Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη - Στοιχεία αυτής. Τι απαιτείται να περιέχει το παραπεμπτικό βούλευμα. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Πότε από κοινού διάπραξη (45 Π.Κ.). Συναπόφαση - κοινός δόλος. Δεν είναι απαραίτητη η αναφορά των κατ’ ιδίαν ενεργειών των συμμετόχων. Αιτιολογία υπάρχει και με αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, όταν αυτή είναι ειδικά αιτιολογημένη. Απορρίπτει αναίρεση δι’ έλλειψη αιτιολογίας και δι’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αναίρεση κατά παραπεμπτικού βουλεύματος όταν ησκήθη μετά πάροδο δεκαημέρου από της επιδόσεώς του, χωρίς να γίνεται επίκληση λόγων ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος άρθρ. 474 ΚΠΔ). Απορρίπτει αίτημα αυτοπροσώπου εμφανίσεως διότι προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση.
Αριθμός 1621/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνου Κούκλη και Βιολέττας Κυτέα - Εισηγήτριας, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ..., 2) Χ2, κατοίκου ... και 3) ..., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 33/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου.
Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 31.5.2007, 4.6.2007 και 6.6.2007 αιτήσεις αναιρέσεως, αντιστοίχως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1080/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 387/16.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις υπ'αριθ. 1/31-5-2007, 2) 4-6-2007 και 3) 6-6-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, κατοίκου ..., Χ2, κατοίκου ... και ..., κατοίκου ..., αντιστοίχως, οι οποίες ασκήθηκαν στο όνομα και για λογαριασμό τους από τον δικηγόρο Κορίνθου Χρήστου Τσιράκη του Νικολάου, δυνάμει των από 28-5-2007, 28-5-2007 και 6-6-2007, αντιστοίχως, προσαρτημένων στις εκθέσεις αναιρέσεως και νομίμως θεωρημένων εξουσιοδοτήσεων και στρέφονται κατά του υπ'αριθμ. 33/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1.- Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου με το υπ'αριθ. 616/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους Χ1, Χ2 και Χ3 (καθώς και τους μη ασκήσαντας αναίρεση Χ4 και Χ5), προκειμένου να δικασθούν: α) Ο Χ1 για την πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, με ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, β) Ο Χ3για ηθική αυτουργία στην ανωτέρω πράξη της απάτης, με τις επιβαρυντικές επίσης περιστάσεις ότι είναι πρόσωπο που ενεργεί κατ'επάγγελμα και γ) Ο Χ2 για απλή συνέργια στην ανωτέρω πράξη της απάτης, με τις επιβαρυντικές επίσης περιστάσεις ότι είναι πρόσωπο που ενεργεί κατ'επάγγελμα. Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν εφέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες με το υπ'αριθ. 33/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι με τις κρινόμενες αιτήσεις τους. 2.- Και αναφορικά με την υπ'αριθμ. 3/6-6-2007 αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ3, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ. 18 Ν.2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, που τυχόν θα εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της αποφάσεως που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 507 παρ. 1, 473 παρ. 1 και 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν.3160/2003, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος είναι δεκαήμερη και αρχίζει, εφόσον πρόκειται για ανέκκλητο βούλευμα, από τη νόμιμη επίδοσή του στον δικαιούχο και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 Κ.Π.Δ. συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησαν αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και των μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά, διαφορετικά η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από το με ημερομηνία 14-5-2007 αποδεικτικό επιδόσεως του Ανθυπαστυνόμου ... προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 33/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου επιδόθηκε νομοτύπως στον αναιρεσείοντα Χ3 την ανωτέρω ημερομηνία (14-5-2007). Συγκεκριμένα παραδόθηκε στον ίδιο τον αναιρεσείοντα. 'Όμως ο τελευταίος (Χ3) άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως με δήλωσή του ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίόυ Εφετών Ναυπλίου, την 6-6-2007, δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της κατά τα ανωτέρω νόμιμης προθεσμίας των δέκα ημερών από την επίδοση προς αυτόν του προσβαλλομένου βουλεύματος, χωρίς μάλιστα να επικαλείται συγκεκριμένους λόγους ανώτερης βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος, που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η κρινόμενη υπ'αριθμ. 3/6-6-2007 αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντα Χ3, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
3.- Περαιτέρω και αναφορικά με τις υπ' αριθ. 1/31-5-2007 και 2/4-6-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, κατά του ίδιου υπ'αριθ. 33/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, εκθέτω τα ακόλουθα:
Οι κρινόμενες αιτήσεις ασκήθηκαν νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς. Συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε την 21-5-2007 στον πρώτο αναιρεσείοντα Χ1 (βλ. το από 21-5-2007 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας δικαστηρίων ...) και την 29-5-2007 στον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ2 (βλ. το από 29-5-2007 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα ...), οι δε αιτήσεις ασκήθηκαν την 31-5-2007 από τον Χ1 και την 4-6-2007 από τον Χ2. Περαιτέρω οι αιτήσεις αυτές ασκήθηκαν ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, συνετάγησαν δε από εκείνον οι υπ'αριθ. 1/31-5-2007 και 2/4-6-2007 εκθέσεις, στις οποίες διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα, όπως εκτιμάται, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω οι κρινόμενες υπ'αριθ. 1/31-5-2007 και 2/4-6-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και περαιτέρω να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστο δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της ενεστώσας περιουσιακής καταστάσεως του βλαπτομένου, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση αυτής, καθώς και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον, λόγω εμπλοκής σε δικαστικούς αγώνες προς απόκρουση της παράνομης καταστάσεως από τις ενέργειες του δράστη, όπως και κάθε δαπάνη που δημιουργείται εξαιτίας των δικαστικών αγώνων (ΑΠ 1633/2002 ΠΧ ΝΓ' 602, ΑΠ 520/1998 ΠΧ ΜΗ' 1101). Η περιουσιακή βλάβη δεν αναιρείται από το γεγονός ότι υφίσταται αξίωση του βλαπτομένου προς επανόρθωση ή αν αυτή αίρεται από άλλο μεταγενέστερο γεγονός (ΑΠ 1697/1993 ΠΧ ΜΔ 157), ενώ, περαιτέρω, περιουσιακή βλάβη συνιστά και η διακινδύνευση περιουσιακού στοιχείου (ΑΠ 326/1996 ΠΧ ΜΖ' 27). Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. 'Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου για τη στοιχειοθέτηση της απάτης και για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλανήσεως και δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης. Γι'αυτό είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Η τυχόν συντρέχουσα αμέλεια αυτού δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, αλλά μπορεί να συναξιολογηθεί στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής (ΑΠ 1296/2002). Περαιτέρω κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2408/1996, συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 1074/2006, ΑΠ 1445/2004, ΑΠ 1820/2003, ΑΠ 865/2003). Συνιστά δε τέτοια υποδομή και η επανειλημμένη συνάντηση του δράστη με τους εξαπατηθέντες, καθώς και η χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου (συνεργού) προς ενίσχυση των ψευδών παραστάσεων, με τις οποίες διαμόρφωσε την κατάλληλη εκείνη υποδομή, που και με την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής σκοπό είχε να προσπορισθεί σταθερό εισόδημα (ΑΠ 1795/2001). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου (46), παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως αυτουργός με ποινή ελαττωμένη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή, υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό με γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της τελέσεως από αυτόν ορισμένης άδικης πράξεως και με τη βούληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος (ΑΠ 540/2006, ΑΠ 431/2006). 5.- To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135, ΑΠ 1364/2006).
Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
6.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ιδίως δε των Α και Β, τα έγγραφα, κυρίως δε την από 3/5/2004 αίτηση για χορήγηση καταναλωτικού δανείου, την ... σύμβαση καταναλωτικού δανείου και το από 4/5/2004 ένταλμα πληρωμής της Εμπορικής Τράπεζας και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα εξής: Σε νομότυπη κατ' οίκον έρευνα στην οικία του Χ4 στις 6-5-2004, βρέθηκαν εκτός από ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ, η υπ' αριθμ. .../4-5-2004 σύμβαση καταναλωτικού δανείου χωρίς εξασφαλίσεις, ύψους 25.000 ευρώ, με συμβαλλόμενους τον Χ4 και την Εμπορική Τράπεζα Αιγίου, το υπ' αριθμ. .../4-5-2004 ένταλμα πληρωμής, ποσού 25.000 ευρώ της ίδιας Τράπεζας στο όνομα Χ4 και ένα γραμμάτιο είσπραξης 150 ευρώ που κατέβαλε ο Χ4 στην ίδια Τράπεζα την 4-5-2004, ως εφάπαξ δαπάνη για την εκταμίευση 25.000 ευρώ. Από την αστυνομική προανάκριση που ακολούθησε και από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση που ακολούθησε προέκυψε ότι ο Χ3, υλοποιώντας σχέδιο που είχαν καταστρώσει με τους Χ1 και Χ2, προκειμένου να εξασφαλίζουν εισόδημα με λήψη καταναλωτικών δανείων στο όνομα άλλων, τα χρήματα των οποίων θα μοιραζόντουσαν μεταξύ τους, στο ... στα τέλη Απριλίου του 2004 ανακάλυψε έναν νέο άνεργο, χρήστη ναρκωτικών ουσιών, τον Χ4 και τον έπεισε ότι μπορούσε με τη βοήθεια του να πάρει δάνειο γύρω στα 25.000 ευρώ, με τη συμφωνία να μοιραστούν τα χρήματα ο ίδιος και οι άλλοι τρεις. Του πρότεινε μάλιστα να βρει και άλλα άτομα για να κάνουν το ίδιο. Ο Χ4 ανέλαβε να βρει εγγυητή, ο οποίος χρειαζόταν για τη λήψη του δανείου και έτσι απευθύνθηκε στην Χ5, χρήστη ομοίως ναρκωτικών ουσιών, η οποία δέχθηκε να παίξει αυτό το ρόλο με την υπόσχεση ότι θα έπαιρνε και αυτή στη συνέχεια δάνειο με εγγυητή τον Χ4. Έτσι ο Χ2 στις 28/4/2004 μετέφερε με το αυτοκίνητο του, μάρκας BMW, στο οποίο επέβαινε και ο Χ3, τους Χ4 και Χ5 από το ... στο ..., όπου τους έφερε σε επαφή με τον Χ1, αδελφό της γυναίκας του, τον οποίο αυτοί δεν γνώριζαν, φιλοξενήθηκαν μάλιστα όλοι στο σπίτι του ανωτέρω. Ο Χ1 είχε βρει κάποιον λογιστή, ονόματι Γ, με τον οποίο ο Χ4 και η Χ5 μετέβησαν στην Α' Δ.Ο.Υ. Πατρών και κατέθεσαν ψευδείς φορολογικές δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο μεν πρώτος ήταν κάτοικος ..., με εισοδήματα από την εργασία του για το έτος 2003 ύψους 34.000 ευρώ και η δεύτερη ότι ήταν επίσης κάτοικος ..., με εισοδήματα για το ίδιο έτος ύψους 26.000 ευρώ. Στις 3/5/2004 ο Χ4 και η Χ5, συνοδευόμενοι από τον Χ1 μετέβησαν στην Εμπορική Τράπεζα του Αιγίου. Ο Χ1 ήταν γνωστός στους υπαλλήλους της Τράπεζας από προηγούμενες συναλλαγές και συγκεκριμένα από σύμβαση δανείου που είχε υπογράψει στις 26-4-2004 ως εγγυητής με πρωτοφειλέτη τον Δ, αλλά και από δάνειο που είχε λάβει η σύζυγος του. Εκεί ο Χ4 και η Χ5 υπέβαλαν την από 3/5/2004 αίτηση για χορήγηση καταναλωτικού δανείου με πρωτοφειλέτη τον πρώτο και εγγυήτρια τη δεύτερη, ύψους 25.000 ευρώ και μεταξύ των δικαιολογητικών κατέθεσαν τις ανωτέρω ψευδείς φορολογικές δηλώσεις καθώς και την από 3-5-04 υπεύθυνη δήλωση του Χ4 ότι το δηλωθέν εισόδημα του είναι αληθινό. Με τον τρόπο αυτό παρέστησαν και οι τρεις ψευδώς προς τους υπαλλήλους που παρέλαβαν την αίτηση και συγκεκριμένα προς τον υποδιευθυντή Α και τη σύμβουλο πελατείας Β ότι οι ανωτέρω αιτούντες έχουν οικονομική επιφάνεια και ειδικότερα τα εισοδήματα που δήλωσαν και τη δυνατότητα να εξοφλούν τις δόσεις του δανείου. Ο Χ1 μάλιστα είχε αναφέρει στον υποδιευθυντή ψευδώς ότι το δάνειο αυτό το ήθελε ο Χ4 προκειμένου να αγοράσει το αυτοκίνητο του, μάρκας "BMW". Έτσι έπεισαν τους ανωτέρω υπαλλήλους να προβούν στη σύναψη της με αριθμό 2203587120 σύμβασης καταναλωτικού δανείου για 25.000 ευρώ, εξοφλητέας σε 60 δόσεις με ποσό δόσης 544,81 ευρώ. Ο Χ4 εισέπραξε την ίδια ημέρα από το ταμείο το ποσό των 25.000 ευρώ και μετά από πίεση έδωσε αυτό στον Χ1, ο οποίος του επέστρεψε μόνο 2000 ευρώ, ενώ καμία πώληση αυτοκινήτου δεν πραγματοποιήθηκε. Η Τράπεζα δε ζημιώθηκε κατά το ως άνω ποσό των 25.000 ευρώ, αφού οι δόσεις δεν καταβάλλονται. Τέλος προέκυψε ότι οι εκκαλούντες είχαν καταστρώσει σχέδιο, προκειμένου να βρίσκουν άτομα πρόθυμα να προβούν σε ψευδείς δηλώσεις εισοδήματος και λήψη δανείων με απάτη και να μοιράζονται τα παρανόμως κτηθέντα ποσά. Ο Χ1 δε είχε βρει και λογιστή με τη βοήθεια του οποίου εμφάνιζε ότι τα άτομα αυτά είχαν εισοδήματα, προέτρεψε μάλιστα τον Χ4 να βρει και αυτός άλλα άτομα για να επαναλάβουν την πράξη της απάτης σε βάρος της Τράπεζας, ενώ στις 26/4/2004 προέβη στη σύναψη δανείου με την ίδια Τράπεζα με πρωτοφειλέτη τον Δ και εγγυητή τον ίδιο για ποσό 25.000 ευρώ, προβαίνοντας στις ίδιες ψευδείς παραστάσεις, πως είναι σε θέση να εξοφλήσουν το δάνειο, ενώ δεν κατέβαλαν καμία δόση, και λίγες μέρες μετά την 4-5-2004 προσήλθε στην ίδια Τράπεζα με τον Ε για λήψη δανείου, το οποίο δεν χορηγήθηκε γιατί πλέον η Τράπεζα είχε αμφιβολίες για την αλήθεια των οικονομικών στοιχείων που δηλώθηκαν. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αστική διαφορά και δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της απάτης που τους αποδίδεται, δεδομένου ότι η σύμβαση δανείου που συνήφθη με την Εμπορική Τράπεζα περιέχει Γενικούς Όρους Συναλλαγών που είναι καταχρηστικοί και επομένως ελέγχονται ως προς την εγκυρότητα τους. Εξάλλου η αποπληρωμή του δανείου ορίστηκε να γίνει σε εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις, δηλ. σε πέντε χρόνια, επομένως μόνο με την πάροδο της προαναφερόμενης πενταετίας και εφόσον δεν είχε εξοφληθεί το δάνειο θα μπορούσε να γίνει λόγος για τέλεση του εγκλήματος της απάτης. Τέλος επικαλούνται την 422/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου με αιτούσα την Εμπορική Τράπεζα για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, στρεφόμενη κατά του Χ1, του Χ4 και της Χ5. Με την ως άνω απόφαση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αίτηση όσον αφορά την εγγυητική ευθύνη του Χ1 από τη δανειακή σύμβαση που υπέγραψε ο Χ4, λόγω του ότι δεν συντρέχουν προϋποθέσεις αδικοπραξίας, έγινε όμως δεκτή για μία άλλη δανειακή σύμβαση (...) που υπεγράφη την 26/4/2004 (μόλις 8 ημέρες πριν την επίδικη), την αναφερομένη ανωτέρω με πρωτοφειλέτη τον Δ και εγγυητή τον Χ1, στη δε απόφαση αυτή αναφέρθηκε ότι η πρώτη δόση του ληφθέντος δανείου είχε ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμη. Σχετικά με τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων παρατηρούμε τα εξής: Η εγκυρότητα ή όχι της δανειακής σύμβασης δεν είναι κρίσιμο στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, δεδομένου ότι η ζημιά επήλθε στην Τράπεζα με την εκταμίευση και παραλαβή από τον Χ4 όλου του ποσού του δανείου, του οποίου οι δόσεις δεν καταβάλλονται, ήταν δε αυτή (η ζημιά) το αποτέλεσμα της παραπλάνησης των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας αφενός με την προσκομιδή από τους Χ4, Χ5 και Χ1 των ψευδών φορολογικών δηλώσεων των δύο πρώτων και αφετέρου με τις προφορικές διαβεβαιώσεις του τρίτου για τη φερεγγυότητα του δανειολήπτη, ο οποίος ήθελε δήθεν το δάνειο για να αγοράσει το αυτοκίνητο του ανωτέρω. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει του ότι, όπως προεκτέθηκε, οι δόσεις δεν καταβάλλονται, είναι αυτονόητο ότι δεν απαιτείται να παρέλθει η πενταετία που ορίστηκε για την αποπληρωμή του δανείου προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση του εγκλήματος της απάτης. Περαιτέρω, αναφορικά με την 422/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, κατ' αρχάς με αυτήν εξετάζεται η αστική ευθύνη του Χ1 στα πλαίσια μιας σύμβασης και όχι η τυχόν ποινική ευθύνη αυτού. Βεβαίως σύμφωνα με την απόφαση αυτή "προφορικές διαβεβαιώσεις από τρίτους για την φερεγγυότητα του οφειλέτη δεν προβλέπονται ούτε μπορούν να επηρεάσουν την κρίση των υπαλλήλων της Τράπεζας στη χορήγηση ή μη της χρηματοδότησης", πλην όμως, όπως συνάγεται από την κατάθεση της Β, τόσο αυτή όσο και ο υποδιευθυντής της Τράπεζας επηρεάστηκαν από τις προφορικές αυτές διαβεβαιώσεις του Χ1. Συγκεκριμένα η ανωτέρω μάρτυρας καταθέτει: "...Τόσο όμως εμένα όσο και στον κ. Α (τον υποδιευθυντή) μας έκανε εντύπωση ότι εφέροντο (ο Χ4 και η Χ5) να έχουν υψηλά εισοδήματα ως εργάτες. Αυτός ήταν και ο λόγος που ζητήσαμε πληροφορίες από τη ΔΟΥ Αιγίου για να δούμε πως μπορούμε να προχωρήσουμε στην δανειοδότηση τους. (Σε άλλο σημείο της καταθέσεως της η μάρτυρας είχε αναφέρει ότι η Εφορία είχε απαντήσει ότι δεν υπήρχε τρόπος να εξακριβωθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις των ανωτέρω ήταν αληθινές). Ο Χ1 όμως επέμενε ότι τους γνώριζε και ότι τα εισοδήματα στις φορολογικές τους δηλώσεις είναι πραγματικά". Εξάλλου ο Χ1, όπως προεκτέθηκε, παίζει ρόλο καθοριστικό στην όλη υπόθεση, έχοντας διαμορφώσει την κατάλληλη υποδομή για τη διάπραξη απατών σε βάρος της Τράπεζας μαζί με τους Χ3 και Χ2, με τους οποίους κατέστρωσε σχέδιο προκειμένου να βρίσκουν άτομα για να παίρνουν δάνεια από την Τράπεζα και στη συνέχεια να καρπώνονται αυτοί μέρος του ποσού του δανείου. Είχε τις γνώσεις που χρειαζόντουσαν σχετικά με τη χορήγηση των δανείων, είχε βρει λογιστή, ο οποίος θα συνέτασσε ψευδείς δηλώσεις εισοδήματος, ενώ ο ισχυρισμός του κατά την απολογία του ότι η γνωριμία του με τον Χ4 έγινε με την πρωτοβουλία του τελευταίου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το αυτοκίνητο του όταν είδε σ' αυτό σχετική ένδειξη "πωλείται", δεν είναι πειστικός, αφού, όπως ορθά αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα, δεν μπόρεσε να εξηγήσει για ποιο λόγο προσφέρθηκε με ιδιαίτερο ζήλο να εξασφαλίσει στον μελλοντικό αγοραστή του αυτοκινήτου του τα χρήματα για την αγορά του αυτοκινήτου του, όταν θα μπορούσε να το πουλήσει σε άλλο ενδιαφερόμενο αγοραστή, ο οποίος θα διέθετε και το αιτούμενο τίμημα της πωλήσεως. Ούτε γιατί επελέγη η Εμπορική τράπεζα Αιγίου, αφού ο Χ4 είναι κάτοικος ... Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, τουλάχιστον άλλες δύο φορές προσπάθησε να κερδίσει χρήματα με απάτη σε βάρος της τράπεζας. Οι δε Χ3 και Χ2 είναι αυτοί που, σύμφωνα με το σχέδιο που καταστρώθηκε, ο μεν πρώτος βρήκε στην κρινόμενη περίπτωση τα κατάλληλα άτομα που θα μπορούσαν να πάρουν δάνειο από την Τράπεζα και να μοιραστούν τα χρήματα με τους υπόλοιπους (Χ4 και Χ5), ο δε δεύτερος μετέφερε τα άτομα αυτά στο ... και τα έφερε σε επαφή με τον Χ1 προκειμένου να διαπράξουν την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βάρος της Τράπεζας. Ενόψει αυτών, ορθώς κρίθηκαν ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος των εκκαλούντων με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, στις ορθές και νομίμους σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση συμπληρωματικά αναφερόμεθα.
Συνεπώς πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να απορριφθούν κατ'ουσίαν και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Στην συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με δικές του σκέψεις δέχθηκε και τα εξής: Περαιτέρω δε προς επίρρωση της ανωτέρω κρίσεως του Συμβουλίου πρέπει να παρατηρηθούν και τα ακόλουθα: Α) Με βάση τα γενόμενα δεκτά από το εκκαλούμενο βούλευμα η επίμαχη δανειακή σύμβαση μεταξύ της πιστώτριας Εμπορικής Τράπεζας (Υποκαταστήματος Αιγίου) και του δανειολήπτη συγκατηγορουμένου των εκκαλούντων Χ4, με εγγυήτρια την τελευταία συγκατηγορουμένη τους Χ5, ύψους 25.000 ευρώ, καταρτίσθηκε αφού οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας παραπλανήθηκαν σχετικά με την δήθεν φερεγγυότητα δανειολήπτη και εγγυήτριας από ψευδείς παραστάσεις που μετήλθαν οι τελευταίοι, από κοινού με τον πρώτο κατηγορούμενο -εκκαλούντα Χ1, βασισμένες στην προσαγωγή ψευδών φορολογικών δηλώσεων των αντισυμβαλλομένων της τράπεζας. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αστική διαφορά μεταξύ της τράπεζας και των αντισυμβαλλομένων της, η οποία εστιάζεται στην ακυρότητα της δανειακής συμβάσεως, διότι αυτή περιέχει καταχρηστικούς όρους, τους οποίους προσδιορίζουν ειδικότερα, έτσι ώστε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί απάτη ελλείψει βλάβης. Ο λόγος αυτός των εφέσεων παρίσταται ως αλυσιτελής, μη νόμιμος και αβάσιμος, ως εκ τούτου δε απορριπτέος για τους εξής, εκτός των άλλων, λόγους: α') Ακόμη και αν είναι άκυρη η σύμβαση στο σύνολο της συνεπεία των φερομένων ως καταχρηστικών όρων της, τα χρήματα του "ακύρου" δανείου εκταμιεύθηκαν πάντως προς τον Χ4 από τον ταμία της τράπεζας με την πεποίθηση ότι δίδονται σε εκτέλεση εγκύρου συμβάσεως, συνεπώς δημιουργείται σε κάθε περίπτωση απαίτηση της τράπεζας για άμεση επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού από της γνώσεως του λήπτη για την ακυρότητα (αρθρ. 904 επ., 910, 911 του ΑΚ), ανεξαρτήτως των δανειακών δόσεων που είχαν συμφωνηθεί. Δυνατότητα όμως του λήπτη του πλουτισμού να αποδώσει αυτόν δεν προκύπτει, ούτε και οι ίδιοι οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι υπάρχει. Δηλαδή η παραπλάνηση ως προς την φερεγγυότητα του λήπτη οδήγησε σε κάθε περίπτωση στην υλική τουλάχιστον πράξη της καταβολής έστω και για μη νόμιμη (άκυρη) αιτία και συνεπώς στην αποξένωση της τράπεζας από το καταβληθέν ποσό χωρίς πιθανότητα ανακτήσεως του ούτε με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με αποτέλεσμα την επέλευση ισόποσης περιουσιακής βλάβης σ' αυτή, οπότε στοιχειοθετείται η απάτη υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια.- β') Εξάλλου οι ενδεχομένως καταχρηστικοί όροι σε μία σύμβαση δεν καθιστούν αυτήν συνολικά άκυρη σε κάθε περίπτωση, παρά μόνο εάν τα μέρη δεν θα είχαν επιχειρήσει αυτήν χωρίς το άκυρο μέρος της (αρθρ. 181 ΑΚ). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες, προβάλλοντας την ακυρότητα του δανείου συνεπεία καταχρηστικών όρων σε βάρος δανειολήπτη και εγγυήτριας για λογαριασμό των τελευταίων, δεν εννοούν προφανώς ότι αυτοί υποχρεούνται σε άμεση απόδοση των ληφθέντων με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αλλά ότι δικαιούνται να κρατήσουν αυτά μη δεσμευόμενοι από τους καταχρηστικούς όρους και να αποπληρώσουν σταδιακά τις δόσεις που θα καταστούν ληξιπρόθεσμες στο μέλλον από κοινού με τις ήδη ανεξόφλητες, συμπληρώνουν δε ότι δεν έχει επέλθει ακόμη η βλάβη για τις μη εισέτι ληξιπρόθεσμες δόσεις. Επομένως θεωρούν μερικώς άκυρο το δάνειο ως προς τους φερόμενους ως καταχρηστικούς όρους και έγκυρο κατά τα λοιπά. Τότε όμως δεν αίρεται η βλάβη της τράπεζας, αφού η οικονομική αδυναμία των συγκατηγορουμένων τους, δανειολήπτη και εγγυήτριας αντίστοιχα του δανείου, να αποπληρώσουν αυτό (έστω κατά κεφάλαιο μόνο) είναι δεδομένη και δεν αναμένεται βάσιμα ότι η οικονομική τους κατάσταση θα βελτιωθεί στο μέλλον, ενόψει του ότι ανήκουν στον χώρο των εξαρτημένων από τα ναρκωτικά ατόμων και στερούνται δικής τους περιουσίας. Η βλάβη δε αυτή εκτείνεται οπωσδήποτε και στις μη ακόμη ληξιπρόθεσμες δανειακές δόσεις, αφού ο απειλούμενος γι' αυτές κίνδυνος πρόκειται με μεγάλη βεβαιότητα να πραγματωθεί, [πρβλ. ΑΠ (συμβ.) 236/86 ΠΧρ. ΛΣΤ' 565], ανεξαρτήτως του ότι έχουν και αυτές ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμες με την καθυστέρηση των δόσεων που έχουν ήδη λήξει, δυνάμει ρητού συμβατικού όρου, ως προς τον οποίο δεν συντρέχει λόγος να κριθεί καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος.
Β) Όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων δημιουργούνται σοβαρές ενδείξεις σε βάρος τους για εμπλοκή τους ως ηθικού αυτουργού και απλού συνεργού αντίστοιχα στην αξιόποινη πράξη της απάτης, που αποδίδεται στους συγκατηγορουμένους τους, ενόψει κυρίως των όσων εξέθεσαν στις απολογίες τους οι εκ των τελευταίων Χ4 και Χ5. Η λήψη υπόψη στο παρόν στάδιο της διαδικασίας των απολογιών αυτών σε βάρος των εν λόγω εκκαλούντων δεν αντίκειται στο άρθρο 211 Α' του ΚΠΔ, διότι η απαγόρευση που περιέχεται σ' αυτό για την μη ενοχοποίηση συγκατηγορουμένου γίνεται δεκτό ότι ισχύει μόνο στην επ' ακροατηρίω διαδικασία και δεν εφαρμόζεται κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού στην ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων ενδιάμεση διαδικασία, (βλ. ΑΠ 1213/97 Ποιν.Δικ. 1998, 99, ΑΠ 1413/98 ΠΧρ. ΜΘ' 746 και Εφ.Θεσσαλ, 891/03 Ποιν.Δικ 2004, 264). Αφετέρου σε κάθε περίπτωση η απαγόρευση δεν ισχύει όταν οι περιεχόμενες σε απολογία ενοχοποιητικές συγκατηγορουμένου μαρτυρίες συνδυάζονται και με άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη δε περίπτωση υφίστανται τέτοια μέσα και συγκεκριμένα είναι οι ενδείξεις που δημιουργούνται από τα ανεπιτυχή άλλοθι, που επικαλούνται και υποστηρίζουν με την εξέταση μαρτύρων υπερασπίσεως οι εκκαλούντες, καθόσον η απασχόληση του πρώτου σε μετακόμιση και του δεύτερου στην κατασκευή βόθρου στις 5-5-2004 δεν επιβεβαιώνεται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και ούτε θα ήταν αρκετή σε κάθε περίπτωση να εμποδίσει τον μεν πρώτο να ενεργήσει, στα τέλη Απριλίου 2004, ως ηθικός αυτουργός για την αποδιδόμενη στον Χ4 απάτη, τον δε δεύτερο να ενεργήσει ως απλός συνεργός στην ίδια πράξη, με τη μορφή ειδικότερα της μεταφοράς των φυσικών αυτουργών στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος στις 3 και 4 Μαΐου 2004 με το αυτοκίνητο του.
Ενόψει όλων των ανωτέρω ορθώς έκρινε το προσβαλλόμενο βούλευμα, παραπέμποντας τους εκκαλούντες στο ακροατήριο του αρμοδίου για κακουργήματα Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, προκειμένου να δικασθούν για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις και πρέπει το βούλευμα αυτό να επικυρωθεί, απορριπτόμενων των κρινόμενων εφέσεων ως αβασίμων κατ'ουσία.
7.- Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των εν λόγω αναιρεσειόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ναυπλίου, προκειμένου να δικασθούν, ο μεν Χ1 ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, ο δε Χ2 ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απλής συνέργειας στην ανωτέρω πράξη της απάτης, σε βαθμό επίσης κακουργήματος.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με αυτά που δέχθηκε, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι κρίθηκαν παραπεμπτέοι, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 26, 27, 47 και 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα το Συμβούλιο διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του κατά κατηγορίες τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για να σχηματίσει την παραπάνω κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να αναφέρει ποιά παραδοχή προκύπτει από καθένα από αυτά χωριστά, αρκεί ότι τα έλαβε υπόψη του και τα αξιολόγησε στο σύνολό τους για να σχηματίσει την παραπάνω κρίση του. Στο βούλευμα εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι ψευδείς διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντα Χ1, με τις οποίες, αυτός και οι συγκατηγορούμενοί του, πέτυχαν να δημιουργήσουν στους αρμοδίους υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας Αιγαίου την πεπλανημένη εντύπωση ότι πρόκειται για φερέγγυα πρόσωπα με οικονομική επιφάνεια και ικανά εισοδήματα και έτσι τους έπεισαν να χορηγήσουν προς τον κατηγορούμενο Χ4 δάνειο ύψους 25.000 ευρώ, το οποίο αυτοί παρανόμως προσπορίσθηκαν. Η βλάβη δε αυτή βρίσκεται σε πρόδηλη αιτιώδη συνάφεια προς τις παραπλανητικές ενέργειες του αναιρεσείοντα και των συγκατηγορουμένων του και προς την αθέμιτη περιουσιακή ωφέλεια, την οποία αυτοί αποσκοπούσαν και πράγματι πέτυχαν. Εξάλλου, ως προς την επιβαρυντική περίσταση στα πρόσωπα και των δύο αναιρεσειόντων της κατ'επάγγελμα τελέσεως της πράξεως της απάτης και της απλής σ'αυτήν συνέργειας, το Συμβούλιο στήριξε την κρίση του με πλήρη αιτιολογία στην υποδομή που αυτοί είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως των πράξεων αυτών (κατάστρωση σχεδίου, προκειμένου να βρίσκουν άτομα πρόθυμα να προβούν σε ψευδείς δηλώσεις εισοδήματος και λήψη δανείων, το αντικείμενο των οποίων διένειμαν μεταξύ τους, εξεύρεση ειδικού λογιστή κ.λ.π.). Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που προβάλλονται στα πλαίσια των παραπάνω λόγων αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, με βάση όλα τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται πλήρως το έγκλημα της απάτης και της απλής σ'αυτήν συνέργειας, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι και οι δύο αναιρεσείοντες είναι πρόσωπα που ενεργούν κατ' επάγγελμα και επομένως ορθώς υπήχθησαν στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες το Συμβούλιο δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι δεν στοιχειοθετείται η πράξη της απάτης επειδή είναι άκυρη η δανειακή σύμβαση που συνομολογήθηκε, αφού η εγκυρότητα της εν λόγω συμβάσεως δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης. Δεν ευσταθεί επίσης ούτε ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι οι προφορικές ψευδείς διαβεβαιώσεις των αναιρεσειόντων δεν ήταν ικανές να επηρεάσουν την κρίση των αρμοδίων υπαλλήλων της δανείστριας Τράπεζας στη χορήγηση ή μη της χρηματοδοτήσεως, αφού, σύμφωνα με τα όσα εξετέθησαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για τη στοιχειοθέτηση της απάτης, αρκεί η πρόκληση της παραπλανήσεως και είναι αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας την ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Τέλος για τη συντέλεση του εγκλήματος της απάτης δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν παρήλθε η συμφωνηθείσα πενταετία για την αποπληρωμή του δανείου, αφού αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον, σύμφωνα δε με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος ήδη οι πρώτες απαιτητές δόσεις του δανείου δεν καταβλήθηκαν.
Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις των εν λόγω δύο αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ1 και Χ2 και να επιβληθούν στον καθένα από αυτούς τα δικαστικά έξοδα.
Με τις κρινόμενες αιτήσεις τους όλοι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ζητούν να εμφανισθούν αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου σας για να παράσχουν σχετικές διευκρινήσεις. Και αναφορικά με τον αναιρεσείοντα Χ3, πρέπει να απορριφθεί το αίτημά του αυτό, ως απαράδεκτο, διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 485 παρ. 1, 3 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) προϋποθέτει άσκηση παραδεκτού ενδίκου μέσου (ΑΠ 1497/2006) ήδη δε προτείνεται να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του εν λόγω αναιρεσείοντα ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, αναφορικά με τους άλλους δύο αναιρεσείοντες Χ1 και Χ2, πρέπει επίσης να απορριφθεί το ανωτέρω αίτημά τους, καθόσον αυτοί με τις πολυσέλιδες αιτήσεις αναιρέσεως διεξοδικώς και με κάθε λεπτομέρεια αναπτύσσουν τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς τους, ώστε η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου σας κρίνεται εντελώς άσκοπη και περιττή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠ ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να απορριφθεί το αίτημα των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου σας.
Β) Να απορριφθούν οι υπ'αριθ. 1/31-5-2007, 2/4-6-2007 και 3/6-6-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Χ1, κατοίκου ..., Χ2, κατοίκου ... και Χ3, κατοίκου ... αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθμ. 33/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. ΚαιΓ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον καθένα από τους αναιρεσείοντες.
Αθήνα 2 Οκτωβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος Χ3.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς κρίση οι υπ' αριθ. 1/31.5.2007, 2/4.6.2007 και 3/6.6.2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ2 και Χ3, κατά του υπ' αριθ. 33/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Επί της υπ' αριθ. 3/6.6.2007 αιτήσεως αναιρέσεως του Χ3:
Από τις διατάξεις μεν του άρθρου 473 ΚΠοινΔ σαφώς προκύπτει ότι όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος είναι δέκα ημέρες και αρχίζει, προκειμένου για ανέκκλητο τοιούτο, από την επίδοσή του στον δικαιούμενο, έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, κατά δε την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων εις αυτό περιπτώσεων, εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και, αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει ......... και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.
Βέβαια, κατά την συναγομένη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων μπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως λόγον, εξαιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εμπρόθεσμη άσκησή της καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που τον στηρίζουν. Τέλος, κατ' άρθρον 513 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όταν η αναίρεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτον.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημεροχρονολογία 14/5/2007 αποδεικτικό επιδόσεως του Ανθυπαστυνόμου ..., το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 33/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου επεδόθη εις τον αναιρεσείοντα Χ3 την αυτήν 14.5.2007, ο οποίος το παρέλαβε, ήσκησε δε την κρινομένη υπ' αριθ. 3/2007 αίτηση αναιρέσεως κατ' αυτού την 6.6.2007, ήτοι μετά την πάροδον της άνω δεκαημέρου προθεσμίας από της επιδόσεώς του χωρίς να εκθέτει λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της.
Συνεπώς, και μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος αυτού να εμφανισθεί στο Συμβούλιο και την μη εμφάνισή του, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως του Χ3 να απορριφθεί ως απαράδεκτη, παρελκούσης της ερεύνης του αιτήματός του περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, διότι τούτο προϋποθέτει παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση, επιβληθούν δε τα έξοδα στον αναιρεσείοντα αυτόν (άρθρα 476, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Επί των υπ' αριθ. 1/31.5.2007 και 2/4.6.2007 αιτήσεων αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, αντιστοίχως:
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών' και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Ούτω, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστου να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος. Ο σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου ("υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση") και συνεπώς εδώ αξιώνεται ορισμένος δόλος' "περιουσιακό όφελος" είναι κάθε οικονομική βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως, υπάρχει δε περιουσιακό όφελος όταν επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του δράστου ή άλλου, καθώς και κάθε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσίας του, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποίαν ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τοιούτο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη απ' αρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης, γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της αξίας της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Περιουσιακή βλάβη μπορεί να συνιστά και συγκεκριμένη απειλή ή διακινδύνευση της περιουσίας, όταν επιφέρει μείωση της ενεστώσης αξίας αυτής και μπορεί έτσι να αποτιμηθεί ως επελθούσα βλάβη. Περιουσιακή βλάβη στην απάτη συντρέχει ακόμη και όταν η επιδίωξη της ικανοποιήσεως της αξιώσεως του βλαπτομένου απαιτεί εμπλοκή σε δικαστικούς αγώνες. Τον αντίποδα της βλάβης του παθόντος πρέπει να αποτελεί το περιουσιακό όφελος, η οποία συνήθως ισούται με αυτό, ήτοι η βλάβη της περιουσίας πρέπει να αντιστοιχεί στο παράνομο περιουσιακό όφελος που ο υπαίτιος επεδίωξε και είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος, που επεδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς. Περαιτέρω, μετά την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθρου 386 ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (και) στην περίπτωση κατά την οποίαν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προεκλήθη υπερβαίνει το ποσόν των (νυν) 15.000 ευρώ.
Κατά την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Αποτελεί συνήθως επιβαρυντική περίσταση που επιτείνει την τιμώρηση του βασικού εγκλήματος, για τον χαρακτηρισμό δε της κατ' επάγγελμα τελέσεως αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση και δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη καταδίκη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστου να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για το κατ' επάγγελμα να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν, από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του πορισμού εισοδήματος. Συνιστά τοιαύτη υποδομή και η επανειλημμένη συνάντηση του δράστου με τους εξαπατηθέντες καθώς και η χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου (συνεργού) προς ενίσχυση των ψευδών παραστάσεων, με τις οποίες διεμόρφωσε την κατάλληλη εκείνη υποδομή, που με την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής σκοπόν είχε να προσπορισθεί σταθερό εισόδημα. Κατά το άρθρο 45 ΠΚ, "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. (Ολ. ΑΠ 50/1990). Απάτη μπορεί να τελεστεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν όμως κοινής συναποφάσεως, δηλαδή με κοινό δόλο, και με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Ακόμη ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδικεύσεως των επί μέρους τυπικών ενεργειών εκάστου συναυτουργού.
Κατ' άρθρον 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ηλαττωμένη (άρθρο 83). Εκ της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι η αντικειμενική υπόσταση της απλής συνέργειας πραγματώνεται με οποιαδήποτε βοηθητική της κυρίας πράξεως ενέργεια ή παράλειψη, θετική ή αποθετική υλική ή (και) ψυχική. Η υλική συνέργεια τελείται με υλικές πράξεις, ακόμη και κατά την προπαρασκευής του εγκλήματος, όπως με την μεταφορά στον τόπο του εγκλήματος, ψυχική δε είναι η βοήθεια που παρέχεται στον δράστη με συμβουλές ή υποδείξεις για τον τρόπο τελέσεως. Για να υπάρχει απλή συνέργεια, θα πρέπει ο αυτουργός να τέλεσε ή να απεπειράθη τουλάχιστον να τελέσει την ποινικά άδικη πράξη, για την εξ υποκειμένου δε στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας απαιτείται δόλος του συνεργού, συνιστάμενος εις την γνώση της υπό του αυτουργού τελέσεως ορισμένης αξιοποίνου πράξεως και εις την βούληση ή αποδοχή να συμβάλει δια της συνδρομής του εις την πραγμάτωση του εγκλήματος, χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζει λεπτομέρειες της πράξεως και ιδίως πότε, πού, καθώς και υπό ποίες ειδικές συνθήκες θα τελεσθεί από τον αυτουργό της πράξεως. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, στα οποία, δηλαδή, στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε αυτό ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελεί όμως λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και η παράλειψη της δι' αυτήν μεταξύ των αξιολογήσεως, καθόσον, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας όσον αφορά το έγκλημα της απάτης, πρέπει στο παραπεμπτικό βούλευμα, όχι με το να εκτίθεται απλώς ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία, αλλά να προσδιορίζεται εις τι συνίσταται αυτή και να δικαιολογείται ο τρόπος με τον οποίον πραγματοποιήθηκε. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠοινΔ, συνιστά λόγον αναιρέσεως ή εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Και εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη στην διάταξη που εφήρμοσε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο πόρισμα του βουλεύματος κατά τρόπο σαφή, πλήρη, ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος υπό του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 33/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου απερρίφθησαν οι ασκηθείσες υπό των αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2 εφέσεις κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθ. 616/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, με το οποίο, διαπιστωθεισών επαρκών ενδείξεων, παρεπέμφθησαν ούτοι για να δικασθούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου (για κακουργήματα), ο μεν πρώτος για απάτη από κοινού, κατ' επάγγελμα και με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσόν των 15.000 ευρώ, ο δε δεύτερος για απλή συνέργεια, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα, στην άνω πράξη.
Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου εδέχθη, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο εκκαλούμενο βούλευμα και στην ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση, και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπόψη του και δη από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, ιδίως δε των Α και Β. τα έγγραφα, κυρίως δε την από 3/5/2004 αίτηση για χορήγηση καταναλωτικού δανείου, την 2203587120 σύμβαση καταναλωτικού δανείου και το από 4/5/2004 ένταλμα πληρωμής της Εμπορικής Τράπεζας και τις απολογίες των κατηγορουμένων (εδέχθη) ότι προέκυψαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του τα εξής: Σε νομότυπη κατ' οίκον έρευνα στην οικία του Χ4 στις 6-5-2004, βρέθηκαν, εκτός από ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ, η υπ' αριθμ. .../4-5-2004 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, χωρίς εξασφαλίσεις, ύψους 25.000 ευρώ, με συμβαλλόμενους τον Χ4 και την Εμπορική Τράπεζα Αιγίου, το υπ' αριθμ. .../4-5-2004 ένταλμα πληρωμής, ποσού 25.000 ευρώ της ίδιας Τράπεζας, στο όνομα Χ4 και ένα γραμμάτιο είσπραξης 150 ευρώ που κατέβαλε ο Χ4 στην ίδια Τράπεζα την 4-5-2004, ως εφάπαξ δαπάνη για την εκταμίευση 25.000 ευρώ. Από την αστυνομική προανάκριση που ακολούθησε και από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση που ακολούθησε, προέκυψε ότι ο Χ3, υλοποιώντας σχέδιο που είχαν καταστρώσει με τους Χ1και Χ2, προκειμένου να εξασφαλίζουν εισόδημα με λήψη καταναλωτικών δανείων στο όνομα άλλων, τα χρήματα των οποίων θα μοιραζόντουσαν μεταξύ τους, στο ... στα τέλη Απριλίου του 2004, ανακάλυψε έναν νέο άνεργο, χρήστη ναρκωτικών ουσιών, τον Χ4 και τον έπεισε ότι μπορούσε με τη βοήθειά του να πάρει δάνειο γύρω στα 25.000 ευρώ, με τη συμφωνία να μοιραστούν τα χρήματα ο ίδιος και οι άλλοι τρεις. Του πρότεινε μάλιστα να βρει και άλλα άτομα για να κάνουν το ίδιο. Ο Χ4 ανέλαβε να βρει εγγυητή, ο οποίος χρειαζόταν για τη λήψη του δανείου και έτσι απευθύνθηκε στην Χ5, χρήστη ομοίως ναρκωτικών ουσιών, η οποία δέχθηκε να παίξει αυτό το ρόλο, με την υπόσχεση ότι θα έπαιρνε και στη συνέχεια δάνειο με εγγυητή τον Χ4. Έτσι ο Χ2, στις 28/4/2004 μετέφερε με το αυτοκίνητό του, μάρκας ΒΜW, στο οποίο επέβαινε και ο Χ3, τους Χ4 και Χ5 από το ... στο ..., όπου τους έφερε σε επαφή με τον Χ1, αδελφό της γυναίκας του, τον οποίο αυτοί δεν γνώριζαν, φιλοξενήθηκαν μάλιστα όλοι στο σπίτι του ανωτέρω. Ο Χ1 είχε βρει κάποιον λογιστή, ονόματι Γ, με τον οποίο ο Χ4 και η Χ5 μετέβησαν στην Α' Δ.Ο.Υ. Πατρών και κατέθεσαν ψευδείς φορολογικές δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο μεν πρώτος ήταν κάτοικος ..., με εισοδήματα από την εργασία του για το έτος 2003 ύψους 34.000 ευρώ και η δεύτερη ότι ήταν επίσης κάτοικος ..., με εισοδήματα για το ίδιο έτος ύψους 26.000 ευρώ. Στις 3/5/2004 ο Χ4 και η Χ5, συνοδευόμενοι από τον Χ1 μετέβησαν στην Εμπορική Τράπεζα του Αιγίου. Ο Χ1 ήταν γνωστός στους υπαλλήλους της Τράπεζας από προηγούμενες συναλλαγές και συγκεκριμένα από σύμβαση δανείου που είχε υπογράψει στις 26-4-2004 ως εγγυητής με πρωτοφειλέτη τον Δ, αλλά και από δάνειο που είχε λάβει η σύζυγός του. Εκεί ο Χ4 και η Χ5 υπέβαλαν την από 3/5/2004 αίτηση για χορήγηση καταναλωτικού δανείου με πρωτοφειλέτη τον πρώτο και εγγυήτρια την δεύτερη, ύψους 25.000 ευρώ και μεταξύ των δικαιολογητικών κατέθεσαν τις ανωτέρω ψευδείς φορολογικές δηλώσεις καθώς και την από 3-5-04 υπεύθυνη δήλωση του Χ4, ότι το δηλωθέν εισόδημά του είναι αληθινό. Με τον τρόπο αυτό παρέστησαν και οι τρεις ψευδώς προς τους υπαλλήλους που παρέλαβαν την αίτηση και συγκεκριμένα προς τον υποδιευθυντή, Α, και τη σύμβουλο πελατείας Β ότι οι ανωτέρω αιτούντες έχουν οικονομική επιφάνεια και ειδικότερα τα εισοδήματα που δήλωσαν και τη δυνατότητα να εξοφλούν τις δόσεις του δανείου. Ο Χ1 μάλιστα είχε αναφέρει στον υποδιευθυντή ψευδώς ότι το δάνειο αυτό το ήθελε ο Χ4 προκειμένου να αγοράσει το αυτοκίνητό του, μάρκας "ΒΜW". Έτσι έπεισαν τους ανωτέρω υπαλλήλους να προβούν στη σύναψη της με αριθμό 2203587120 σύμβασης καταναλωτικού δανείου για 25.000 ευρώ εξοφλητέας σε 60 δόσεις με ποσό δόσης 544,81 ευρώ. Ο Χ4 εισέπραξε την ίδια ημέρα από το ταμείο το ποσό των 25.000 ευρώ και μετά από πίεση έδωσε αυτό στον Χ1, ο οποίος του επέστρεψε μόνο 2000 ευρώ, ενώ καμία πώληση αυτοκινήτου δεν πραγματοποιήθηκε. Η Τράπεζα δε ζημιώθηκε κατά το ως άνω ποσό των 25.000 ευρώ, αφού οι δόσεις δεν καταβάλλονται. Τέλος προέκυψε ότι οι εκκαλούντες είχαν καταστρώσει σχέδιο προκειμένου να βρίσκουν άτομα πρόθυμα να προβούν σε ψευδείς δηλώσεις εισοδήματος και λήψη δανείων με απάτη και να μοιράζονται τα παρανόμως κτηθέντα ποσά. Ο Χ1 δε είχε βρει και λογιστή, με τη βοήθεια του οποίου εμφάνιζε ότι τα άτομα αυτά είχαν εισοδήματα, προέτρεψε μάλιστα τον Χ4 να βρει και αυτός άλλα άτομα για να επαναλάβουν την πράξη της απάτης σε βάρος της Τράπεζας, ενώ στις 26/4/2004 προέβη στη σύναψη δανείου με την ίδια Τράπεζα, με πρωτοφειλετη τον Δ και εγγυητή τον ίδιο, για ποσό 25.000 ευρώ, προβαίνοντας στις ίδιες ψευδείς παραστάσεις πως είναι σε θέση να εξοφλήσουν το δάνειο, ενώ δεν κατέβαλαν καμία δόση, και λίγες μέρες μετά, την 4-5-2004, προσήλθε στην ίδια Τράπεζα με τον Ε για λήψη δανείου, το οποίο δεν χορηγήθηκε, γιατί πλέον η Τράπεζα είχε αμφιβολίες για την αλήθεια των οικονομικών στοιχείων που δηλώθηκαν. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αστική διαφορά και δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της απάτης που τους αποδίδεται, δεδομένου ότι η σύμβαση δανείου που συνήφθη με την Εμπορική Τράπεζα περιέχει Γενικούς Όρους Συναλλαγών που είναι καταχρηστικοί και επομένως ελέγχονται ως προς την εγκυρότητά τους. Εξάλλου η αποπληρωμή του δανείου ορίστηκε να γίνει σε εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις, δηλ. σε πέντε χρόνια, επομένως μόνο με την πάροδο της προαναφερόμενης πενταετίας και εφόσον δεν είχε εξοφληθεί το δάνειο θα μπορούσε να γίνει λόγος για τέλεση του εγκλήματος της απάτης. Τέλος, επικαλούνται την 422/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, με αιτούσα την Εμπορική Τράπεζα για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στρεφόμενη κατά του Χ1, του Χ4 και της Χ5. Με την ως άνω απόφαση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αίτηση όσον αφορά την εγγυητική ευθύνη του Χ1 από τη δανειακή σύμβαση που υπέγραψε ο Χ4, λόγω του ότι δεν συντρέχουν προϋποθέσεις αδικοπραξίας, έγινε όμως δεκτή για μία άλλη δανειακή σύμβαση (...) που υπεγράφη την 26/4/2004 (μόλις 8 ημέρες πριν την επίδικη), την αναφερομένη ανωτέρω, με πρωτοφειλέτη τον Δ και εγγυητή τον Χ1, στη δε απόφαση αυτή αναφέρθηκε ότι η πρώτη δόση του ληφθέντος δανείου είχε ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμη. Σχετικά με τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων παρατηρούμε τα εξής: Η εγκυρότητα ή όχι της δανειακής σύμβασης δεν είναι κρίσιμο στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, δεδομένου ότι η ζημιά επήλθε στην Τράπεζα με την εκταμίευση και παραλαβή από τον Χ4 όλου του ποσού του δανείου, του οποίου οι δόσεις δεν καταβάλλονται, ήταν δε αυτή (η ζημιά) το αποτέλεσμα της παραπλάνησης των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας, αφενός με την προσκομιδή από τους Χ4, Χ5 και Χ1 των ψευδών φορολογικών δηλώσεων των δύο πρώτων και αφετέρου με τις προφορικές διαβεβαιώσεις του τρίτου για τη φερεγγυότητα του δανειολήπτη, ο οποίος ήθελε δήθεν το δάνειο για να αγοράσει το αυτοκίνητο του ανωτέρω. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει του ότι, όπως προεκτέθηκε, οι δόσεις δεν καταβάλλονται, είναι αυτονόητο ότι δεν απαιτείται να παρέλθει η πενταετία που ορίστηκε για την αποπληρωμή του δανείου, προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση του εγκλήματος της απάτης. Περαιτέρω, αναφορικά με την 422/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, κατ' αρχάς με αυτήν εξετάζεται η αστική ευθύνη του Χ1 στα πλαίσια μιας σύμβασης και όχι η τυχόν ποινική ευθύνη αυτού. Βεβαίως, σύμφωνα με την απόφαση αυτή "προφορικές διαβεβαιώσεις από τρίτους για την φερεγγυότητα του οφειλέτη δεν προβλέπονται ούτε μπορούν να επηρεάσουν την κρίση των υπαλλήλων της Τράπεζας στη χορήγηση ή μη της χρηματοδότησης", πλην όμως, όπως συνάγεται από την κατάθεση της Β, τόσο αυτή όσο και ο υποδιευθυντής της Τράπεζας επηρεάστηκαν από τις προφορικές αυτές διαβεβαιώσεις του Χ1. Συγκεκριμένα, η ανωτέρω μάρτυρας καταθέτει: "...Τόσο όμως εμένα όσο και στον κ. Α (τον υποδιευθυντή) μας έκανε εντύπωση ότι εφέροντο (ο Χ4 και η Χ5) να έχουν υψηλά εισοδήματα ως εργάτες. Αυτός ήταν και ο λόγος που ζητήσαμε πληροφορίες από τη ΔΟΥ Αιγίου, για να δούμε πώς μπορούμε να προχωρήσουμε στην δανειοδότησή τους. (Σε άλλο σημείο της καταθέσεώς της η μάρτυρας είχε αναφέρει ότι η Εφορία είχε απαντήσει ότι δεν υπήρχε τρόπος να εξακριβωθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις των ανωτέρω ήταν αληθινές). Ο Χ1 όμως επέμενε ότι τους γνώριζε και ότι τα εισοδήματα στις φορολογικές τους δηλώσεις είναι πραγματικά". Εξάλλου, ο Χ1, όπως προεκτέθηκε, παίζει ρόλο καθοριστικό στην όλη υπόθεση, έχοντας διαμορφώσει την κατάλληλη υποδομή για τη διάπραξη απατών σε βάρος της Τράπεζας μαζί με τους Χ3 και Χ2, με τους οποίους κατέστρωσε σχέδιο, προκειμένου να βρίσκουν άτομα για να παίρνουν δάνεια από την Τράπεζα και στη συνέχεια να καρπώνονται αυτοί μέρος του ποσού του δανείου. Είχε τις γνώσεις που χρειαζόντουσαν σχετικά με τη χορήγηση των δανείων, είχε βρει λογιστή, ο οποίος θα συνέτασσε ψευδείς δηλώσεις εισοδήματος, ενώ ο ισχυρισμός του κατά την απολογία του ότι η γνωριμία του με τον Χ4 έγινε με την πρωτοβουλία του τελευταίου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το αυτοκίνητό του όταν είδε σ' αυτό σχετική ένδειξη "πωλείται", δεν είναι πειστικός, αφού, όπως ορθά αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα, δεν μπόρεσε να εξηγήσει για ποιο λόγο προσφέρθηκε με ιδιαίτερο ζήλο να εξασφαλίσει στον μελλοντικό αγοραστή του αυτοκινήτου του τα χρήματα για την αγορά του αυτοκινήτου του, όταν θα μπορούσε να το πουλήσει σε άλλο ενδιαφερόμενο αγοραστή, ο οποίος θα διέθετε και το αιτούμενο τίμημα της πωλήσεως. Ούτε γιατί επελέγη η Εμπορική τράπεζα Αιγίου, αφού ο Χ4 είναι κάτοικος ... Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, τουλάχιστον άλλες δύο φορές προσπάθησε να κερδίσει χρήματα με απάτη σε βάρος της τράπεζας. Οι δε Χ3 και Χ2 είναι αυτοί που, σύμφωνα με το σχέδιο που καταστρώθηκε, ο μεν πρώτος βρήκε στην κρινόμενη περίπτωση τα κατάλληλα άτομα που θα μπορούσαν να πάρουν δάνειο από την Τράπεζα και να μοιραστούν τα χρήματα με τους υπόλοιπους (Χ4 και Χ5), ο δε δεύτερος μετέφερε τα άτομα αυτά στο ... και τα έφερε σε επαφή με τον Χ1, προκειμένου να διαπράξουν την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βάρος της Τράπεζας. Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με δικές του σκέψεις εδέχθη και τα εξής: Περαιτέρω, προς επίρρωση της ανωτέρω κρίσεως του Συμβουλίου, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Α) Με βάση τα γενόμενα δεκτά από το εκκαλούμενο βούλευμα, η επίμαχη δανειακή σύμβαση μεταξύ της πιστώτριας Εμπορικής Τράπεζας (Υποκαταστήματος Αιγίου) και του δανειολήπτη συγκατηγορουμένου των εκκαλούντων Χ4, με εγγυήτρια την τελευταία συγκατηγορουμένη τους Χ5, ύψους 25.000 ευρώ, καταρτίσθηκε αφού οι αρμόδιοι υπάλληλοι της τράπεζας παραπλανήθηκαν σχετικά με την δήθεν φερεγγυότητα δανειολήπτη και εγγυήτριας από ψευδείς παραστάσεις που μετήλθαν οι τελευταίοι, από κοινού με τον πρώτο κατηγορούμενο -εκκαλούντα Χ1, βασισμένες στην προσαγωγή ψευδών φορολογικών δηλώσεων των αντισυμβαλλομένων της τράπεζας. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αστική διαφορά μεταξύ της τράπεζας και των αντισυμβαλλομένων της, η οποία εστιάζεται στην ακυρότητα της δανειακής συμβάσεως, διότι αυτή περιέχει καταχρηστικούς όρους, τους οποίους προσδιορίζουν ειδικότερα, έτσι ώστε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί απάτη, ελλείψει βλάβης. Ο λόγος αυτός των εφέσεων παρίσταται ως αλυσιτελής, μη νόμιμος και αβάσιμος, ως εκ τούτου δε απορριπτέος για τους εξής εκτός των άλλων λόγους: α) Ακόμη και αν είναι άκυρη η σύμβαση στο σύνολό της συνεπεία των φερομένων ως καταχρηστικών όρων της, τα χρήματα του "άκυρου" δανείου εκταμιεύθηκαν πάντως προς τον Χ4 από τον ταμία της τράπεζας, με την πεποίθηση ότι δίδονται σε εκτέλεση εγκύρου συμβάσεως, συνεπώς δημιουργείται σε κάθε περίπτωση απαίτηση της τράπεζας για άμεση επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού από της γνώσεως του λήπτη για την ακυρότητα (άρθρα 904 επ., 910, 911 του ΑΚ), ανεξαρτήτως των δανειακών δόσεων που είχαν συμφωνηθεί. Δυνατότητα όμως του λήπτη του πλουτισμού να αποδώσει αυτόν δεν προκύπτει, ούτε και οι ίδιοι οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι υπάρχει. Δηλαδή, η παραπλάνηση ως προς την φερεγγυότητα του λήπτη οδήγησε σε κάθε περίπτωση στην υλική τουλάχιστον πράξη της καταβολής έστω και για μη νόμιμη (άκυρη) αιτία και συνεπώς στην αποξένωση της τράπεζας από το καταβληθέν ποσό χωρίς πιθανότητα ανακτήσεώς του ούτε με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με αποτέλεσμα την επέλευση ισόποσης περιουσιακής βλάβης σ' αυτή, οπότε στοιχειοθετείται η απάτη υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια. β) Εξάλλου οι ενδεχομένως καταχρηστικοί όροι σε μία σύμβαση δεν καθιστούν αυτήν συνολικά άκυρη, σε κάθε περίπτωση παρά μόνο εάν τα μέρη δεν θα είχαν επιχειρήσει αυτήν, χωρίς το άκυρο μέρος της (άρθρο 181 ΑΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες, προβάλλοντας την ακυρότητα του δανείου συνεπεία καταχρηστικών όρων σε βάρος δανειολήπτη και εγγυήτριας για λογαριασμό των τελευταίων, δεν εννοούν προφανώς ότι αυτοί υποχρεούνται σε άμεση απόδοση των ληφθέντων με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αλλά ότι δικαιούνται να κρατήσουν αυτά, μη δεσμευόμενοι από τους καταχρηστικούς όρους, και να αποπληρώσουν σταδιακά τις δόσεις που θα καταστούν ληξιπρόθεσμες στο μέλλον από κοινού με τις ήδη ανεξόφλητες, συμπληρώνουν δε ότι δεν έχει επέλθει ακόμη η βλάβη για τις μη εισέτι ληξιπρόθεσμες δόσεις. Επομένως, θεωρούν μερικώς άκυρο το δάνειο ως προς τους φερόμενους ως καταχρηστικούς όρους και έγκυρο κατά τα λοιπά. Τότε όμως δεν αίρεται η βλάβη της τράπεζας, αφού η οικονομική αδυναμία των συγκατηγορουμένων τους, δανειολήπτη και εγγυήτριας αντίστοιχα, του δανείου, να αποπληρώσουν αυτό (έστω κατά κεφάλαιο μόνο) είναι δεδομένη και δεν αναμένεται βάσιμα ότι η οικονομική τους κατάσταση θα βελτιωθεί στο μέλλον, ενόψει του ότι ανήκουν στον χώρο των εξαρτημένων από τα ναρκωτικά ατόμων και στερούνται δικής τους περιουσίας. Η βλάβη δε αυτή εκτείνεται οπωσδήποτε και στις μη ακόμη ληξιπρόθεσμες δανειακές δόσεις, αφού ο απειλούμενος γι' αυτές κίνδυνος πρόκειται με μεγάλη βεβαιότητα να πραγματωθεί, [πρβλ. ΑΠ (συμβ.) 236/86 ΠΧρ. ΛΣΤ' 565], ανεξαρτήτως του ότι έχουν και αυτές ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμες με την καθυστέρηση των δόσεων που έχουν ήδη λήξει, δυνάμει ρητού συμβατικού όρου, ως προς τον οποίο δεν συντρέχει λόγος να κριθεί καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος. Β) Όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο των εκκαλούντων, δημιουργούνται σοβαρές ενδείξεις σε βάρος τους για εμπλοκή τους ως ηθικού αυτουργού και απλού συνεργού αντίστοιχα στην αξιόποινη πράξη της απάτης, που αποδίδεται στους συγκατηγορουμένους τους, ενόψει κυρίως των όσων εξέθεσαν στις απολογίες τους οι εκ των τελευταίων Χ4 και Χ5. Η λήψη υπόψη στο παρόν στάδιο της διαδικασίας των απολογιών αυτών σε βάρος των εν λόγω εκκαλούντων, δεν αντίκειται στο άρθρο 211 Α' του ΚΠΔ, διότι η απαγόρευση που περιέχεται σ' αυτό για την μη ενοχοποίηση συγκατηγορουμένου γίνεται δεκτό ότι ισχύει μόνο στην επ' ακροατηρίω διαδικασία και δεν εφαρμόζεται κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού στην ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων ενδιάμεση διαδικασία, (βλ. ΑΠ 1213/97 Ποιν.Δικ. 1998, 99, ΑΠ 1413/98 ΠΧρ. ΜΘ' 746 και Εφ.Θεσσαλ. 891/03 Ποιν.Δικ 2004. 264). Αφετέρου, σε κάθε περίπτωση η απαγόρευση δεν ισχύει όταν οι περιεχόμενες σε απολογία ενοχοποιητικές συγκατηγορουμένου μαρτυρίες συνδυάζονται και με άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη δε περίπτωση, υφίστανται τέτοια μέσα και συγκεκριμένα είναι οι ενδείξεις που δημιουργούνται από τα ανεπιτυχή άλλοθι, που επικαλούνται και υποστηρίζουν με την εξέταση μαρτύρων υπερασπίσεως οι εκκαλούντες, καθόσον η απασχόληση του πρώτου σε μετακόμιση και του δεύτερου στην κατασκευή βόθρου στις 5-5-2004 δεν επιβεβαιώνεται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και ούτε θα ήταν αρκετή σε κάθε περίπτωση να εμποδίσει τον μεν πρώτο να ενεργήσει, στα τέλη Απριλίου 2004, ως ηθικός αυτουργός για την αποδιδόμενη στον Χ4 απάτη, τον δε δεύτερο να ενεργήσει ως απλός συνεργός στην ίδια πράξη, με τη μορφή ειδικότερα της μεταφοράς των φυσικών αυτουργών στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος στις 3 και 4 Μαΐου 2004 με το αυτοκίνητό του.
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1, 3α, 45, 47 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασεν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα προσδιορίζονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα ψευδή γεγονότα και οι ψευδείς διαβεβαιώσεις υπό του αναιρεσείοντες Χ1 και των συγκατηγορουμένων του Χ4 και Χ5, από τα οποία παρεπλανήθησαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Εμπορικής Τραπέζης Αιγίου και εχορήγησαν εις τον Χ4 δάνειο ύψους 25.000 ευρώ, η εξ αυτού βλάβη της Τραπέζης και το παράνομο περιουσιακό όφελος των αναιρεσειόντων ως και των Χ3, Χ4 και Χ5 και η αιτιώδης συνάφεια αυτών με τις παραπλανητικές ενέργειες του αναιρεσείοντος Χ1 και των συγκατηγορουμένων, τα περιστατικά της συμμετοχικής δράσεως αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, ως αυτουργού της απάτης και απλού συνεργού αυτής, προς δε τα στοιχεία της συνδρομής της κατ' επάγγελμα τελέσεως της απάτης και της απλής συνεργείας σ' αυτήν ως κατάστρωση σχεδίου, προκειμένου να εξευρίσκουν άτομα πρόθυμα να προβούν σε ψευδείς φορολογικές δηλώσεις και λήψη δανείων, τα οποία διένειμαν μεταξύ των, εξεύρεση λογιστού κλπ. Ούτως, η αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών υιοθετεί την ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση, η οποία είναι απόλυτα εσφαλμένη, είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Εντεύθεν και οι κοινοί δύο λόγοι αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο βούλευμα και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής υπ' αυτού ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Καθ' ό μέρος δε με αυτούς προβάλλονται αιτιάσεις κατά της εσφαλμένης αξιολογήσεως των αποδεικτικών μέσων και ιδία της δανειακής συμβάσεως, με εκτενή ανάλυση του Ν. 2251/1994, και των περί δανείου διατάξεων του ΑΚ, της υπ' αριθ. 422/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, αυτές, αφορώσαι την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν στο σύνολό τους, καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220) έκαστος (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ, το οποίο εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 485, και στον Άρειο Πάγο, το συμβούλιο με αίτηση ενός των διαδίκων είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του ......... για να δώσουν κάθε διευκρίνιση ...... Τότε μόνον μπορεί να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα των αναιρεσειόντων, διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ενός εκάστου "να διαταχθεί να εμφανισθούν αυτοπροσώπως στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, ώστε να δώσουν και προφορικά της απαραίτητες διευκρινίσεις", παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει είς έκαστος διευκρινίσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με τα δικόγραφα των αναιρέσεων οι αναιρεσείοντες διεξοδικά προβάλλουν και αναλύουν τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να είναι περιττή η αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθ. 1/31.5.2007, 2/4.6.2007 και 3/6.6.2007 αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ3, αντιστοίχως, για αναίρεση του υπ' αριθ. 33/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου.
Απορρίπτει το αίτημα των αναιρεσειόντων περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς των ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Και
Καταδικάζει έκαστον των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1621/2008 - σελ. 212