Θέμα
Αοριστία αγωγής, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας, Αποδείξεων εκτίμηση.
Περίληψη:
577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. Παραδεκτό αναίρεσης. Αναίρεση κατά αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη. Προσβλητή με αναίρεση η απόφαση του Εφετείου ως ενσωματώνουσα την πρωτόδικη. Πώς αποδεικνύεται η τελεσιδικία δια το παραδεκτό της ασκήσεως από το Δήμο αναιρέσεως απαιτείται προσκομιδή απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται και μετά την άσκηση ως εξωτερική αυτής. Άρθρ. 559 αρ.1 νομική αοριστία αγωγής ή ενστάσεως 281 στοιχεία. Διδάγματα κοινής πείρας. Οι συνέπειες της ρυμοτομίας προβλέπονται από το Νόμο και δεν αποτελούν δίδαγμα κοινής πείρας, ενώ σε κάθε περίπτωση η επίκλησή του γίνεται για τη συναγωγή συμπερασμάτων για πραγματικά περιστατικά 559 αρ.19 αντιφατικές αιτιολογίες. 561 παρ.1 αιτιάσεις που αφορούν σε εκτίμηση αποδείξεων απαράδεκτες 8 εδ. β 559 πράγματα. Αν ο ισχυρισμός εξετάστηκε δεν στοιχειοθετείται ο λόγος. 11 περ. γ Προϋποθέσεις. Προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία.
Αριθμός 1127/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΣΕΡΡΩΝ" και έδρα τις Σέρρες που εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Αμαξόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ο. συζύγου Ν. Φ., το γένος Κ. Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γκολέμη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/11/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 41/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 396/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/6/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔικ, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 842/2013, ΑΠ 490/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ.1, 524 παρ.1, 531 παρ.1 και 272 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το Ν. 2915/2001, τα οποία κατά το άρθρο 22 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η πρώτη επί της αγωγής συζήτηση είχε προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 19-1-1996, προκύπτει ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Δηλαδή, κατά προσαρμογή προς τα οριζόμενα στο άρθρο 271 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως κατ' αυτήν. Η απόρριψη της εφέσεως, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ' ουσία και όχι κατά τύπους. Τούτο δε γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της εφέσεως δεν εξετάζονται ως προς τα παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης απόφασης, περί παραδοχής τους (ΑΠ 187/2012). Επομένως εάν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως απορριφθεί λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, είναι μόνο η τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, δηλαδή αυτή που δεν υπόκειται πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρ. 553 παρ.1 ΚΠολΔικ), στην οποία ενσωματώνεται έκτοτε η πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 265/2012). Έτσι τα τυχόν σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης που με την έννοια αυτή επικυρώνεται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναίρεσης ως σφάλματα της Εφετειακής απόφασης, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτά προβαλλόμενους (Ολ.ΑΠ 16/1990, ΑΠ 361/2011, ΑΠ 1099/2011). Η απόδειξη της τελεσιδικίας της Εφετειακής αποφάσεως, που πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο ασκήσεως και όχι συζητήσεως της αναιρέσεως, γίνεται με την προσκομιδή των σχετικών εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ή με τη βεβαίωσή του στο δικόγραφο που επιδόθηκε ότι έγινε επίδοση της απόφασης (ΑΠ 325/2012). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 58 παρ.1 εδ.α' και 72 παρ.1 εδ.γ' και 2 του Ν. 3852/4/7.6.2010 περί "Νέας Αρχιτεκτονικής της Αυτοδιοίκησης-Πρόγραμμα Καλλικράτης", που κατά το άρθρο 286 αυτού ισχύουν από 1.1.2011 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, κατά την διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου 25 παρ.2 ΕισΝ ΚΠολΔικ, ως ισχύοντα κατά τον χρόνο άσκησης της αιτήσεως αναίρεσης (21.2.2011) - ΑΠ 842/2013, ΑΠ 1395/2009 - "ο Δήμαρχος εκπροσωπεί το Δήμο στα Δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή - άρθρ. 58 παρ.1 εδ.α'-" "Η Οικονομική Επιτροπή είναι όργανο παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής λειτουργίας του Δήμου. Ειδικότερα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες ..., ιγ) αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων - άρθρ. 72 παρ.1 εδ. γ' ". "Για τις περιπτώσεις ... ιγ) της προηγουμένης παραγράφου η απόφαση λαμβάνεται, ύστερα από γνωμοδότηση δικηγόρου, η ανυπαρξία της οποίας συνεπάγεται ακυρότητα της σχετικής απόφασης - άρθρ. 72 παρ.2-". Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι για το τυπικά παραδεκτό, εκτός άλλων, και του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως από το Δήμαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, απαιτείται απαραιτήτως η ύπαρξη άδειας της Οικονομικής Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται με απόφαση αυτής, επί της αδείας δε αυτής θεμελιώνεται και η αντιπροσωπευτική εξουσία του Δημάρχου για τη διεξαγωγή της δίκης, ως αντιπροσώπου του Δήμου (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 842/2013). Εξάλλου κατά την παρ. 2 του προαναφερθέντος άρθρου 58 του Ν. 3852/2010 "όταν δημιουργείται άμεσος και προφανής κίνδυνος ή απειλείται άμεση ζημία των δημοτικών συμφερόντων από την αναβολή λήψης απόφασης, ο δήμαρχος μπορεί να αποφασίσει για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της οικονομικής επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή οφείλει να υποβάλει προς έγκριση τη σχετική απόφασή του κατά την επόμενη συνεδρίαση της Επιτροπής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αναφερόμενη ως άνω απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής για το παραδεκτό της ασκουμένης από το Δήμο αίτησης αναίρεσης, νομίμως λαμβάνεται και μετά την άσκηση της αίτησης μέχρι τη συζήτηση αυτής, εγκρινομένης με αυτή της ήδη ασκηθείσας αίτησης, πρέπει δε να προσκομίζεται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 842/2013, ΑΠ 1733/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την από 6-5-2011 επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή, επί του προσκομιζομένου από τον αναιρεσείοντα Δήμο αντιγράφου της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι αυτή είχε τελεσιδικήσει κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως στις 14-6-2011, εφόσον είχε παρέλθει η οριζόμενη στο άρθρο 503 παρ.1 ΚΠολΔικ 15ήμερη προθεσμία, από της επιδόσεως της αποφάσεως προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Υπό τα ως άνω εκτιθέμενα η αίτηση αναίρεσης, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 396/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε λόγω της ερημοδικίας του, την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα Δήμο έφεση κατά της υπ' αριθμ. 41/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών είναι παραδεκτή και ερευνάται ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, καθόσον ο αναιρεσείων Δήμος για το παραδεκτό αυτής προσκομίζει την από 25-7-2011 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του, από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω Επιτροπή, μετά την άσκηση (στις 14-6-2011) της αίτησης, αφού έλαβε υπόψη τη γνωμοδότηση του δικηγόρου του, ενέκρινε ομόφωνα την άσκησή της. Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως ως "καλή πίστη" θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας, ενώ ως κριτήριο των "χρηστών ηθών" χρησιμοποιούνται οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστών και εμφρόνως σκεπτομένου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί κατ' αρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ' αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ' ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων, αναγομένων στην συμπεριφορά του δικαιούχου όσο και του υποχρέου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στο περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1740/2012, ΑΠ 1068/2012). Όσον αφορά την αδράνεια του δικαιούχου, η διάρκειά της είναι άσχετη με τη συμπλήρωση ή όχι του χρόνου παραγραφής, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο λόγο αποσβέσεως του δικαιώματος, που πρέπει να προτείνεται ειδικώς (Ολ.ΑΠ 17/1995, ΑΠ 1292/2011). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013). Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 481/2013) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος ή τις έκρινε ως αόριστες (αγωγή ή ένσταση) αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται (ΑΠ 1103/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι απέρριψε ως αόριστη την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση του αναιρεσείοντος εναγομένου Δήμου, δεχθέν ότι γινόταν επίκληση μόνο αδρανείας της δικαιούχου αναιρεσίβλητης ενάγουσας, ενώ γινόταν επίκληση και άλλων περιστατικών, που καθιστούσαν ορισμένη την ένσταση, υφισταμένης, ως εκ τούτου, ευθείας παραβιάσεως της εν λόγω, μη εφαρμοσθείσας διατάξεως. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως (άρθρ. 562 παρ.1 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-εναγόμενος Δήμος, με τις προτάσεις του στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβαλε επικουρικά προς την ένσταση ιδίας κυριότητας-κοινοχρησίας των ενδίκων δρόμων και την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, εκθέτοντας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που συμπληρώνονται και από το περιεχόμενο της κυρίας ενστάσεως, κατά το οποίο ο δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης-ενάγουσας Α. Ο., αφού κατάτμησε το μεγαλύτερο και εκτός σχεδίου πόλεως οικόπεδό του, σε άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα, με βάση τα επικαλούμενα τοπογραφικά διαγράμματα, άφησε δρόμους μεταξύ των οικοπέδων, σύμφωνα με το εγκεκριμένο με τα από 21-8-1920 και 19-8-1925 Διατάγματα, Σχέδιο της Πόλεως των Σερρών και στη συνέχεια τα πούλησε σε τρίτους στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ότι οι δρόμοι αυτοί έκτοτε είχαν αφεθεί, τόσο από τον δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης (Α. Ο.), όσο και από την ίδια στην κοινή χρήση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στους τρίτους, αλλά και στον αναιρεσείοντα Δήμο "η πεποίθηση ότι οι ιδιοκτήτες τους ποτέ δεν θα ασκήσουν τα από την κυριότητά τους δικαιώματα, αφού επί τριάντα και πλέον χρόνια τα επίδικα αποτελούν διανοιγμένους δρόμους και ο Δήμος Σερρών ασκεί τις πράξεις νομής και κατοχής πάνω σ' αυτά, οι οποίες πράξεις αφορούν στη συντήρηση και την κατασκευή υποδομών των οδών αυτών, στην έκδοση οικοδομικών αδειών με πρόσοψη τις διανοιγμένες αυτές οδούς, στην από δεκαετίας θέση των οδών αυτών στην κυκλοφορία" και ότι η αναιρεσίβλητη ασκεί καταχρηστικά "τα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριότητά της, αφού ο δικαιοπάροχός της, τα άφησε στην κοινή χρήση από το έτος 1970 τουλάχιστον και ενσωμάτωσε την αξία των τμημάτων αυτών, στην αξία των πωληθέντων από αυτόν, ως αρτίων και οικοδομησίμων οικοπέδων, επί των οποίων κτίστηκαν οικοδομές με νόμιμες οικοδομικές άδειες και με δεδομένο τους αφεθέντες στην κοινή χρήση και διανοιγμένους δρόμους. Ένας λόγος για τον οποίο μάλιστα δεν εξεδόθησαν πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεων για τα επίδικα τμήματα ήταν ότι αυτά ήταν ήδη κοινόχρηστα (δρόμος). Μάλιστα η αντίδικος το έτος 2007 θυμήθηκε για πρώτη φορά ότι τα επίδικα αποτελούν τμήματα της κληρονομίας και προέβη σε διόρθωση των αποδοχών κληρονομίας". Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της ενστάσεως αυτής προκύπτει ότι πέραν της αδρανείας της δικαιούχου-αναιρεσίβλητης, δεν εκτίθενται άλλα πραγματικά περιστατικά, ενώ η επικαλούμενη ωφέλεια της ίδιας και του δικαιοπαρόχου της δεν σχετίζεται με βλάβη του αναιρεσείοντος τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ωφέλεια αυτή, ούτε γίνεται αναφορά των απειλουμένων εις βάρος του αναιρεσείοντα συνεπειών σε σχέση με το αναμενόμενο όφελος της αναιρεσίβλητης από την ικανοποίηση του δικαιώματός της ή την τυχόν βλάβη από τη ματαίωση της ικανοποιήσεως αυτής. Ενόψει τούτων, εφόσον πέραν της αδρανείας της αναιρεσίβλητης δεν γινόταν επίκληση άλλων περιστατικών, δεν συνέτρεχαν τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της κατά το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος και συνακόλουθα με την απόρριψη, από την προσβαλλομένη απόφαση της οικείας ενστάσεως, ως αόριστης, δεν παραβιάστηκε η εν λόγω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, αφού δεν αξιώθηκαν περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωσή της, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, μόνο η επίκληση αδράνειας δεν αρκεί για την πλήρωση του ορισμένου της επικλήσεώς της. Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η επιχειρούμενη με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου θεραπεία της εν λόγω αοριστίας, με την επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής και των "γνωστών τοις πάσι" [πασιδήλων] ως προς τις επαχθείς για τον αναιρεσείοντα Δήμο συνέπειες από την ικανοποίηση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, είναι απαράδεκτος, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔικ, του οποίου καμία από τις προϋποθέσεις και ιδιαίτερα εκείνη του εδ.γ' δεν συντρέχει, καθόσον η ένσταση αυτή, που υποβάλλεται και κατά διατάξεων δημοσίας τάξης (Ολ.ΑΠ 2/2011, Ολ.ΑΠ 33/2005), αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση στην προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων του Δήμου κατά τη διαχείριση της περιουσίας του (FISCUS) και όχι άλλου ανωτέρου σκοπού (ΑΠ 192/2013, ΑΠ 193/2013). Τούτο ανεξάρτητα από το ότι και αν ακόμη ο ισχυρισμός αφορούσε στη δημόσια τάξη, θα έπρεπε και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να είχαν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γινόταν στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ.ΑΠ 15/2000, ΑΠ 834/2013). Περαιτέρω οι συνέπειες της ρυμοτομίας δεν είναι δίδαγμα της κοινής πείρας, αφού αυτές δεν συνάγονται "επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας", αλλά προβλέπονται στο νόμο και το Σύνταγμα και σε κάθε περίπτωση η επίκλησή τους στην προκειμένη περίπτωση γίνεται για τη συναγωγή συμπερασμάτων από αυτά ως προς πραγματικά περιστατικά και όχι για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς (κανόνες δικαίου) πραγματικών περιστατικών, μη στοιχειοθετουμένου εντεύθεν του επικαλουμένου αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 1 εδ.β' ΚΠολΔικ (Ολ.ΑΠ 8-13/2005, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 87/2013). Επειδή στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή των παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 568/2013). Έτσι με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 481/2013). Εξ ετέρου, κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εκτίθενται περιστατικά που αντιφάσκουν μεταξύ τους, ως προς τις υπαγόμενες στον εφαρμοστέο κανόνα παραδοχές τους (ΑΠ 193/2013, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 833/2013). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 609/2013, ΑΠ 835/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις, καθόσον ενώ δέχεται ότι οι επίδικοι δρόμοι βρίσκονται εντός του σχεδίου της πόλεως των Σερρών και ότι ρυμοτομούνται για τη διάνοιξη των οδών ... και ..., στη συνέχεια δέχεται αντιφατικά ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι στο συγκεκριμένο σχέδιο πόλης οι δρόμοι αυτοί προβλέπονται ως κοινόχρηστοι. Ότι ακόμη η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι δεν προέκυψε θέληση του αρχικού ιδιοκτήτη (και δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης) ρητή ή σιωπηρή να παραχωρήσει στην κοινή χρήση τους επίδικους δρόμους, ενώ το αντίθετο προκύπτει τόσο από τα συμβόλαια που ο αναιρεσείων Δήμος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας, στα οποία ως σύνορο των πωλουμένων από τον εν λόγω απώτερο ιδιοκτήτη οικοπέδων αναφέρεται "υπό διάνοιξη οδός" και ότι τα πωλούμενα είναι ελεύθερα ρυμοτομίας, όσο και από τα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, όπου αποτυπώνονται οι προβλεπόμενοι από το Σχέδιο Πόλεως δρόμοι και η πρόσοψη των παραπάνω οικοπέδων σε δημοτικό δρόμο. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι αόριστος, γιατί δεν αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση κανένα σφάλμα για ευθεία παράβαση νόμου και δη των περί κοινοχρησίας διατάξεων που αναφέρονται στην αρχή του αναιρετηρίου (966-968, 971 ΑΚ κλπ), ενώ ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος, καθόσον οι επικαλούμενες αιτιολογίες δεν αντιφάσκουν, αφού οι προβλεπόμενοι στο σχέδιο πόλεως δρόμοι δεν είναι κοινόχρηστοι πριν από τον σχηματισμό τους και την τήρηση των οριζομένων στους οικείους νόμους και το Σύνταγμα προϋποθέσεων, ενώ η ρυμοτόμηση και η συντέλεση της απαλλοτριώσεως είναι προαπαιτούμενα της κοινοχρησίας των δρόμων, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ήταν αδιαμόρφωτοι τουλάχιστον μέχρι το 1984 και δεν βρίσκονταν στην κοινή χρήση (και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχε η περίπτωση του άρθρου 28 του Ν. 1337/83). Κατά το δεύτερο σκέλος του ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί οι αιτιάσεις του ανάγονται αποκλειστικά στη στάθμιση των αποδείξεων και ιδιαίτερα στην εκτίμηση του περιεχομένου των επικαλουμένων εγγράφων και των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, που κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ.β' το ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένο λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013), έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Περαιτέρω από τη διάταξη του αριθμού 11 περ.β' του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, αυτοψία, ένορκες βεβαιώσεις κλπ) (ΑΠ 495/2013). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 179/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ' αυτόν, με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 8 περ.β' και 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι για υποβληθέντα από τον αναιρεσείοντα-εναγόμενο αυτοτελή και καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό δεν έλαβε υπόψη τα προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού προσκομισθέντα και προσδιοριζόμενα 11 έγγραφα και ότι γι' αυτό κατέληξε σε αντίθετο με τον ισχυρισμό αυτό αποδεικτικό πόρισμα. Ειδικότερα εκτίθεται στον λόγο αυτό ότι ο αναιρεσείων Δήμος υπέβαλε τον ισχυρισμό ότι "οι αφεθέντες ιδιωτικοί δρόμοι από τον απώτερο δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Α. Ο. κατέστησαν κοινόχρηστοι με την αληθινή βούλησή του, προκειμένου να δυνηθεί να κατατμήσει το εντός σχεδίου της πόλεως Σερρών, ενιαίο κτήμα του, σε μικρότερα και να τα πωλήσει σε τρίτους, οι οποίοι αγοράζοντας οικόπεδα άρτια και οικοδομήσιμα έβγαλαν και νόμιμες άδειες, οι οποίες δεν θα έβγαιναν εάν δεν υπήρχε πρόσοψη σε διανοιγμένο δρόμο". Ότι ο αναιρεσείων προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού επικαλέστηκε και προσκόμισε τα αναφερόμενα οκτώ μεταβιβαστικά συμβόλαια και δύο τοπογραφικά διαγράμματα, τα οποία, καθώς και δύο ακόμη έγγραφα, ήτοι των υπ' αριθμ. .../1978 άδεια οικοδομής και το υπ' αριθμ. 231/3.2.2011 έγγραφο της ΔΕΗ αν λάμβανε υπόψη η προσβαλλομένη απόφαση θα έκανε δεκτό τον ισχυρισμό αυτό πράγμα το οποίο δεν συνέβη, αφού αυτή δέχθηκε ότι "οι εν λόγω σημερινές οδοί ... και ..., ήταν αδιαμόρφωτες, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι δεν βρίσκονταν στην κοινή χρήση". Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι απαράδεκτος και αυτοαναιρούμενος, αφού η επικαλούμενη αιτίαση δεν αφορά στο ότι ο υποβληθείς ισχυρισμός δεν λήφθηκε υπόψη, αλλά στο ότι δεν έγινε δεκτός, οι δε αιτιάσεις ως προς το αντίθετο προς τον ισχυρισμό αυτό αποδεικτικό πόρισμα πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμό 11 περ.γ' του ίδιου άρθρου είναι κατά μεν τα δύο τελευταία έγγραφα (άδεια οικοδομής και έγγραφο ΔΕΗ) απαράδεκτος, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) του αναιρεσείοντος στο δικαστήριο της ουσίας δεν έχει γίνει σαφής και ορισμένη επίκλησή τους (ΑΠ 481, 495/2013), κατά δε τα υπόλοιπα έγγραφα ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον από την αναφορά της απόφασης στα επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα (φύλλο 2β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της, όπου μάλιστα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα συμβόλαια (φύλλο 5β) δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τα έγγραφα αυτά, στα οποία περιλαμβάνονται χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αναφορά και τα τοπογραφικά διαγράμματα (άρθρ. 390 ΚΠολΔικ -ΑΠ 495/2013-) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με λοιπές αποδείξεις. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό των ενδίκων δρόμων είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 495/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, με τον τελευταίο λόγο της αναίρεσης γίνεται επίκληση από τον αναιρεσείοντα Δήμο, αποδείξεων που υπέπεσαν στην αντίληψή του μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και συγκεκριμένα α)της υπ' αριθμ. .../10.4.2009 πράξεως ανακλήσεως πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Χρυσάνθης Σουτζή, σύμφωνα με την οποία ομόδικος στην πρωτοβάθμια δίκη αδελφός της αναιρεσίβλητης Γ. Α., ανακαλεί το πληρεξούσιο που είχε δώσει στο σύζυγό της Ν. Φ., β) της υπ' αριθμ. .../2008 ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σερρών και της όμοιας σε περιεχόμενο 40/2010 ένορκης βεβαίωσης του εν λόγω Γ. Α., που έχουν δοθεί στα πλαίσια συναφών δικών, που έχει η αναιρεσίβλητη με αντι συμβληθέντες με τον δικαιοπάροχό της Α. Ο. προς αγορά οικοπέδων, που συνορεύουν με τους επίδικους δρόμους και γ) της υπ' αριθμ. 1716/2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, που έχει εκδοθεί επί συναφούς με την ένδικη υπόθεση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αποδίδει πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε αφορά σε μη προταθέντες ισχυρισμούς, ώστε να εξετασθεί η τυχόν βασιμότητά τους, στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔικ, αλλά αφορά σε νέα, κρίσιμα, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος αποδεικτικά στοιχεία, των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, η προσκομιδή των οποίων όμως στον Άρειο Πάγο είναι ανεπίτρεπτη και δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων Δήμος, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), μειωμένη όμως κατά το άρθρο 281 παρ.2 του Ν. 3463/2006 (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 842/2013), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-6-2011 αίτηση του ΟΤΑ - "Δήμος Σερρών" κατά της Ο. συζ. Ν. Φ., το γένος Κ. Α., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 396/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ