.Π. 195/2007). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 του ΠΚ όποιος παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)-. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ύπαρξη απλής συνέργειας, απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική η οποία χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά την τέλεση της κύριας πράξης με γνώση του συνεργού ότι ο αυτουργός τελεί αξιόποινη πράξη και με την θέληση και αποδοχή του συνεργού να συμβάλλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωση της τελευταίας (Α.Π. 471/2008). Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα τις μηνύσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ανωμοτί καταθέσεις μαρτύρων, τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, τις απολογίες όλων ανεξαιρέτως των κατηγορουμένων της ένδικης υποθέσεως, όλα τα υπομνήματα αυτών, τους λόγους εφέσεως που περιέχονται στις παραπάνω εκθέσεις εφέσεως των εκκαλούντων - κατηγορουμένων, καθώς και τις εξηγήσεις που έδωσαν οι διάδικοι (πολιτικώς ενάγων Ψ2 και κατηγορούμενοι) μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των πιο πάνω εκκαλούντων (και του νυν αναιρεσείοντος) κατηγορουμένων στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Τούτο δε διότι με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι καθώς και η άγνωστη συγκατηγορούμενή τους γυναίκα παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν την περιουσία των εγκαλούντων Ψ1 και Ψ2 κατά το συνολικό ποσό των 424.056 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αξία των δύο ακινήτων, που βρίσκονται επί της ..., εκτάσεως 365 τ.μ. περίπου και αξίας 212.028 ευρώ το καθένα, παριστάνοντας ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αμαρουσίου Παναγιώτας Παπανικολοπούλου-Μαγιάκη, κατά τη σύνταξη των υπ' αριθμ. ...συμβολαίων πώλησης των αναφερομένων δύο ακινήτων, από τη φερόμενη ως πωλήτρια ΑΑ, κάτοικο εν ζωή ..., προς τους κατηγορουμένους Χ2 το δεύτερο και Χ3 το πρώτο, ότι η πρώτη ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια των ανωτέρω ακινήτων ΑΑ, ενώ γνώριζαν ότι η τελευταία είχε ήδη αποβιώσει από την 22-4-2004 και με τον τρόπο αυτό έπεισαν την ως άνω συμβολαιογράφο να συντάξει τα παραπάνω αναφερόμενα συμβόλαια αγοραπωλησίας, η οποία, εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα συνέτασσε τα συμβόλαια αυτά. Επιπλέον, εις βάρος των ανωτέρω εκκαλούντων (και του νυν αναιρεσείοντος) κατηγορουμένων προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας στην πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση. Τούτο δε διότι αυτοί με τη συμπεριφορά τους παρείχαν απλή συνδρομή και ειδικότερα συνέδραμαν ψυχικά με την παρουσία τους τη συγκατηγορούμενή τους άγνωστη γυναίκα, η οποία με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και οι ως άνω κατηγορούμενοι περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τους νομίμους κληρονόμους της ΑΑ, κατάρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε την υπογραφή της τελευταίας κατά απομίμηση και χωρίς δικαίωμα στα υπ' αριθμ.... συμβόλαια της πιο πάνω συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Αττικής Παναγιώτας Παπανικολοπούλου-Μαγιάκη, εμφανιζόμενη ενώπιον αυτής ως ΑΑ, ιδιοκτήτρια των παραπάνω ακινήτων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι τα πιο πάνω συμβόλαια είχαν καταρτιστεί νόμιμα και ότι σ1 αυτά παρέστη ως πωλήτρια η πραγματική ιδιοκτήτρια αυτών, ενώ γνώριζαν ότι η τελευταία είχε ήδη αποβιώσει από την 22-4-2004. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων -κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ότι δεν γνώριζαν τίποτε σχετικά με το θάνατο της πραγματικής ιδιοκτήτριας των οικοπέδων ΑΑ και ότι τους εξαπάτησαν οι λοιποί κατηγορούμενοι από την εκτίμηση του συνόλου των ως άνω αποδεικτικών μέσων κρίνεται αβάσιμος. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι πιο πάνω εκκαλούντες -κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον ΒΒ, ο οποίος εμφανιζόταν ότι ενεργούσε για λογαριασμό της ιδιοκτήτριας των ως άνω ακινήτων ΑΑ και ενώ δεν γνώριζαν αυτόν προηγουμένως, δεν του ζήτησαν να τους επιδείξει οποιοδήποτε πληρεξούσιο αυτής προς τον ίδιο, με το οποίο να τον εξουσιοδοτούσε να πωλήσει τα ανωτέρω ακίνητα, ούτε σε κάθε περίπτωση ζήτησαν ούτε ήλθαν σε επαφή, έστω και τηλεφωνικά, με την πωλήτρια. Όσον αφορά δε το μοναδικό πληρεξούσιο (υπ' αριθμ. ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δήμητρας Σταυροπούλου), το οποίο προσκόμισε ο κατηγορούμενος ΒΒ προς τον εγκαλούντα Ψ2, όταν ο τελευταίος του ζήτησε εξηγήσεις για τη σύνταξη των παραπάνω συμβολαίων, πρέπει να σημειωθεί ότι με αυτό (πληρεξούσιο), ανεξαρτήτως των λοιπών προβλημάτων που παρουσιάζει, παρέχεται μεν εξουσιοδότηση από την ΑΑ για την πώληση των επιδίκων ακινήτων, πλην όμως αυτή δίδεται προς τον αναφερόμενο ΓΓ, πρόσωπο για το οποίο ουδείς κατέθεσε ότι το γνωρίζει. Επομένως με το εν λόγω πληρεξούσιο δεν παρείχετο καμία δυνατότητα προς σύνταξη αγοραπωλητηρίων συμβολαίων μεταξύ των ως άνω προσώπων (ΒΒ, Χ2 και Χ3), πράγμα το οποίο ήταν αμέσως και ευχερώς αντιληπτό απ' αυτούς. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί η καλόπιστη συζήτηση μεταξύ τους για την κατάρτιση των επιδίκων συμβολαίων με πληρεξούσιο, αφού τέτοιο πληρεξούσιο που να παρέχει αυτή τη δυνατότητα δεν υπήρχε και ως εκ τούτου ο πιο πάνω ισχυρισμός τους είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ως αβάσιμος κρίνεται και ο άλλος ισχυρισμός των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ότι για πρώτη φορά γνώρισαν τη φερόμενη ως πωλήτρια στο γραφείο της ανωτέρω συμβολαιογράφου και ότι δεν την είχαν δει ποτέ προγενέστερα. Πρέπει δε να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι την 13-9-2004 οι πιο πάνω εκκαλούντες -κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 μετέβησαν με τη φερόμενη σαν πωλήτρια στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προκειμένου να καταβάλουν το φόρο μεταβίβασης ακινήτου, υπέβαλαν δε τις υπ' αριθμ.... δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτων, αντίγραφα των οποίων βεβαιωμένα από τον Προϊστάμενο τη; Δ.Ο.Υ. ... προσκόμισαν στην παραπάνω συμβολαιογράφο και μνημονεύονται στα επίδικα συμβόλαια. Πρέπει δε να τονιστεί ότι στις εν λόγω δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτων κάτω από την ένδειξη "ΟΙ ΠΩΛΗΤΕΣ" και οι "ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ" έχουν τεθεί υπογραφές των ίδιων των ως συμβαλλομένων, χωρίς να γίνεται μνεία ούτε να προκύπτει άλλως ότι έγινε χρήση κάποιου πληρεξουσίου ή εξουσιοδότησης, γεγονός που υποδηλώνει ότι εμφανίστηκε η ίδια η φερόμενη ως πωλήτρια. Ακόμη, ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 συναντήθηκε με τη φερόμενη ως πωλήτρια σε καφενείο λίγο πριν την κατάρτιση των επιδίκων συμβολαίων και τη μετάβαση τους στο συμβολαιογραφείο. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι πιο πάνω εκκαλούντες - κατηγορούμενοι μπορούσαν με ευχέρεια να αντιληφθούν ότι η φερόμενη ως πωλήτρια δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με την ιδιοκτήτρια των οικοπέδων ΑΑ. Εξάλλου, παρόντες στην ως άνω συνάντηση στο καφενείο πριν από την κατάρτιση των επιδίκων συμβολαίων ήσαν και οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ1 και Χ4, οι οποίοι έτσι είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν με τη φερόμενη ως πωλήτρια και ως εκ τούτου να αντιληφθούν ότι αυτή δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με την ιδιοκτήτρια των οικοπέδων ΑΑ. Μάλιστα, ο ως άνω εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1 εκπληρώνοντας υποχρέωση της πωλήτριας είχε μεταβεί στο ..., και είχε λάβει την υπ' αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωση του ως άνω Δήμου περί εξοφλήσεως του τέλους της ακίνητης περιουσίας. Επίσης, για τα παραπάνω πρέπει να επισημανθεί και η σαφής και κατηγορηματική από 24-10-2005 ανωμοτί εξέταση ως μάρτυρα ενώπιον της Ανακρίτριας του 1ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών του μηνυτή - πολιτικώς ενάγοντος Ψ2, ο οποίος καταθέτει ότι ο ίδιος ο Χ2 απάντησε σε σχετική ερώτηση του δικηγόρου του : "Γιατί ήταν πολύ ελκυστικό το πακέτο, ήταν πάρα πολύ φτηνά (τα οικόπεδα)". Οι μεσίτες, κατά τα λεγόμενα τους, έπαιρναν αμοιβή 15.000 ευρώ έκαστος, πραγματικά γενναιόδωρη αμοιβή για ένα τίμημα 280.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρ.1, 13, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 47, 94, 98, 216 παρ. 1-3, 386 παρ. 1-3β ΠΚ ως ισχύουν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 δ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος δε, με το οποίο, με την επίκληση, κατ' επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 115/1-6-2009 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αρ. 819/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 10 Ιουλίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν.2943/2001 επίσημη αντιστοιχία και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανήθηκε κάποιος και να προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Για να είναι δε η απάτη κακούργημα πρέπει α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελός ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ. 3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2α του ν. 2721/1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος της πράξεως σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 του ΠΚ, όποιος παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ύπαρξη απλής συνέργειας, απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά την τέλεση της κύριας πράξης με γνώση του συνεργού ότι ο αυτουργός τελεί αξιόποινη πράξη και με την θέληση και αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση της τελευταίας. Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικές σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε, τόσο με δικές του σκέψεις όσο και με συμπληρωματική επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται, επί λέξει, τα εξής: "Από το συνολικό αποδεικτικό υλικό....προκύπτει ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, σωστά εκτίμησε τα νομικά και πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης υποθέσεως και δια του ανωτέρω προσβαλλόμενου βουλεύματος παρέπεμψε τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικαστούν για τις αποδοθείσες σ' αυτούς αξιόποινες πράξεις, αναφερόμενος κατά τα λοιπά στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του, με τις ακόλουθες επισημάνσεις: Α) Η αποβιώσασα ΑΑ, κάτοικος στη ζωή ..., ήταν πράγματι κυρία των φερομένων ως πωληθέντων οικοπέδων επί της..., τα οποία δια διαθήκης κατέλειπε, από ένα, στους Ψ1 και Ψ2. Β) Ο σχεδιασμός για τη μεταβίβαση των οικοπέδων από την δήθεν ΑΑ- η οποία κατείχε και μία ταυτότητα με το όνομα αυτό, πλην όμως στα συμβόλαια ... δεν αναγράφεται η χρονολογία γέννησεώς της και σε χρόνο που είχε αποβιώσει η πραγματική ΑΑ περιλαμβάνει όλες τις νομότυπες ενέργειες δηλαδή την με αμοιβή χρησιμοποίηση μεσιτών, αν και στο ανωτέρω συμβόλαιο καταχωρείται ότι στη σύμβαση δεν μεσολάβησε κτηματομεσίτης αστικών ακινήτων, την παρουσία δικηγόρων και πρώην δικηγόρου ως συμβούλου αλλά και την παρουσία ενός ενδιάμεσου (ΒΒ), φέροντος ένα πληρεξούσιο της ΑΑ, όχι στον ίδιο αλλά σε πρόσωπο ονόματι ΓΓ, του οποίου η αξιοπιστία ελέγχεται, διότι συντάχθηκε ένα μήνα περίπου πριν από τον θάνατό της και έχει λανθασμένη την ημερομηνία και τον τόπο γεννήσεώς της ... και ... και δύο αγοραστών (Χ3-Χ2), οι οποίοι φέρονται να μην γνωρίζουν την ιδιοκτήτρια, παρά μόνο λίγο πριν από την υπογραφή των συμβολαίων, αφού όμως έχουν προετοιμάσει τα σχετικά δικαιολογητικά, με κορυφαίο την βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας της ΔΟΥ ..., αν και η συμβαλλόμενη πωλήτρια είχε ΑΦΜ στη ΔΟΥ ..., έχουν καταβάλλει και τα τέλη ακίνητης περιουσίας στο ..., όπως ο κατηγορούμενος ΒΒ αναφέρει ότι την εργασία αυτή ανέλαβε ο εκ των κατηγορουμένων Χ1, την οποία διεκπεραίωσε. Ωστόσο η αποκάλυψη ότι η μεταβίβαση έπασχε νομικά και ουσιαστικά έφερε τους κατηγορούμενους Χ2 και Χ3 στη θέση του εγκαλούντος έναντι συγκατηγορουμένων του ΒΒ, Χ1, Χ4 και ΔΔ. Γ) Το βέβαιο είναι, ως γεγονός πασίδηλο, ότι η εμπορική αξία αυτών των ακινήτων δεν ήταν η αντικειμενική τους και τούτο γνώριζαν οι κατηγορούμενοι, σπεύδοντας ο καθένας από την πλευρά του για την ολοκλήρωση της συναλλαγής, η οποία μετά την αποκάλυψη των προβλημάτων έφερε στο προσκήνιο και την οικονομική διαφορά των κατηγορουμένων ΒΒ και Χ2, αν και στα συμβόλαια (4) ... της συμβολαιογράφου Π. Παπανικολοπούλου το τίμημα εκ ευρώ 212.028,30, για ένα έκαστο των οικοπέδων κατεβλήθη σε μετρητά, εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου, για το ένα οικόπεδο από την Χ3 και για το άλλο οικόπεδο από τον Χ2. Δ) Στην συγκεκριμένη υπόθεση η παρουσία και η εμφάνιση μιας ΑΑ, ενώπιον της συμβολαιογράφου, με προδήλως πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, μήνες μετά τον θάνατο της πραγματικής αλλά και η εντελής απόκρυψη αυτού του προσώπου από εκείνους τους κατηγορουμένους που γνώριζαν την αληθινή του ταυτότητα ή ισχυρίζονται ότι ουδόλως γνώριζαν την συγκεκριμένη πωλήτρια σηματοδοτεί και το μέγεθος της ωφέλειας που μπορούσε να προκύψει τόσο για τους αγοραστές όσο και για την φερομένη ως πωλήτρια η τον ενδιάμεσό της, αλλά και για εκείνους που με την παρουσία τους ενίσχυσαν την απόφαση της άγνωστης αυτουργού να πλαστογραφήσει την υπογραφή της αποβιωσάσης ΑΑ στα προαναφερόμενα συμβόλαια αγοράς. Κι αυτό διότι η παρουσία δικηγόρων, νομικού συμβούλου, μεσιτών πωλητή και αγοραστών, καθιστά ευχερέστερη την εξαπάτηση της συμβολαιογράφου και ενισχύει την απόφαση όχι μόνο της χρήσης του πλαστού δελτίου ταυτότητος αλλά και την υπογραφή των συμβολαίων. Ε) Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων δεν μπορούν να αποδυναμώσουν ή να καταλύσουν τις σε βάρος τους αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις πράξεις για τις οποίες διώχθηκαν και αποδόθηκε σ' αυτούς κατηγορία, ιδιαιτέρως εκείνες των κατηγορουμένων δικηγόρου Χ4 και πρώην δικηγόρου Χ1, διότι γνώριζαν εκ της ιδιότητος τους, τι χρειάζεται για να ολοκληρωθεί μια τέτοια σύμβαση αλλά και για να συνταχθεί ένα σχέδιο συμβολαίου, κατά την σύνταξη του οποίου απαιτούνται πληροφορίες και στοιχεία που μπορούσαν να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της πωλήτριας ως ζωντανού όντος". Ακολούθως και συμπληρωματικά, το Συμβούλιο δέχθηκε τα εξής: "Συμπληρωματικά προς όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση πρέπει να σημειωθεί ότι από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα.... προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των πιο πάνω εκκαλούντων - κατηγορουμένων (μεταξύ αυτών και του αναιρεσείοντος) στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Τούτο δε διότι με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι καθώς και η άγνωστη συγκατηγορούμενή τους γυναίκα παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν την περιουσία των εγκαλούντων Ψ1 και Ψ2 κατά το συνολικό ποσό των 424.056 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αξία των δύο ακινήτων, που βρίσκονται επί της οδού ... αριθμός ... και ... στο Δήμο ..., εκτάσεως 365 τ.μ. περίπου και αξίας 212.028 ευρώ το καθένα, παριστάνοντας ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αμαρουσίου Αττικής Παναγιώτας Παπανικολοπούλου-Μαγιάκη, κατά τη σύνταξη των υπ' αριθμ. ... συμβολαίων πώλησης των αναφερομένων δύο ακινήτων, από τη φερόμενη ως πωλήτρια ΑΑ, κάτοικο εν ζωή ..., προς τους κατηγορουμένους Χ2 το δεύτερο και Χ3 το πρώτο, ότι η πρώτη ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια των ανωτέρω ακινήτων ΑΑ, ενώ γνώριζαν ότι η τελευταία είχε ήδη αποβιώσει από την 22-4-2004 και με τον τρόπο αυτό έπεισαν την ως άνω συμβολαιογράφο να συντάξει τα παραπάνω αναφερόμενα συμβόλαια αγοραπωλησίας, η οποία, εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα συνέτασσε τα συμβόλαια αυτά. Επιπλέον, εις βάρος των ανωτέρω εκκαλούντων - κατηγορουμένων προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας στην πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση. Τούτο δε διότι αυτοί με τη συμπεριφορά τους παρείχαν απλή συνδρομή και ειδικότερα συνέδραμαν ψυχικά με την παρουσία τους τη συγκατηγορούμενή τους άγνωστη γυναίκα, η οποία με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και οι ως άνω κατηγορούμενοι περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τους νομίμους κληρονόμους της ΑΑ, κατάρτισε πλαστά έγγραφα και ειδικότερα έθεσε την υπογραφή της τελευταίας κατά απομίμηση και χωρίς δικαίωμα στα υπ' αριθμ. ... και ... συμβόλαια της πιο πάνω συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Αττικής Παναγιώτας Παπανικολοπούλου-Μαγιάκη, εμφανιζόμενη ενώπιον αυτής ως ΑΑ, ιδιοκτήτρια των παραπάνω ακινήτων, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι τα πιο πάνω συμβόλαια είχαν καταρτιστεί νόμιμα και ότι σ' αυτά παρέστη ως πωλήτρια η πραγματική ιδιοκτήτρια αυτών, ενώ γνώριζαν ότι η τελευταία είχε ήδη αποβιώσει από την 22-4-2004. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ότι δεν γνώριζαν τίποτε σχετικά με το θάνατο της πραγματικής ιδιοκτήτριας των οικοπέδων ΑΑ και ότι τους εξαπάτησαν οι λοιποί κατηγορούμενοι από την εκτίμηση του συνόλου των ως άνω αποδεικτικών μέσων κρίνεται αβάσιμος. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι πιο πάνω εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον ΒΒ, ο οποίος εμφανιζόταν ότι ενεργούσε για λογαριασμό της ιδιοκτήτριας των ως άνω ακινήτων ΑΑκαι ενώ δεν γνώριζαν αυτόν προηγουμένως, δεν του ζήτησαν να τους επιδείξει οποιοδήποτε πληρεξούσιο αυτής προς τον ίδιο, με το οποίο να τον εξουσιοδοτούσε να πωλήσει τα ανωτέρω ακίνητα, ούτε σε κάθε περίπτωση ζήτησαν ούτε ήλθαν σε επαφή, έστω και τηλεφωνικά, με την πωλήτρια. Όσον αφορά δε το μοναδικό πληρεξούσιο (υπ' αριθμ. ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δήμητρας Σταυροπούλου), το οποίο προσκόμισε ο κατηγορούμενος ΒΒ προς τον εγκαλούντα Ψ2, όταν ο τελευταίος του ζήτησε εξηγήσεις για τη σύνταξη των παραπάνω συμβολαίων, πρέπει να σημειωθεί ότι με αυτό (πληρεξούσιο), ανεξαρτήτως των λοιπών προβλημάτων που παρουσιάζει, παρέχεται μεν εξουσιοδότηση από την ΑΑ για την πώληση των επιδίκων ακινήτων, πλην όμως αυτή δίδεται προς τον αναφερόμενο ΓΓ, πρόσωπο για το οποίο ουδείς κατέθεσε ότι το γνωρίζει. Επομένως με το εν λόγω πληρεξούσιο δεν παρείχετο καμία δυνατότητα προς σύνταξη αγοραπωλητηρίων συμβολαίων μεταξύ των ως άνω προσώπων (ΒΒ, Χ2 και Χ3), πράγμα το οποίο ήταν αμέσως και ευχερώς αντιληπτό απ' αυτούς. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί η καλόπιστη συζήτηση μεταξύ τους για την κατάρτιση των επιδίκων συμβολαίων με πληρεξούσιο, αφού τέτοιο πληρεξούσιο που να παρέχει αυτή τη δυνατότητα δεν υπήρχε και ως εκ τούτου ο πιο πάνω ισχυρισμός τους είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ως αβάσιμος κρίνεται και ο άλλος ισχυρισμός των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ότι για πρώτη φορά γνώρισαν τη φερόμενη ως πωλήτρια στο γραφείο της ανωτέρω συμβολαιογράφου και ότι δεν την είχαν δει ποτέ προγενέστερα. Πρέπει δε να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι την 13-9-2004 οι πιο πάνω εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 μετέβησαν με τη φερόμενη σαν πωλήτρια στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προκειμένου να καταβάλουν το φόρο μεταβίβασης ακινήτου, υπέβαλαν δε τις υπ' αριθμ. ... και ... δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτων, αντίγραφα των οποίων βεβαιωμένα από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ... προσκόμισαν στην παραπάνω συμβολαιογράφο και μνημονεύονται στα επίδικα συμβόλαια. Πρέπει δε να τονιστεί ότι στις εν λόγω δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτων κάτω από την ένδειξη "ΟΙ ΠΩΛΗΤΕΣ" και οι "ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ" έχουν τεθεί υπογραφές των ίδιων των ως συμβαλλομένων, χωρίς να γίνεται μνεία ούτε να προκύπτει άλλως ότι έγινε χρήση κάποιου πληρεξουσίου ή εξουσιοδότησης, γεγονός που υποδηλώνει ότι εμφανίστηκε η ίδια η φερόμενη ως πωλήτρια. Ακόμη, ο πρώτος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων Χ2 συναντήθηκε με τη φερόμενη ως πωλήτρια σε καφενείο λίγο πριν την κατάρτιση των επιδίκων συμβολαίων και τη μετάβασή τους στο συμβολαιογραφείο. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι πιο πάνω εκκαλούντες - κατηγορούμενοι μπορούσαν με ευχέρεια να αντιληφθούν ότι η φερόμενη ως πωλήτρια δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με την ιδιοκτήτρια των οικοπέδων ΑΑ. Εξάλλου, παρόντες στην ως άνω συνάντηση στο καφενείο πριν από την κατάρτιση των επιδίκων συμβολαίων ήσαν και οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ1 (νυν αναιρεσείων) και Χ4, οι οποίοι έτσι είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν με τη φερόμενη ως πωλήτρια και ως εκ τούτου να αντιληφθούν ότι αυτή δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με την ιδιοκτήτρια των οικοπέδων ΑΑ. Μάλιστα, ο ως άνω εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1 (αναιρεσείων) εκπληρώνοντας υποχρέωση της πωλήτριας είχε μεταβεί στο Δήμο ..., και είχε λάβει την υπ` αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωση του ως άνω Δήμου περί εξοφλήσεως του τέλους της ακίνητης περιουσίας. Επίσης, για τα παραπάνω πρέπει να επισημανθεί και η σαφής και κατηγορηματική από 24-10-2005 ανωμοτί εξέταση ως μάρτυρα ενώπιον της Ανακρίτριας του1ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών του μηνυτή - πολιτικώς ενάγοντος Ψ2, ο οποίος καταθέτει ότι ο ίδιος ο Χ2 απάντησε σε σχετική ερώτηση του δικηγόρου του: "Γιατί ήταν πολύ ελκυστικό το πακέτο, ήταν πάρα πολύ φτηνά (τα οικόπεδα)". Οι μεσίτες, κατά τα λεγόμενά τους, έπαιρναν αμοιβή 15.000 ευρώ έκαστος, πραγματικά γενναιόδωρη αμοιβή για ένα τίμημα 280.000 ευρώ". Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων-κατηγορούμενων Χ2, Χ3, Χ1 (αναιρεσείοντος) και Χ4 για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης κατά συναυτουργία, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και της απλής συνέργειας σε πλαστογραφία με χρήση με σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, που το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση και για το λόγο αυτό απέρριψε τις απ' αυτούς ασκηθείσες, κατά του υπ` αριθμ. 1907/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εφέσεις ως κατ' ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ` αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13, 14, 26§1, 27§1, 45, 47, 94, 98, 216§§1-3, 386§§1-3β του Π.Κ., όπως ισχύουν, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται, όσον αφορά το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, η ψευδής παράσταση του αναιρεσείοντος και των συναυτουργών του προς τη συμβολαιογράφο Παναγιώτα Παπανικολοπούλου - Μαγιάκη ότι η φερόμενη ως πωλήτρια των ανωτέρω ακινήτων ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια αυτών ΑΑ, ότι συνεπεία αυτής της ψευδούς παραστάσεως, ως παραγωγού αιτίας, παραπλανήθηκε η συμβολαιογράφος και προέβη σε επιζήμια για τους εγκαλούντες Ψ1 και Ψ2, νομίμους κληρονόμους της πραγματικής ΑΑ, συμπεριφορά (κατάρτιση των ειρημένων πωλητηρίων συμβολαίων), καθώς και η βλάβη που υπέστησαν οι τελευταίοι, η οποία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ανερχομένη στο ποσό των 424.056 ευρώ. Όσον δε αφορά το έγκλημα της απλής συνέργεια στην κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατ` εξακολούθηση, προσδιορίζεται η ταυτότητα των δύο πλαστών συμβολαίων, στα οποία η άγνωστη φυσική αυτουργός έθεσε κατ` απομίμηση την υπογραφή της πραγματικής ΑΑ, η βλάβη που υπέστησαν οι ανωτέρω εγκαλούντες, η οποία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ανερχομένη στο ποσό των 424.056 ευρώ, καθώς και η ψυχική συνδρομή, την οποία ο αναιρεσείων (και οι συγκατηγορούμενοί του) παρείχε, με την παρουσία του, στη φυσική αυτουργό κατά την τέλεση από αυτή της πλαστογραφίας και τη χρήση των πλαστών συμβολαίων.
Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η μερικότερη αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών, με την ενσωμάτωση σ` αυτό της εισαγγελικής πρότασης, δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και τα αναφερόμενα στο από 30.10.2008 υπόμνημά του είναι αβάσιμη, γιατί, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την προδικασία πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάχθηκε και η κρίση του Συμβουλίου και, επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, υπάρχει η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξάλλου, το Συμβούλιο κατέληξε στην παραπεμπτική του κρίση και με δικές του εμπεριστατωμένες σκέψεις, αναφέρει δε ρητά ότι, για την κρίση του αυτή, έλαβε υπόψη και όλα τα υπομνήματα των κατηγορουμένων (μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω). Περαιτέρω, η, με την επίκληση, κατ` επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μερικότερη αιτίαση, που εμπεριέχεται στο σύνολο των εκτιθεμένων στην αίτηση αναιρέσεως, όπως αυτή διευκρινίζεται με το από 3.11.2009 υπόμνημα του αναιρεσείοντος, με την οποία ο τελευταίος προβάλλει ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα αποδεικτικά μέσα είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτη, γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας. Η δε αιτίαση ότι η ευθύνη βαρύνει τη συμβολαιογράφο, η οποία υπέπεσε στην παράβαση του άρθρου 243 ΠΚ, αφού παρέλειψε να πραγματοποιήσει επαρκή διαπίστωση των πραγματικών στοιχείων ταυτότητας της εμφανισθείσας ως πωλήτριας των ακινήτων, αλυσιτελώς προβάλλεται, γιατί ενδεχόμενη ευθύνη της συμβολαιογράφου δεν αίρει την ποινική ευθύνη του αναιρεσείοντος για τις πράξεις που του αποδίδονται.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 115/1 Ιουνίου 2009 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ` αριθ. 819/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή