Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1996 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας άνω των 73.000 €, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου. Λόγοι αναίρεσης η εσφαλμένη ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και η έλλειψη εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ουσιαστικά αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1996/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Αθανάσιο Γεωργόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2601/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 243/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κανελλόπουλου με αριθμό 140/15-4-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγοντες την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ. 1, 473, 474, 482 παρ. 1Α', 484 και 485 Κ.Π.Δ., νομότυπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, υπ'αριθμ. 17 από 4-2-2010 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 2601/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απερρίφθη ως κατ'ουσίαν αβάσιμος η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 2408/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για να δικαστεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντος σ'αυτόν λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, εκθέτομεν τα εξής:
Α'. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β' εδ. τελευταίο του ν. 2721/1999 " 1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000)δραχμών ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ...". Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι εν όλω ή εν μέρει ξένο, υπό την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς να συντρέχει άλλο νόμιμο δικαίωμα του δράστη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περιπτώσεως από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου αυτού, μεταξύ των οποίων εκείνη που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και ε) το πράγμα κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως να έχει ιδιαιτέρως μεγάλη αξία. Υποκειμενικά για την στοιχειοθέτηση της πράξεως, απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία ( βλ. ενδεικτικά ΑΠ 162/1999 και 327/1999 ΠΧρ. ΜΘ' σελ. 992 και 1085 αντίστοιχα). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, και ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα, κατ' άρθρο 719 του ΑΚ παν ότι έλαβε, καθώς και ό,τι κατ' άρθρο 721 του ίδιου Κώδικα προκατεβλήθη σ' αυτόν από τον εντολέα προς εκτέλεση της εντολής και δεν διετέθη προς τούτο, καθόσον δεν καθίσταται κύριος των προς εκτέλεση της εντολής δοθέντων σ' αυτόν (βλ. ΑΠ 618/1982 ΠΧρ. ΛΓ' 43 και ΑΠ 1127/1977 ΠΧρ. ΚΜ' 245). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια του τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Β'. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα προέκυψαν, κατά την κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο εκκαλών Α. Π., ήταν Γενικός Διευθυντής του Ομίλου Α., στον οποίο ανήκαν οι εφημερίδες "Επενδυτής" και "Sportime" καθώς και ο ραδιοφωνικός σταθμός " Planet", στον οποίο εργαζόταν ο εγκαλών ως Εμπορικός Διευθυντής, αναπτύχθηκε δε μεταξύ τους φιλική σχέση. Περί τα τέλη μηνός Σεπτεμβρίου 1999 ο Α. Π. προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να κερδίσει χρήματα και του αποκάλυψε ότι έχει τη δυνατότητα να αγοράσει για λογαριασμό του και να του παραδώσει είκοσι οκτώ χιλιάδες (28.000) κοινές μετοχές της εταιρείας "ΚΟΡΦΙΛ ΑΕ", που θα είχαν τεράστια άνοδο μετά από μικρό χρονικό διάστημα. Αρχές Νοεμβρίου 1999 ο εγκαλών επείσθη και συμφώνησε να του παραδώσει ποσό 119.280.000 δρχ., λαμβάνοντας μέχρι 31.12.1999 τις συμφωνηθείσες ως άνω μετοχές. Σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής κατέθεσε τμηματικά το χρονικό διάστημα από 12.11.1999 έως 17.12.1999 το συνολικό χρηματικό ποσό των 117.700.000 δρχ. στον με αριθμό ... λογαριασμό του εκκαλούντος στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, ήτοι την 12-11-1999 το ποσό των 75.000.000 δρχ., την 17-11-1999 το ποσό των 23.700.000 δρχ. , την 15-12-1999 το ποσό των 10.000.000 δρχ., την 17-12-1999 το ποσό των 9.000.000 δρχ. Επίσης αρχές Δεκεμβρίου 1999 του κατέβαλε σε μετρητά το ποσό των 1.580.000 δρχ. για τον ίδιο σκοπό και ο εκκαλών του υπέγραψε έγγραφη δήλωση "ότι παρέλαβε 119.280.000 δρχ. προκειμένου να του δώσει για τα παραπάνω χρήματα 28.000 τεμάχια της εταιρείας ΚΟΡΦΙΛ ΑΕ". Πλην όμως ο ανωτέρω δεν εκπλήρωσε την δοθείσα ως άνω εντολή και δεν επέστρεφε τα χρήματα που του είχαν δοθεί προς εκτέλεση της. Έτσι ο εγκαλών την 13-2-2003 του κοινοποίησε την από 3-2-2003 εξώδικη δήλωση πρόσκληση του μετά διαμαρτυρίας, καλώντας τον να του επιστρέψει εντός πέντε ημερών το ανωτέρω ποσό, αφού μεγάλο χρονικό διάστημα αρκείτο στις υποσχέσεις αυτού ότι θα του καταβάλλει τα χρήματα που παρέλαβε, χωρίς να εκπληρώσει την εντολή. Ο Α. Π. με την από 20-2-2003 εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία και πρόσκληση ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα που του έδωσε ο εγκαλών γνώριζε ότι παραδόθηκαν στον Μ. Α., κύριο μέτοχο της ΚΟΡΦΙΛ από τον οποίο έπρεπε να τα αναζητήσει. Ωστόσο ο εκκαλών την 11-4-2003, μετά την κοινοποίηση σ' αυτόν και δεύτερης εξώδικης πρόσκλησης-διαμαρτυρίας του εγκαλούντος υπέγραψε "το από 11-4-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό" υποσχόμενος να επιστρέψει το ποσό των 119.280.000 δρχ. ή 350.051,36 ευρώ, σε τρεις δόσεις, εκδίδοντας για την προαναφερθείσα αιτία (της είσπραξης του ποσού αυτού, χωρίς να αγοράσει και παραδώσει τις συμφωνηθείσες μετοχές) και χάριν καταβολής, τρεις επιταγές σε διαταγή του εγκαλούντος με ημεροχρονολογίες 10.4.2004, 10-10-2004, 10-4-2005, ποσών αντιστοίχως 140.000 ευρώ, 105.000 ευρώ, 105.051,36 ευρώ, με αριθμούς ..., ..., ... πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα με χρέωση του ... λογαριασμού του. Μάλιστα συμφωνήθηκε σε περίπτωση μη πληρωμής έστω και μιας των ως άνω δόσεων την αντίστοιχη ορισθείσα ημεροχρονολογία, παύει η ισχύς της συμφωνίας τους και ο εγκαλών δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξή της. Στη συνέχεια ο εκκαλών δεν πλήρωσε την πρώτη δόση την 10-4-2004 και η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδόσεως του, εμφανισθείσα νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή στην ανωτέρω πληρώτρια Τράπεζα ευρέθη χωρίς αντίκρισμα, χωρίς έκτοτε να εξοφληθεί ο Ε. Ε..
Βέβαια ο εκκαλών υπέβαλε σε βάρος του Ε. Ε. την από 7-5-2004 έγκληση υποστηρίζοντας ότι εξεβιάσθη και εξαπατήθηκε προκειμένου να υπογράψει την ανωτέρω από 11-4-2003 συμφωνία μαζί του, διατεινόμενος ότι υπό καθεστώς εκβιασμών αναγκάστηκε να αποδεχθεί να δοθούν ως εγγύηση και διασφάλιση οι ανωτέρω επιταγές, τις οποίες θα αντικαθιστούσε με άλλες εφόσον μέχρι τη λήξη τους δεν θα είχε εισπράξει ο ίδιος κάποιο ποσό από τον πράγματι οφειλέτη Μ. Α., όπως είχαν προηγουμένως συμφωνήσει, έχοντας ασκήσει ο ίδιος αγωγή κατά του ανωτέρω ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως ο Ε. Ε. απηλλάγη αμετακλήτως των αδικημάτων της εκβίασης τελεσθείσας από υπαίτιο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και της απάτης εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (σχετ. το με αριθμ. 2914/2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και το υπ' αριθμ. 2119/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
Περαιτέρω, επανερχόμενος ο εκκαλών υποστηρίζει ότι το ανωτέρω ποσό που έλαβε από τον Ε. Ε. το κατέθεσε στον Μ. Α. και δεν είχε πρόθεση να το ιδιοποιηθεί. Ωστόσο πρόκειται για ισχυρισμό του εκκαλούντος χωρίς να προκύπτει έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους, αν και ο ίδιος έλαβε την εντολή, εισέπραξε από τον εγκαλούντα Ε. Ε. το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικό χρηματικό ποσό των 350.051,36 ευρώ και ανέλαβε την υποχρέωση να το επιστρέψει, χωρίς έκτοτε να το πράξει. Άλλωστε οι μεταξύ Α. Π. και Μ. Α. συμφωνίες για την αγορά και παράδοση των μετοχών της εταιρείας "ΚΟΡΦΙΛ" δεν μπορούν να απαλλάξουν τον εκκαλούντα της ευθύνης του, λαμβανομένου υπόψιν ότι ο Μ. Α.ς δικάστηκε απών, ενώπιον του ΣΤ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για κακουργηματική υπεξαίρεση σε βάρος του Α. Π. και ουδέποτε αναγνώρισε ευθύνη του απορρέουσα από δοθείσα σύμβαση εντολής εκ μέρους του Ε. Ε..
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινεν, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του εκκαλούντος και νυν αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που ήταν εμπιστευμένο σ' αυτόν λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και κατόπιν αυτού απέρριψε την έφεσή του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.
Γ'. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1, 2 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα στην Αιτιολογία του βουλεύματος εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων ο αναιρεσείων εξωτερίκευσε τη βούλησή του να παρακρατήσει το υπεξαιρεθέν ποσόν των 119.280.000 δραχμών, στο τέλος Δεκεμβρίου 1999, όταν, εν τω μεταξύ είχε ήδη ολοκληρωθεί η τμηματική καταβολή των χρηματικών ποσών από τον εγκαλούντα εις αυτόν, η οποία άρχισε στις 12-11-2009 και ολοκληρώθηκε στις 17-12-2009 και, παρά ταύτα, δεν του επέστρεψε το ποσό αυτό, μολονότι είχε δοθεί διά την αγορά, κατόπιν εντολής του και για λογαριασμό του, των αναφερόμενων στο βούλευμα μετοχών, οι οποίες δεν αγοράστηκαν.
Η ενσωμάτωση ή όχι στην περιουσία του αυτού του ποσού ή η μεταβίβασή του για να ενσωματωθεί στην περιουσία τρίτου, όπως σ'αυτήν του Μιχ. Α., είναι θέμα αδιάφορον, καθόσον ούτως ή άλλως η ιδιοποίηση αυτού συντελείται. Επομένως, οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως νομίμου αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν
α) Να απορριφθεί η από 4-2-2010 με αριθμό 17 αίτηση του κατηγορουμένου Α. Π. του Α., κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 2601/1999 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και
β) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 9 Απριλίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 375 παρ.1 εδ. α' ΠΚ, που ορίζει ότι "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους" προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξης στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον συνιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα 1) αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας πιο πάνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ), όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α του ν.2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2) το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη μεταξύ των οποίων διαλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου (παρ.2 του αυτού παραπάνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ.9 του ν.2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3β του ν.2721/1999). Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, και ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα, κατ' άρθρο 719 ΑΚ πας ό,τι έλαβε, καθώς και ό,τι κατ' άρθρο 721 ίδιου Κώδικα προκαταβλήθηκε σ' αυτόν από τον εντολέα προς εκτέλεση της εντολής και δεν διατέθηκε προς τούτο, καθόσον δεν καθίσταται κύριος των προς εκτέλεση της εντολής δοθέντως σ' αυτόν. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου (εξ) αυτών ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης που ιδρύει τον αυτό λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που διαλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (έγκληση, μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου) δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο εκκαλών Α. Π., ήταν Γενικός Διευθυντής του Ομίλου Α., στον οποίο ανήκαν οι εφημερίδες "Επενδυτής" και "Sportime" καθώς και ο ραδιοφωνικός σταθμός "Planet", στον οποίο εργαζόταν ο εγκαλών ως Εμπορικός Διευθυντής, αναπτύχθηκε δε μεταξύ τους φιλική σχέση. Περί τα τέλη μηνός Σεπτεμβρίου 1999 ο Α. Π. προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να κερδίσει χρήματα και του αποκάλυψε ότι έχει τη δυνατότητα να αγοράσει για λογαριασμό του και να του παραδώσει είκοσι οκτώ χιλιάδες (28.000) κοινές μετοχές της εταιρείας "ΚΟΡΦΙΛ ΑΕ", που θα είχαν τεράστια άνοδο μετά από μικρό χρονικό διάστημα. Αρχές Νοεμβρίου 1999 ο εγκαλών επείσθη και συμφώνησε να του παραδώσει ποσό 119.280.000 δρχ., λαμβάνοντας μέχρι 31.12.1999 τις συμφωνηθείσες ως άνω μετοχές. Σε εκτέλεση της ανωτέρω εντολής κατέθεσε τμηματικά το χρονικό διάστημα από 12.11.1999 έως 17.12.1999 το συνολικό χρηματικό ποσό των 117.700.000 δρχ. στον με αριθμό ... λογαριασμό του εκκαλούντος στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, ήτοι την 12-11-1999 το ποσό των 75.000.000 δρχ., την 17-11-1999 το ποσό των 23.700.000 δρχ. , την 15-12-1999 το ποσό των 10.000.000 δρχ., την 17-12-1999 το ποσό των 9.000.000 δρχ. Επίσης αρχές Δεκεμβρίου 1999 του κατέβαλε σε μετρητά το ποσό των 1.580.000 δρχ. για τον ίδιο σκοπό και ο εκκαλών του υπέγραψε έγγραφη δήλωση "ότι παρέλαβε 119.280.000 δρχ. προκειμένου να του δώσει για τα παραπάνω χρήματα 28.000 τεμάχια της εταιρείας ΚΟΡΦΙΛ ΑΕ". Πλην όμως ο ανωτέρω δεν εκπλήρωσε την δοθείσα ως άνω εντολή και δεν επέστρεφε τα χρήματα που του είχαν δοθεί προς εκτέλεση της. Έτσι ο εγκαλών την 13-2-2003 του κοινοποίησε την από 3-2-2003 εξώδικη δήλωση πρόσκλησή του μετά διαμαρτυρίας, καλώντας τον να του επιστρέψει εντός πέντε ημερών το ανωτέρω ποσό, αφού μεγάλο χρονικό διάστημα αρκείτο στις υποσχέσεις αυτού ότι θα του καταβάλλει τα χρήματα που παρέλαβε, χωρίς να εκπληρώσει την εντολή. Ο Α. Π. με την από 20-2-2003 εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία και πρόσκληση ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα που του έδωσε ο εγκαλών γνώριζε ότι παραδόθηκαν στον Μ. Α., κύριο μέτοχο της ΚΟΡΦΙΛ από τον οποίο έπρεπε να τα αναζητήσει. Ωστόσο ο εκκαλών την 11-4-2003, μετά την κοινοποίηση σ' αυτόν και δεύτερης εξώδικης πρόσκλησης-διαμαρτυρίας του εγκαλούντος υπέγραψε "το από 11-4-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό" υποσχόμενος να επιστρέψει το ποσό των 119.280.000 δρχ. ή 350.051,36 ευρώ, σε τρεις δόσεις, εκδίδοντας για την προαναφερθείσα αιτία (της είσπραξης του ποσού αυτού, χωρίς να αγοράσει και παραδώσει τις συμφωνηθείσες μετοχές) και χάριν καταβολής, τρεις επιταγές σε διαταγή του εγκαλούντος με ημεροχρονολογίες 10.4.2004, 10-10-2004, 10-4-2005, ποσών αντιστοίχως 140.000 ευρώ, 105.000 ευρώ, 105.051,36 ευρώ, με αριθμούς ..., ..., ... πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα με χρέωση του ... λογαριασμού του. Μάλιστα συμφωνήθηκε σε περίπτωση μη πληρωμής έστω και μιας των ως άνω δόσεων την αντίστοιχη ορισθείσα ημεροχρονολογία, παύει η ισχύς της συμφωνίας τους και ο εγκαλών δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξή της. Στη συνέχεια ο εκκαλών δεν πλήρωσε την πρώτη δόση την 10-4-2004 και η υπ' αριθμ. ... επιταγή εκδόσεως του, εμφανισθείσα νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή στην ανωτέρω πληρώτρια Τράπεζα ευρέθη χωρίς αντίκρισμα, χωρίς έκτοτε να εξοφληθεί ο Ε. Ε.. Βέβαια ο εκκαλών υπέβαλε σε βάρος του Ε. Ε. την από 7-5-2004 έγκληση υποστηρίζοντας ότι εξεβιάσθη και εξαπατήθηκε προκειμένου να υπογράψει την ανωτέρω από 11-4-2003 συμφωνία μαζί του, διατεινόμενος ότι υπό καθεστώς εκβιασμών αναγκάστηκε να αποδεχθεί να δοθούν ως εγγύηση και διασφάλιση οι ανωτέρω επιταγές, τις οποίες θα αντικαθιστούσε με άλλες εφόσον μέχρι τη λήξη τους δεν θα είχε εισπράξει ο ίδιος κάποιο ποσό από τον πράγματι οφειλέτη Μ. Α., όπως είχαν προηγουμένως συμφωνήσει, έχοντας ασκήσει ο ίδιος αγωγή κατά του ανωτέρω ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως ο Ε. Ε. απηλλάγη αμετακλήτως των αδικημάτων της εκβίασης τελεσθείσας από υπαίτιο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και της απάτης εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (σχετ. το με αριθμ. 2914/2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και το υπ' αριθμ. 2119/2007 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών). Περαιτέρω, επανερχόμενος ο εκκαλών υποστηρίζει ότι το ανωτέρω ποσό που έλαβε από τον Ε. Ε. το κατέθεσε στον Μ. Α. και δεν είχε πρόθεση να το ιδιοποιηθεί. Ωστόσο πρόκειται για ισχυρισμό του εκκαλούντος χωρίς να προκύπτει έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους, αν και ο ίδιος έλαβε την εντολή, εισέπραξε από τον εγκαλούντα Ε. Ε. το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικό χρηματικό ποσό των 350.051,36 ευρώ και ανέλαβε την υποχρέωση να το επιστρέψει, χωρίς έκτοτε να το πράξει. Άλλωστε οι μεταξύ Α. Π. και Μ. Α. συμφωνίες για την αγορά και παράδοση των μετοχών της εταιρείας "ΚΟΡΦΙΛ" δεν μπορούν να απαλλάξουν τον εκκαλούντα της ευθύνης του, λαμβανομένου υπόψιν ότι ο Μ. Α.ς δικάστηκε απών, ενώπιον του ΣΤ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για κακουργηματική υπεξαίρεση σε βάρος του Α. Π. και ουδέποτε αναγνώρισε ευθύνη του απορρέουσα από δοθείσα σύμβαση εντολής εκ μέρους του Ε. Ε.. Ενόψει τούτων, το Συμβούλιο Εφετών, έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 73.000 ευρώ, που ήταν εμπιστευμένο σ' αυτόν, ως εντολοδόχο, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α, 375 παρ. 1β, 2 α', β' ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ.9 ν.2408/1996. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστεί για την παραπάνω κακουργηματική αξιόποινη πράξη, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες πιο πάνω παρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ούτε, επίσης, ότι εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτών και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, τις οποίες και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στην αιτιολογία του βουλεύματος διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά, δυνάμει των οποίων ο κατηγορούμενος (αναιρεσείων) εκδήλωσε τη βούλησή του για την παράνομη ιδιοποίηση του ποσού των 119.280.000 δραχμών ή 350.051,36 ευρώ στις 31-12-1999, κατά την οποία παρήλθε η προθεσμία για την αγορά κατ' εντολήν και για λογαριασμό του εγκαλούντος των αναφερόμενων στο βούλευμα μετοχών. Το δε, από 11-4-2003, ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο αναιρεσείων υποσχέθηκε στον εγκαλούντα να του επιστρέψει το προδιαληφθέν ποσό σε τρεις δόσεις, εκδίδοντας προς τούτο και τρεις επιταγές, από τις οποίες καμμία δεν πληρώθηκε, δε μεταβάλλει τα πράγματα, αφού σε τούτο εξαναγκάστηκε υπό την πίεση του εγκαλούντος για την επιστροφή του παραπάνω ποσού. Εξάλλου, η ενσωμάτωση ή όχι στην περιουσία του κατηγορουμένου του προδιαληφθέντος ποσού ή η μεταβίβασή του, κατά τον ισχυρισμό του (αναιρεσείοντος), για να ενσωματωθεί στην περιουσία τρίτου, όπως σ' αυτή του Μ. Α. αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού έτσι ή άλλιώς η ιδιοποίηση τούτου (ποσού) συντελέστηκε, κατά τις παραδοχές, ήδη κατά το χρόνο που έλαβε την τελευταία δόση για να αγοράσει τις μετοχές και μέχρι τότε βρισκόταν στην κατοχή του. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, λόγος, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ' για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 ίδιου Κώδικα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ.1, 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 4-2-2010, αίτηση του Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., για αναίρεση του 2601/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή