Θέμα
Αγωγή διεκδικητική.
Περίληψη:
Λόγοι αναίρεσης από 1 και 19, από 10, 20, 11γ και 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Απορρίπτονται.
Αριθμός 194/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρο του Χαράλαμπο Φαγογένη και Φιλιππίνα Φραγκιάδου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Σ. του Μ., 2)Α. Σ. του Μ., συζ. Μ. Σ., κατοίκων ..., 3)Α. Δ. χήρας Α., το γένος Ε. Π., κατοίκου ..., 4)Β. Π. του Κ. - Κ., και 5)Λ. Π. του Κ. - Κ., κατοίκων .... Ο 1ος και 2η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μηνά Άσπρο και οι 3η, 4ος και 5ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πέτρο Κρητικό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/7/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, την από 10/5/2006 προσεπίκληση των 1ου και 2ης ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 31/10/2006 πρόσθετη παρέμβαση των 3ης ήδη αναιρεσίβλητης και του Κωνσταντίνου - Κρέοντος Παπαθεοφίλου, δικαιοπαρόχου των 4ου και 5ου ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 353/2010 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25/7/2011 αίτησή του και τους από 23/11/2012 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 28/12/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων.
Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ.; για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 Α.Κ.). Νομέας δε, κατά το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επ' αυτού που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ' την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο, εμβαδού 293,38 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση … ή … στην πόλη της νήσου … του νομού Κυκλάδων, απεικονίζεται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΑ στο συνημμένο στην αγωγή από Ιουνίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Κ. Ζ. και συνορεύει βορειοανατολικά και βορειοδυτικά με ιδιοκτησία Κ., ανατολικά με ιδιοκτησία Π. Δ. και ήδη εναγομένων, νότια με την οδό … και δυτικά με ιδιοκτησία Σ.. Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου ακινήτου που ανήκε στην Τ. χα Α. Δ., όπως συνομολογείται από τους διαδίκους. Η τελευταία με την από 2-9-1925 μυστική διαθήκη της, που κατατέθηκε στο συμβολαιογράφο Τήνου Πέτρο Αφεντάκη με την υπ' αριθμ…/1925 πράξη του και δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμ. 72/12-9-1940 πρακτικό συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Τήνου, εγκατέστησε κληρονόμους της τα επτά τέκνα της. Μεταξύ αυτών ήταν και η Α. θυγ. Α. Δ. και μετέπειτα σύζυγος Ι. Σ., μητέρα του ενάγοντος, στην οποία η παραπάνω διαθέτις κατέλειπε ένα οικόπεδο που με βάση την αναφερόμενη στη διαθήκη περιγραφή "έχον πρόσοψιν 12 μ. προς την ιδιωτικήν οδόν, πλησιάζει ανατολικώς προς έτερον οικόπεδόν μου το οποίον αφήνω στον υιόν μου Ι. και έχον βάθος εκείθεν 30 μ., βορείως προς το αυτό οικόπεδο έχον εκείθεν πλάτος 6 μ. και δυτικώς προς το οικόπεδόν …". Στη συνέχεια, εξάλλου, με το υπ' αριθμ…/4-5-1926 προικοσύμφωνο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η προαναφερόμενη διαθέτις συνέστησε προίκα υπέρ της προαναφερόμενης θυγατέρας της Α. συζ. Ι. Σ. παραχωρώντας στον τελευταίο λόγω προικός διατετιμημένης ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στη θέση … στην πόλη της …, εκτάσεως 270 τ.μ. Το υπόψη οικόπεδο, εξάλλου, όπως περιγράφεται στο πιο πάνω συμβόλαιο, συνορεύει προς βορρά με οικόπεδο ιδίας, δηλαδή της Τ. χας Α. Δ., επί πλευράς μήκους 6 μ., ανατολικώς επίσης με οικόπεδο … επί πλευράς 30 μ. και νοτίως με ιδιωτική οδό έναντι ιδιοκτησίας Κ. Χ. επί πλευράς 12 μ. Από τη σύγκριση των παραπάνω περιγραφών στη διαθήκη και στο επίμαχο προικοσύμφωνο και ιδίως την αναφορά του μήκους των πλευρών του ακινήτου, που είναι ακριβώς το ίδιο, και τη γειτνίαση αυτού προς νότο με ιδιωτική οδό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι παραπάνω πράξεις συντάχθηκαν με διαφορά μόλις οκτώ μηνών, προκύπτει ότι πρόκειται για το ίδιο ακίνητο, που μάλιστα κατά το μεγαλύτερο μέρος του ταυτίζεται με το επίδικο, καθόσον υπάρχει απόκλιση 23,38 τ.μ. στο εμβαδόν τους. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η Τ. Δ. με την προαναφερόμενη διαθήκη της είχε ήδη ορίσει τι ακριβώς καταλείπει σε καθένα από τα επτά τέκνα της και δεν προκύπτει ότι υπήρχε κάποιο άλλο ακίνητο της αδιάθετο, ώστε με αυτό να προίκιζε την παραπάνω θυγατέρα της. Επιπλέον στην επίμαχη διαθήκη αναφέρει ότι στην παραπάνω κόρη της αφήνει λιγότερα αλλά πάντως το νόμιμο, διότι αυτή μένει εκτός της οικογενειακής οικίας και εργάζεται για λογαριασμό της. Ενόψει λοιπόν της παραπάνω δηλώσεως, αντίκειται στην κοινή λογική να προίκιζε η παραπάνω διαθέτης τη θυγατέρα της και με δεύτερο ακίνητο, δεδομένου μάλιστα ότι μόνον στους γιους της Ν. και Π. κατέλιπε με την υπόψη διαθήκη δύο οικόπεδα αποδίδοντας μάλιστα την πράξη της αυτή όσον αφορά τον πρώτο στην τυφλότητα του αλλά και στην οικονομική στήριξη της οικογένειας από πλευράς του από νεαρή ηλικία. Η παραπάνω κρίση, εξάλλου, ότι δηλαδή πρόκειται για το ίδιο ακίνητο, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ιδιοκτησία Δ. Κ. στη μεν διαθήκη φέρεται ως το δυτικό όριο του κληρονομιαίου ακινήτου ενώ στο προικοσύμφωνο ως το ανατολικό, καθόσον είναι προφανές ότι στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για λάθος, δεδομένου ότι δυτικά του παραπάνω ακινήτου, που πλέον έχει περιέλθει στην κυριότητα Γ. Σ., εκτείνεται η οδός .... Επιπλέον το πιο πάνω ακίνητο, όπως, άλλωστε, και το επίδικο, νοτίως συνορεύει με την οδό ..., που στη διαθήκη και στο προικοσύμφωνο χαρακτηρίζεται ως ιδιωτική οδός. Η οδός αυτή εκτείνεται ανάμεσα στο επίδικο και το ξενοδοχείο …, που προηγουμένως ανήκε στην ιδιοκτησία Χ., που μάλιστα αναφέρεται, όπως ήδη σημειώθηκε, και στο προικοσύμφωνο ότι βρίσκεται έναντι του προικώου ακινήτου. Και ναι μεν το παραπάνω προικώο ακίνητο ταυτίζεται με το επίδικο, αλλά από τα αναφερόμενα στην αρχή αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το νεμήθηκε ο ενάγων. Κατ' αρχήν δεν αποδείχθηκε ότι οριοθετήθηκε σε σχέση με την υπόλοιπη συνεχόμενη προς ανατολάς ιδιοκτησία της Τ. Δ.. Συγκεκριμένα πρόκειται για οικόπεδο που διαχωρίζεται από τις όμορες ιδιοκτησίες Σ. και Κ. με τους τοίχους περιφράξεως των εν λόγω ιδιοκτησιών. Αντίθετα στη νότια πλευρά του που βρίσκεται σε επαφή με την παραπάνω οδό και στην ανατολική που συνορεύει με τη μη αμφισβητούμενη ιδιοκτησία των εναγομένων δεν υπάρχει περίφραξη ή κάποια άλλα διαχωριστικά όρια. Ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε ότι τοποθετήθηκε στο παρελθόν συρμάτινη περίφραξη με πασσάλους στηριγμένους σε τσιμεντένια βάση, όπως υποστηρίζει ο ενάγων, επικαλούμενος την από 27-5-1967 απόδειξη καταβολής του ποσού των 2.250 δραχμών στο σιδηρουργό Σ. Μ. ως αμοιβή του για την τοποθέτηση της εν λόγω περιφράξεως, που εύλογο είναι, ενόψει και του προαναφερόμενου σταθερού τρόπου κατασκευής της να υπήρχαν τουλάχιστον ίχνη της μέχρι σήμερα. Η εν λόγω περίφραξη, εξάλλου, δεν φαίνεται ούτε στην αεροφωτογραφία του έτους 1973, αλλά ούτε και στις μεταγενέστερες των ετών 1979, 1988 και 1997. Επιπλέον δεν έγινε αντιληπτή ούτε από το μάρτυρα α4/ταποδείξεως, που κατοικεί μόνιμα στην περιοχή και έχει άμεση αντίληψη της καταστάσεως του επιδίκου. Ούτε κάποιες άλλες πράξεις νομής του ενάγοντος ή της φερόμενης ως δικαιοπαρόχου μητέρας του αποδείχθηκαν. Η κρίση αυτή ενισχύεται, ιδίως, από την κατάθεση του μάρτυρα Ι. Ο. που προτάθηκε από τους εναγομένους, ο οποίος διατηρεί ξυλουργείο δίπλα από το επίδικο και έχει άμεση και σαφή γνώση της ευρύτερης περιοχής του επιδίκου και μάλιστα εδώ και πολλά χρόνια, όπως και από τα όσα βεβαιώνουν ένορκα οι όμοροι προς βορρά και νότο του επιδίκου ιδιοκτήτες Π. Κ. και Κ. Χ., ενώ δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Α. Π., μόνιμου κατοίκου ..., που όσα καταθέτει τα γνωρίζει από διηγήσεις του ενάγοντος, με τον οποίο συνδέεται φιλικά, και δεν φαίνεται να έχει σαφή εικόνα του επιδίκου, αφού το τοποθετεί σε αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με το λιμάνι από αυτήν στην οποία βρίσκεται. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντος. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού περιέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο και επομένως ο περί του αντιθέτου πρώτος κύριος λόγος αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ.. όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθ. 17 παρ 2 του ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα ως αληθινά χωρίς να εκθέτει, ούτε γενικώς, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη τους. Με τον δεύτερο κύριο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει αιτίαση από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι το Εφετείο δέχθηκε ότι η δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος μητέρα του δεν αποδείχθηκε ότι άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Επειδή, ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο κύριο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, διότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 25-7-1967 απόδειξης-συμφωνητικού περίφραξης που καταρτίσθηκε μεταξύ των Σ. Μ. και Β. Σ. καθώς και το video ήδη dvd που λήφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του έτους 1990, έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της έφεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη των ισχυρισμών του, αφού το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής του αναιρεσείοντος και της δικαιοπαρόχου μητέρας του. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η αποδιδομένη με αυτόν πλημμέλεια δεν στηρίζεται σε παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει σωστά τα πιο πάνω έγγραφα, αλλά σε εκτίμηση του περιεχομένου των, με βάση την οποία τούτο κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, ανεξάρτητα από το ότι το Εφετείο δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα ότι η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου δεν αποκτήθηκε από τον αναιρεσείοντα με έκτακτη χρησικτησία, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα πιο πάνω έγγραφα αλλά συνεκτίμησε αυτά μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ' του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ' του Κ.Πολ.Δ, κύριο λόγο αναίρεσης, προσάπτει την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το παραπάνω video το οποίο αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του στο Εφετείο. Από τη βεβαίωση, όμως, του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα" και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τούτο για το σχηματισμό της κρίσης του, στην οποία τελικώς κατέληξε, έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε μαζί με όλες τις υπόλοιπες αποδείξεις και το προαναφερόμενο έγγραφο και επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής κλπ. ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση με το μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν εξέτασε τους αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι αυτός είχε αποβληθεί από το επίδικο ακίνητο και παρά ταύτα το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ενάγων-αναιρεσείων δεν είχε αποστερηθεί της φυσικής εξουσιάσεως στο επίδικο ακίνητο και απέρριψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του για απόδοση του επιδίκου πράγματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης τους ως άνω αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος το Εφετείο τους έλαβε υπόψη και τους απέρριψε. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος αφού μετά την προτεινόμενη απόρριψη των υπολοίπων λόγων αναίρεσης που αναφέρονται στην αναγνώριση της κυριότητας του αναιρεσείοντος στο επίδικο ακίνητο παρέλκει η εξέταση του, αφού αυτή προϋποθέτει την αναγνώριση της κυριότητας του ενάγοντος.
Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει ο ηττηθείς αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-7-2011 αίτηση του Β. Σ. και των από 23-11-2012 πρόσθετων λόγων αυτής για αναίρεση της 353/2010 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει ενιαίως στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ