Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Πολιτική αγωγή, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα. Στοιχεία του εγκλήματος αυτού και αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης. Πολιτική αγωγή. Παραγραφή της σχετικής αστικής αξίωσης για ηθική βλάβη. Πότε προτείνεται και πότε αποβάλλεται η πολιτική αγωγή όταν αμφισβητείται ο χρόνος γνώσης της αδικοπραξίας που τελέσθηκε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος και αποτελεί συγχρόνως εγκληματική πράξη. Αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης. Αποβολή πολιτικής αγωγής μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας. Απόρριψη αίτησης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την καταδίκη του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1264/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλου, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Στεφάνου, περί αναιρέσεως της 1676-1677/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με συγκατηγορούμενο τον Ζ.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 166/10.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ με την ποινή της παρ. 1 αυτού (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους) τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος ο οποίος στη περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε αυτός (κατηγορούμενος) είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, κατά την οποία, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης, "όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε" προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον την αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όμως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεως του με τον φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού (ηθικού), ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η άλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά από αυτά, κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (ΟλΑΠ 1/2005). Στην περίπτωση δε του άνω εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1676-1677/2009 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε συνολικά σε ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία (3) χρόνια, για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μαρτύρων κατά συρροή. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, όσο αφορά την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της, αναφέρονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο, από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος (ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της παράστασης του στο Δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντος ή όχι) από τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, και τις απολογίες των παρόντων κατηγορουμένων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο Ψ (μηνυτής), με την από 21-8-2002 αγωγή του απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, επικαλούμενος ότι με την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού κατάρτισε στην ... σύμβαση, με την οποία η εναγομένη κοινοπραξία με την επωνυμία "Κ/Ξ Χ - Θ" Του ανέθεσε τη διεύθυνση της εκτέλεσης του έργου "Επέκταση - Αντικατάσταση του Δικτύου Ύδρευσης ..." έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής και ότι εκτέλεσε το έργο που του ανατέθηκε, ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη (κοινοπραξία καθώς και οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι ως μέλη της, να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, τα αναφερόμενα σ' αυτήν (αγωγή) ποσά, που αποτελούν τη συμφωνηθείσα αμοιβή του. Δικάσιμος για τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου ορίσθηκε η 27-11-2002. Ο κατηγορούμενος Ζ καθώς και ο Φ και Ξ στις 25-11-2002 στην ... ενώ εξετάζονταν ένορκα ως μάρτυρες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πατρών που είναι αρχή αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση, και που συνέταξε τις 936 και 937/25-11-2002 ένορκες βεβαιώσεις, προκειμένου αυτές να προσκομισθούν με επιμέλεια των εναγομένων ως αποδεικτικό μέσο στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω, ενώπιον του οποίου είχε ορισθεί η συζήτηση της άνω αγωγής, όπως προεκτέθηκε κατέθεσαν και βεβαίωσαν ενόρκως τα παρακάτω περιστατικά και συγκεκριμένα ο πρώτος κατηγορούμενος Ζ και ο άλλος μάρτυρας Φ τα εξής: "Ο Ψ εμφανιζόταν στο έργο για λίγη ώρα και έπαιρνε μόνο στοιχεία από τον επί τόπου μηχανικό κ. Ξ για το πόσοι εργάτες εργαζόμασταν στο έργο και τι μηχανήματα απασχολούνταν και ουδέποτε έκανε κάποια παρατήρηση και υπόδειξη...", ο δε Ξ τα εξής: "...Στην ... παραμείναμε έως την 18-5-2002, όταν και αποχωρήσαμε, αφού εκτελέσαμε το μεγαλύτερο και πιο δύσκολο τμήμα του έργου (όλες τις εκσκαφές, τοποθετήσεις σωληνώσεων, επιχώσεις σκαμμάτων κτλ). Εγώ με το υπ' αριθμ. 35019/14-3-2002 πληρεξούσιο της αναδόχου κοινοπραξίας διορίσθηκα ειδικός πληρεξούσιος της για κάθε ζήτημα της Κοινοπραξίας με την ΔΕΥΑ ..., κύριο του έργου, που είχε σχέση με τη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων του έργου.... Ο κ. Ψ ουδέποτε ασχολήθηκε με το έργο, ουδέποτε έδωσε οδηγίες σε μένα ή σε οποιονδήποτε εργαζόμενο και ουδέποτε διαπραγματεύθηκε με τα αρμόδια όργανα της ΔΕΥΑ .... Οι διαπραγματεύσεις με τη ΔΕΥΑ ..., οι παραγγελίες των υλικών οι συμφωνίες με τους ντόπιους τεχνίτες γίνονταν από την ίδια την Κοινοπραξία, από εμένα ή τον κ. .... Η μόνη συμμετοχή του κ. Ψ στο έργο κατά το χρονικό διάστημα που εμείς εκτελούσαμε αυτό ήταν ότι επισκεπτόταν το εργοτάξιο για 1/2 ώρα περίπου και έπαιρνε από εμένα που ήμουν υπεύθυνος επί τόπου μηχανικός, τα επιμετρητικά στοιχεία, τον αριθμό των μηχανημάτων και τον αριθμό των απασχολουμένων τεχνιτών και εργατών, για να συμπληρώνει το ημερολόγιο του έργου. Η συμπλήρωση του ημερολογίου ήταν η μοναδική εργασία που έκανε ο κ. Ψ. Και τούτο γιατί όπως έμαθα εκ των υστέρων ζήτησε από την Κοινοπραξία να μην του ανακαλέσει το πληρεξούσιο με το οποίο τον είχε ορίσει ειδικό πληρεξούσιο για τις σχέσεις της με τη ΔΕΥΑ για καθαρά προσωπικούς λόγους, επειδή αν γινόταν γνωστό κάτι τέτοιο στην ..., ως ... κι αυτός θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση, αφού θα θεωρείτο στην μικρή κοινωνία της ... αδύναμος να επιβλέψει και να οργανώσει την εκτέλεση του έργου...". Τα ανωτέρω κατατεθέντα πραγματικά περιστατικά είναι ψευδή γιατί τα αληθινά τοιαύτα είναι τα ακόλουθα: Κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού η κοινοπραξία με την επωνυμία "Χ - Θ" της οποίας ο δεύτερος και ο τρίτος κατηγορούμενος είναι μέλη, ανέλαβε με την 143/2002 σύμβαση την εκτέλεση του έργου της ΔΕΥΑ ... "Επέκταση και Αντικατάσταση Δικτύου Ύδρευσης ...", τελικής δαπάνης, μετά την έκπτωση, συνολικού ποσού 304.709,18 € πλέον ΦΠΑ. Με το από 19-2-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της Κοινοπραξίας και του μηνυτή Ψ, ο τελευταίος ορίσθηκε ως υπεύθυνος επί τόπου μηχανικός του ανωτέρω έργου, έναντι συμφωνημένης αμοιβής, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες και υποχρεώσεις α) να διευθύνει το έργο με σκοπό την εποπτεία του εργατοτεχνικού προσωπικού, β) την εξεύρεση, ανάλογα με τις ανάγκες προσωπικού και εκμισθωμένων μηχανημάτων γ) την αγορά υλικών και προτάσεις προς την Κοινοπραξία με σκοπό την οικονομικότερη και αρτιότερη εκτέλεση του έργου, δ) την τήρηση των στοιχείων των εργαζομένων και των ημερομισθίων, ε) τη διεκπεραίωση με το ΙΚΑ, στ) την εκπροσώπηση της κοινοπραξίας στις τοπικές αρχές και ζ) τις εντελλόμενες προς αυτόν πληρωμές και ενδεχόμενες εισπράξεις. Συμφωνήθηκε επίσης να παρευρίσκεται συνεχώς στο έργο προκειμένου να διευθύνει και εποπτεύει την εκτέλεση και αποπεράτωση του. Ακολούθως και προς εκτέλεση των ανωτέρω συμφωνιών συντάχθηκε το 34.945/22-2-2002 ειδικό πληρεξούσιο ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Παρασκευής συζ. Γ. Λαζαράκου, σύμφωνα με το οποίο ο μηνυτής ορίσθηκε ειδικός πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος της ανωτέρω κοινοπραξίας, στον οποίο παρασχέθηκε η ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα όπως αυτός αντί αυτής, και για λογαριασμό της εκπροσωπεί αυτήν καθ' όλη τη διάρκεια και μέχρι την πλήρη εκκαθάριση των σχέσεων της κοινοπραξίας με τον κύριο του έργου, για κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την εν γένει διεκπεραίωση των όλων υποθέσεων του έργου, να υπογράψει μεταξύ άλλων, την εργολαβική σύμβαση με την αρμόδια υπηρεσία, πρωτόκολλα εγκαταστάσεων, οριστικής παραλαβής και παράδοσης των εργολαβιών καθώς και τα ημερολόγια πιστοποιήσεις, να προσλαμβάνει το απαραίτητο προσωπικό, να υπογράφει όλες τις συμβάσεις υπεργολάβων έργων και γενικά να ενεργεί οτιδήποτε απαιτείται για το σκοπό της ολοκλήρωσης των εργασιών για το έργο αυτό. Την παραπάνω ειδική πληρεξουσιότητα η κοινοπραξία γνωστοποίησε στην ΔΕΥΑ ... στις 5-3-2002. Όμως η Κοινοπραξία λίγες ημέρες μετά τη σύνταξη του άνω πληρεξουσίου και την κατάρτιση της συμφωνίας με το ... συμβολαιογραφικό έγγραφο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου ανακάλεσε τη δοθείσα στον μηνυτή πληρεξουσιότητα. Η διεύθυνση και επίβλεψη του έργου και γενικά η εκπροσώπηση της εταιρίας ανατέθηκε με το ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου στον μηχανικό Ξ. Ήδη η Κοινοπραξία είχε αναθέσει την εκτέλεση των εργασιών του έργου στην εταιρία Θ.Π. Ιωακείμ ΑΕ, τα μηχανήματα της οποίας με τα αποτελούμενα από δικά της εργατοτεχνικά συνεργεία, στα οποία συμμετείχαν ως εργαζόμενοι ο πρώτος κατηγορούμενος καθώς και ο Φ, εγκαταστάθηκαν στην .... Όμως παρά την ανάκληση της πληρεξουσιότητας, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση προφορικά εξ αρχής, η μεταξύ αυτού και της Κοινοπραξίας σύμβαση δεν λύθηκε, αλλά τροποποιήθηκαν οι όροι αυτής ως προς το ζήτημα της διεύθυνσης και εκπροσώπησης του έργου. Ειδικότερα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να εξακολουθήσει ο μηνυτής να έχει την επίβλεψη του έργου, παρέχοντας οδηγίες και συμβουλές στα συνεργεία της κοινοπραξίας καθώς και οποιαδήποτε πληροφορία και βοήθεια ήταν αναγκαία σε τοπικό επίπεδο, ενώ παράλληλα ανατέθηκε σ' αυτόν η σύνταξη ημερολογίου εργασιών και η επιμέτρηση των εργασιών. Έτσι ο μηνυτής μέχρι τις 5-8-2002 παρείχε τις υπηρεσίες του ως επί τόπου μηχανικός του έργου, σύμφωνα με το συναφθέν ιδιωτικό συμφωνητικό και ειδικότερα εκπροσωπούσε την κοινοπραξία ενώπιον του Δήμου ..., βρισκόταν ανελλιπώς στο εκτελούμενο έργο, παρείχε τις οδηγίες και σχετικές εντολές για την εκτέλεση του έργου, τηρούσε το ημερολόγιο του έργου και βρισκόταν σε επαφή με τον κύριο του έργου για την πορεία της εκτέλεσης του. Δηλαδή η κοινοπραξία δεν προέβη σε πλήρη αποξένωση του μηνυτή από το έργο, αφού άλλωστε εκείνος, ανεξάρτητα αν είχε τη διεύθυνση του έργου, εξακολούθησε να ασχολείται με την επίβλεψη του, γεγονός που εξ αρχής, παρά την ανάκληση του πληρεξουσίου, η κοινοπραξία και οι εκπρόσωποι της αποδέχθηκαν. Η συνεργασία της Κοινοπραξίας με το μηνυτή διακόπηκε στις 5-8-2002, οπότε η κοινοπραξία γνωστοποίησε στον Δήμο ... και στη ΔΕΥΑ ... την ανάκληση του παραπάνω πληρεξουσίου με επίδοση αντίγραφου του ... συμβολαιογραφικού εγγράφου ανάκλησης πληρεξουσίου. Ο πρώτος των κατηγορουμένων καθώς και οι Φ και Ξ, που κατέθεσαν τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, γνώριζαν την αναλήθεια των περιστατικών αυτών, αφού ως εργαζόμενοι στην ανωτέρω υπεργολάβο εταιρία και απασχοληθέντες στην εκτέλεση του έργου είχαν ιδία αντίληψη της καθημερινής απασχόλησης του μηνυτή με την εκτέλεση του άνω έργου. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος με την ιδιότητα του μέλους και νόμιμου εκπροσώπου της ανωτέρω κοινοπραξίας με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις με πρόθεση προκάλεσε στον πρώτο κατηγορούμενο Ζ και στους λοιπούς μάρτυρες Φ και Ξ την απόφαση να τελέσουν το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, που διέπραξαν. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι ο μεν πρώτος του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, ο δε δεύτερος του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας στην άνω πράξη κατά συρροή, όπως ορίζεται στο διατακτικό..."Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Πατρών ως προς την καταδίκη του αναιρεσείοντος για το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις άνω διατάξεις απαιτούμενη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με την πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη για την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 α, 94 παρ. 1 και 222 ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικό έλεγχος. Ειδικότερα εκτίθεται στο σκεπτικό της αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του ότι οι συγκατηγορούμενοι του αναιρεσείοντος Ζ, Φ και ο Ξ γνώριζαν την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που διέλαβαν στις υπ' αριθ. 936 και 937/25-11-2002 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πατρών, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικό μέσο στο Μονομελές Πρωτοδικείο και σε πολιτική δίκη με ενάγοντα τον Ψ (πολιτικώς ενάγοντα στην προκειμένη ποινική δίκη) και εναγομένους την κοινοπραξία με την επωνυμία "Κ/Ξ Χ - Θ" τον αναιρεσείοντα και τον Θ (μελών της εν λόγω κοινοπραξίας). Περαιτέρω, με επαρκή αιτιολογία δέχεται το δικαστήριο την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας του αναιρεσείοντος στην πράξη της ψευδορκίας μαρτύρων, των ως άνω τριών αναφερόμενων προσώπων, με την παραδοχή ότι οι τελευταίοι ωθήθηκαν στην πράξη αυτή με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις του αναιρεσείοντος λόγω και της ιδιότητος του ως μέλους και νομίμου εκπροσώπου της ως άνω κοινοπραξίας στην οποία εκείνοι εργάζονταν. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί των προκυπτόντων από τις μαρτυρικές καταθέσεις (ένορκες βεβαιώσεις) και περί των σχέσεων της με αυτούς και του πολιτικώς ενάγοντα, είναι απαράδεκτες διότι με την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, επέρχεται μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 ΚΠΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Κατά το άρθρο 63 του ίδιου κώδικα η πολιτική αγωγή για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως ή χρηματική ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που επήλθε από το έγκλημα μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους διωκουμένους σύμφωνα με τον Αστικό κώδικα. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οσάκις υπάρχει, σύμφωνα με τη δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος και την αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε σε βάρος του, ενεργητική νομιμοποίηση αυτού, αλλ' όμως αυτό αμφισβητείται κατ' ουσίαν από των υπεράσπιση του κατηγορουμένου και η κρίση για το ζήτημα αυτό της ενεργητικής νομιμοποιήσεως εξαρτάται από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, μπορεί το δικαστήριο να αποφασίσει για την αποβολή της πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων και κατά συνέπεια η παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία στο ακροατήριο μέχρι το παραπάνω χρονικό όριο δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως για παρά το νόμο παράσταση αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη διαδικασία στις 22-11-2007 και 3-12-2007 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό την υπόθεση με κατηγορούμενο, εκτός των άλλων τεσσάρων συγκατηγορουμένων του, και τον αναιρεσείοντα, εμφανίσθηκε ο Ψ και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά των κατηγορούμενων για το ποσό των 45 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης που τον προκάλεσε το αδίκημα που διέπραξαν σε βάρος του οι κατηγορούμενοι (ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα). Κατά της παράστασης αυτής του πολιτικώς ενάγοντος δεν πρόβαλε κανείς αντίρρηση (βλ. 2η σελίδα της υπ' αριθ. 4093/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών). Το ανωτέρω ποσό επιδικάσθηκε από το προαναφερόμενο δικαστήριο ως χρηματική ικανοποίηση του προαναφερομένου πολιτικώς ενάγοντος (βλ. τέλος 14ης σελίδας της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης). Στη συνέχεια κατά τη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επί εφέσεων κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης, εμφανίσθηκε ο ίδιος ως άνω πολιτικώς ενάγων και δήλωσε στην αρχή της διαδικασίας την αυτήν παράσταση πολιτικής αγωγής, όπως είχε δηλώσει και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. 1η σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης). Τότε οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορούμενου του εκκαλούντος Θ ζήτησαν την αποβολή της πολιτικής αγωγής από τη διαδικασία ενώπιον αυτού (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου) λόγω παραγραφής της αξίωσης του για ηθική βλάβη από το αδίκημα που φέρεται ότι τέλεσαν στις 25-11-2002 σε βάρος του. (βλ. αυτοτελή ισχυρισμό των δύο τότε εκκαλούντων στις σε 2 και 3 της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατά της παραπάνω ενστάσεως παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να απαντήσει, ενόψει του ισχυρισμού του πολιτικώς ενάγοντος ότι έλαβε γνώση του αδικήματος που τέλεσαν σε βάρος του οι κατηγορούμενοι μεταγενέστερα από το χρόνο της συνταγής των επίμαχων ενόρκων βεβαιώσεων (936 και 937/25-11-2002)- βλ. 2α παράγραφο της 5ης σελίδας της προσβαλλόμενης απόφασης. Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων απέβαλε την πολιτική αγωγή με την ακόλουθη, κατά λέξη, αιτιολογία: "Κατά τη διάταξη του άρθρου 84 ΚΠΔ η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος είναι απαράδεκτη, αν δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, τους λόγους, στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παράστασης, καθώς και το διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, αν αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Στον αντίκλητο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον πολιτικώς ενάγοντα. Την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην πιο πάνω περίπτωση έχει αυτός που αδικήθηκε και όταν ασκεί αγωγή ή υποβάλλει απαίτηση στο ποινικό δικαστήριο (αρθρ. 68 παρ. 1, 2). Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος, που έχει διορισθεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο είναι και αντίκλητος. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 ΚΠΔ προκύπτει ότι δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει ο αμέσως παθών από το αδίκημα. Εξάλλου το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει ότι "Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης". Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ' άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ προκύπτει -ότι για την έναρξη της βραχυπρόθεσμης αυτής παραγραφής της αξιώσεως από αδικοπραξία απαιτείται γνώση του υπόχρεου προς αποζημίωση. Θεωρείται δε ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου, με ελπίδες επιτυχίας. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό, εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου σε αποζημίωση κατά το χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί (ΑΠ 1197/2008 Ποιν. Δικ. 2009. 168). Στην προκειμένη περίπτωση, ο Ψ υπέβαλε την από 1-9-2003 έγκληση - μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών, στο Αστυνομικό Τμήμα ... στις 11-9-2003, περί της οποίας συντάχθηκε η σχετική έκθεση βεβαίωσης εγγραφής μήνυσης, δήλωσε δε κάτοικος .... Με την άνω μήνυση του ο Ψ προέβη σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, χωρίς όμως να διορίσει αντίκλητο που να κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, που είναι η Πάτρα. Κατά συνέπεια η σχετική δήλωση του παραστάσεως πολιτικής αγωγής ήταν απαράδεκτη, η δήλωση του δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής δεν επανελήφθη νομότυπα εντός πενταετίας από το χρόνο τέλεσης του αδικήματος (25-11-2002), οπότε ο μηνυτής έλαβε γνώση της τέλεσης του αδικήματος και των φερομένων ως υπαιτίων, αφού την ημεροχρονολογία (25-11-2002) που δόθηκαν οι 936 και 937/2002 Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πατρών των κατηγορουμένων Ζ, Φ και Ξ, ο μηνυτής είχε κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα να παρασταθεί, γεγονός του οποίου γίνεται μνεία στις ίδιες τις ένορκες βεβαιώσεις. Σε κάθε περίπτωση και αν ακόμα ο μηνυτής δεν έλαβε άμεσα γνώση του περιεχομένου των εν λόγω ένορκων βεβαιώσεων, αυτός γνώριζε τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή κατά των κατηγορουμένων, με ελπίδες επιτυχίας, καθόσον αυτός γνωρίζοντας τον τόπο, το χρόνο και την αρχή ενώπιον της οποίας δόθηκαν οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις καθώς και τα στοιχεία των μαρτύρων που θα βεβαίωναν ένορκα, με ευχέρεια θα μπορούσε να λάβει γνώση και του περιεχομένου αυτών. Επομένως, η παραγραφή της αξιώσεως του άρχισε από το χρόνο που οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και ηθικής αυτουργίας στην άνω πράξη από κοινού κατά συρροή σε βάρος του, άσκησε δε την αξίωσή του για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών) στις 3-12-2007 ήτοι μετά παρέλευση πέντε ετών από τη γνώση εκ μέρους του της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση. Κατά συνέπεια, η αξίωση του Ψ για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α ΑΚ και επομένως πρέπει να διαταχθεί η αποβολή της πολιτικής αγωγής, κατά παραδοχή της σχετικής ενστάσεως του δευτέρου και τρίτου των κατηγορουμένων". Έτσι η μέχρι το πιο πάνω χρονικό σημείο της διαδικασίας παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος Ψ ενόψει της αμφισβήτησης από τους κατηγορουμένους του τρόπου και του χρόνου της νομότυπης δήλωσης της παράστασης του με την ως άνω ιδιότητα που επιδρούσαν ως προς την εγκυρότητα και το έγκαιρο αυτής, που προβλήθηκε το πρώτον ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ενώ το δικαστήριο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως την μη προταθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραγραφή της σχετικής αστικής φύσεως αξίωσης (άρθρο 277 ΑΚ), δεν αποτελεί παρά το νόμο παράσταση αυτού και δεν προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα και επομένως ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά α' όλα τα ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης παραδεκτός για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Δεκεμβρίου 2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1676-1677/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ