Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1493 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας.




Περίληψη:
Φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης που αφορούν πλημμέλειες αναβλητικής απόφασης, μετά την οποία και εκ νέου συζήτηση εκδόθηκε η καταδικαστική. Αόριστος ο λόγος για την πλαστότητα των πρακτικών. Απορρίπτει.




Αριθμός 1493/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλκιβιάδη Γρηγοριάδη, περί αναιρέσεως της 13356/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τσουκαλά.

Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Αυγούστου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1414/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού πιο πάνω εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται αντικειμενική μεν αλλοτριότητα του πράγματος, η οποία κρίνεται κατά της περί κυριότητας διατάξεις του Α.Κ., υποκειμενικώς δε γνώση και θέληση (ή αποδοχή) της καταστροφής ή βλάβης κ.λ.π. του πράγματος αυτού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολογία για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνο από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την πληττόμενη 13356/2008 απόφαση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, για την πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρονται τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία, γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα και τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος, με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας ότι διαπράττει την αξιόποινη αυτή πράξη, στη ..., στις 30-3-2004, με πρόθεση προξένησε φθορά ξένης ιδιοκτησίας και πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια συμπλοκής με τον εγκαλούντα Ψ, με τον οποίο είχε διαφορές από παλιά, του έσκισε το πουκάμισο που φορούσε και του τράβηξε την αλυσίδα, που ο εγκαλών είχε στο λαιμό του και από την οποία κρεμόταν ένας χρυσός σταυρός, με αποτέλεσμα να σπάσει η αλυσίδα και να χαθεί ο σταυρός, ο οποίος μάλιστα είχε συναισθηματική αξία για τον εγκαλούντα, αφού ήταν δώρο της γιαγιάς του. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος." Με βάση τις παραδοχές αυτές, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της ως άνω πράξεως και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως τριάντα (30) ημερών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα απ' αυτό πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστικού ποινικού δικαίου διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του Π.Κ., που εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλειπών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ ειδικότερες αιτιάσεις, τις οποίες ο αναιρεσείων προβάλλει, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι 1) με την 29068/2007 παρεμπίπτουσα απόφαση, την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο την 13-12-2007, ανέβαλε, δίχως αιτιολογία, την εκδίκαση της υπόθεσης για την 17-6-2008, κατά την οποία εκδόθηκε η πληττόμενη καταδικαστική απόφαση, προκειμένου να εξετασθεί ο πολιτικώς ενάγων 2) δεν αιτιολογείται με την απόφαση η μη σύνταξη των πρακτικών της συνεδριάσεως της 13/12/2007 και η απόρριψη του αιτήματος του να καταχωρισθεί στα πρακτικά η έλλειψη αυτή και 3) το σκεπτικό της απόφασης αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, είναι αβάσιμες, διότι, 1) ανεξαρτήτως του ότι η απόφαση αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις ανάγεται στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου, η επικαλουμένη έλλειψη αιτιολογίας αφορά προηγούμενη αναβλητική απόφαση, μετά την οποία συζητήθηκε εκ νέου η υπόθεση και εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, οι πλημμέλειες της οποίας και μόνο προκαλούν ακυρότητες και θεμελιώνουν λόγους αναιρέσεως, 2) η δεύτερη στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει, ότι υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα και 3) τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο σκεπτικό ταυτίζονται με εκείνα που αναφέρονται στο διατακτικό, πλην όμως στηρίζουν επαρκώς τις παραδοχές της απόφασης. Τέλος, ως προς το μέρος του, με το οποίο, με την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος. Αν κάποιος διάδικος και ιδίως ο κατηγορούμενος ζήτησε την καταχώρηση δήλωσης, ερώτησης στα πρακτικά και ο διευθύνων τη συζήτηση αρνήθηκε, δεν δημιουργείται εντεύθεν ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακρόασης, εκτός εάν ο διάδικος προσέφυγε στο Δικαστήριο και τούτο δεν απάντησε ή αδικαιολόγητα αρνήθηκε την καταχώρηση στα πρακτικά. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 141 παρ.3 του Κ.Π.Δ., τα πρακτικά, ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναφέρονται σ' αυτά. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 38, 141 παρ. 3 και 338 ΚΠΔ, αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο που προσκομίσθηκε, αποδίδεται δε η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αντίγραφο των σχετικών πρακτικών μετά του προσβληθέντος ως πλαστού εγγράφου, αν δε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο είναι αναγκαίο προς απόφαση επί της κυρίας υποθέσεως, το δικαστήριο αναβάλλει τη δίκη ως ότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία, χωρίς να ερευνήσει το υποστατό της κατηγορίας. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα μπορεί να έχει εφαρμογή και ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν προσβάλλονται, για πλαστότητα τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εφόσον αυτή (πλαστότητα) συνδέεται με λόγο αναίρεσης, που αναφέρεται σε νομική πλημμέλεια που ελέγχεται αναιρετικώς. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης, ο αναιρεσείων επικαλείται την, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ., σχετική ακυρότητα που προκλήθηκε στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, από την άρνηση του Δικαστηρίου να καταχωρήσει στα πρακτικά δήλωση του σχετικά με τη μη σύνταξη μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και σε κάθε περίπτωση μη επισύναψη στο φάκελο της δικογραφίας των πρακτικών του, της συνεδρίασης της 13ης-12-2007, κατά την οποία εκδόθηκε η συνπροσβαλλόμενη, με αριθμό 29068/2007, προπαρασκευαστική απόφαση του. Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προσβάλλει, κατά το μέρος αυτό, ως πλαστά τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δίχως όμως, όπως είχε υποχρέωση, να προσδιορίζει τον πλαστογράφο και να επικαλείται τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη της πλαστότητας. Από την επισκόπηση των πρακτικών της πληττόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε το παραπάνω αίτημα και εφόσον ο ισχυρισμός για την πλαστότητα των πρακτικών υποβλήθηκε αορίστως και συνεπώς είναι απαράδεκτος, ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Απαράδεκτη και συνεπώς απορριπτέα είναι και η ειδικότερη αιτίαση, που προβάλλεται με τον ίδιο λόγο, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, από τη μη καθαρογραφή των πρακτικών, μέσα σε οκτώ ημέρες, διότι η υπέρβαση του 8ήμερου που τάσσεται από το άρθρο. 142 § 2 του Κ.Π.Δ. για την καθαρογραφή τους, δεν επιφέρει κάποια ακυρότητα.
Από τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ, προκύπτει ότι σε πταίσματα ή πλημμελήματα αν, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως μπορεί να εκπροσωπηθεί δια συνηγόρου, ο οποίος ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Η εκπροσώπηση, όμως αυτή δεν περιλαμβάνει και την κατά το άρθρο 366 του ΚΠΔ απολογία του κατηγορουμένου, η οποία είναι πάντοτε προφορική και άμεση, πρέπει δε να δίδεται από τον ίδιο και όχι από τον εκπροσωπούντα αυτόν, ο οποίος δεν αποκτά από την ιδιότητα του αυτή και την ιδιότητα του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να απολογηθεί γι' αυτόν και να απαντά στις ερωτήσεις αντί γι' αυτόν.
Συνεπώς, εφόσον από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση στο ακροατήριο, έδωσε, τελευταία, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, στο συνήγορο του αναιρεσείοντος, στον οποίο το Δικαστήριο είχε επιτρέψει να εκπροσωπήσει τον απόντα κατηγορούμενο, ήδη αναιρεσείοντα, το λόγο και ανέπτυξε τις απόψεις του, ως προς την ενοχή του εκπροσωπουμένου, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, η οποία να δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον προβάλλονται τ' αντίθετα είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά την ειδικότερη αιτίαση, ότι δεν δόθηκε σ' αυτόν ο λόγος, μετά την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου, κατά την οποία εκδόθηκε η παραπάνω, παρεμπίπτουσα, (κατά το άρθρο 352 Κ.Π.Δ), απόφαση του είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει δε από τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 ΚΠΔ, κατά τη, μετά από αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης για νέες αποδείξεις, δικάσιμο, η υπόθεση συζητείται εκ νέου, καθ' ολοκληρίαν και συνεπώς μόνο η κατά την νέα εκδίκαση της υπόθεσης προκληθείσα ακυρότητα στο ακροατήριο, θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως. Τέλος και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ, τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, ότι το Δικαστήριο με την παρεμπίπτουσα απόφαση του, δίχως να συντρέχει νόμιμος λόγος, ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης προκειμένου να προσέλθει και εξετασθεί ο πολιτικώς ενάγων και μάλιστα όρισε αυτήν σε χρόνο μεγαλύτερο των 60 ημερών, από την ημέρα της αναβολής, είναι απαράδεκτος, διότι, με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναβλητική απόφαση, η τυχόν πλημμέλεια της οποίας δεν προκαλεί ακυρότητα της καταδικαστικής επί της ουσίας απόφασης, ανεξαρτήτως του ότι η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου είναι κυριαρχική και ακόμη δεν προκαλείται κάποια ακυρότητα από τον προσδιορισμό εκδίκασης της εκτός της 60ημέρου προθεσμίας. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολο της, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Π.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8 Αυγούστου 2008 αίτηση του Χ για αναίρεση των 13356/2008 (τελεσίδικης) και 29068/2007 (παρεμπίπτουσας) αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία προσδιορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή