Θέμα
Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπάλληλος, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Παραγραφή, Νόμος επιεικέστερος, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Καταχραστές Δημοσίου, Νόμος δυσμενέστερος, Μειοψηφική γνώμη.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση υπαλλήλου Αγροτικού Συνεταιρισμού με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του ν. 1608/1950, που τελέσθηκαν από 1991 μέχρι 2003. Η περίπτωση δ του άρθρου 263 Α ΠΚ, στην οποία περιλαμβάνονταν και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, καταργήθηκε με το ν. 4254/2014 και επανήλθε (ως περ. ε) με το ν. 4262/2014. Ο ν. 4254/2014, ως ευμενέστερος για τον αναιρεσείοντα, ο οποίος δεν εθεωρείτο, πλέον, υπάλληλος και δεν ίσχυε ο ν. 1609/1950 ούτε οι αυστηρότερες ποινές, ως προς την υπεξαίρεση, του άρθρου 258 ΠΚ, ο οποίος ίσχυε κατά το εν τω μεταξύ χρονικό διάστημα (7.4.14 - 10.5.14), καταλαμβάνει και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από αυτόν. Για τις μερικότερες πράξεις των κατ' εξακολούθηση εγκλημάτων, που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 98 ΠΚ. Το Δικαστήριο, επομένως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, παραλλήλως δε υπερέβη αρνητικά την εξουσία του γιατί δεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για όλες τις πράξεις που έπρεπε να χαρακτηρισθούν, κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις, ως πλημμελήματα, καθώς και για τις κακουργηματικές πράξεις, για τις οποίες συμπληρώθηκε εικοσαετία. Αναίρεση και παραπομπή. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας (ενός μέλους), η απάλειψη της περ. δ' του άρθρου 263 Α ΠΚ, ισοδυναμεί με θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο συγκαλυμμένο, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη προσώπων της άνω ειδικής κατηγορίας της περ. δ του άρθρου 263 Α του ΠΚ, κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής ποινική κατηγορία στη δικαιοσύνη ή και καταδίκη, και θα έπρεπε να μην εφαρμοσθεί, ως αντισυνταγματική.
Αριθμός 711/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Τ. του Χ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σαββίδη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 60/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Τρικοκκιάς Γρεβενών, που εδρεύει στα Γρεβενά και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Μπέλτσιο.
Το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 213/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) Ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο. Η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, είναι όμως αναγκαίος ο προσδιορισμός της, όταν η υπεξαίρεση χαρακτηρίζεται ότι έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, περί του οποίου, ως ζητήματος περί τα πράγματα, κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας. β) Το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να το ιδιοποιήθηκε παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος, δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Ιδιοποίηση (στο έγκλημα της υπεξαιρέσεως, το οποίο είναι στιγμιαίο) σημαίνει εξωτερίκευση ενεργείας ή παραλείψεως, η οποία εμφαίνει τη θέληση του υπαιτίου να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα στην περιουσία του, όπως με την άρνηση αποδόσεως του πράγματος στον ιδιοκτήμονα, χρόνος δε τελέσεως του εγκλήματος, που κρίνεται αναιρετικώς ανελέγκτως, είναι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 17 του ΠΚ, ο χρόνος της τοιαύτης ενεργείας, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 9 του νόμου 2408/1996, "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, η ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Ως διαχειριστής νοείται αυτός που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως τούτου, την οποία μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχειρίσεως "εν τοις πράγμασι". Υπό την έννοια αυτή, αν η πράξη τελέσθηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσεως, η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση και ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Η προσθήκη του εντολοδόχου στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, θεωρήθηκε αναγκαία, διότι θα αποκλειόταν εκ του νόμου η στοιχειοθέτηση κακουργηματικής υπεξαιρέσεως σε κάθε περίπτωση εντολής, όμως η συμπερίληψή της στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 συνεπάγεται την τιμώρηση της πράξεως σε βαθμό κακουργήματος, μόνον εάν συντρέχει και το στοιχείο της εμπιστεύσεως. Κατοχή, κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, η οποία διαφέρει στην προκειμένη περίπτωση από την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 974 του ΑΚ, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Επί υπεξαιρέσεως, ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, ο προσδιορισμός δε αυτός, ως μεγάλης ή μικρής, αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από τη συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Περαιτέρω, με το άρθρο 14 παρ. 3 του νόμου 2721/1999, στην μεν παράγραφο 1 του άνω άρθρου 375 προστέθηκε εδάφιο, κατά το οποίο "αν η συνολική αξία της πράξης υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", στη δε παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου εδάφιο κατά το οποίο "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια δραχμές, (ήδη 73.000 ευρώ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Τα αρχικά ποσά των 73.000 ευρώ της παρ. 1 και του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 αναπροσαρμόσθηκαν σε 120.000 ευρώ με την παρ.1 περ. ιγ' του άρθρου 24 του ν. 4055/2012.
Κατά το άρθρο 216 ΠΚ: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση των εγγράφων από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996 στο τέλος της παραγράφου 3 του άνω άρθρου προστέθηκε η φράση "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Η με την προσθήκη αυτή διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του ν. 2408/1996 (4.6.1996), διότι είναι προδήλως επιεικέστερη, αφού κατά την προηγούμενη διατύπωση της παρ. 3 αρκούσε μόνο ο σκοπός οφέλους ή βλάβης για το χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ως κακουργήματος. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτής, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση του εγγράφου ή και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο κατά οποιονδήποτε τρόπο άμεσα ή έμμεσα με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρ. 13 εδ. γ του ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 του ΠΚ (όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ’ αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999): "Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή), όμως, το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος.
Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης. Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ’ εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ευτελούς, ιδιαίτερα μεγάλης, ανώτερης των 25.000.000 δραχμών κ.λπ. είναι το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξης και όχι το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Και τούτο διότι α) κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της και υπόκειται αυτοτελώς σε παραγραφή και έγκληση, β) το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος μόνο για την επιβολή μιας ποινής και όχι για τον χαρακτηρισμό αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, γ) ο χαρακτηρισμός του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος με βάση το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων, χωρίς να προβλέπεται τούτο από διάταξη νόμου, είναι αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι με τον τρόπο αυτό μία μερικότερη πράξη του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, η οποία κατά το χρόνο που τελέστηκε τιμωρείτο ως πλημμέλημα, αναβαθμίζεται εκ των υστέρων σε κακούργημα με την προσθήκη χρηματικού ποσού που δεν υπήρχε κατά το χρόνο τελέσεώς της, αλλά δημιουργήθηκε μετέπειτα με την τέλεση άλλης μερικότερης πράξεως, με περαιτέρω δυσμενείς για τον κατηγορούμενο συνέπειες να επιμηκύνεται ο χρόνος της παραγραφής των προηγούμενων πράξεων και δ) αν ο νομοθέτης με την προσθήκη στην παρ. 2 του άρθρου 216 και στην παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ της φράσεως "αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" ήθελε να καθιερώσει, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ή υπεξαιρέσεως ως κακουργήματος, αθροιστικό υπολογισμό του περιουσιακού οφέλους ή της περιουσιακής βλάβης, θα όριζε τούτο ρητώς, όπως είχε πράξει με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 προκειμένου για τα εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 στο άρθρο 98 του ΠΚ προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Εξάλλου, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η με την παρ. 7 του ν. 2408/1996 προστεθείσα φράση στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ αντικαταστάθηκε ως εξής: "αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Οι νεότερες αυτές διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 και της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 παρ. 2 του ΠΚ που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες, εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σ’ αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Επομένως, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 και της υπεξαιρέσεως της παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από καθεμία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά την συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ.". Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α' του ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του Ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση, αντικαταστάθηκε με τη φράση "εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ." (ΟλΑΠ 5/2002). Το αρχικό δε ποσό των 73.000 ευρώ αναπροσαρμόσθηκε σε 120.000 ευρώ με την παρ.1 περ. β του άρθρου 25 του ν. 4055/2012. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ίσχυε μετά το ν. 1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και στα άρθρα 375 και 216 ΠΚ, της υπεξαιρέσεως και πλαστογραφίας, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών, (ποσό το οποίο μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές), επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Με τη διάταξη του άρθρου 5 περ. 7 του ν. 2943/2001, με την οποία προβλέπεται, (μετά την εισαγωγή του ευρώ), η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ και κατά την οποία το ποσό σε ευρώ, που προκύπτει από τη μετατροπή των δραχμών σε ευρώ, αναπροσαρμόζεται, αν το ποσό που προκύπτει σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 100.000 και μικρότερο των 1.000.000 ευρώ, στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάκις χιλιάδα ευρώ, αναλόγως του αν τα τέσσερα τελευταία ακέραια ψηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ, είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 5.000, το ποσό των 50.000.000 δρχ. αναπροσαρμόσθηκε σε 150.000 ευρώ, αφού το ακριβές ποσό από τη μετατροπή είναι 146.735 ευρώ και η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη δεκάκις χιλιάδα. Στην περίπτωση αυτή, αρκεί επιδίωξη οφέλους ή απειλή ζημίας, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξή τους και ο υπαίτιος τιμωρείται με (πρόσκαιρη) κάθειρξη, το ανώτατο όριο της οποίας είναι είκοσι έτη, με τη συνδρομή δε επιβαρυντικής περιστάσεως, με ισόβια κάθειρξη. Περαιτέρω, στο άρθρο 16 παρ. 2 του ΝΔ 2476/1953, ορίζεται ότι "οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση δια πολλών μερικωτέρων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, καθώς επίσης και δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων πράξεων". Στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α ΠΚ περιλαμβάνοντο, (υπό δ), τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες (δηλαδή τις Τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους της περιπτώσεως β του άνω άρθρου) επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε (καταργήθηκε) με την υποπαράγραφο ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, που ίσχυσε από 7.4.2014. Κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, σκοπός της καταργήσεως της (πρώην) περ. δ του άρθρου 263 Α του ΠΚ ήταν, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της ισχύουσας υπερβολικής διευρύνσεως της εννοίας του υπαλλήλου. Επανανομοθετήθηκε δε με το άρθρο 50 του ν. 4262/2014, που ισχύει από 10.5.2014, όπως είχε προ της καταργήσεώς της, ως περίπτωση ε στο άρθρο 263Α ΠΚ. Ως εκ τούτου, για το διάστημα από 7.4.2014 μέχρι 10.5.2014, για τα ως άνω νομικά πρόσωπα, στα οποία υπάγονται και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι διέπονται από το ν. 2810/2000 "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις", όπως αντικ. από το ν. 4015/2011 "θεσμικό πλαίσιο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς", (και προηγουμένως από τους ν. 2169/1993, 1541/1985, κ.λπ.), παρότι δε είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έχουν τη δυνατότητα να επιδοτηθούν από το Δημόσιο είτε να χρηματοδοτηθούν είτε από το Δημόσιο είτε δια μέσου Τραπεζών του Δημοσίου, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1608/1950, οι υπάλληλοί τους, οι οποίοι έχουν τελέσει υπεξαίρεση ή πλαστογραφία, δεν θεωρούνται υπάλληλοι με την έννοια του νόμου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ και ισχύουν οι γενικές διατάξεις που ρυθμίζουν την πλαστογραφία (216 ΠΚ) και την κοινή υπεξαίρεση (375 ΠΚ), στην οποία είναι επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαίρεση στην υπηρεσία. Ως ευμενέστερη δε, για τον κατηγορούμενο, διάταξη, καταλαμβάνει, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, και τις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την έκδοση του νόμου αυτού.
Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν, ενώ μια ή περισσότερες από τις μερικότερες πράξεις ενός εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση έχουν παραγραφεί, αντί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη γι’ αυτές, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου για το σύνολο των εξακολουθητικών πράξεων. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 511 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003, "αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναιρέσεως που αναφέρονται στα στοιχεία Α, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Η της παραγράφου 1 του άρθρου 510". Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 98 του ΠΚ συνάγεται ότι οι μερικότερες πράξεις που συνιστούν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα διατηρούν την αυτοτέλειά τους και ως προς την παραγραφή από τον χρόνο τελέσεως κάθε επιμέρους πράξεως και από την αξία κάθε μερικότερης πράξεως θα κριθεί η παραγραφή κάθε μιας από αυτές, που αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε κατά το άρθρο 112 ΠΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 2 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία για τα κακουργήματα, που τιμωρούνται με ποινή ηπιότερη της ισόβιας, είναι δεκαπέντε έτη και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την ημέρα, που τελέσθηκε η πράξη. Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 113 η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, εφόσον χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι του αμετακλήτου της καταδικαστικής αποφάσεως, όχι, όμως, πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα και των πέντε ετών για τα κακουργήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 60/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση από διαχειριστή, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 150.000 ευρώ, και πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση με επιτευχθέν περιουσιακό όφελος άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Γρεβενών, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και έξι (6)μηνών, καθώς και σε αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για τρία (3) έτη. Οι πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, συνίστανται, κατά το διατακτικό της αποφάσεως, στο ότι αυτός: Α. Στα Γρεβενά, στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, ως υπάλληλος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Γρεβενών, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 150.000 ευρώ, που περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενώ επιπλέον απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, οι οποίες πράξεις διενεργήθηκαν με ιδιαίτερα τεχνάσματα και επί μακρό χρόνο. Συγκεκριμένα: 1) Στα Γρεβενά, σε μη επακριβώς προσδιορισμένους από την ανάκριση χρόνους, αλλά πάντως εντός της χρονικής περιόδου από αρχές του έτους 1991 έως και τον Οκτώβριο του έτους 2003, ενεργώντας με την ιδιότητα του υπαλλήλου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Νομού Γρεβενών, και ειδικότερα του λογιστή και ταμία αυτού, που είχε επιφορτιστεί με αποφάσεις του Δ.Σ. του με την πλήρη οικονομική διαχείριση αυτού και μεταξύ άλλων με την ανάληψη και διαχείριση για λογαριασμό αυτού και των μελών του διαφόρων δανείων από το Υποκατάστημα Γρεβενών της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα το συνολικό χρηματικό ποσό των επτακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων, εννιακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (725.944,97 ευρώ), που τμηματικά έλαβε από την ΑΤΕ Γρεβενών και τα κατείχε, λόγω της ως άνω υπαλληλικής του ιδιότητας, τα οποία αυτά χρήματα που αντιστοιχούσαν σε δάνεια που έλαβε για λογαριασμό του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς και των μελών του, από το Υποκατάστημα Γρεβενών της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς όμως τα επιμέρους ποσά των δανείων να έχουν βεβαιωθεί από το Δ.Σ. του ως άνω Συνεταιρισμού και χωρίς να έχουν αποδοθεί τα ποσά αυτά στα μέλη του, ενώ χρησιμοποίησε ιδιαίτερα τεχνάσματα (πλαστογραφημένες υπογραφές των φερομένων ως εισπραξάντων τα καθέκαστον ποσά των δανείων μελών, εσκεμμένες παραποιήσεις των ισολογισμών των ετών 1991 ως και 1999 στα οικεία βιβλία του Συνεταιρισμού) ενήργησε δε επί μακρό χρόνο ήτοι από το 1991 ως και 2003 και απέβλεπε συνολικά στο ποσό των επτακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων, εννιακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (725.944,97 ευρώ), το οποίο περιήλθε στην κατοχή του σταδιακά λόγω της προαναφερόμενης υπαλληλικής του ιδιότητας κατά το άνω χρονικό διάστημα και το παρακράτησε παράνομα εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία. 2) Στα Γρεβενά, σε μη επακριβώς προσδιορισμένους από την ανάκριση χρόνους, αλλά πάντως εντός των οικονομικών χρήσεων από 01-01-1992 έως 31-12-1999, ενεργώντας με την ιδιότητα του υπαλλήλου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Νομού Γρεβενών, και ειδικότερα του λογιστή και ταμία αυτού, με περισσότερες από μία πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα το συνολικό χρηματικό ποσό των 9.331.067 δρχ. (27.738,91 ευρώ) που αντιστοιχεί στο ποσό των 4.556.480 δραχμών, που βάσει του από 31-12-1999 ισολογισμού έπρεπε να υπάρχει σε μετρητά στο ταμείο του Συνεταιρισμού και δεν υπήρχε, καθώς και το ποσό των 4.774.587 δραχμών, που έπρεπε να υπάρχει στο λογαριασμό καταθέσεων του Συνεταιρισμού στην Αγροτική Τράπεζα και δεν υπήρχε, τα δε ποσά αυτά ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντάς τα στην ατομική του περιουσία και 3) στον άνω τόπο και χρόνο ιδιοποιήθηκε παράνομα από την περιουσία του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία, το ποσό των 10.369.181 δραχμών, ήτοι 30430,47 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των αποθεμάτων εμπορευμάτων που λείπουν από την αποθήκη του συνεταιρισμού, καθώς και το ποσό των 156.091.245 δραχμών, ήτοι 458.083,39 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό που θα έπρεπε να υπάρχει στο ταμείο του συνεταιρισμού, αν δεν είχαν αλλοιωθεί τα δηλωτικά των εισπράξεων και πληρωμών παραστατικά του συνεταιρισμού. Απέβλεπε δε συνολικά στο παραπάνω ποσό των (10.369.181 + 156.091.245 =) 166.460.426 δραχμών, που ήδη αντιστοιχεί σε 458.083,39 ευρώ, το οποία περιήλθε στην κατοχή του λόγω της προαναφερόμενης υπαλληλικής του ιδιότητας και τα παρακράτησε, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην ατομική του περιουσία. Συνολικά δε ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ποσά των υπ' στοιχεία 1), 2) και 3) περιπτώσεων συνολικού ύψους (725944,97+27.338,91+30430,47+458083,39) 1.241.842,70 ευρώ, οι δε πράξεις του αυτές διήρκεσαν επί μακρό χρόνο (από 1991 έως και 2003) χρησιμοποίησε ιδιαίτερα τεχνάσματα για την επίτευξη του σκοπού του για το συνολικό όφελος από την ιδιοποίηση του άνω ποσού στην οποία εξ αρχής και μέχρι τέλους αυτός διαρκώς απέβλεπε το δε συνολικό αυτό ποσό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ. Και Β) στον άνω τόπο και από 30-1-1999 έως 1-5-2002, ο ίδιος κατηγορούμενος ως υπάλληλος, και ειδικότερα ως ταμίας και λογιστής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Ν. Γρεβενών, με περισσότερες από μία πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα, δηλαδή γραπτά που •προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονότα που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες και, υπό την ανωτέρω υπαλληλική του ιδιότητα, να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος άνω των 150.000 ευρώ, ενώ επιπλέον απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, διαπράττοντας το άνω αδίκημα επί μακρό χρόνο πλέον της δεκαετίας (από αρχές του έτους 1991 έως και Μάιο του έτους 2002). Συγκεκριμένα, υπό την άνω ιδιότητά του, με περισσότερες από μία πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, πλαστογράφησε α) είκοσι τρεις (23) δηλώσεις και καταστάσεις κατανομής και είσπραξης δανείων, απευθυνόμενες προς το Υποκατάστημα Γρεβενών της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, θέτοντας, σ' αυτές πλαστές υπογραφές των Γ. Κ., Π. Κ., Χ. Π., Χ. Β. και Β. Ζ., εν αγνοία των τελευταίων, και β) το βιβλίο πρακτικών του Δ.Σ. του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Ν. Γρεβενών, πλαστογραφώντας, ο ίδιος, ορισμένα από τα περιλαμβανόμενα σ' αυτό πρακτικά και θέτοντας πλαστές υπογραφές των μελών του Δ.Σ. (Ακολουθούν πίνακες πλαστών υπογραφών Γ. Κ., Γ. Κ., Π. Κ., Α. Χ., Χ. Π., Β. Ζ. και Χ. Β.). Την πλαστογράφηση των ανωτέρω εγγράφων την ενήργησε ο κατηγορούμενος υπό την ως άνω υπαλληλική του ιδιότητα με σκοπό α)όσον μεν αφορά στις δηλώσεις και καταστάσεις κατανομής και είσπραξης δανείων, προκειμένου να φαίνεται ότι δήθεν τα αναφερόμενα σ' αυτές μέλη του συνεταιρισμού είχαν λάβει ως δάνεια τα αντίστοιχα ποσά, τα οποία ο ίδιος υπεξαιρούσε, β)όσον αφορά στα πρακτικά του Δ.Σ του συνεταιρισμού, προκειμένου να διευκολυνθεί στην περαιτέρω εγκληματική του δράση, παραπλανώντας τους τρίτους ότι έχουν εκδοθεί κανονικά τα πρακτικά αυτά, έτσι ώστε αυτός στη συνέχεια να εκδίδει ευχερέστερα πλαστά, δήθεν ακριβή αντίγραφα των πρακτικών αυτών, για να υλοποιεί τα περιλαμβανόμενα στα πλαστά πρακτικά και ιδίως να εκταμιεύει από την ΑΤΕ, εν αγνοία του συνεταιρισμού, τα αναφερόμενα στα πλαστά πρακτικά και στα πλαστά ακριβή αντίγραφά τους δάνεια, που λάμβανε και δήθεν προορίζονταν για τα μέλη του, προκειμένου ενόψει της πλήρους οικονομικής διαχείρισης εκ μέρους του των πραγμάτων του συνεταιρισμού στη συνέχεια να υπεξαιρεί μεγάλο μέρος των ανωτέρω χρηματικών ποσών".
Το Πενταμελές Εφετείο, λοιπόν, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο για τις ως άνω πράξεις, με βάση τις επιβαρυντικές διατάξεις του ν. 1608/1950, ως υπάλληλο του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τρικοκκιάς Γρεβενών, παρά το ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 263Α του ΠΚ, κατά τα προαναφερθέντα, δεν ίσχυε (είχε καταργηθεί) κατά το χρονικό διάστημα από 7.4.2014 μέχρι 10-5-2014, εφάρμοσε δε την παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2721/1999 τόσο ως προς τις μερικότερες πράξεις της υπεξαιρέσεως όσο και ως προς τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας, κατά την αυτή πλειοψηφούσα άποψη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Πέραν αυτού, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, αφού δεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για όσες πράξεις χαρακτηρίζονται, κατά τις διατάξεις που έπρεπε να εφαρμοσθούν αντί γι’ αυτές που εφαρμόσθηκαν, ως πλημμελήματα, καθώς και για τις κακουργηματικές, για τις οποίες, από το χρόνο τελέσεώς τους, είχε συμπληρωθεί εικοσαετία.
Κατά την άποψη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Φράγκου, ο Άρειος Πάγος , κατ' άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος, θα έπρεπε να μην εφαρμόσει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 του ΚΠΔ αυτεπάγγελτα τον επιεικέστερο ν. 4254/7-4-2014, υποπαρ. ΙΕ-12, με τον οποίο απαλείφθηκε η μέχρι τότε υφισταμένη και ισχύουσα περ. δ' του άρθρου 263 Α του ΠΚ, περί ποινικής ευθύνης υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, για ποινικά αδικήματα των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 ΠΚ, γιατί το περιεχόμενο του εν λόγω ν. 4254/7-4-2014, υποπαρ. ΙΕ-12, είναι αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 3, 4 και 26 του Συντάγματος, διότι εισήχθη νόμος που περιέχει συγκαλυμμένη αμνηστία και έπαυσε την ποινική ευθύνη και κατ' αποτέλεσμα παρέσχε νομοθετικά άφεση ποινικής ευθύνης και δη αμνήστευσε σοβαρές κακουργηματικές πράξεις, κυρίως διαφθοράς υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ενέργεια που ανήκει στη δικαστική λειτουργία, που ασκείται αποκλειστικά από τα δικαστήρια και όχι από τη νομοθετική εξουσία, σύμφωνα με τις παρακάτω ειδικότερες σκέψεις:
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος, εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών και ορίζεται ότι "1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού λαού". Στις διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος, καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνησίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και κατά την καθιερωμένη έννοιά της ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι' αυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρα 310 παρ. 1, 370 ΚΠΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της. Περαιτέρω, εκτός από την προβλεπόμενη γενική παραγραφή του ΠΚ, θεσπίζονται μεν και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του τύπου), ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου. Η εν λόγω ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων, θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί "κεκαλυμμένη" έκφραση του άλλου. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής (επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, "τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα", ήτοι ο δικαστής έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα, αν υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα αν διάταξη νόμου σαφώς θεσπίζει αδικαιολόγητα παύση της ποινικής ευθύνης ορισμένης κατηγορίας προσώπων για μη πολιτικά εγκλήματα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την υποπαρ. ΙΕ-12 του ν. 4254/7-4-2014, απαλείφθηκε από το άρθρο 263 Α του ΠΚ, το εδάφιο δ', το οποίο όριζε ότι "για την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257, 258, 259, 261, 262 και 263 ΠΚ, υπάλληλοι θεωρούνται ... και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις , μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις". Κατά την εισηγητική έκθεση της άνω υποπαρ. ΙΕ-12 του ν. 4254/7-4-2014, ορίζεται ότι "η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 263 Α ΠΚ, αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην ενσωμάτωση στον ΠΚ των διάσπαρτων σήμερα σε μία σειρά αλληλεπικαλυπτόμενων ειδικών ποινικών νόμων αδικημάτων δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων και αξιωματούχων κ. ά ", ενώ τίποτε δεν αναφέρεται που να δικαιολογεί την εν λόγω απάλειψη του εδαφίου δ' και την κατάργηση της ποινικής ευθύνης, σε εκκρεμείς δικογραφίες, μίας τέτοιας κατηγορίας δημοσίων υπαλλήλων για αρκετά σοβαρά αδικήματα κυρίως διαφθοράς, ως μέτρο έστω κάποιας κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής ή αποσυμφόρησης των φυλακών της Χώρας. Επί πλέον ο νομοθέτης, μετ' ολίγες ημέρες, με την ψήφιση, με την μορφή τροπολογίας σε σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, του νεότερου ν. 4262/10-5-2014 και με το άρθρο 50 αυτού, προσέθεσε και επανέφερε στο άνω άρθρο 263 Α του ΠΚ, ως περ. ε', την ως άνω απαλειφθείσα με το ν. 4254/7-4-2014 περ. δ' ιδία διάταξη ακριβώς, και ήδη υπάρχει, όπως και πριν της 7-4-2014, ιδία αυξημένη ποινική ευθύνη των άνω προσώπων, για το μέλλον όμως, για πράξεις τελούμενες μετά την 10-5-2014. Στην αιτιολογική έκθεση της άνω νεότερης τροπολογίας, ο νομοθέτης αναφέρει ότι "επαναφέρεται σε ισχύ η περ. δ' του άρθρου 263 Α του ΠΚ, η οποία από παραδρομή παραλείφθηκε κατά τη μεταφορά του άρθρου αυτού, όπως τροποποιείτο, στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών ...". Από όλα τα παραπάνω εκτεθέντα, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, συμπεραίνεται, ότι η εν λόγω απάλειψη της περ. δ' του άρθρου 263 Α του ΠΚ, που έχει ως αποτέλεσμα αναδρομικά την άρση του αξιοποίνου και την οριστική παύση της ποινικής ευθύνης, μίας ειδικής κατηγορίας κρατικών λειτουργών - υπαλλήλων ΝΠΙΔ, για σοβαρές εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο κακουργηματικές πράξεις, αφού δεν δικαιολογείται από το νομοθέτη, ως μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής λόγω κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, δικαιολογείται δε με την νεότερη επαναφορά της διάταξης και του αξιοποίνου, ως απλή "παραδρομή" του νομοθέτη, ισοδυναμεί με θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο συγκαλυμμένο, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη προσώπων της άνω ειδικής κατηγορίας της περ. δ. του άρθρου 263 Α του ΠΚ, κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής ποινική κατηγορία στη δικαιοσύνη ή και καταδίκη, γι' αυτό και θα έπρεπε η εν λόγω διάταξη, κατά το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος, να μην εφαρμοσθεί, ως αντισυνταγματική, ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 3 και 26 του Συντάγματος, διότι ο άνω νόμος στην ουσία και κατ' αποτέλεσμα παρέσχε νομοθετικά χωρίς καμία δικαιολόγηση άφεση ποινικής ευθύνης ορισμένης κατηγορίας κατηγορουμένων και καταδικασμένων προσώπων, συγκεκριμένου κύκλου περιπτώσεων, και δη αμνήστευσε σοβαρές κακουργηματικές πράξεις, κυρίως διαφθοράς υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση του νυν αναιρεσείοντος, υπαλλήλου Αγροτικού Συνεταιρισμού, καταδικασθέντος με την προσβαλλόμενη με αρ. 60/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας σε ποινή καθείρξεως δώδεκα ετών και έξι μηνών, για υπεξαίρεση στην υπηρεσία από διαχειριστή και για πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου αξίας άνω των 150.000 ευρώ, ενέργεια όμως και κρίση, που ανήκει στη δικαστική λειτουργία, που ασκείται αποκλειστικά από τα δικαστήρια και όχι από τη νομοθετική εξουσία και δεν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 2 του ΠΚ, αφού με την επαναφορά της ίδιας ακριβώς ουσιαστικής ποινικής διάταξης, μέσα σε λίγες ημέρες, ο νομοθέτης επιβεβαίωσε την αρχική του θέση για την αναγκαιότητα ύπαρξης της άνω ποινικής ευθύνης και αυστηρότερης τιμωρίας, λόγω διασπάθισης στην ουσία δημοσίου χρήματος, και της συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων ΝΠΙΔ και εκλείπει ο λόγος της επιεικέστερης, πλημμεληματικής, μεταχείρισης των δραστών αυτών.
Κατ’ ακολουθία των όσων, κατά τα ανωτέρω, υποστηρίζει η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, αφού η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και, επομένως, είναι παραδεκτή, περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, ο δε αναιρεσείων εμφανίστηκε στο ακροατήριο (εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο), πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση για τους ανωτέρω, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' του ΚΠοινΔ λόγους, οπότε παρέλκει η κατ' ουσίαν έρευνα των λόγων του αναιρετηρίου, ως αλυσιτελής, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, διότι είναι εφικτή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), το οποίο θα αποφανθεί ποιες πράξεις από αυτές που αποδίδονται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο φέρουν κακουργηματικό και ποιες πλημμεληματικό χαρακτήρα, ακολούθως δε θα παύσει οριστικά την ποινική δίωξη για τις πλημμεληματικές πράξεις και για όσες κακουργηματικές έχει συμπληρωθεί εικοσαετία και θα προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν έρευνα για τις λοιπές κακουργηματικές, μη εχούσης εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 2 του ΝΔ 2476/1953.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 60/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτ. Μακεδονίας. Και
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ