Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Κλητήριο θέσπισμα.
Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών, απορρίψαντος προσφυγή του κατηγορουμένου κατά κλητηρίου θεσπίσματος. Πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι το Συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε σιωπηρώς το κατ' άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ υποβληθέν εγγράφως προηγούμενο αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, χωρίς μάλιστα πρόταση του Εισαγγελέα επ' αυτού, απορρίψαν κατ' ουσία και την προσφυγή του κατηγορουμένου. Έτσι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ και επήλθε απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρον 171 παρ. 1δ ΚΠΔ και επομένως, είναι βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ. Αναιρεί και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1624/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Eμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 246/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 12/10-3-2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίας Στεφανοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 369/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 151/27.4.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Εισάγω στο Δικαστήριό Σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 ΚΠΔ, προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως, την με αριθμό 12/10-3-2009 αίτησή μου, με την οποία ζητώ να αναιρεθεί το με αριθμό 246/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ'ουσίαν την με αριθμό 26/9-9-2008 προσφυγή του κατηγορούμενου δικηγόρου Αθηνών, Χ κατά του 402/2008 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Για την βασιμότητα του λόγου για τον οποίο ασκήθηκε η κρινόμενη αναίρεση, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο της 12/10-3-2009 σχετικής εκθέσεως.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να γίνει δεκτή η αίτησή μου.
2) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο με αριθμό 246/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό συμβούλιο, που θα το αποτελέσουν άλλοι δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Αθήνα 3 Απριλίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Π. Παντελής"
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠοινΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, υποβάλλοντας σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2, το οποίο εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 322 παράγραφοι 1 και 3 του αυτού Κώδικα, ο κατηγορούμενος, που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 περίπτωση 7 του ίδιου Κώδικα, κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απ` ευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου, έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση (ή την προκαταρκτική εξέταση), να προσφύγει μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο αποφασίζει μέσα σε δέκα ημέρες από της υποβολής της έκθεση προσφυγής, μαζί με τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, εφόσον ο νόμος δεν απαγορεύει την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται και το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που εκδόθηκε βάσει του προαναφερόμενου άρθρου 322 παρ. 3 ΚΠοινΔ και απέρριψε κατ` ουσία την προσφυγή του κατηγορουμένου. Το δικαίωμα δε τούτο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν αποκλείεται από το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 322, κατά το οποίο το Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται μόνο στην προσφυγή του κατηγορουμένου.
Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του με αριθ. 246/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ` ουσίαν η υπ' αριθ. 26/2008 προσφυγή του κατηγορουμένου δικηγόρου, κατά του με αριθ. 402/2008 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, εφόσον ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α' του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η παραβίαση των διατάξεων αυτών, που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν σε αυτόν, προβλεπόμενα και από το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ.3 της ΕΣΔΑ, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠοινΔ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται επιτρεπτώς για τη διερεύνηση της βασιμότητας ή μη του αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων δικηγόρος Αθηνών παραπέμφθηκε με το με αριθ. 402/2008 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για το αδίκημα της συναυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως. Κατά του κλητηρίου θεσπίσματος αυτού άσκησε ο κατηγορούμενος τη με αριθ. 26/2008 προσφυγή και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο με αριθ. 246/2009 βούλευμά του απέρριψεν αυτήν ως αβάσιμη. Όμως, ο κατηγορούμενος ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, κατέθεσε την από 15-9-2008 αίτησή του, συνταγείσας σχετικής εκθέσεως καταθέσεως, απευθυνομένη προς το Συμβούλιο ΕΦετών Αθηνών, ζητώντας σαφώς να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιόν του, για την παροχή διευκρινίσεων επί της άνω προσφυγής του κατά του κλητηρίου θεσπίσματος. Το Συμβούλιο αυτό, με το προσβαλλόμενο 249/2009 βούλευμά του απέρριψε σιωπηρώς το ως άνω αίτημα, χωρίς μάλιστα πρόταση του Εισαγγελέα επ' αυτού, απορρίψαν κατ' ουσίαν και την προσφυγή του κατηγορουμένου. Έτσι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και επήλθε απόλυτη ακυρότητα και επομένως, είναι βάσιμος ο λόγος αναιρέσεως της ένδικης αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 519, 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 246/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ