Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 368 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Κλητήριο θέσπισμα, Ψευδορκία μάρτυρα, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρος και ηθική αυτουργία σ' αυτή. Έννοια στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως (ΑΠ 2005/2001) ΑΠ 758/2007). Αιτιολογία αποφάσεως. Πότε είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Τι πρέπει να διαλαμβάνει για να είναι πλήρης ως προς ηθικό αυτουργό (ΑΠ 202/2008). Καταδικαστική απόφαση για ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία σ' αυτή. Αβάσιμοι οι λόγοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για σχετική ακυρότητα που δεν καλύφθηκε λόγω απόρριψης ενστάσεως ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρο 510 παρ. 1 Δ΄ και Β΄ ΚΠΔ). Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 368/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, κατοίκου ..., 2. Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Στρουγγάρη, περί αναιρέσεως της 8704/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 349/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τον 1ο αναιρεσείοντα και να γίνει δεκτή ως προς την 2η αναιρεσείουσα και ως προς την ποινή.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Τα κατατιθέμενα γεγονότα πρέπει να σχετίζονται με την υπόθεση ανεξάρτητα αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, αρκεί να μπορούν να επηρεάσουν έστω και σε επουσιώδες σημείο τον δικαστή. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στις ανωτέρω περιπτώσεις, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Ειδικότερα στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος απαιτεί στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και στην ανωτέρω, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως τον άμεσο δόλο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τις αποδιδόμενες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος στην αναιρεσείουσα και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν στον αναιρεσείοντα. Ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΛΑΜΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ", ενώ, ο μηνυτής ήταν μέτοχος (49%) και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας (άρθρο 20) και το από 8-11-1993 πρακτικά του Α.Σ. της εταιρείας, όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες καθώς και η εκπροσώπησή της ανατέθηκαν στο μηνυτή. Ακολούθως, με το από 22-8-1995 πρακτικό του Δ.Σ., που δημοσιεύτηκε νόμιμα, ανατέθηκαν στον μηνυτή η αναπλήρωση του πρώτου κατηγορουμένου στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του, σε περίπτωση κωλύματος τούτου, ο οποίος, ως ανταποκριτής ξένου τύπου και διευθυντής της εφημερίδας "..., ήταν απασχολημένος, τον περισσότερο χρόνο με τα δημοσιογραφικά καθήκοντα και εργασίες, με αποτέλεσμα ν' απουσιάζει συχνά από την εταιρεία. Κάθε σχετική δε εργασία με την πιο πάνω εταιρεία φρόντιζε ο μηνυτής, ενημερώνονται πάντοτε και τον πρώτο κατηγορούμενο. Αρχές του 1999, η εταιρεία πώλησε στον ... μία εκποιητική μηχανή OFFSET, αντί τιμήματος 8.000.000 δρχ. Ο αγοραστής, προς εξασφάλιση καταβολής του τιμήματος, εξέδωσε 8 μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές (... ποσού 1.000.000 δρχ. η καθεμιά, πληρωτέες σε διαταγή του, από το κατάστημα ΕΤΕ της ..., όπου διέμενε, τις οποίες μεταβίβασε, περαιτέρω, με οπισθογράφηση στην πωλήτρια εταιρεία. Η πρώτη επιταγή παραδόθηκε από τον αγοραστή στην δεύτερη κατηγορούμενη (υπάλληλο του λογιστηρίου της εταιρείας) και οι λοιπές στον μηνυτή. Τελικά, η πώληση δεν πραγματοποιήθηκε και τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι η πωλήτρια εταιρεία θ' αναλάβει την εντύπωση, στα γραφεία της, της τοπικής εφημερίδας "..." και των εντύπων που ο αγοραστής εξέδιδε στην ... και, έτσι, οι επιταγές αποτέλεσαν την αμοιβή της εταιρείας για τις παραπάνω εργασίες. Οι επιταγές αυτές, στη συνέχεια, μεβιβάστηκαν από τον μηνυτή, με οπισθογράφηση, στον ... (ανηψιό του μηνυτή), για την κάλυψη ποσού 8.300.000 δρχ., που τον όφειλαν από δάνεια προς την εταιρεία, κατά το έτος 1998. Η μεταβίβαση των επιταγών αυτών στον τελευταίο έγινε ύστερα από συνεννόηση του μηνυτή με τον πρώτο κατηγορούμενο για τη ρύθμιση του εταιρικού χρέους. Σε γνώση δε του πιο πάνω χρέους τελούσε και η δεύτερη κατηγορούμενη λόγω της εργασιακής της σχέσης στην εταιρεία (υπάλληλος λογιστηρίου). Παρά ταύτα, η τελευταία κατέθεσε εν γνώσει της ψέμματα, στις 20-2-2001, ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, σε σχετική μήνυση του πρώτου κατηγορουμένου κατά του μηνυτή, δηλαδή, ότι: "Με τον κομιστή των επιταγών ... ουδέποτε η εταιρεία είχε συναλλαγές, ούτε υπήρχε οφειλή προς αυτόν". Στην πράξη της δε αυτή ωθήθηκε από τον πρώτο συγκατηγορούμενό της, ο οποίος την πίεσε με φορτικότητα να καταθέσει το πιο πάνω ψευδές περιστατικό, εκμεταλλευόμενος την εργασιακή εξάρτηση αυτής με την εταιρεία, την οποία απείλησε ότι θα απέλυε από την εργασία της. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους των ανωτέρω πράξεων και δη την κατηγορουμένη της ψευδορκίας μάρτυρος και τον κατηγορούμενο της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή και αφού αναγνώρισε στην κατηγορουμένη την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, επέβαλε, σ αυτήν μεν ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την οποία και ανέστειλε επί 3ετία, σ αυτόν δε έξι (6) μηνών την οποία και μετέτρεψε προς πέντε (5) € την ημέρα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα τη συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες. Συγκεκριμένα η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι το αναφερόμενο στο σκεπτικό περιεχόμενο της καταθέσεως της αναιρεσείουσας ήταν ψευδές και αιτιολογεί πλήρως τη γνώση από αυτή του ψεύδους περιεχομένου της καταθέσεως της, αφού, κατά τις παραδοχές της, αυτή, ως υπάλληλος του λογιστηρίου της ανώνυμης εταιρίας που αναφέρεται στο σκεπτικό, της οποίας πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος τύγχανε ο κατηγορούμενος και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. ο εγκαλών και πολιτικώς ενάγων, γνώριζε το χρέος της εταιρίας από δάνειο 8.300.000 δραχμών προς τον ... και ότι προς κάλυψη της οφειλής αυτής μεταβιβάσθηκαν με οπισθογράφηση οι εξειδικευόμενες στο σκεπτικό 8 επιταγές, ποσού 1.000.000 δραχμών εκάστη και συνολικά 8.000.000 δραχμών. Παρά την γνώση όμως αυτή, εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, στο πλαίσιο ποινικής υποθέσεως που ανοίχθηκε κατόπιν έγκλησης του κατηγορουμένου κατά του μηνυτού και πολιτικώς ενάγοντος, στο πλαίσιο της οποίας, όπως σαφώς συνάγεται από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτελούσε αντικείμενο έρευνας η ύπαρξη όντως οφειλής της εταιρίας προς τον κομιστή από οπισθογράφηση των επιταγών, ο οποίος είναι και ανεψιός του πολιτικώς ενάγοντος και συνακόλουθα αν υφίστατο νόμιμη αιτία μεταβιβάσεως τους σ αυτόν, προέβη στην ψευδή ως άνω κατάθεση. Δέχθηκε λοιπόν η προσβαλλομένη ότι το περιεχόμενο της ένορκης καταθέσεως αυτής συνδέεται με το αντικείμενο της κατά τα άνω ανοιχθείσης ποινικής δίκης και δεν χρειαζόταν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, στην οποία αναφέρεται ο υπό στοιχείο Β λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εκτίθεται με ποια από τις τρεις αναφερόμενες στον λόγο αυτό αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες και είχε υποβληθεί η έγκληση, συνδεόταν η κατάθεση. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, λόγω της προαναφερθείσης θέσεως που κατείχε στο Δ.Σ. της Α.Ε., γνώριζε την ύπαρξη του χρέους της εταιρίας προς τον ανωτέρω και την μεταβίβαση των επιταγών σ αυτόν από τον πολιτικώς ενάγοντα προς κάλυψη του χρέους αυτού, αφού ο τελευταίος τις μεταβίβασε κατόπιν συνεννοήσεως τους. Περαιτέρω εκτίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης τα μέσα και ο τρόπος με τον οποίο ο αναιρεσείων έπεισε την αναιρεσείουσα να προβεί στην ανωτέρω ψευδή κατάθεσή της. Δεν δημιουργείται δε ασάφεια ούτε προκαλείται αντίφαση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με το δεύτερο σκέλος του υπό στοιχείο Α λόγου της αναιρέσεως που αναφέρεται σ αυτόν, από τις παραδοχές της αποφάσεως του Εφετείου ότι σύμφωνα με το άρθρο 20 του καταστατικού της εταιρίας και το αναφερόμενο πρακτικό του Δ.Σ. όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες του αναιρεσείοντος ως προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου, όπως και η εκπροσώπηση της εταιρίας, ανατέθηκαν στον πολιτικώς ενάγοντα και στη συνέχεια, με μεταγενέστερο πρακτικό του Δ.Σ. που δημοσιεύθηκε νόμιμα, ανατέθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα η αναπλήρωση του αναιρεσείοντος στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του, σε περίπτωση κωλύματός του, καθόσον το δεύτερο μεταγενέστερο κατά 2 έτη πρακτικό συμπορευόταν με το πρώτο και επιβεβαίωσε το περιεχόμενό του, επιπροσθέτως δε ορίσθηκε η αναπλήρωση του αναιρεσείοντος στη διοίκηση της εταιρίας, από τον αντιπρόεδρο πολιτικώς ενάγοντα, όταν κωλυόταν, λόγω των συχνών απουσιών του από την έδρα της, για τον εκτιθέμενο λεπτομερώς στο σκεπτικό λόγο. Ο πολιτικώς ενάγων όμως, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, τηρούσε ενήμερο τον αναιρεσείοντα των πράξεων που διενήργησε, ως αναπληρωτής του.
Συνεπώς οι υπό στοιχεία Β' και Α' κατά το δεύτερο σκέλος του λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής και για τους δύο αναιρεσείοντες κρίσεως (510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ), τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες. Αβάσιμος επίσης είναι και ο υπό στοιχείο Α κατά το πρώτο σκέλος του λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η απόφαση του Εφετείου, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 Β', λόγο αναιρέσεως, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, κατ άρθρο 321 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, η οποία προβλήθηκε και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και έτσι δεν καλύφθηκε, αφού η προβαλλόμενη έλλειψη και ασάφεια στην περιγραφή της πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας που αποδόθηκε στον αναιρεσείοντα, αφορά, όχι την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος κατά τα ανωτέρω, η οποία πλήρως περιγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα, όπως και ο ίδιος ο αναιρεσείων δέχεται, αλλά άλλη πράξη για την οποία η ποινική δίωξη κηρύχθηκε απαράδεκτη, λόγω εκκρεμοδικίας, με την πρωτόδικη 27434/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών, η οποία παραδεκτά επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου και ορθώς απορρίφθηκε η σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος από την προσβαλλομένη απόφαση, ενόψει της εισαχθείσης προς εκδίκαση στο Εφετείο ως άνω κατηγορίας σε βάρος του. Τέλος ο υπό στοιχείο Γ' λόγος της αναιρέσεως που αφορά και τους δύο αναιρεσείοντες, δεν ερευνάται, αφού με δήλωσή τους κατά την συζήτηση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά παραιτήθηκαν αυτού. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την 73/24-2-2009 αίτηση των: 1)Χ1 και 2) Χ2, για αναίρεση της με αριθμ. 8704/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει καθένα των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Φεβρουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή