Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρος, συκοφαντική δυσφήμηση - έννοια - στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς (ΑΠ 191/2010, 142/2010/ 2005/2009, 173/2009). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη - πότε υπάρχει στην απόφαση (ΑΠ 358/2010, 191/2010, 114/2010, 250/2009). Η πλήρης αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται σε όλες τις αποφάσεις και στις παρεμπίπτουσες που απορρίπτουν αίτημα αναβολής, όπως και εκείνο κατ' άρθρο 61 ΚΠΔ (ΑΠ 427/2009). Δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου κατ' άρθρο 60 ΚΠΔ να ερευνά παρεμπιπτόντως ζητήματα αστικής φύσεως (ΑΠ 434/2009). Υποβολή από κατηγορούμενο εγκλήσεως σε βάρος πολιτικώς ενάγοντος για απιστία. Αμετάκλητη απαλλαγή με βούλευμα. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επί των υποκειμενικών (άμεσου δόλου) και αντικειμενικών στοιχείων των κατηγοριών και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 962/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαυροειδή, περί αναιρέσεως της 247α, 739/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ω.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Αυγούστου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1296/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στις ανωτέρω περιπτώσεις, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του.
Συνεπώς επί των ανωτέρω εγκλημάτων, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως τους, απαιτείται για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αναφορικώς με τον άμεσο δόλο, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση του κατηγορουμένου.
Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως που τελέσθηκε με την υποβολή στις 5-8-2002 στον εισαγγελέα της από 2-8-2002 εγκλήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος, που τελέσθηκε με την βεβαίωση ενόρκως του περιεχομένου της εγκλήσεως και της συκοφαντικής δυσφημίσεως κατ εξακολούθηση, που τελέσθηκε με τα όσα συκοφαντικά γεγονότα περιέλαβε στην ανωτέρω έγκλησή του, ως και στα αναφερόμενα στην απόφαση δικόγραφα και εξώδικη δήλωση: "Στην ... και επί της οδού ... αρ.13 υπάρχει παλαιά πολυώροφη οικοδομή (μέγαρο), η οποία αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και επτά ορόφους πάνω από το ισόγειο. Το υπόγειο και το ισόγειο έχουν χωριστεί σε καταστήματα, όλοι δε οι όροφοι πάνω από το ισόγειο-ακριβώς όμοιοι μεταξύ τους- σε γραφεία (98 γραφεία, δηλαδή 14 γραφεία ανά όροφο, από τον πρώτο έως και τον έβδομο). Η πολυώροφη αυτή οικοδομή διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και οι σχέσεις μεταξύ των εκάστοτε συνιδιοκτητών ρυθμίζονται από κανονισμό, που περιέχεται στο με αριθμό .../58 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, Πέτρου Κατσαϊτη, που έχει νομίμως μεταγραφεί. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό: 1) Η χρήση των σε κάθε όροφο κοινοχρήστων χώλλ, διαδρόμων, αποχωρητηρίων και χώρων υπηρεσίας ανήκει αποκλειστικά στους ιδιοκτήτες των διηρημένων οριζοντίων ιδιοκτησιών του ορόφου τούτου (Κεφ.2ον εδαφ.βαα), 2)Εφόσον κάποιος όροφος ολόκληρος αποτελέσει ενιαία οριζόντια ιδιοκτησία μπορεί να απομονώνεται εις τρόπον ώστε οι διάδρομοι και τα αποχωρητήρια του ορόφου αυτού να αποβάλουν τον χαρακτήρα τους ως κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών και να περιλαμβάνονται στη διηρημένη κυριότητα του ορόφου αυτού (Κεφ.2ον εδ.α), 3)Με ομόφωνη απόφαση του συνόλου των ιδιοκτητών κάποιου ορόφου μπορεί να γίνει αυξομείωση των κοινοχρήστων χωλλ, διαδρόμων, αποχωρητηρίων, χώρων υπηρεσίας του ορόφου ή και ολική κατάργηση κάποιου εκ των χώρων αυτών υπέρ και κατά της ωφέλιμης επιφάνειας της διηρημένης οριζοντίου ιδιοκτησίας του εν λόγω πάντοτε ορόφου υπό τον όρο ότι δεν θα θίγεται το πλατύσκαλο του κλιμακοστασίου και η πρόσβαση προς του ανελκυστήρες (Κεφ.2ον εδ.βββ), 4)Κάθε ιδιοκτήτης διαμερίσματος, καταστήματος ή γραφείου: α)έχει απόλυτο δικαίωμα κυριότητας, χρήσεως και μεταβιβάσεως, υποθήκης, κληροδοτήσεως, απαλλοτριώσεως και εκμεταλλεύσεως του διαμερίσματος, καταστήματος ή γραφείου του, καθώς και των ιδιόχρηστων χώρων που του ανήκουν και β)μπορεί να τροποποιεί κατά την ελεύθερη κρίση του, την εσωτερική διαρρύθμιση του γραφείου, καταστήματος ορόφου και χώρου γενικά που του ανήκει ή να διαιρεί κάποιο γραφείο ή κατάστημα του σε περισσότερα, χωρίς την σύμπραξη ή συναίνεση των λοιπών ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησίων, εφόσον δεν θα θίγεται το παραπάνω ποσοστό συγκυριότητας είτε επί του οικοπέδου, είτε επί των κοινοχρήστων κ.λπ. ... (Κεφ.3ον παρ.1 και 2), 5)Η διοίκηση και διαχείριση του Μεγάρου ανήκει κυριαρχικώς στη Γενική Συνέλευση των ιδιοκτητών. Την Γενική Συνέλευση συγκαλεί ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. Η Γενική Συνέλευση συνεδριάζει εγκύρως όταν παρίστανται ή εκπροσωπούνται κατ'αυτήν τα (2/3) δύο τρίτα του συνολικού αριθμού των ψήφων. Εάν δεν γίνει απαρτία κατά την πρώτη συνεδρίαση η Συνέλευση συνέρχεται σε επαναληπτική συνεδρίαση, οπότε βρίσκεται σε απαρτία όσοι και αν είναι οι αριθμοί των ψήφων των παρόντων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται δια πλειοψηφίας των ψήφων των παρόντων. Η Γενική Συνέλευση ορίζει με απόφασή της τον εκάστοτε διαχειριστή, καθήκοντα του οποίου είναι η επιμέλεια της εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού. Ο διαχειριστής ευθύνεται για την διαχείριση της πολυκατοικίας "ως δια την εν τοις ιδίοις επιμέλειαν" (Κεφ.5ον παρ.21).
Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, κατά την πλειοψηφούσα πάντοτε γνώμη του Δικαστηρίου, ότι: Ο κατηγορούμενος Χ, συνταξιούχος πλέον δικηγόρος, είναι κύριος των με αριθμούς 8 και 9 γραφείων του δευτέρου ορόφου και επικαρπωτής των με αριθμούς 6 και 7 γραφείων του δευτέρου ορόφου (ψιλή κυρία των οποίων είναι η θυγατέρα του ΑΑ), καθώς και κύριος του με αριθμό 9 γραφείου του τρίτου ορόφου του ως άνω μεγάρου. Στον δεύτερο όροφο του μεγάρου κυρία των με αριθμούς 10,11,12,13 και 14 γραφείων είναι η ΒΒ, συμβολαιογράφος, ο δε μηνυτής-πολιτικώς ενάγων Ψ, καθηγητής, και η σύζυγός του Ω, δικηγόρος, είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, των με αριθμούς 10,11,12,13 και 14 γραφείων του εβδόμου ορόφου του εν λόγω μεγάρου. Τα πέντε αυτά γραφεία του εβδόμου ορόφου (συνιδιοκτησίας του μηνυτή και της συζύγου του), όπως και τα αντίστοιχα (10,11,12,13 και 14) γραφεία του δευτέρου ορόφου (ιδιοκτησίας της ΒΒ), αποτελούν συγκρότημα-διαμέρισμα γραφείων (ο όρος, διαμέρισμα χρησιμοποιείται από τον παραπάνω Κανονισμό). Ειδικότερα, σε καθένα από τους επτά-υπέρ το ισόγειο-ορόφους του μεγάρου υπάρχουν, από κατασκευής του μεγάρου, δύο τέτοια συγκροτήματα-διαμερίσματα γραφείων, ένα συγκρότημα προς Ανατολάς, στην πρόσοψη του μεγάρου, επί της οδού ... και ένα προς Δυσμάς, στην πίσω πλευρά του μεγάρου. Αποτελούνται δε τα συγροτήματα-διαμερίσματα αυτά από πέντε διηρημένες ιδιοκτησίες (γραφεία) το καθένα και συγκεκριμένα τα διαμερίσματα της προσόψεως από τα γραφεία με αριθμούς 1,2,3,4 και 5, χωλ και δική του τουαλέτα (WC) το κάθε διαμέρισμα και τα διαμερίσματα της πίσω πλευράς από τα γραφεία με αριθμούς 10,11,12,13 και 14, χωλ και δική του τουαλέτα (WC) το κάθε διαμέρισμα. Τα εν λόγω διαμερίσματα, από κατασκευής του μεγάρου, είναι περίκλειστα από τοίχους, διά των οποίων καθορίζεται η αυτοτέλεια και η αυθυπαρξία τους και διαθέτουν, επίσης, από κατασκευής του μεγάρου, δική του ξεχωριστή και αυτόνομη είσοδο, τα μεν διαμερίσματα της προσόψεως από τον κοινόχρηστο χώρο του κλιμακοστασίου, τα δε της πίσω πλευράς από τον κοινόχρηστο διάδρομο. Στο μέσο περίπου εκάστου των επτά όροφων του μεγάρου και κατά μήκος των κοινόχρηστων διαδρόμων υπάρχουν τέσσερα ακόμη ανεξάρτητα γραφεία-οριζόντιες ιδιοκτησίες, με αριθμούς 6,7,8 και 9 (ανά όροφο), τα οποία δεν αποτελούν συγκρότημα, αλλά καθένα από αυτά έχει μια δική του ξεχωριστή είσοδο, με πόρτα απευθείας, στον κοινόχρηστο διάδρομο, δεν διαθέτουν χωλλ και διαθέτουν μια κοινή τουαλέτα, που υπάρχει στον κοινόχρηστο διάδρομο. Όπως ήδη αναφέρθηκε εντός εκάστου συγκροτήματος-διαμερίσματος υπάρχει χωλλ, δηλαδή ένας ενιαίος χώρος-προθάλαμος (με μικρό διάδρομο), εκτάσεως 17,50 τ.μ., μπροστά από τα πέντε γραφεία, καθώς και μία μικρή τουαλέτα(WC), εκτάσεως 5,68 τ.μ., η οποία επικοινωνεί με το χώλλ, στην οποία τουαλέτα για να εισέλθει κάποιος πρέπει να μπεί στο συγκρότημα-διαμέρισμα από την (κεντρική) είσοδο αυτού, όπου υπάρχει θύρα και να διέλθει από το ως άνω χώλλ του συγκροτήματος-διαμερίσματος. Επισημαίνεται και πάλι ότι και τα 14 συγκροτήματα-διαμερίσματα γραφείων του μεγάρου, από κατασκευής τους, έχουν δικές τους ξεχωριστές και αυτόνομες εισόδους, όπου έχουν τοποθετηθεί θύρες, έτσι ώστε η πρόσβαση στους χώρους αυτούς να επιτρέπεται μόνο στους ιδιοκτήτες των γραφείων των συγκροτημάτων-διαμερισμάτων ή στους μισθωτές τους και στους επισκέπτες τους. Οι θύρες αυτές ήταν πάντοτε και είναι λειτουργικές και δεν υπήρξαν ποτέ διακοσμητικές. Διαθέτουν κλειδαριές, πολλές δε από αυτές και δεύτερη κλειδαριά ασφαλείας, καθώς και κουδούνι παραπλεύρως αυτών. Οι ιδιοκτήτες ή οι ένοικοι των εν λόγω γραφείων κλείδωναν και κλειδώνουν τις θύρες αυτές ή τις αφήνουν ανοικτές κατά βούληση, ενώ κλειδιά τούτων διαθέτουν μόνο οι ίδιοι. Σημειωτέον δε ότι για την αποκλειστική χρήση του παραπάνω χωλλ (με τον μικρό διάδρομο) και της τουαλέτας (WC) από του εκάστοτε ιδιοκτήτες ή του μισθωτές των γραφείων (με αριθμ.1-5 και 10-14) των εν λόγω συγκροτημάτων-διαμερισμάτων του μεγάρου, δεν είχε διαμαρτυρηθεί ποτέ, ούτε είχε εκφράσει παράπονο κανένας από τους συνιδιοκτήτες ή ενοίκους του μεγάρου, πολλοί από τους οποίους είναι δικηγόροι και συμβολαιογράφοι, ούτε και ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι συνιδιοκτήτης και ένοικος από το έτος 1977, κατά δε τα έτη 1997-1999 διετέλεσε και διαχειριστής του μεγάρου. Και τούτο γιατί, από τον Κανονισμό του μεγάρου και ιδίως από το προπαρατεθέν εδάφιο α'του 2ου Κεφαλαίου αυτού, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), συνάγεται ότι η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων στη δικαιοπραξία σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού του επί της οδού ... αρ.13 (πρώην 11β) στο κέντρο της ... μεγάρου (υπ' αριθμ. .../1958 συμβόλαιο) είναι ότι το παραπάνω χωλλ με το μικρό διάδρομο και η τουαλέτα (WC), συνολικής επιφάνειας 23,18 τ.μ., που βρίσκονται μπροστά ακριβώς από τα πέντε γραφεία-διηρημένες οριζόντιες ιδιοκτησίες (με αριθμ.1-5 και 10-14), από τα οποία αποτελούνται τα ως άνω συγκροτήματα-διαμερίσματα γραφείων του μεγάρου, περιλαμβάνονται, από κατασκευής του μεγάρου, στη (μικτή) επιφάνεια (ιδιοκτησία) των γραφείων αυτών και η χρήση τους (χωλ, μικρού διαδρόμου και τουαλέτας) ανήκει αποκλειστικά και μόνο στους εκάστοτε ιδιοκτήτες και γενικά στους ενοίκους των εν λόγω γραφείων. Δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος .../1998 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Αθηνών Ρήγα Κωτόπουλου, ο μηνυτής Ψ και η παραπάνω σύζυγος του αγόρασαν στις 21-12-1998 τα αποτελούντα, κατά τα προεκτεθέντα, συγκρότημα-διαμέρισμα γραφείων, με αριθμ.10,11,12,13 και 14 γραφεία του εβδόμου ορόφου του ως άνω μεγάρου. Τον Σεπτέμβριο του έτους 1999 ο μηνυτής προέβη στην ανακαίνιση των γραφείων αυτών και στα πλαίσια της ανακαινίσεως αντικατέστησε και την παλαιά (ξύλινη) πόρτα, που υπήρχε, κατά τ'άνω, στην είσοδο του συγκροτήματος-διαμερίσματος γραφείων, με καινούργια θωρακισμένη πόρτα ασφαλείας, την οποία έκτοτε έκλεινε και κλείδωνε κατά βούληση. Δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος .../2001 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Τριγάζη, η συμβολαιογράφος Αθηνών ΒΒ αγόρασε στις 29-10-2001 τα με αριθμ.10,11,12,13 και 14 αντίστοιχα γραφεία (συγκροτήμα-διαμέρισμα γραφείων) του δευτέρου ορόφου του μεγάρου, στα οποία, αφού τα επισκεύασε, εγκαταστάθηκε την άνοιξη του έτους 2002 και έκτοτε έκλεινε και κλείδωνα και αυτή, κατά βούληση, την ξύλινη πόρτα που υπήρχε στην είσοδο του συγκροτήματος-διαμερίσματος των γραφείων αυτών. Με την από 21-11-2001 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας (μεγάρου) εξελέγη διαχειριστής αυτής ο μηνυτής Ψ, ο οποίος ανέλαβε την διαχείριση στις 27-2-2002. Στις 11-3-2002 συνήλθαν, ύστερα από πρόσκληση του διαχειριστή Ψ (μηνυτή), σε έκτακτη γενική συνέλευση, οι συνιδιοκτήτες του μεγάρου, στην οποία παρέστη και ο κατηγορούμενος. Στη συνέλευση αυτή η συνιδιοκτήτρια του συγκροτήματος-διαμερίσματος γραφείων με αριθμ.10-14 του δευτέρου ορόφου συμβολαιογράφος ΒΒ κατήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος έκτισε τοίχο και τοποθέτησε πόρτα ασφαλείας στον κοινόχρηστο διάδρομο του δεύτερου ορόφου που συνδέει την ιδιοκτησία της με το πλατύσκαλο του κλιμακοστασίου και τους ανελκυστήρες, αποκλείοντας την έτσι από την ιδιοκτησία της. Λόγω όμως του προχωρημένου της ώρας, η συνέλευση δεν προχώρησε στην διερεύνηση της εν λόγω καταγγελίας και προέτρεψε την συμβολαιογράφο ΒΒ να θέσει το θέμα στην επόμενη Γενική Συνέλευση. Στις 15-5-2002, μετά από πρόσκληση του μηνυτή-διαχειριστή, συνεκλήθη νέα έκτακτη (επαναληπτική) γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών του μεγάρου, στην οποία δεν παρέστη ο κατηγορούμενος. Κατά τη συνέλευση αυτή, αφού διαπιστώθηκε απαρτία, ο μηνυτής-διαχειριστής ανέφερε, σχετικά με την εγκατάσταση τριφασικών μετρητών ρεύματος στο μέγαρο, τις προδιαγραφές που έθετε η ΔΕΗ για την υποχρεωτική διέλευση των αγωγών από το υπόγειο του μεγάρου και συγκεκριμένα από την ιδιοκτησία των ΓΓ και ΔΔ. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο ο ΓΓ για τον εαυτό του και ως εκπρόσωπος της συνιδιοκτήτριας συζύγου του, ο οποίος ζήτησε ως αποζημίωση, ενόψει της ζημίας που θα υποστεί η ιδιοκτησία τους από την μόνιμη διέλευση των δύο αγωγών της ΔΕΗ από την οροφή της, το ποσό των 4400 ευρώ. Η συνέλευση χωρίς πρόταση ή εισήγηση του μηνυτή-διαχειριστή, αποφάσισε να μη προβεί σε δικαστικές ενέργειες κατά του συνιδιοκτήτη ΓΓ για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως, αλλά να δοθεί στον τελευταίο το ποσό που ζήτησε από το αποθεματικό της συνιδιοκτησίας, προκειμένου να λυθεί έτσι άμεσα το φλέγον ζήτημα της ηλεκτροδότησης του μεγάρου, εξουσιοδότησε δε τον μηνυτή-διαχειριστή να υπογράψει όλα τα απαραίτητα έγγραφα για λογαριασμό της συνιδιοκτησίας. Κατά την ίδια Γενική Συνέλευση (15-5-2002) η συμβολαιογράφος-συνιδιοκτήτρια ΒΒ επανέφερε το θέμα, που είχε γνωστοποιήσει στην προηγούμενη συνέλευση της 11-3-2002, αναφορικά με το κτίσιμο τοίχου και την τοποθέτηση θωρακισμένης πόρτας στον κοινόχρηστο διάδρομο του δεύτερου ορόφου από τον κατηγορούμενο-συνιδιοκτήτη Χ, που είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της από την ιδιοκτησία της. Σε σχέση με το θέμα αυτό η γενική συνέλευση της 15-5-2002 αποφάσισε ομόφωνα ότι η ενέργεια αυτή του συνιδιοκτήτη Χ (κατηγορουμένου) συνιστά σοβαρή παράβαση του Κανονισμού του μεγάρου και θίγει τα απορρέοντα από τον Κανονισμό αυτόν και από το νόμο δικαιώματα των συνιδιοκτητών και εξουσιοδότησε τον διαχειριστή Ψ (μηνυτή) να προσλάβει κατά την κρίση του νομικό σύμβουλο και να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες νόμιμες ενέργειες για την εφαρμογή του Κανονισμού σύμφωνα με τις υποδείξεις του νομικού συμβούλου. Ο κατηγορούμενος, φέρων βαρέως την απόφαση αυτή της γενικής συνελεύσεως, στράφηκε από τότε εναντίον τόσο της συμβολαιογράφου ΒΒ, που έκανε την καταγγελία για την (πράγματι παράνομη και αυθαίρετη, δηλαδή κατά παράβαση του Κανονισμού και χωρίς να συνεννοηθεί προηγουμένως με κανένα από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες του δεύτερου ορόφου) κατασκευή υπ'αυτού τοίχου με τούβλα και τσιμέντο και την τοποθέτηση θωρακισμένης πόρτας ασφαλείας στον κοινόχρηστο και κοινόκτητο διάδρομο του δεύτερου ορόφου, όσο και κατά του διαχειριστή Ψ (μηνυτή), με τον οποίο, σημειωτέον, διατηρούσε μέχρι τότε ο κατηγορούμενος πολύ καλές σχέσεις, γιατί δεν προέτρεψε την ΒΒ να μη φέρει προς συζήτηση στη γενική συνέλευση το παραπάνω θέμα, αλλά και γιατί ανέλαβε να προβεί (καθ'υποδειξη νομικού συμβούλου) στις απαιτούμενες νόμιμες ενέργειες σε βάρος του για την εν λόγω κατασκευή του. Έτσι άρχισε ο κατηγορούμενος να κοινοποιεί προς την ΒΒ και τον Ψ εξώδικες δηλώσεις, να καταθέτει εναντίον τους αγωγές και να υποβάλλει μηνύσεις κατά του Ψ, ισχυριζόμενος, για πρώτη φορά, ότι αυτοί (ΒΒ και Ψ) έχουν παράνομα και αυθαίρετα καταλάβει κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη (δηλαδή το παραπάνω χωλλ, τον μικρό διάδρομο και την τουαλέτα-WC) του δευτέρου ορόφου του μεγάρου η ΒΒ και του εβδόμου ορόφου ο Ψ και τα έχουν ενσωματώσει στην ιδιοκτησία τους, παραβλάπτοντας με την συμπεριφορά τους αυτή τα δικαιώματα όλων των συνιδιοκτητών του μεγάρου και αυτού του ίδιου (κατηγορούμενου) στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα αυτά μέρη του μεγάρου. Συγκεκριμένα μεταξύ των άλλων (εξωδίκων δηλώσεων, αγωγών και μηνύσεων) ο κατηγορούμενος στις 5-8-2002 υπέβαλε εναντίον του μηνυτή Ψ στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 2-8-2002 μήνυσή του, με βάση την οποία ασκήθηκε κατά του Ψ ποινική δίωξη για το αδίκημα της απιστίας κατ' εξακολούθηση (άρθρα 390 και 98 παρ.1 ΠΚ). Ειδικότερα, στην μήνυσή του αυτή ο κατηγορούμενος Χ ανέφερε: Ότι ο μηνυόμενος Ψ, ενώ ήταν διαχειριστής του μεγάρου, αντικατέστησε την ξύλινη άνευ κλείθρων διακοσμητική πόρτα του εβδόμου ορόφου του μεγάρου, που υπήρχε μεταξύ των γραφείων με αριθμ.6,7,8 και 9 και των γραφείων με αριθμ.10,11,12,13 και 14 (ιδιοκτησίας του μηνυομένου και της συζύγου του) και διατηρείτο πάντοτε ανοικτή από της κατασκευής του μεγάρου, με θωρακισμένη πόρτα ασφαλείας, την οποία , από της τοποθετήσεώς της, διατηρεί πάντοτε κλειστή, καταλαμβάνοντας έτσι τμήμα του κοινοχρήστου διαδρόμου του εβδόμου ορόφου, επιφανείας 50 τ.μ. , με ζημία όλων των συνιδιοκτητών του μεγάρου και αυτού του ίδιου (μηνυτή και ήδη κατηγορούμενου), λόγω στερήσεως της χρήσεως του ως άνω κοινοχρήστου διαδρόμου. Ότι ο μηνυόμενος, αδιαφορώντας για την από 20-5-2002 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση και διαμαρτυρία του που του κοινοποίησε και δηλώνοντας ότι δεν διαπίστωσε καμμία παράβαση του Κανονισμού του μεγάρου εκ μέρους της συμβολαιογράφου ΒΒ, παρέλειψε, καίτοι ως διαχειριστής είχε εξουσία διαχείρισης και επιμέλειας της περιουσίας των συνιδιοκτητών του μεγάρου και καθήκον εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού αυτού, να ασκήσει τα νόμιμα κατά της ως άνω συμβολαιογράφου, ιδιοκτήτριας των με αριθμ.10,11,12,13 και 14 γραφείων του δεύτερου ορόφου, η οποία, μιμηθείσα τον μηνυόμενο, κατέλαβε και αυτή αντίστοιχο χώρο του κοινόχρηστου διαδρόμου του δεύτερου ορόφου, μεταξύ των παραπάνω γραφείων της και των με αριθμ.6,7,8 και 9 γραφείων αυτού του ίδιου (μηνυτή και νυν κατηγορούμενου Χ). Και ότι ο μηνυόμενος κατά την μεθοδευμένη επαναληπτική γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών του μεγάρου της 15-5-2002, στη προσπάθειά του να συγκαλύψει τις αστικές και ποινικές του ευθύνες, υφάρπασε τρείς ανίσχυρες αποφάσεις της γενικής αυτής συνελεύσεως, ήτοι : 1)Την απόφαση σύμφωνα με την οποία, τα παράπονα και οι καταγγελίες των ιδιοκτητών του μεγάρου και των ενοικιαστών, που αφορούν παραβάσεις του Κανονισμού, θα πρέπει να γνωστοποιούνται επωνύμως στη γενική συνέλευση, η οποία και θα αποφασίζει κατά περίπτωση ποια θα είναι η στάση της συνιδιοκτησίας και θα εξουσιοδοτεί ανάλογα τον διαχειριστή, καθόσον η συνέλευση είναι το μόνο αρμόδιο όργανο, για την ερμηνεία του Κανονισμού και σ' αυτήν ανήκει κυριαρχικώς η διοίκηση και η διαχείριση του μεγάρου (Κεφ.5 παρ.21 του Κανονισμού του μεγάρου). Η οποία όμως απόφαση είναι, κατά τον μηνυτή Χ, ανίσχυρη, διότι ο Κανονισμός είναι σύμβαση και ερμηνεύεται από τα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, 2)Την απόφαση που ελήφθη κατόπιν εισηγήσεως του μηνυομένου περί καταβολής χρηματικού ποσού 4400 ευρώ ως αποζημίωση στους ΓΓ και ΔΔ, ιδιοκτήτες της με αριθμ.1 υπόγειας αποθήκης, προκειμένου να διέλθουν δύο αγωγοί τριφασικού ρεύματος της ΔΕΗ κάτω από το μωσαϊκό δάπεδο της ιδιοκτησίας τους, με συνέπεια να δημιουργηθεί, από την απόφαση αυτή της συνελεύσεως, υποχρέωση του μηνυτή (Χ) και των λοιπών συνιδιοκτητών να καταβάλουν το αναλογούν στον καθένα ποσοστό, επί ζημία της περιουσίας τους, καθόσον η καταβολή αυτή είναι πράξη χαριστική υπέρ των παραπάνω ιδιοκτητών ΓΓ και ΔΔ, ενόψει του ότι αυτοί, σύμφωνα με τον Κανονισμό, έχουν υποχρέωση να ανεχθούν την διέλευση των εν λόγω αγωγών χωρίς αμοιβή και 3)Την απόφαση με την οποία ο μηνυόμενος εξουσιοδοτήθηκε από την γενική συνέλευση να προσλάβει νομικό σύμβουλο και να ενεργήσει σύμφωνα με τις υποδείξεις του για την εκ μέρους της συμβολαιογράφου ΒΒ και του ίδιου (μηνυομένου)κατάληψη του κοινόχρηστου και κοινόκτητου διαδρόμου του δεύτερου και του έβδομου ορόφου, αντίστοιχα (παραβάσεις του Κανονισμού), ενώ ο μηνυόμενος είχε υποχρέωση ο ίδιος αυτοβούλως να επαναφέρει άμεσα τα πράγματα στη προτέρα αυτών κατάσταση, αποδίδοντας στην κοινή, χρήση των συνιδιοκτητών του μεγάρου τον κοινόχρηστο και κοινόκτητο διάδρομο του εβδόμου ορόφου, και να ασκήσει τα νόμιμα κατά της ΒΒ για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα αυτών κατάσταση και την απόδοση του κοινόχρηστου και κοινόκτητου διαδρόμου του δευτέρου ορόφου στην κοινή χρήση των συνιδιοκτητών του μεγάρου.
Από τα προεκτεθέντα, όμως, πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδεικνύονται από τις στηριζόμενες σε άμεση αντίληψη, σαφείς, λεπτομερείς και χωρίς αντιφάσεις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων της κατηγορίας, σε συνδυασμό με τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, προκύπτει ότι τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω από 2-8-2002 μήνυση του ήδη κατηγορουμένου Χ κατά του ήδη μηνυτή Ψ ήταν ψευδή. Και τούτο διότι, όπως αποδείχθηκε, η αλήθεια είναι ότι ο Ψ ανέλαβε την διαχείριση του εν λόγω μεγάρου στις 27-2-2002 και επομένως όταν τον Σεπτέμβριο του 1999 αντικατέστησε την παλαιά ξύλινη πόρτα που υπήρχε στην είσοδο του συγκροτήματος-διαμερίσματος γραφείων με αριθμ.10,11,12,13 και 14, ιδιοκτησίας του ίδιου και της συζύγου του, με καινούργια θωρακισμένη πόρτα ασφαλείας, δεν ήταν διαχειριστής του μεγάρου, η δε αντικατασταθείσα πόρτα δεν υπήρξε ποτέ διακοσμητική, ούτε παρέμεινε πάντοτε ανοικτή, αλλά αντίθετα ήταν, από κατασκευής του μεγάρου, λειτουργική, διέθετε δύο κλειδαριές και κουδούνι και οι εκάστοτε ιδιοκτήτες και οι ένοικοι των ως άνω με αριθμ.10, 11,12,13 και 14 γραφείων κλείδωναν ή άφηναν ανοικτή κατά βούληση την πόρτα αυτή, κλειδιά της οποίας είχαν μόνο οι ίδιοι. Επίσης η αλήθεια είναι ότι το φερόμενο ως καταληφθέν από μεν τον Ψ τμήμα του κοινοχρήστου διαδρόμου του εβδόμου ορόφου, επιφανείας 50 τ.μ., από δε την ΒΒ τμήμα του κοινοχρήστου διαδρόμου του δευτέρου ορόφου, επιφανείας 50 τ.μ., είναι ο χώρος, ο οποίος περιλαμβάνει το παραπάνω χωλλ με τον μικρό διάδρομο και την τουαλέτα(WC),συνολικής επιφανείας 23,18 τ.μ. και όχι 50 τ.μ., και βρίσκεται εντός του συγκροτήματος-διαμερίσματος γραφείων με αριθμ.10,11,12,13 και 14 του δευτέρου ορόφου, ιδιοκτησίας της ΒΒ και εντός του ίδιου συγκροτήματος-διαμερίσματος γραφείων του εβδόμου ορόφου, ιδιοκτησίας του Ψ και της συζύγου του, στους οποίους ιδιοκτήτες και μόνο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ανήκει αποκλειστικά η χρήση του εν λόγω χώρου, δηλαδή του χωλ με τον μικρό διάδρομο και της τουαλέτας (WC) και συνακόλουθα με το να κλείνουν αυτοί (ΒΒ και Ψ) ή να αφήνουν ανοικτή, κατά βούληση, την παραπάνω πόρτα που είναι τοποθετημένη στην ξεχωριστή και αυτόνομη είσοδο, την οποία, από κατασκευής του μεγάρου, διαθέτει το καθένα από τα πιο πάνω συγκροτήματα-διαμερίσματα γραφείων, δεν παραβιάζουν ούτε το νόμο, ούτε τον Κανονισμό του μεγάρου. Περαιτέρω η αλήθεια είναι ότι η Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών της 15-5-2002 αποφάσισε ομόφωνα "Ότι ενόψει του ότι η συνέλευση είναι το μόνο αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία του κανονισμού και σ'αυτήν ανήκει κυριαρχικώς η διοίκηση και η διαχείριση του μεγάρου (Κεφ.5 παρ.21 του Κανονισμού) σε καμμία περίπτωση ο εκάστοτε διαχειριστής δεν πρέπει να προβαίνει από μόνος του σε ενέργειες κατά των φερομένων ως παραβατών (του Κανονισμού), με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς από τον Κανονισμό, π.χ.τις οφειλές κοινοχρήστων ή τις περιπτώσεις που ο ίδιος κρίνει ότι λόγω της εξαιρετικά επείγουσας φύσης τους χρήζουν άμεσων ενεργειών. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις τα παράπονα ή οι καταγγελίες θα πρέπει να γνωστοποιούνται επωνύμως στη συνέλευση (είτε αυτοπροσώπως είτε με επιστολή απευθυνόμενη στη συνέλευση), η οποία θα αποφασίζει κατά περίπτωση ποια θα είναι η στάση της συνιδιοκτησίας και θα εξουσιοδοτεί ανάλογα τον διαχειριστή εγκρίνοντας ταυτόχρονα την αμοιβή του νομικού συμβούλου που τυχόν θα χρειασθεί". Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ο μηνυτής και ήδη κατηγορούμενος Χ δεν εμφανίσθηκε, ούτε προσέφυγε στη Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών για να θέσει προς συζήτηση την, κατά τους ισχυρισμούς του, παράβαση του Κανονισμού εκ μέρους της ΒΒ και του διαχειριστή Ψ (κατάληψη τμήματος του κοινόκτητου και κοινόχρηστου διαδρόμου του δευτέρου και του εβδόμου ορόφου) και να ζητήσει τη λήψη σχετικής αποφάσεως, ενόψει του ότι σ'αυτές τις περιπτώσεις, όπως είναι και η επικαλούμενη από τον νυν κατηγορούμενο Χ ως άνω παράβαση του Κανονισμού, η λήψη των ανάλογων μέτρων κατά των φερομένων ως παραβατών, προϋποθέτουσα προσφυγή στα αρμόδια δικαστήρια, πρόσληψη νομικού παραστάτη και αντίστοιχα σημαντικά έξοδα, δεν είναι από εκείνες τις ενέργειες, στις οποίες μπορούσε να προβεί μόνος του, χωρίς να έχει προηγουμένως την σύμφωνη γνώμη της Γενικής Συνέλευσης, ο διαχειριστής του μεγάρου, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο προπαρατεθέν κεφάλαιο 5 παραγρ.21 του Κανονισμού του μεγάρου. Έτσι, η μόνη δυνατότητα που είχε, εν προκειμένω, ο νυν μηνυτής Ψ ως διαχειριστής του μεγάρου ήταν να συγκαλέσει αυτός εκτάκτως την γενική συνέλευση και να θέσει ο ίδιος στην κρίση της τους ως άνω ισχυρισμούς του Χ. Παράλειψη δε αυτού (Ψ) να πράξει κάτι τέτοιο δεν μπορεί να του καταλογιστεί, καθόσον με την από 22-7-2002 εξώδικη απάντηση-δήλωσή του, που κοινοποίησε στον Χ στις 23-7-2002, γνωστοποίησε σ'αυτόν ότι προγραμματίζει έκτακτη γρνική συνέλευση στο διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2002 και τον κάλεσε να παραβρεθεί και να εκθέσει στους ισχυρισμούς του κατ'αυτού, της συζύγου του και της ΒΒ και ότι διαφορετικά θα ενημέρωνε ο ίδιος σχετικά την γενική συνέλευση. Πράγματι δε στις 5-9-2002 συνήλθαν, κατόπιν προσκλήσεως του διαχειριστή Ψ, σε έκτακτη γενική συνέλευση οι συνιδιοκτήτες του μεγάρου, πλην όμως, εν των μεταξύ, είχε ήδη υποβληθεί από τον νυν κατηγορούμενο Χ εναντίον του νυν μηνυτή Ψ η εν λόγω από 2-8-2002 μήνυση, η από 15-7-2002 αγωγή και η από 7-8-2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και έτσι το όλο θέμα συζητήθηκε συνολικά, δηλαδή σε συνδυασμό και με τις παραπάνω δικαστικές ενέργειες του Χ. Τέλος, η αλήθεια, που αδιαμφισβήτητα προκύπτει από τα πρακτικά της έκτακτης γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών του μεγάρου της 15-5-2002, είναι ότι η συνέλευση αυτή, χωρίς καμμία πρόταση ή εισήγηση του διαχειριστή Ψ, αποφάσισε ομόφωνα την καταβολή αποζημιώσεως, ύψους 4400 ευρώ, στο ζεύγος ΓΓ-ΔΔ, ενώ δεν ασχολήθηκε με την δήθεν κατάληψη εκ μέρους του Ψ (διαχειριστή) και της ΒΒ τμήματος του κοινοχρήστου διαδρόμου του εβδόμου και του δευτέρου ορόφου αντίστοιχα, αντίθετα η εν λόγω συνέλευση ασχολήθηκε με την κατά παράβαση του Κανονισμού ανέγερση τοίχου και τοποθέτηση θωρακισμένης πόρτας στον κοινόχρηστο διάδρομο του δευτέρου ορόφου από τον συνιδιοκτήτη Χ (κατηγορούμενο), ενώ δεν προκύπτει, ούτε καν συνάγεται από τα παραπάνω πρακτικά, ότι η συνέλευση της 15-5-2002 αμφισβήτησε την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Χώρας αναφορικά με θέματα ερμηνείας του Κανονισμού του μεγάρου. Κατά συνέπεια των ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί μεθοδευμένης υφαρπαγής ανίσχυρων αποφάσεων της εν λόγω γενικής συνελεύσεως από τον διαχειριστή του μεγάρου Ψ, όπως αναληθώς ισχυρίζεται ο νυν κατηγορούμενος με την από 2-8-2002 μήνυσή του κατ' αυτού.
Με βάση λοιπόν τα προαναφερθέντα, ο τότε κατηγορούμενος και ήδη μηνυτής Ψ, στα πλαίσια της διαχειριστικής δραστηριότητας και εξουσίας του, δεν προέβη σε επιζήμια διαχείριση της περιουσίας του τότε μηνυτή και ήδη κατηγορούμενου Χ ή οποιουδήποτε άλλου συνιδιοκτήτη του μεγάρου, γι'αυτό άλλωστε και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1970/2003 βούλευμά του, το οποίο επικυρώθηκε με το υπ' αριθμ. 2537/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του Ψ για την πράξη της απιστίας κατ'εξακολούθηση, λόγω ελλείψεως σοβαρών ενδείξεων σε βάρος του. Οι ανωτέρω περιεχόμενοι στην εν λόγω από 2-8-2002 μήνυση του ήδη κατηγορουμένου ισχυρισμοί ψευδών περιστατικών για τον ήδη μηνυτή, περιήλθαν σε γνώση τουλάχιστον των προανακριτικών υπαλλήλων και τα ισχυριζόμενα ήταν κατ'εξοχήν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού ως διαχειριστή του ως άνω μεγάρου, έντιμου ανθρώπου, οικογενειάρχη και καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης, αφού τον εμφανίζουν ως αναξιόπιστο και αφερέγγυο, που προσπαθούσε να επωφεληθεί, με αθέμιτα μέσα, από την εξουσία του ως διαχειριστή, ζημιώνοντας την περιουσία του ήδη κατηγορουμένου Χ και των άλλων συνιδιοκτητών, που διαχειριζόταν. Γνώριζε δε ο κατηγορούμενος Χ ότι το περιεχόμενο της από 2-8-2002 μηνύσεώς του, το οποίο επιβεβαίωσε και ενόρκως στον Εισαγγελέα κατά την κατάθεσή της ενώπιόν του, ήταν ψευδές, δεδομένου ότι ήταν συνιδιοκτήτης του μεγάρου και ένοικος ήδη από το έτος 1977, είχε μάλιστα διατελέσει και διαχειριστής αυτού τα έτη 1997-1999, ενώ είχε επισκεφθεί πολλές φορές το συγκρότημα-διαμέρισμα γραφείων με αριθμούς 10-14 του εβδόμου ορόφου, όπως άλλωστε και το αντίστοιχο συγκρότημα-διαμέρισμα γραφείων του δεύτερου ορόφου (στον οποίο όροφο είχε και το δικηγορικό του γραφείο) και ως εκ τούτου είχε άμεση, προσωπική γνώση ότι το καθένα από τα 14 συγκροτήματα-διαμερίσματα γραφείων του μεγάρου, από κατασκευής αυτού, έχει δική του ξεχωριστή και αυτόνομη είσοδο, όπου υπάρχει πόρτα, λειτουργική, με κλειδαριά, έτσι ώστε η πρόσβαση σ'αυτό (συγκρότημα-διαμέρισμα γραφείων) να είναι δυνατή μόνο στους εκάστοτε ιδιοκτήτες και γενικά στους ενοίκους των πέντε γραφείων εκάστου συγκροτήματος-διαμερίσματος και ότι μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του χωλλ, του μικρού διαδρόμου και της τουαλέτας (WC), συνολικού εμβαδού 23,18 τ.μ., που βρίσκονται εντός εκάστου συγκροτήματος-διαμερίσματος γραφείων με αριθμ.1-5 και 10-14. Επιπλέον δε, λόγω της υπ'αυτού πολυετούς ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και της νομικής καταρτίσεως και εμπειρίας που διέθετε ο κατηγορούμενος Χ είχε και εξειδικευμένη γνώση της πράξεως συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και του Κανονισμού του μεγάρου, των κατόψεων των ορόφων και του πίνακα κατανομής ιδιοκτησίας, γι'αυτό άλλωστε και δεν είχε διαμαρτυρηθεί ποτέ, ούτε είχε εκφράσει παράπονο, όπως επίσης και κανένας άλλος από τους συνιδιοκτήτες ή ενοίκους του μεγάρου, για την αποκλειστική χρήση του παραπάνω χωλλ με το μικρό διάδρομο και της τουαλέτας (WC) από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες ή τους μισθωτές των γραφείων με αριθμ.1-5 και 10-14 των συγκροτημάτων-διαμερισμάτων του μεγάρου. Μόνο δε μετά την γενική συνέλευση της 15-5-2002, κατά την οποία αποδοκιμάστηκε ομόφωνα η ενέργειά του να ανεγείρει τοίχο και να τοποθετήσει θωρακισμένη πόρτα στον κοινόχρηστο διάδρομο του δεύτερου ορόφου και εξουσιοδοτήθηκε ο διαχειριστής Ψ να προβεί, καθ'υπόδειξη νομικού συμβούλου, στις απαιτούμενες νόμιμες ενέργειες κατ'αυτού, χολωθείς ο κατηγορούμενος Χ, στράφηκε, για τους προεκτεθέντες λόγους, εναντίον του Ψ και της ΒΒ, κοινοποιώντας σ'αυτούς εξώδικες δηλώσεις , καταθέτοντας εναντίον τους αγωγές και υποβάλλοντας μηνύσεις εναντίον του Ψ, ισχυριζόμενος, με αυτές, για πρώτη φορά, ότι έχουν παράνομα και αυθαίρετα καταλάβει τμήμα του κοινόχρηστου διαδρόμου του έβδομου ορόφου ο Ψ και του δεύτερου ορόφου η ΒΒ. Ειδικότερα δε, με την από 2-8-2002 μήνυσή του ο κατηγορούμενος ήθελε να προκαλέσει την ποινική δίωξη του Ψ, ως διαχειριστή, για το αδίκημα της απιστίας κατ' εξακολούθηση (πράγμα το οποίο και πέτυχε) αποβλέποντας και στο να ασκήσει έτσι πίεση κατ'αυτού, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε κατά την απολογία του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αναφέροντας ότι "Δεν είχα λόγο να τον προσβάλλω (τον Ψ) μπορεί να ήταν και ένα μέσο πίεσης να τα βρούμε ... ως μέσο πίεσης για να βρω συμβιβασμό έγιναν οι μηνύσεις ...". Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατόπιν της από 13-1-2003 μηνύσεως του κατηγορουμένου Χ, ασκήθηκε κατά του μηνυτή Ψ και της συζύγου του Ω (καθώς και κατά των ..., συμβολαιογράφου και ...) ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και απάτης ενώπιον Δικαστηρίου από κοινού, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που αφορούσαν τα ίδια πιο πάνω περιστατικά, δηλαδή την δήθεν κατάληψη υπ'αυτών τμήματος του κοινόκτητου και κοινόχρηστου διαδρόμου του έβδομου ορόφου. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, όμως, με το υπ' αριθμ. 1884/2003 βούλευμά του, το οποίο επικυρώθηκε με το υπ' αριθμ. 1536/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δέχθηκε ότι δεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος τους, και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ'αυτών για τις παραπάνω πράξεις. Ο κατηγορούμενος Χ, όπως αποδείχθηκε, κατά τον χρόνο της καταμηνύσεως του Ψ για απιστία κατ' εξακολούθηση (5-8-2002), γνώριζε, αφού ήδη από της 23-7-2002 είχαν κοινοποιηθεί σ'αυτόν και τα πρακτικά της γενικής συνελεύσεως της 15-5-2002, ότι τα ισχυριζόμενα στην παραπάνω μήνυσή του περί μεθοδευμένης υφαρπαγής παρά του μηνυομένου διαχειριστή ανίσχυρων και παράνομων αποφάσεων της εν λόγω γενικής συνελεύσεως, με σκοπό να συγκαλύψει δικές του αστικές και ποινικές ευθύνες και περί συγκλήσεως υπ'αυτού (μηνυομένου) γενικών συνελεύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου και του Κανονισμού του μεγάρου, όχι μόνο δεν ευσταθούσαν, αλλά ήταν και αναληθή, όπως η αναλήθειά τους αυτή σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά της ως άνω γενικής συνελεύσεως των συνιδιοκτητών του μεγάρου, οι οποίοι, έμπειροι δικηγόροι και συμβολαιογράφοι ως επί το πλείστον, δεν νοείται ότι θα μπορούσαν να παραπλανηθούν και να παρασυρθούν από τον μηνυόμενο διαχειριστή, καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, ηλικίας τότε 32 ετών, στη λήψη παράνομων και ανίσχυρων αποφάσεων, επιζήμιων για τα συμφέροντα της περιουσίας τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ακριβώς τα ίδια πιο πάνω ψευδή περιστατικά επανέλαβε ο κατηγορούμενος Χ, εν γνώσει του, κατά τα προεκτεθέντα, ότι είναι αναληθή και ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή Ψ, και στα παρακάτω δικόγραφα και την εξώδικη πρόσκληση-δήλωση, που συνέταξε μάλιστα ο ίδιος, ήτοι: α) Στην από 6-8-2002 αγωγή, που κατέθεσε την ίδια ημερομηνία στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά του Ψ, με την οποία ζητούσε να ακυρωθούν οι παραπάνω αποφάσεις της γενικής συνελεύσεως της 15-5-2002, β) στην από 7-8-2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που φέρεται ότι άσκησε από κοινού με την θυγατέρα του ΑΑ, κατά του μηνυτή Ψ, της συζύγου του Ω και της ΒΒ, κατατεθείσα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 8-8-2002, με την οποία, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, ζητούσε να αντικατασταθεί ο διαχειριστής του μεγάρου Ψ (πρώτος των καθών η αίτηση) και να παύσουν οι καθών η αίτηση να εμποδίζουν την κοινή χρήση του κοινόκτητου και κοινόχρηστου διαδρόμου του εβδόμου και του δευτέρου ορόφου του μεγάρου, γ) στο από 6-9-2002 σημείωμα, που φέρεται ότι κατέθεσε από κοινού με την παραπάνω θυγατέρα του επί της ως άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και δ) στην από 28-8-2002 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση μετ'επιφυλάξεως δικαιωμάτων, που φέρεται ότι συνέταξε από κοινού με την εν λόγω θυγατέρα του και κοινοποίησε στους Ψ, Ω και ΒΒ. Το ψευδές περιεχόμενο των ως άνω δικογράφων και της εξώδικης προσκλήσεως-δηλώσεως περιήλθε σε γνώση οπωσδήποτε των Δικαστών που συγκρότησαν τα πιο πάνω Δικαστήρια, των γραμματέων αυτών και των δικαστικών επιμελητών που κοινοποίησαν τα έγγραφα αυτά, τα δε ισχυριζόμενα με τα εν λόγω έγγραφα ψευδή περιστατικά ήταν κατ'εξοχήν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή Ψ για τους λόγους που προεκτέθηκαν. Οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, μη ενισχυόμενες από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν κρίνονται, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, αρκετές και ικανές για να οδηγήσουν σε διαφορετική επί του προκειμένου κρίση, καθόσον οι εν λόγω μάρτυρες, καταθέτοντας ως επί το πλείστον συμπερασματικώς και όχι ως έχοντες ιδία αντίληψη και γνώση των πραγμάτων, προσπάθησαν να πείσουν το Δικαστήριο, όπως άλλωστε και ο κατηγορούμενος με την απολογία του, ότι ο όσα ο τελευταίος ισχυρίσθηκε σε βάρος του μηνυτή πίστευε ότι ήταν αληθή, δηλαδή ότι δεν τελούσε σε δόλο και ότι ενήργησε στα πλαίσια προστασίας των νομίμων δικαιωμάτων του και των συμφερόντων του, πλην όμως δεν κατέθεσαν οι μάρτυρες αυτοί συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο μηνυτής κατά κατάχρηση της εξουσίας του ως διαχειριστή προέβη σε επιζήμια διαχείριση της περιουσίας του κατηγορούμενου, έτσι ώστε δικαιολογημένα δημιουργήθηκε σ'αυτόν η παραπάνω πίστη και οι ενέργειές του (μηνύσεις κ.λπ.)ήταν εύλογες και αναγκαίες για την προστασία των δικαιωμάτων του." Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε, κατά πλειοψηφία (μειοψήφισε ένα μέλος), ένοχο τον κατηγορούμενο των ανωτέρω πράξεων και, αφού του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι : "1.Στις 5.8.02 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε, αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτή και ειδικότερα εγχείρισε - κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 2.8.02 μήνυση του κατά του ήδη εγκαλούντα Ψ με την οποία καταμήνυσε αυτόν ψευδώς ότι ως διαχειριστής της κείμενης επί της οδού ... οικοδομής, τέλεσε το αδίκημα της απιστίας του άρθρου 390 ΠΚ κατ' εξακολούθηση. Συγκεκριμένα στην εν λόγω μήνυσή του αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: "Κύριε Εισαγγελέα ο έναντι μηνυόμενος διαχειριστής ων του Μεγάρου γραφείων και καταστημάτων της οδού ... αρ. 13 της πόλεως των ... αντικατέστησε την ξύλινην άνευ κλείθρων διακοσμητική πόρτα του 7ου ορόφου του Μεγάρου που υπήρχε και διετηρείτο πάντοτε ανοικτή από της κατασκευής του Μεγάρου, υφισταμένην μεταξύ των γραφείων Νο. 6, 7, 8 και 9 και των Νο. 10,11,12,13 και 14 γραφείων (ιδιοκτησίας αυτού και της συζύγου του ) με θωρακισμένη πόρτα ασφαλείας την οποία, από της τοποθετήσεως της διατηρεί πάντοτε κλειστή και έτσι κατέλαβε τμήμα του κοινοχρήστου διαδρόμου του 7ου ορόφου επιφανείας 50 τ.μ. με ζημία όλων των συνιδιοκτητών του Μεγάρου και εμού. Ευθύς ως έλαβα γνώση της πράξεως του έναντι μηνυομένου διαχειριστή επέδωκα σ' αυτόν την από 20.5.02 εξώδικη πρόσκληση - δήλωση και διαμαρτυρία μου, με την οποία συν τοις άλλοις του ζήτησα να επαναφέρει τα πράγματα στην πρότερα αυτών κατάσταση αφ' ενός και αφ' ετέρου να ασκήσει τα νόμιμα κατά της ΑΑ, ιδιοκτήτριας των υπ' αριθμ. 10, 11, 12, 13 και 14 γραφείων του β' ορόφου, η οποία μιμηθείσα τον έναντι μηνυόμενο κατέλαβε και αυτή αντίστοιχο κοινόχρηστο διάδρομο επιφανείας 50 τ.μ στον β' όροφο υφιστάμενο μεταξύ των προαναφερομένων γραφείων μου (υπ' αριθμ. 6, 7,8 και 9) και των υπ'. αριθμ. 10, 11, 12, 13 και 14 γραφείων της. Περαιτέρω με το εξώδικο μου αυτό επέστησα την προσοχή στον έναντι μηνυόμενο για τις αστικές και ποινικές του ευθύνες αν δεν επαναφέρει τα πράγματα στην πρότερα αυτών κατάσταση στον 7° όροφο και αν παραλείψει να ασκήσει τα νόμιμα κατά της προαναφερομένης ΑΑ για την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα αυτών κατάσταση στο β' όροφο. 'Ομως ο έναντι μηνυόμενος, καίτοι ως διαχειριστής έχει εξουσία διαχείρισης και επιμέλειας ξένης περιουσίας και καθήκον (υποχρέωση) εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού του Μεγάρου απορρέουσα από δικαιοπραξία ήτοι εν προκειμένω από εντολή που έχει λάβει από τους συνιδιοκτήτες του Μεγάρου με το διορισμό του ως διαχειριστού υπ' αυτών (συνιδιοκτητών) ευθυνόμενος βάσει του κανονισμού του Μεγάρου εν τη διαχειρίσει του Μεγάρου ως δια την εν τοις ιδίοις επιμέλειαν ... όχι μόνο με αγνόησε και με περιφρόνησε αλλά και με έπαρση - κομπασμό-κομπορρημοσύνη και αλαζονεία μου δήλωσε ότι δεν διαπίστωσε καμμία παράβαση του κανονισμού του Μεγάρου ότι αυτός θα είναι συνεχώς διαχειριστής του Μεγάρου και περαιτέρω στη μειοψηφική (διότι σ' αυτήν παρέστησαν συνιδιοκτήτες μη εκπροσωπούντες ούτε τα τριακόσια χιλιοστά της συνιδιοκτησίας) συνέλευση των συνιδιοκτητών της 15.5.02 (μεθοδευμένη επαναληπτική) υφήρπασε τρεις ανίσχυρες αποφάσεις της Γ.Σ. των συνιδιοκτητών του Μεγάρου εν τη προσπάθεια του να συγκαλύψει τις αστικές και ποινικές του ευθύνες, ήτοι πρώτον σε περιπτώσεις παράβασης του κανονισμού του Μεγάρου θα αναφέρεται (καταγγέλεται) αυτή (παράβαση) στη συνέλευση και όχι στο διαχειριστή καθόσον η Γ.Σ. είναι η μόνη αρμόδια να ερμηνεύει τον κανονισμό, απόφαση ανίσχυρη διότι ο κανονισμός είναι σύμβαση και ερμηνεύεται από τα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ ..., δεύτερον σχετικά με την εγκατάσταση στο Μέγαρο τριφασικών μετρητών ρεύματος χρειάζεται πράγματι η διέλευση δύο αγωγών ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ κάτωθι του εκ μωσαϊκού δαπέδου της υπ' αριθμ. 1 υπόγειας αποθήκης ιδιοκτησίας του κ. ΓΓ και της συζύγου του από εκεί δηλαδή που διέρχονται οι σήμερα υφιστάμενοι, βάσει του υπάρχοντος από κατασκευής του Μεγάρου σχεδίου,
που μπορεί να γίνει άνευ επιβαρύνσεως των συνιδιοκτητών καθόσον οι αγωγοί αυτοί ως κεντρική εγκατάσταση παροχετεύσεως ηλεκτρικού ρεύματος είναι κοινόχρηστο πράγμα ... και για τους ιδιοκτήτες της υπ' αριθμ. 1 υπόγειας αποθήκης, από το δάπεδο (υπογείως) της οποίας θα διέλθουν ούτοι (η από την οροφή ή άλλο σημείο της αποθήκης αυτής) υφίσταται υποχρέωση να ανεχθούν τη διέλευση αυτών, λόγω περιορισμού της κυριότητος εχούσης χαρακτήρα δουλείας υπέρ των συνιδιοκτητών του Μεγάρου ... άνευ αμοιβής καθόσον μετά τη διέλευση των αγωγών αυτών από την αποθήκη αυτή θα γίνει επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση της αποθήκης αυτής. 'Ομως τη εισηγήσει του έναντι μηνυομένου ελήφθη απόφαση της Γ.Σ. να καταβληθεί στους παραπάνω ιδιοκτήτες της εν λόγω αποθήκης υπό μορφήν δήθεν αποζημίωσης το ποσό των 4.400 ΕΥΡΩ (15.000.000. δρχ.) για να ανεχθούν τη διέλευση των ως άνω ρηθέντων αγωγών από την αποθήκη των, η οποία βεβαίως είναι πράξη χαριστική υπέρ του ΓΓ και της συζύγου του βλάπτουσα τα συμφέροντα μου και ανίσχυρη ως αντίθετη με τις προαναφερόμενες διατάξεις του κανονισμού και τρίτον για την προαναφερόμενη υπό του έναντι μηνυομένου κατάληψη του κοινοχρήστου και κοινόκτητου διαδρόμου του 7ου ορόφου και την τοιαύτη στον β' όροφο υπό της κ. ΒΒ (παραβάσεις του κανονισμού βλάπτουσες και ζημιούσες εμέ ως συνιδιοκτήτη αλλά και όλους τους συνιδιοκτήτες), ο έναντι μηνυόμενος εξουσιοδοτήθηκε από τη Γ.Σ. των συνιδιοκτητών να προσλάβει νομικό σύμβουλο για να ενεργήσει σύμφωνα με τις υποδείξεις του δήθεν (δηλ. το θέμα παρεπέμφθη στις Ελληνικές Καλένδες), ενώ είχε υποχρέωση ο ίδιος αυτοβούλως να επαναφέρει άμεσα τα πράγματα στην πρότερα αυτών κατάσταση αποδίδοντας στη κοινή χρήση των συνιδιοκτητών του Μεγάρου τον κοινόχρηστο και κοινόκτητο διάδρομο του 7ου ορόφου και να ασκήσει τα νόμιμα κατά της ΒΒ για την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα αυτών κατάσταση και την απόδοση του κοινόχρηστου και κοινόκτητου διαδρόμου του β' ορόφου στην κοινή χρήση των συνιδιοκτητών του Μεγάρου εφόσον αυτή ήθελε αρνηθεί αυτοβούλως να συμμορφωθεί με τον κανονισμό του Μεγάρου. Και η απόφαση αυτή της συνέλευσης είναι ως πράξη χαριστική υπέρ της ΒΒ βλάπτουσα τα συμφέροντα μου, ανίσχυρη βάσει των προαναφερομένων διατάξεων, του κανονισμού ...>>. Τα διαλαμβανόμενα όμως στην εν λόγω μήνυση ήταν ψευδή, αφού η αλήθεια είναι ότι ο εγκαλών το έτος 1999 αντικατέστησε την προϋπάρχουσα ξύλινη πόρτα που διαχωρίζει το ως άνω συγκρότημα γραφείων του από τον κοινόχρηστο χώρο του Μεγάρου με θωρακισμένη πόρτα ασφαλείας, η αντικατασταθείσα δε πόρτα δεν υπήρξε ποτέ διακοσμητική, ούτε παρέμενε ανοιχτή, αντίθετα διέθετε δύο κλειδαριές, εκ των οποίων μάλιστα η μία ήταν ασφαλείας, το φερόμενο δε ως καταληφθέν από τον εγκαλούντα τμήμα του κοινόχρηστου διαδρόμου είναι ο μικρός διάδρομος και το χωλ με την τουαλέτα (WC), συνολικού εμβαδού 23,18 τ.μ. και όχι 50τ.μ. το δικαίωμα χρήσεως των οποίων, σύμφωνα και με τον κανονισμό της οικοδομής ανήκει αποκλειστικά και μόνο στους εκάστοτε ιδιοκτήτες των διηρημένων οριζοντίων ιδιοκτησιών του αντίστοιχου ορόφου, οι οποίοι (μεταξύ αυτών και οι δικαιοπάροχοι του εγκαλούντα και της ΒΒ) είχαν τοποθετήσει θύρες εισόδου στο διάδρομο εκάστου ορόφου, κατά τρόπο ώστε η πρόσβαση στους ανωτέρω χώρους να επιτρέπεται μόνο σ'αυτούς (εκάστοτε κυρίους των συγκροτημάτων αυτών) ή τους μισθωτές τους, η δε συνέλευση των συνιδιοκτητών της 15.5.02, χωρίς πρόταση ή εισήγηση του εγκαλούντα, αποφάσισε την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης στον συνιδιοκτήτη ΓΓ, ενώ δεν ασχολήθηκε με τη δήθεν κατάληψη εκ μέρους του εγκαλούντα και της ΒΒ των κοινοχρήστων διαδρόμων του 7ου και 2ου ορόφου αντίστοιχα, αντίθετα η εν λόγω συνέλευση ασχολήθηκε με την εκ μέρους του κατηγορουμένου ανέγερση τοίχου και τοποθέτηση θωρακισμένης πόρτας στον κοινόχρηστο διάδρομο του 2ου ορόφου, ο δε εγκαλών δεν εισηγήθηκε ούτε "υφήρπασε" απόφαση της εν λόγω γενικής συνέλευσης περί αμφισβήτησης της αρμοδιότητας των Δικαστηρίων. Ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους της μήνυσής του και ήθελε με τον τρόπο αυτό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του παθόντα για την ανωτέρω πράξη. Την αναλήθεια δε των περιεχομένων στην επίμαχη μήνυση του αποδέχτηκε με το υπ' αριθμ. 2537/03 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών,
και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του τότε κατηγορουμένου και ήδη εγκαλούντα διότι δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του για την πράξη της απιστίας κατ' εξακολούθηση. 2. Στις 5.8.02, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον, αρχής, αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και ειδικότερα, υποβάλοντας την ως άνω υπό στοιχ. 1 της παρούσας μήνυση του, ενώ τελούσε εν γνώσει του ψεύδους αυτής, επιβεβαίωσε ένορκα το περιεχόμενο της, ενώ η αλήθεια, που γνώριζε,είναι όσα αναφέρονται στην προπεριγραφείσα πράξη. 3. Στις 5-8-2002, στις 6-8-2002, στις 8-8-2002, στις 6-9-2002 και στις 28-8-2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, εν γνώσει του ότι αυτά τα γεγονότα ήταν ψευδή. Ειδικότερα στις 5-8-2002, υποβάλοντας την ως άνω στην υπό στοιχ.1 πράξη μήνυση του ισχυρίστηκε ενώπιον τουλάχιστον των προανακριτικών υπαλλήλων, τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, τα οποία είναι ψευδή και γνώριζε αυτός την αναλήθειά τους, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα. Τα ανωτέρω ψευδή περιστατικά, επανέλαβε και στα παρακάτω δικόγραφα εξώδικα, που συνέταξε, ήτοι: α)Στην από 6-8-2002 αγωγή που κατέθεσε την ίδια ημερομηνία στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά του εγκαλούντα, ζητώντας την ακύρωση των ανωτέρω αποφάσεων της συνέλευσης της 15-5-2002, β)Στην από 7-8-2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που άσκησε στις 8-8-2002 ενώπιον του πιο πάνω Δικαστηρίου κατά του εγκαλούντα, της συζύγου του και της ΒΒ, με την οποία, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση, ζήτησε να αντικατασταθεί ο εγκαλών διαχειριστής και να παύσουν προσωρινά οι ανωτέρω να τον εμποδίζουν στη σύγχρηση των κοινόχρηστων πραγμάτων που ανέφερε σ'αυτή, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωρινής κράτησης, γ)Στο από 6-9-2002 σημείωμα που κατέθεσε επι της ως ανω αίτησης και δ)Στην από 28.8.02 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση μετ'επιφυλάξεως δικαιωμάτων, που συνέταξε και απέστειλε στα ανωτέρω τρία πρόσωπα. Ήτοι, με τα ανωτέρω δικόγραφα του και την ως άνω εξώδικη δήλωσή του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ενώπιον των Δικαστών που συγκροτούσαν τα πιο πάνω Δικαστήρια, των γραμματέων αυτών, των δικαστικών επιμελητών που κοινοποίησαν τα έγγραφα αυτά και όσων τυχόν έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους, τα ακόλουθα ψευδή γεγονότα: 1. Ότι ο εγκαλών κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διαχειριστής της εν λόγω οικοδομής κατέλαβε τμήμα εμβαδού 50 τ.μ του κοινόχρηστου διαδρόμου του 7ου ορόφου, 2. Ότι αδιαφόρησε και δεν άσκησε τα νόμιμα κατά της ως άνω συνιδιοκτήτριας, ΒΒ, για τις πιο πάνω αυθαίρετες ενέργειες της, 3.Ότι εισηγήθηκε στη Γ.Σ. των συνιδιοκτητών της 15.5.02 τη χαριστική καταβολή αποζημίωσης ποσού 4.400 ΕΥΡΩ υπέρ του συνιδιοκτήτη ΓΓ προκείμενου να διέλθει από το υπόγειο κατάστημα του αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος, 4. Ότι με σκοπό να συγκαλύψει αστικές και ποινικές του ευθύνες εισηγήθηκε προς τη Γ.Σ. της 15.5.02 τη λήψη παρανόμων αποφάσεων, 5. Ότι έχει ως κύριο μέλημα του τη συγκάλυψη ποινικών αδικημάτων του και αστικών πταισμάτων του παρά την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της συνιδιοκτησίας της άνω πολυκατοικίας και 6. Ότι συγκαλεί Γ.Σ. συνιδιοκτητών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις νομιμότητας που ορίζει ο κανονισμός και οι νόμοι. Αντίθετα τα αληθή γεγονότα είναι ότι ο εγκαλών όπως και η ΒΒ ουδέποτε κατέλαβαν τμήμα κοινόχρηστου διαδρόμου των 7ου και 2ου ορόφου, αντίστοιχα, και μάλιστα εμβαδού 50 τμ. αντίθετα ως κύριοι των πέντε αντίστοιχων γραφείων των σχετικών συγκροτημάτων είχαν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της τουαλέτας (WC), του χώλ και του μικρού διαδρόμου, συνολικού εμβαδού 23,18 τμ, και όπως είχαν δικαίωμα αντικατέστησαν τις θύρες εισόδου που υπήρχαν στις εισόδους του χώλ, οι οποίες κλείδωναν πάντοτε και τις οποίες αυτοί συνέχιζαν να κλειδώνουν, ώστε να αποκλείουν την πρόσβαση στους πιο πάνω κοινόκτητους χώρους (WC, χωλλ, διάδρομο), αφού είχαν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης αυτών, χωρίς να υποπέσουν σε κάποια παράβαση του κανονισμού εμποδίζοντας τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες στη χρήση κοινών πραγμάτων, ο δε εγκαλών δεν αδιαφόρησε να προβεί στις νόμιμες ενέργειες κατά της ΒΒ για την δήθεν εκ μέρους της κατάληψη τμήματος του κοινοχρήστου διαδρόμου του 2ου ορόφου, ούτε υπάρχει σχετική απόφαση της Γ.Σ., την οποία να αγνόησε, δεν εισηγήθηκε στη Γ.Σ. της 15.5.02 τη λήψη παρανόμων αποφάσεων, δεν επιδιώκει τη συγκάληψη ποινικών του αδικημάτων και αστικών πταισμάτων και ουδέποτε συγκάλεσε Γ.Σ., που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις νομιμότητας που ορίζει ο κανονισμός και οι νόμοι. Ο δε κατηγορούμενος με πρόθεση ενεργώντας προέβη στους εν λόγω ισχυρισμούς, τους οποίους περιέλαβε στα ως άνω δικόγραφα του και την εξώδικη δήλωση-πρόσκλησή του, παρόλο που γνώριζε την αναλήθειά τους, ήταν δε οι ισχυρισμοί αυτοί κατ'εξοχήν πρόσφοροι να βλάψουν και έβλαψαν πράγματι την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα" Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1 και 2, 224 παρ. 2 και 229 παρ.1, 363, 362 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, και για την πληρότητα της αιτιολογίας, αναφέρει την δικονομική κατάληξη της σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, κατόπιν δικής του εγκλήσεως, ασκηθείσης ποινικής διώξεως για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη (Απιστία 390 ΠΚ), μνημονεύοντας μάλιστα και την αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση (βούλευμα) με αριθμό 1970/2003 του συμβουλίου πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο επικυρώθηκε με το 2537/2003 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο αποφάνθηκε το Συμβούλιο να μη γίνει κατηγορία, για έλλειψη σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος για την πράξη της απιστίας (390 ΠΚ), για την οποία είχε ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν της υποβολής της ανωτέρω μηνύσεως του αναιρεσείοντος. Αιτιολογεί δε και τον άμεσο δόλο του αναιρεσείοντος, που απαιτούν οι ανωτέρω πράξεις, με την λεπτομερή παράθεση πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση του για την αναλήθεια των όσων ισχυρίσθηκε με την μήνυσή του, το περιεχόμενο της οποίας και βεβαίωσε ενόρκως, ενώπιον του Εισαγγελέως, τα οποία, όπως κρίθηκε από το ανωτέρω βούλευμα, ήσαν αναληθή, με αυτά δε σκόπευε και πέτυχε την ποινική του δίωξη, η οποία είχε την ανωτέρω κατάληξη. Τα αυτά πραγματικά περιστατικά, που, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ήσαν πρόσφορα, όπως σκόπευε και πέτυχε, να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, απετέλεσαν την ιστορική βάση της από 6-8-2002 αγωγής του αναιρεσείοντος κατά του πολιτικώς ενάγοντος, της από 7-8-2002 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που άσκησε κατά του πολιτικώς ενάγοντος και της συζύγου του, το περιεχόμενο του από 6-9-2002 σημειώματος που κατέθεσε επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και τέλος της προηγηθείσης από 28-8-2002 εξωδίκου προσκλήσεως - δηλώσεως του, που απέστειλε στα αναφερόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο πολιτικώς ενάγων. Το περιεχόμενο και τα αιτήματα των ανωτέρω δικογράφων, ως και το αντικείμενο των δικών που ανοίχθηκαν με αυτά, περιήλθαν δε σε γνώση των προσώπων που αναφέρονται στην απόφαση του Εφετείου, λεπτομερώς με πληρότητα και σαφήνεια παρατίθενται στο σκεπτικό και διατακτικό της, όπου και εκτίθεται η επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου προς ενίσχυση του αποδεικτικού πορίσματός του και της καταδικαστικής κρίσεως του, η οποία στηρίζεται και στα όσα απολογούμενος στο πρωτόδικο δικαστήριο παραδέχθηκε ο αναιρεσείων. Λόγω δε της καταδίκης για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημίσεως δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 ΠΚ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ο οποίος δεν πρόβαλε τον σχετικό ισχυρισμό στο Εφετείο, πλήρως και ορισμένως. Κατ ακολουθία τούτων ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙΙΙ. Η κατά τα άνω απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, αλλά σ` όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, η απορριπτική της αίτησης του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, κατά το άρθρο 61 του ΚΠΔ, λόγω της ύπαρξης εκκρεμούς δίκης στο πολιτικό δικαστήριο για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, έστω και αν η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης αναβολής είναι δυνητική για το ποινικό δικαστήριο και έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 61 του ΚΠΔ, ως ζήτημα για το οποίο εκκρεμεί δίκη στο πολιτικό ή κατ` αναλογία στο διοικητικό δικαστήριο και έχει σχέση με την ποινική δίκη, νοείται εκείνο που ανάγεται σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής του εγκλήματος, η κρίση δε του ποινικού δικαστηρίου ότι δεν είναι σκόπιμη η αναβολή είναι ανέλεγκτη, αρκεί μόνο να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η κρίση αυτή για το μη σκόπιμο της αναβολής. Τέλος, για να είναι παραδεκτό αίτημα αναβολής της δίκης κατ` άρθρο 61 του ΚΠΔ, θα πρέπει αυτό να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο. Εξάλλου στο άρθρο 60 ΚΠΔ ορίζεται ότι το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσεως που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάζει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη ακόμη και όταν υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός εκείνων των περιπτώσεων για τις οποίες ο νόμος, προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίκη, αξιώνει υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο, όπως για τα ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 329, 339 παρ. 3 και 355 ΠΚ. Μόνο στις περιπτώσεις αυτές είναι υποχρεωτική η αναστολή της ποινικής δίωξης (και συνεπώς και της ποινικής δίκης) και αν δεν διαταχθεί η αναστολή επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (άρθ. 171 παρ. 1 γ` ΚΠΔ), άλλως υπέρβαση εξουσίας και ιδρύονται οι λόγοι αναιρέσεως της αποφάσεως κατ`άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α` και Η` του ΚΠΔ. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού παρέδωσε στο Δικαστήριο την οικεία αίτηση αναιρέσεως, ζήτησε την κατ άρθρο 61 ΚΠΔ αναβολή της δίκης μέχρι να αποφανθεί ο Άρειος Πάγος επί της αιτήσεως αναιρέσεως που είχε προσδιορισθεί για εκδίκαση κατά τη δικάσιμο της 9-10-2009 και αφορούσε σχετική με τις προς εκδίκαση κατηγορίες πολιτική δίκη. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Εφετείο με την ακόλουθη αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος Χ και η θυγατέρα του ΑΑ άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 16-12-2002 αγωγή τους κατά της ΒΒ, με την οποία, ισχυριζόμενοι ότι η εναγομένη κατέλαβε παράνομα και αυθαίρετα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη του δευτέρου ορόφου της επί της οδού ... αρ.13 στην ΒΒΒ πολυώροφης οικοδομής (μεγάρου), βλάπτοντας με την συμπεριφορά της αυτή τα δικαιώματα τούτων (εναγόντων) επί των καταληφθέντων ως άνω κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής της οποίας τόσον αυτοί όσο και η αντίδικός τους είναι συνιδιοκτήτες γραφείων του δευτέρου ορόφου αυτής, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδώσει σ'αυτούς την χρήση (σύγχρηση) των εν λόγω κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν με την 2763/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια με την 5474/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η έφεση των εναγόντων (του κατηγορούμενου και της θυγατέρας του) κατά της πρωτόδικης αποφάσεως και έγινε δεκτή η έφεση της εναγομένης ΒΒ, εξαφανιζομένης τα πρωτόδικης αποφάσεως μόνο ως προς την αιτιολογία. Ακολούθως οι ενάγοντες άσκησαν κατά της ως άνω 5474/2005 αποφάσεως την από 21-1-2006 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 1829/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η 5474/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, για το λόγο ότι δεν εφαρμόσθηκαν οι ερμηνευτικές των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών), το οποίο με την 3102/2008 οριστική απόφασή του απέρριψε και πάλι κατ'ουσίαν την έφεση των εναγόντων (του κατηγορούμενου και της θυγατέρας του) κατά της πρωτόδικης αποφάσεως (2763/2004), δέχθηκε κατ'ουσίαν την έφεση της αντιδίκου των και εξαφάνισε την εκκαλούμενου 2763/2004 απόφαση μόνο ως προς την αιτιολογία της. Κατά της ως άνω 3102/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και κατά της ΒΒ, ο κατηγορούμενος Χ και η θυγατέρα του ΑΑ άσκησαν ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 30-9-2008 αίτηση αναιρέσεως, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 9-10-2009. Στην κρινόμενη υπόθεση, ο συνήγορος του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ, ο οποίος δικηγόρος ων, καταδικάστηκε πρωτοδίκως με την προσβαλλόμενη 9965/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δύσφημήσεως κατ'εξακολούθηση σε βάρος του μηνυτή-πολιτικώς ενάγοντος Ψ ως διαχειριστή της ως άνω επί της οδού ... αρ.13 στην ... πολυώροφης οικοδομής (μεγάρου), ο οποίος είναι και αυτός συνιδιοκτήτης γραφείων του εβδόμου ορόφου αυτής, ζήτησε την αναβολή της παρούσας έκκλητης δίκης, κατ'άρθρο 61 ΚΠΔ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση, από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου επι του εκκρεμούντος ενώπιόν του, με την ως άνω αίτηση αναιρέσεως, ζητήματος περί της αληθινής βουλήσεως των συμβαλλομένων στη δικαιοπραξία σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και Κανονισμού της εν λόγω πολυώροφης οικοδομής αναφορικά με τα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη αυτής, το οποίο ζήτημα έχει σχέση με την παρούσα ποινική δίκη. Το αίτημα αυτό του κατηγορουμένου ελέγχεται ως αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί, διότι η έκβαση της πολιτικής δίκης, η οποία σημειωτέον έχει ως διαδίκους τον κατηγορούμενο, την θυγατέρα του και την ΒΒ, δεν επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά την έκβαση της ποινικής δίκης, αντικείμενο της οποίας είναι η έρευνα του ψευδούς της μηνύσεως για το αδίκημα της απιστίας κατ'εξακολούθηση, που υπέβαλε ο κατηγορούμενος σε βάρος του ήδη μηνυτή-πολιτικώς ενάγοντος Ψ ως διαχειριστή της ως άνω πολυώροφης οικοδομής, καθώς και η έρευνα του σκοπού του κατηγορουμένου, και των στοιχείων του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ'εξακολούθηση σε βάρος του Ψ, για το οποίο επίσης καταδικάστηκε πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος, ενώ περαιτέρω αναβολή της υποθέσεως, η οποία, σημειωτέον, με αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, αναβλήθηκε από την δικάσιμο της 7-2-2007 για την δικάσιμο της 21-5-2007, από την δικάσιμο εκείνη για την δικάσιμο της 17-12-2007, στην συνέχεια για την δικάσιμο της 26-3-2008, από την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 8-10-2008 και από την δικάσιμο αυτή αναβλήθηκε για την σημερινή δικάσιμο (2-2-2009), ενόψει και των υφισταμένων ήδη αποδεικτικών στοιχείων, κατά τα εκτιθέμενα στη συνέχεια, καθώς και του χρόνου που φέρονται ότι τελέσθηκαν οι πράξεις (από 5-8-2002 έως 6-9-2002), είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανέφικτη (μη αναγκαία)". Η με το ανωτέρω περιεχόμενο απορριπτική του αιτήματος της αναβολής αιτιολογία της παρεμπίπτουσας απόφασης του Εφετείου, τυγχάνει πλήρης και εμπεριστατωμένη. Ειδικότερα το Δικαστήριο παραθέτει το διαδικαστικό ιστορικό της αστικής διαφοράς, το αντικείμενό της, τους διαδίκους στη δίκη εκείνη, που ήταν ο αναιρεσείων και όχι ο πολιτικώς ενάγων, αλλά άλλο πρόσωπο, ιδιοκτήτης διαιρετών χώρων της οικοδομής, και τέλος αιτιολογεί γιατί το αντικείμενο της δίκης εκείνης δεν συνδέεται με το αντικείμενο της ποινικής δίκης και για ποιο λόγο δεν έπρεπε να γίνει δεκτό το αίτημα της αναβολής. Ήδη επί της αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε η 2274/2009 απόφαση, η οποία προσκομίσθηκε με το υπόμνημα που κατέθεσε μετά τη συζήτηση ο πολιτικώς ενάγων. Με την απόφαση απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη. Με την στη συνέχεια εκδίκαση της υποθέσεως κατ ουσία και την έκδοση της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως το Εφετείο δεν έλυσε προδικαστικό ζήτημα αστικής φύσεως που εκκρεμούσε στα πολιτικά δικαστήρια, αλλ απλώς αποφάσισε για το ζήτημα που εκκρεμούσε ενώπιον του και δη αν στοιχειοθετούνται ή όχι υποκειμενικώς και αντικειμενικώς οι πράξεις για τις οποίες είχε κηρυχθεί ένοχος πρωτόδικα ο αναιρεσείων και έκρινε ότι στοιχειοθετούνται και τον κήρυξε ένοχο, κατά τα ανωτέρω, χωρίς με την κρίση αυτή να συνδέεται το ζήτημα της κυριότητας των κοινοχρήστων χώρων των ορόφων που αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση, ανεξάρτητα του ότι το ζήτημα αυτό, κατά τα ανωτέρω, είχε την εξουσία να ερευνήσει παρεμπιπτόντως, αφού δεν είναι εξ εκείνων που, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να επιλύονται υποχρεωτικά από το πολιτικό δικαστήριο και δημιουργούν λόγο αναστολής της ποινικής δίκης και έτσι δεν υπερέβη την εξουσία του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Κατ ακολουθία τούτων ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Η εδαφ. β' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη για υπέρβαση εξουσίας τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που παραστάθηκε (176, 183 ΚΠΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την με αριθμό εκθέσεως 86/24-8-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 247α, 739/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος από πεντακόσια (500) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 10 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ