Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση. Πότε υπάρχει αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση. Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατ’ άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή να δώσει, μετά την εξέταση του κάθε μάρτυρα το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στην συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία τους και την σχέση τους με την δικαζόμενη υπόθεση.
Αριθμός 38/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη-Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυττέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης X1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπασίμο, για αναίρεση της 8350/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, ως και στο από 16 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 413/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 229 § 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να εγνώριζε την αναλήθεια της και να έγινε απ’ αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 224 § 2 ΠΚ, της ψευδορκίας, απαιτείται αφ’ ενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα αφ’ ετέρου να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 369 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατά το είδος τους και χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση αυτών, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, όπως συμβαίνει στα πιο πάνω εγκλήματα πρέπει να εκτείνεται και σ’ αυτά. Η ίδια αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, δηλαδή των ισχυρισμών που προτείνονται και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή τους, διότι αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά όπως συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρθ. 363 ΠΚ) ή της εξύβρισης (άρθρ. 361 παρ. 1 ΠΚ), όχι όμως και όταν οι εκδηλώσεις αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψευδούς. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψή του δεν χρήζει ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος μνημονεύει, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Στις 10-12-2000 η εγκαλούσα, η οποία είναι Συμβολαιογράφος Αθηνών, μετέβη στο ...... Αττικής, επί της οδού ..... αριθμ. ...., όπου βρίσκεται η οικία του Χ, πατέρα της κατηγορουμένης. Κατά την εκεί επίσκεψή της καταρτίστηκε και υπογράφηκε το υπ’ αριθμ. .......... πληρεξούσιο, δυνάμει του οποίου ο προαναφερόμενος Χ διόρισε ειδικούς πληρεξουσίους και αντικλήτους του δικηγόρους Αθηνών Δημήτριο Παυλίδη, Εράσμια Καρρά-Χαλικιοπούλου, Αλέξανδρο Κονταξή, Μαρία Κατσαΐτη και Ανάργυρο Παπαστάμο και τους έδωσε την εντολή, εκτός άλλων πράξεων, να ασκήσουν αγωγή ανακλήσεως της δωρεάς, η οποία είχε γίνει από τον προαναφερόμενο Χ προς την κατηγορουμένη θυγατέρα του, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ....... συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Λάμπρου Θεοδοσόπουλου, που είχε νομίμως μεταγραφεί. Την μετάβαση της εγκαλούσας στην πιο πάνω οικία είχε ζητήσει ο δικηγόρος Δημήτριος Παυλίδης. Επειδή, όμως ο ανωτέρω εντολέας ήταν ηλικίας ενενήντα περίπου ετών, η εγκαλούσα, προκειμένου να κατοχυρωθεί, ζήτησε από το ανωτέρω δικηγόρο ιατρική βεβαίωση σχετική με την ικανότητα του προς δικαιοπραξία. Πράγματι ο τελευταίος της παρέδωσε την από ..... γνωμάτευση του ιατρού ....... που επιβεβαίωνε τη σχετική ικανότητα του Χ και την άριστη διανοητική του κατάσταση. Πριν την υπογραφή του παραπάνω πληρεξουσίου η εγκαλούσα ανέφερε στον τελευταίο, ο οποίος λόγω της ηλικίας του αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, το σκοπό της επισκέψεώς της και ειδικότερα ότι με την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου ο άνω δικηγόρος θα ασκούσε αγωγή για ανάκληση της δωρεάς, που κατά τα προεκτεθέντα είχε κάνει στην κόρη του και εκείνος συμφώνησε. Στο σημείο τούτο πρέπει να αναφερθεί ότι δεν προσκομίστηκε από την πλευρά της κατηγορουμένης ιατρική βεβαίωση συνταχθείσα τον ίδιο χρόνο (τέλη του έτους 2000) με αντίθετο περιεχόμενο από εκείνο της από ..... γνωματεύσεως του ιατρού ......., για την οποία έχει γίνει λόγος παραπάνω. Ανάλογο περιεχόμενο προς την τελευταία αυτή ιατρική γνωμάτευση έχουν και οι από ......, ......., ......., ........ και ....... γνωματεύσεις των ιατρών ........, ........, ........., ........ (Ιατρού-Σμηναγού) και .......... αντιστοίχως, οι οποίοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πατέρας της κατηγορουμένης είχε κατά τον επίμαχο χρόνο συνείδηση των πραττομένων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο από ....... έκθεση της Νευρολόγου- Ψυχιάτρου .........., η οποία καταλήγει σε αντίθετο πόρισμα, δεδομένου ότι αυτή συντάχθηκε χωρίς η εν λόγω ιατρός να εξετάσει τον Χ .Η κατηγορουμένη ακολούθως στις 8-5-2001 κατέθεσε μήνυση κατά της εγκαλούσας και τρίτων, στην οποία ανέφερε για την τελευταία ότι, κατά τη μετάβαση της στις 10-12-2000 στην οικία του πατέρα της, απέσπασε από αυτόν το παραπάνω πληρεξούσιο, αν και κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπογραφής του ο τελευταίος δεν είχε συνείδηση των πραττομένων ως εκ της ηλικίας του και των συναφών με αυτήν προβλημάτων και αδυνατούσε να αντιληφθεί τη σημασία του εγγράφου που υπέγραψε. Ανέφερε ακόμη στη μήνυσή της ότι η εγκαλούσα αν και αντιλήφθηκε την κακή διανοητική κατάσταση του Χ, παρ’ όλα αυτά ζήτησε τη χορήγηση σχετικής ιατρικής βεβαιώσεως για να προσδώσει το μανδύα της νομιμότητας στη συγκεκριμένη ενέργειά της. Η μήνυση όμως αυτή ήταν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ψευδής και η κατηγορουμένη την κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας του περιεχομένου της και με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας για τα εγκλήματα της ψευδούς βεβαιώσεως, της παραβάσεως καθήκοντος και της απάτης. Η γνώση της αυτή προκύπτει από το ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο κατοικούσε στον ίδιο χώρο με τον πατέρα της και ως εκ τούτου είχε άμεση αντίληψη της όλης καταστάσεως της υγείας του. Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο τούτο ότι η κατηγορουμένη με την ίδια μήνυση, κατεμήνυσε και τους ιατρούς ......., ........ και ....... για έκδοση ψευδών ιατρικών πιστοποιήσεων. Προέκυψε ακόμη ότι κατά την υποβολή της μηνύσεώς της η κατηγορουμένη βεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της ως αληθές, μολονότι, όπως ειπώθηκε ήταν ψευδές και εκείνη το γνώριζε. Τα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν ψευδή, ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας ως Συμβολαιογράφου, η δε κατηγορουμένη τα περιέλαβε στη μήνυσή της γνωρίζοντας ότι ήταν ψευδή και εξ αντικειμένου ικανά να επιφέρουν το ως άνω βλαπτικό για την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας αποτέλεσμα. Με τον ισχυρισμό δε και τη διάδοση των ως άνω γεγονότων, των οποίων έλαβε γνώση τουλάχιστον ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, θέλησε η κατηγορουμένη να εμφανίσει την εγκαλούσα Συμβολαιογράφο ως ασκούσα τα καθήκοντά της με επιλήψιμο τρόπο και κατά παράβαση των υποχρεώσεών της. Τέλος, το αίτημα περί αναγνώσεως της απομαγνητοφωνήσεως τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ μελών της οικογενείας της κατηγορουμένης πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι προέκυψε ότι η συγκεκριμένη συνομιλία αποτυπώθηκε χωρίς τη συναίνεση των εν λόγω προσώπων. Ενόψει αυτών, πρέπει, αφού απορριφθούν τα αιτήματα περί αναβολής της δίκης α) προκειμένου να προσέλθουν να εξεταστούν ως μάρτυρες . κατά τα προεκτεθέντα γνωμοδοτήσαντες ιατροί, ενόψει του ότι μετά την ανάγνωση των γνωμοδοτήσεών τους η μαρτυρία τους δεν κρίνεται από το Δικαστήριο αναγκαία και β) προκειμένου να εκδοθεί απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφημήσεως και να απορριφθεί ο ισχυρισμός της περί άρσεως του αδίκου κατά το άρθρο 367 § 1 ΠΚ αφού στην περίπτωση του τελευταίου τούτου εγκλήματος δεν έχει έδαφος εφαρμογής η εν λόγω διάταξη, όπως ρητώς ορίζει η δεύτερη παράγραφος του ιδίου άρθρου. Με τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο εκήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση και επέβαλε εις αυτήν συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, ανασταλείσαν επί τριετίαν. Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει εις αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι’ αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 § 1, 224 § 2 και 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή διατάξεις. Ειδικότερα παρατίθεται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (μη γνώσης) της κατηγορουμένης για την αναλήθεια του γεγονότος, το οποίο διέδωσε ενώπιον τρίτων, ενόρκως εβεβαίωσε και για το οποίο ψευδώς καταμήνυσε την εγκαλούσα. Περαιτέρω, ως εκ περισσού αιτιολογεί την απόρριψη του εκ του άρθρου 367 § 1γ’ ΠΚ προβληθέντος από την κατηγορουμένη ισχυρισμού, περί άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ως εκ του ότι επεδίωξε να προστατεύσει νόμιμο δικαίωμά της, με την αναφορά εις το σκεπτικό ότι η παραπάνω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, την οποία δέχεται ότι ετέλεσε και για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη. Παραλλήλως, πλήρως αιτιολογημένα απερρίφθη με την προσβαλλομένη απόφαση το αίτημα της κατηγορουμένης περί αναγνώσεως της απομαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ μελών της οικογενείας (της κατηγορουμένης), γιατί το δικαστήριο εδέχθη ότι η συγκεκριμένη συνομιλία αποτυπώθηκε χωρίς τη συναίνεση των εν λόγω προσώπων, ανεξαρτήτως του ότι η κατηγορουμένη εκηρύχθη αθώα της παραβάσεως του άρθρου 370 Α του ΠΚ. Τέλος, η ειδικότερη αιτίαση που διατυπώνεται με τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου, ότι δηλαδή δεν λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι καταθέσεις των εκεί μνημονευομένων μαρτύρων και τα αναφερόμενα έγγραφα, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, γιατί, κατά την βεβαίωση της αποφάσεως, στο προοίμιον του σκεπτικού, ελήφθησαν και αξιολογήθηκαν όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου το δικαστήριο να καταλήξει στην περί ενοχής κρίση της κατηγορουμένης. Μάλιστα την από ......... έκθεση της νευρολόγου-ψυχιάτρου ........., ειδική στο σκεπτικό της την μνημονεύει η προσβαλλομένη απόφαση και ειδικώς αιτιολογεί γιατί καταλήγει σε αντίθετο, με αυτή, συμπέρασμα, ως προς την ψυχική υγεία του Χ.
Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου και ο τρίτος του προσθέτου, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως (άρθρ. 510 § 1 ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι και καθό μέρος με τον πρώτο εξ αυτών πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αυτός ο λόγος είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Η κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να διαλαμβάνεται και στην απόφαση του δικαστηρίου επί αιτήματος αναβολής της δίκης, εφόσον όμως τούτο υποβάλλεται κατά τρόπον σαφή και ορισμένο, όπως κάθε αυτοτελής ισχυρισμός. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την εξέταση του ερευνωμένου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα εζήτησε δια του εκπροσωπήσαντος αυτήν συνηγόρου: Α) "Να προσέλθουν στο δικαστήριο και καταθέσεων ως μάρτυρες οι παρακάτω γιατροί: α)......β)......γ)......δ).......ε)......με τις καθοριζόμενες ειδικότητες έκαστος και Β)Να αναβληθεί η δίκη για το λόγο, ότι εκκρεμεί απόφαση πολιτικού δικαστηρίου". Η προσβαλλομένη απόφαση δεχθείσα ανελέγκτως, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει πλήρως αιτιολογημένα, κατά τα προαναπτυχθέντα, ότι η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα ετέλεσε τις αποδιδόμενες εις αυτήν αξιόποινες πράξεις απέρριψε εκ του πράγματος το αίτημα αυτής περί αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως για τους δύο παραπάνω λόγους, ανεξαρτήτως του ότι το ως άνω αίτημα κατά το δεύτερο σκέλος αυτού ήταν παντελώς αόριστον γιατί δεν ανέφερε ποία ήταν η πολιτική δίκη που εκκρεμούσε, σε ποίο δικαστήριο ήταν εκκρεμής και αν είχε σχέση με την κρινόμενη ποινική και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Εντεύθεν, ο δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία της αποφάσεως, αναφορικά με την απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 171 § 1δ’ ΚΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 333, 358 η άλλη διάταξη του ΚΠΔ, δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστή όπως μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα δώσει, χωρίς αίτηση των διαδίκων το λόγο σε αυτούς για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με τις καταθέσεις που έγιναν και συντείνουν στη συναγωγή συμπερασμάτων για την αξιοπιστία τους και τη σχέση τους προς την δικαζομένη υπόθεση.
Συνεπώς, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την μη παροχή από τον διευθύνοντα τη συζήτηση αυτεπαγγέλτως, χωρίς αίτηση της αναιρεσείουσας ή του συνηγόρου της, του λόγου σε αυτούς μετά τη κατάθεση του κάθε μάρτυρα για να εκθέσουν τις απόψεις και παρατηρήσεις τους, σχετικά με την αξιοπιστία του και έτσι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων από το άρθρο 510 § 1Α’ ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
Απορριπτομένων όλων των λόγων της αιτήσεως και του προσθέτου δικογράφου και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 8-3-2007 αίτηση της X1 και τους από 16-10-2007 προσθέτους λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 8350/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ