Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1832 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Προσβαλλόμενο Βούλευμα. Απέρριψεν ουσία έφεση κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας κατά πρωτοβαθμίου βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, παραπεμπτικού για κακουργηματική υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο, κατ' εξακολούθηση. Οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α, β, δ ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1832/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Τ. του Κ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 52/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΠΡΟΚΕΛ Α.Ε.", που εδρεύει στη Λάρισα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2010 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 464/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 251/5-8-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθμ. 3/12-3-2010 έκθεση αναίρεσης της κατηγορουμένης Ε. Κ. Τ., κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 52/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας με το υπ' αριθμ. 300/2009 βούλευμά του παρέπεμψε την αναιρεσείουσα κατηγορούμενη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λάρισας, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο (άρθρα 98 και 375 παρ. 2 Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε η αναιρεσείουσα την υπ' αριθμ. 26/20-7-2009 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο έγινε εν μέρει κατ'ουσία δεκτή η έφεση αυτή και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα, εκτός του κεφαλαίου του που αναφέρονταν στο ποσό των 4.000 δραχμών, ήτοι 11,74 ευρώ που φέρεται ότι τελέσθηκε από την αναιρεσείουσα κατά το μήνα Ιανουάριο του 1999 σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " Προκατασκευές Κεντρικής Ελλάδας - ΠΡΟΚΕΛ Α.Ε. ", για το οποίο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη της αναιρεσείουσας λόγω παραγραφής. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος άσκησε η αναιρεσείουσα νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφού ασκήθηκε από την ίδια την αναιρεσείουσα ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Λάρισας στις 12-3-2010 και η επίδοση σ' αυτή του προσβαλλομένου βουλεύματος έγινε στις 3-3-2010. Περιέχει δε συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 του Π.Κ.
Από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 και 2 ΠΚ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 9 Ν. 2408/1996 και ακολούθως με το αρθρ. 14 παρ. 3 εδ. α' και β' Ν. 2721/1999, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου ολικώς ή μερικώς κινητού πράγματος, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε, δόλος αυτού, ενέχοντος τη γνώση, ότι το πράγμα που κατέχει είναι ξένο, καθώς και τη θέληση του να ενσωματώσει αυτό στην περιουσία του. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παρ.2), όταν το αντικείμενο είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και επί πλέον τούτο είναι εμπιστευμένο στον υπαίτιο, με οποιονδήποτε από τις αναφερόμενες περιοριστικώς στη διάταξη αυτή καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως είναι του εντολοδόχου, καθώς και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του εντολοδόχου διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή vα ενεργεί νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως, την οποία αντλεί από το νόμο ή από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται, να προέρχεται από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως. Η κρίση περί της αξίας του παρανόμως ιδιοποιούμενου πράγματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, από την οποία εξαρτάται και ο κακουργηματικός χαρακτήρας του εγκλήματος, εκτιμάται ανελέγκτως, ενόψει της ουσιαστικής αποτιμήσεως της αξίας του αντικειμένου της πράξεως κατά τον χρόνο της τελέσεώς της. Στην περίπτωση δε υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη, η συνολική αξία των αντικειμένων όλων των πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του, στο αποτέλεσμα αυτό (αρθρ. 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1α Ν.2721/1999). Αν όμως οι μερικότερες πράξεις τελέστηκαν πριν την ισχύ του Ν.2721/1999 (3.6.1999), η κρίση για την αξία του αντικείμενου του χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μιας μερικότερης πράξης, ενόψει του άρθρου 2 παρ 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98 ΠΚ, η οποία προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη (ΑΠ 99/2009 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος 1468/2007 Ποιν.Δνη 2007, 948-807/2006 Ποιν.Δνη 2006,1220). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α ΚΠΔ προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, υποχρεούται, να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρίνισης, που αφορά την υπόθεση. Δύναται δε, να απορρίψει την αίτηση, μόνον όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικώς στο βούλευμα (ΑΠ 428/2009-494/2007 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος). Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/627 και ΑΠ 1687/2002 Π.Χρ. ΝΓ/638). Ακόμη κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής ουσιαστικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με δικές του σκέψεις και αναφορά στην πρόταση του παρ' αυτού Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ότι η εκκαλούσα-κατηγορουμένη με την κρινόμενη έφεσή της υπέβαλε και αίτημα, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς παροχή διευκρινίσεων , επί των λόγων της εφέσεώς της. Το εν λόγω αίτημα που είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, νόμιμο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον η εκκαλούσα, τόσο με το εφετήριο, όσο και με τα υπομνήματα που μέχρι σήμερα έχει υποβάλει, έχει αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις της, ώστε να μην είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη διασάφηση ή διευκρίνιση. Περαιτέρω το ίδιο Συμβούλιο δέχθηκε ότι από την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τις χωρίς όριο καταθέσεις του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Προκατασκευές Κεντρικής Ελλάδας-ΠΡΟΤΕΛ ΑΕ", όλα τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν κατά τις διενεργηθείσες κύρια ανάκριση και προκαταρκτική εξέταση και υπάρχουν στη δικογραφία, την απολογία της κατηγορουμένης, τις εξηγήσεις της τελευταίας κατά την προκαταρκτική εξέταση και τα έγγραφα υπομνήματά της, προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εκτίθενται στην ανωτέρω αριθμ. 7/2010 εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο αναφέρεται, ώστε τα εκτιθέμενα σ'αυτή, να αποτελέσουν αιτιολογία και του παρόντος βουλεύματος, προς αποφυγήν άσκοπων επαναλήψεων (ΑΠ 1099/2008 Π.Χρ.ΝΘ, 356-278/2007 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος). Έχει δε η πρόταση αυτή κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο ως εξής: Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας που σχηματίσθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους απολογητικούς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "Προκατασκευές Κεντρικής Ελλάδος" και το διακριτικό τίτλο "ΠΡΟΚΕΛ Α.Ε.", που εδρεύει στην περιοχή της Λάρισας, διατηρεί εργοστάσιο που κατασκευάζει προκατασκευασμένα δομικά στοιχεία από οπλισμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα και προκατασκευές. Η κατηγορούμενη Ε. Τ. εργαζόταν στο ανωτέρω εργοστάσιο ως υπάλληλος γραφείου και ιδιαίτερα σε εργασίες του λογιστηρίου αυτού. Στο πλαίσιο των ως άνω εργασιών που ανατέθηκαν στην κατηγορούμενη, η τελευταία συνέτασσε τις μισθολογικές καταστάσεις, που αφορούσαν τους εργαζομένους στο εργοστάσιο, στις οποίες ανέγραφε τα ονόματα των εργαζομένων, τις αποδοχές αυτών, πριν και μετά τις ανάλογες κρατήσεις, καθώς και τα ποσά των επιδοτήσεων του ΙΚΑ. Ακολούθως οι καταστάσεις ελέγχονταν για την ορθότητά τους από το λογιστή της εταιρίας Γ. Δ. και στη συνέχεια η κατηγορούμενη παραλάμβανε από τον εκπρόσωπο-διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας Ι. Ρ. το προκύπτον ανάλογο ποσό χρημάτων προκειμένου να προβεί σε επιμέρους καταβολή των ποσών που δικαιούτο κάθε εργαζόμενος. Κατά την πληρωμή των επιμέρους ποσών στους εργαζομένους η κατηγορούμενη συνέτασσε εις διπλούν το εκκαθαριστικό σημείωμα-απόδειξη καταβολής του μήνα για κάθε εργαζόμενο, ένα δε αντίγραφο (λευκού χρώματος) ελάμβανε ο εργαζόμενος, το άλλο δε αντίγραφο (κιτρίνου χρώματος) κρατούσε η κατηγορούμενη, το οποίο παρέμενε με το στέλεχος στο λογιστήριο της εταιρίας. Κατά τη διαδικασία της ως άνω μηνιαίας πληρωμής των αποδοχών η κατηγορούμενη ενώ ανέγραφε στο αντίγραφο του στελέχους που παρέμενε στο λογιστήριο της εταιρίας το πραγματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο, όπως αυτό προέκυπτε από τις μισθολογικές καταστάσεις, αντίθετα στο πρώτο αντίγραφο (λευκό) του εκκαθαριστικού σημειώματος-απόδειξης, το οποίο υπέγραφαν οι εργαζόμενοι με τη χρήση καρμπόν ώστε να αποτυπωθεί η υπογραφή τους στο στέλεχος και το οποίο (πρωτότυπο) ελάμβαναν ως αποδεικτικό στοιχείο, ανέγραφε (η κατ/νη) μικρότερο ποσό από εκείνο που είχε παραλάβει από τον εκπρόσωπο της εταιρίας και το οποίο εδικαιούτο κάθε εργαζόμενος, ποσό το οποίο (μικρότερο) καταβάλλονταν τελικώς σε κάθε εργαζόμενο. Με τον τρόπο αυτό, ενώ εμφανίζονταν στα στελέχη των αποδείξεων και στα λογιστικά στοιχεία της εταιρίας ότι είχαν καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο τα προβλεπόμενα ποσά που εδικαιούτο κάθε ένας εξ αυτών, η κατ/νη παρακρατούσε την ως άνω διαφορά χρημάτων κατ' εξακολούθηση, τα οποία ιδιοποιούνταν εκμεταλλευόμενη προς τούτο τη θέση της ως εργαζόμενη στο λογιστικό γραφείο της εγκαλούσας και εντολοδόχου-διαχειρίστριας της όλης διαδικασίας πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων στην εγκαλούσα εταιρία. Σημειωτέον ότι οι ως άνω πράξεις ιδιοποίησης χρημάτων αναφέρονταν μόνο σε περιπτώσεις εργαζομένων που απασχολούνταν με ημερομίσθια και δεν είχαν τακτικές και σταθερές μηνιαίες αποδοχές, με επακόλουθο να μην είναι ευχερής εκ μέρους των εργαζομένων αυτών η άμεση διακρίβωση των ποσών που εδικαιούντο, εάν μάλιστα ληφθεί υπ' όψη η σχέση εμπιστοσύνης που είχε διαμορφωθεί μεταξύ των εργαζομένων αφ' ενός και της κατ/νης και των υπευθύνων της εγκαλούσης εταιρίας αφ' ετέρου. Με τον προαναφερόμενο τρόπο η κατ/νη δεν κατέβαλε σε κάθε έναν από τους εργαζομένους, όπως αυτοί αναγράφονται στο εκκαλούμενο βούλευμα και στην επισυναπτόμενη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, στις σκέψεις των οποίων ως προς το σημείο αυτό αναφέρομαι προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων, τα ανάλογα για τον καθένα χρηματικά ποσά αποδοχών και για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, όπως επακριβώς περιγράφονται στο εκκαλούμενο βούλευμα, καθώς επίσης και τα ανάλογα ποσά επιδότησης του ΙΚΑ, που εδικαιούτο καθένας εργαζόμενος για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, όπως λεπτομερώς αναγράφονται στο εκκαλούμενο βούλευμα. Απολογούμενη η κατ/νη αρνήθηκε την κατηγορία που της αποδίδεται πλην όμως διευκρίνισε ότι η παρακράτηση των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών που επρόκειτο να δοθούν στους ανωτέρω εργαζομένους έγινε εν γνώσει του διευθύνοντος συμβούλου και του λογιστή της εταιρίας και κατόπιν συνεχών προτροπών του πρώτου εξ αυτών, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να καταστεί δυνατή η εξοικονόμηση κάποιου χρηματικού ποσού, ώστε να εξοφληθούν άλλες οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρίας. Επί πλέον διευκρίνισε ότι ο τρόπος κατάρτισης των ανωτέρω αποδείξεων καταβολής χρημάτων στους εργαζομένους και ιδιαίτερα η διαφοροποίηση που εμφανιζόταν στον τρόπο καταχώρησης των σχετικών ενδείξεων στα στελέχη των αποδείξεων αυτών εν σχέσει με τα πρωτότυπα αυτών, τα οποία ελάμβαναν οι εργαζόμενοι, επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της περί γνώσεως των υπευθύνων της εγκαλούσης εταιρίας για τις γενόμενες παρακρατήσεις. Σημειωτέον ότι για το θέμα αυτό η κατ/νη ζήτησε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης επί των αποδείξεων αυτών, τόσον κατά την κυρία ανάκριση, όσον και με την κρινόμενη έφεση, όπως δε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας το αρχικό αίτημα αυτής απορρίφθηκε με το από 17-3-09 έγγραφο της ανακρίτριας Λάρισας ως ουσιαστικά αβάσιμο και για τους λόγους που αναφέρονται σ'αυτό. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η κατ/νη δεν προσκόμισε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που να επιβεβαιώνει τους ανωτέρω ισχυρισμούς της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η όποια διαφοροποίηση στον τρόπο καταχώρησης των σχετικών στοιχείων στα στελέχη των αποδείξεων δεν είναι ικανή να αποδείξει την γνώση των εκπροσώπων της εταιρίας για τις ανωτέρω παραποιήσεις και παρακρατήσεις χρηματικών ποσών, λαμβανομένου υπ' όψη ότι κατά την παράδοση των στελεχών των αποδείξεων στο λογιστήριο της εταιρίας, οι υπεύθυνοι αυτής δεν είχαν υπ' όψη τους τον ενδεχόμενα διαφορετικό τρόπο σύνταξης του πρωτοτύπου των αποδείξεων, με αποτέλεσμα να θεωρούν ευλόγως ότι τα στελέχη των αποδείξεων είχαν καταρτισθεί νομοτύπως και η όποια τυχόν κακογραμμένη και κακοστοιχημένη συμπλήρωση των σχετικών στοιχείων σ' αυτά είναι φυσιολογική και προϊόν ενδεχομένης πρόχειρης ή γρήγορης γραφής. Αντίθετα προέκυψε ότι οι εκπρόσωποι της εγκαλούσας πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά για τις ανωτέρω διαφοροποιήσεις στις αρχές Μαΐου του 2007, όταν υπήρξαν σχετικές διαμαρτυρίες εργαζομένων για τη μη σωστή καταβολή των ποσών που εδικαιούντο, οπότε οι τελευταίοι προσκόμισαν και τα πρωτότυπα των σχετικών αποδείξεων. Εκτός αυτού προέκυψε ότι αμέσως μετά τη διακρίβωση των ανωτέρω παρακρατήσεων και τις σχετικές διαμαρτυρίες των εργαζομένων η κατηγορούμενη ανέφερε σ' αυτούς ότι οι όποιες παρακρατήσεις οφείλονται σε λάθος κατά την καταχώρηση των ποσών, χωρίς ποτέ να αναφέρει για γνώση ή τυχόν εμπλοκή στο γεγονός αυτό του λογιστή ή των εκπροσώπων της εταιρίας. Αντίθετα δήλωσε σε αρκετούς εργαζομένους ότι η ίδια είναι υπεύθυνη για το λάθος αυτό και αναλάμβανε την υποχρέωση να επιστρέψει η ίδια από το μισθό της τις διαφορές χρηματικών ποσών που εδικαιούντο οι εργαζόμενοι, χωρίς όμως έκτοτε να τηρήσει την υπόσχεσή της αυτή. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός που διατύπωσε η κατ/νη σχετικά με το ότι ελάμβανε η ίδια προσωπικά ή δια μέσω του λογιστή από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας ολόκληρο το ποσό που εδικαιούτο κάθε εργαζόμενος και στη συνέχεια η ίδια επέστρεφε μέσα σε σφραγισμένο φάκελο στον διευθύνοντα σύμβουλο το υπόλοιπο ποσό, που κατά τα προαναφερθέντα δεν είχε καταβάλει στους εργαζόμενους, αναιρεί κατά την άποψή μας κάθε άλλο ισχυρισμό και υπερασπιστική θέση της κατ/νης περί γνώσης και συμμετοχής των υπευθύνων της εταιρίας στην παρακράτηση των χρημάτων, λαμβανομένου υπ'όψη ότι, εάν τυχόν ήταν αληθής ο ισχυρισμός αυτός και ενδεχομένως υπήρχε γνώση των υπευθύνων της εταιρίας, θεωρούμε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να δίδεται στην κατ/νη ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό και στη συνέχεια να επιστρέφεται το μη καταβληθέν, αλλά αντίθετα θα εδίδετο μόνο το συμφωνηθέν να καταβληθεί μέρος του όλου ποσού. Ενόψει λοιπόν όλων των προαναφερθέντων θεωρούμε ότι παρέλκει η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και προσκομιδής των δηλώσεων που υπέβαλε στο ΙΚΑ η μηνύτρια, δεδομένου ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατ/νης για την πράξη της υπεξαίρεσης των ποσών που αναγράφονται στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, πλην της επιμέρους πράξης της υπεξαίρεσης του ποσού των 4.000 δραχμών που δεν αποδόθηκε στον εργαζόμενο Ζ. Τ. και αναφέρεται στις αποδοχές αυτού για το μήνα Ιανουάριο του 1999, λαμβανομένου υπ' όψη ότι η πράξη αυτή τελέσθηκε πριν την ισχύ του νόμου 2721/99 (3-6-99) και συνεπώς δεν υπολογίζεται το ποσό αυτό στο σύνολο του υπεξαιρεθέντος ποσού, αλλά αξιολογείται μεμονωμένα, με αποτέλεσμα να έχει εξαλειφθεί ο αξιόποινος χαρακτήρας της επί μέρους αυτής πράξης λόγω παραγραφής. Κατά συνέπεια λοιπόν πρέπει να γίνει εν μέρει ουσιαστικά δεκτή η κρινόμενη έφεση, να τροποποιηθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς την επιμέρους πράξη της υπεξαίρεσης ποσού 4.000 δραχμών, που φέρεται ότι τελέσθηκε τον Ιανουάριο του 1999 για την οποία πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και να επικυρωθεί κατά τα λοιπά το εκκαλούμενο βούλευμα. Φέρω επίσης ενώπιόν σας την από 20-7-09 αίτηση της κατ/νης, που υπέβαλε με την κρινόμενη έφεσή της, με την οποία ζητάει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του συμβουλίου σας προς παροχή διευκρινίσεων και σας εκθέτω τα ακόλουθα: Η κατ/νη τόσον με το απολογητικό της υπόμνημα και την απολογία της ενώπιον της Ανακρίτριας, όσον και με την κρινόμενη έφεσή της, προέβαλε και ανέπτυξε διεξοδικώς και με σαφήνεια όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς και τις απόψεις της σχετικά με την κρινόμενη υπόθεση, με αποτέλεσμα να μην είναι απολύτως αναγκαία η εμφάνισή της ενώπιον του συμβουλίου σας προς παροχή περαιτέρω εξηγήσεων.
Συνεπώς πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ιδιαίτερα δε, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Η κατηγορουμένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, προσέφερε τις υπηρεσίες της στο εργοστάσιο κατασκευής προκατασκευασμένων στοιχείων από οπλισμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα, που η πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία "Προκατασκευές Κεντρικής Ελλάδας" και τον διακριτικό τίτλο "ΠΡΟΤΕΛ ΑΕ", διατηρεί στο 5° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Λάρισας -Συκουρίου, ως υπάλληλος γραφείου και ιδιαίτερα, σε εργασίες του λογιστηρίου αυτού. Στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ' αυτήν από το νόμιμο εκπρόσωπο της άνω εταιρίας καθηκόντων, η κατηγορουμένη συνέτασσε τις μισθολογικές καταστάσεις των εργαζομένων στο ανωτέρω εργοστάσιο, οι οποίες ελέγχονταν ως προς την ορθότητά τους από τον λογιστή, εξωτερικό συνεργάτη της εταιρίας Γ. Δ.. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη ανακοίνωνε στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας Ι. Ρ. το συνολικό ποσό, που έπρεπε να καταβληθεί στους εργαζόμενους για αποδοχές και επιδότηση του ΙΚΑ. Ο τελευταίος, της απέστειλε το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, με την εντολή να προβεί αυτή για λογαριασμό της εταιρίας, στην επιμέρους καταβολή των ποσών που δικαιούνταν κάθε εργαζόμενος. Η κατηγορουμένη ως εντολοδόχος της άνω εταιρίας και διαχειρίστρια των εν λόγω ποσών, που λόγω των ως άνω ιδιοτήτων της τα είχε εμπιστευθεί, κατά την πληρωμή κάθε μήνα του αναλογούντος σε κάθε εργαζόμενο μισθού, συνέτασσε εις διπλούν το αντίστοιχο εκκαθαριστικό σημείωμα - απόδειξη. Ένα αντίγραφο, λευκού χρώματος, λάμβανε ο εργαζόμενος και το άλλο αντίγραφο, κίτρινου χρώματος, κρατούσε η κατηγορουμένη, το οποίο με το στέλεχος, παρέμεινε στο λογιστήριο της εταιρείας. Κατά τη διαδικασία αυτή της μηνιαίας πληρωμής του μισθού και της επιδότησης του ΙΚΑ, η κατηγορουμένη, ενώ ανέγραφε στο αντίγραφο του στελέχους που παρέμενε στο λογιστήριο της εταιρίας το ορθό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο με ημερομίσθιο, όπως αυτό προέκυπτε από τις αντίστοιχες μισθολογικές καταστάσεις, στο άλλο λευκό αντίγραφο, το οποίο υπέγραφε κάθε εργαζόμενος με την χρήση καρμπόν, ώστε να αποτυπώνεται η υπογραφή του στο στέλεχος, ανέγραφε μικρότερο ποσό από εκείνο που είχε λάβει από την εταιρία και έπρεπε ως δικαιούμενος να καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο. Το μικρότερο αυτό ποσό κατέβαλλε η κατηγορουμένη σε κάθε εργαζόμενο. Με τον τρόπο αυτό, ενώ εμφανίζονταν στα στελέχη των αποδείξεων και στα λογιστικά στοιχεία της εταιρίας, ότι είχαν καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο, τα ποσά που έκαστος δικαιούνταν, σύμφωνα με τις μισθολογικές καταστάσεις η κατηγορουμένη κατέβαλλε μικρότερα ποσά, παρακρατώντας την εν λόγω διαφορά. Με τον προαναφερόμενο τρόπο η κατηγορουμένη, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο έτους 2001 έως και το μήνα Μάιο του έτους 2007.με πρόθεση παράνομα ιδιοποιήθηκε τα χρηματικά ποσά που εκτίθεται στην ανωτέρω εισαγγελική πρόταση, με επιτρεπτή αναφορά στο εκκαλούμενο βούλευμα (ΑΠ 747/2009 - 1589/2006 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος) συνολικού ύψους 25.406,88 ευρώ. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές, ότι τα ποσά, τα οποία ως ανωτέρω παρακράτησε ιδιοποιούμενη η κατηγορουμένη, δεν ανήκαν στην κυριότητά της, αλλά στην κυριότητα της πιο πάνω εταιρίας. Με βάση δε τις συνθήκες της αγοράς που διαμόρφωναν στο πιο πάνω χρονικό διάστημα την αντικειμενική αξία των πραγμάτων, αλλά και την απλή συναλλακτική σύγκρισή τους κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το ανωτέρω ποσό των 25406,88 ευρώ, το οποίο με τις προαναφερόμενες μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσε η κατηγορούμενη, η οποία και απέβλεπε στο εν λόγω αποτέλεσμα, κρίνεται ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245,308 παρ.1, 309 παρ.1 εδ. δ', 312, 316 παρ.2, 318 και 319 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η ανάγκη η μη συμπλήρωση της ανάκρισης και η διάταξη περαιτέρω ανάκρισης, απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση όμως απόρριψης αιτήματος που έχει υποβληθεί από τον Εισαγγελέα ή τους διαδίκους για τη διενέργεια περαιτέρω ανάκρισης, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια, σε σχέση με ορισμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση (ΑΠ 827/2008 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος-1421/2005 ΕλΔ 46, 1566). Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη (έστω και σιωπηρώς) του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση, που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εκτιμά το Συμβούλιο ( ΑΠ 827/2008 Ο.Π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η κατηγορουμένη με την κρινόμενη έφεσή της ζητεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου των αιτημάτων της, να διαταχθεί η διενέργεια περαιτέρω ανάκρισης, προκειμένου: 1) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη επί των (κίτρινου χρώματος) στελεχών των εκκαθαριστικών σημειω-μάτων που βρίσκονται στο αρχείο της μηνύτριας εταιρίας, για να διαπιστωθούν: α) " ο χονδροειδής τρόπος με τον οποίο συνεπληρούντο εκ των υστέρων, ώστε να κραυγάζουν και για τον πλέον αδαή ότι "κάτι συμβαίνει" και β) "ο στρουθοκαμηλισμός του υπευθύνου λογιστή Γ. Δ. και κυρίως του διευθύνοντος της μηνύτριας εταιρίας Ι. Ρ., ότι επί τόσα έτη δεν αντελήφθησαν το παραμικρό" και 2) να προσκομισθούν όλες οι δηλώσεις που η άνω εταιρία υπέβαλε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στο ΙΚΑ, σύμφωνα με την υποχρέωση της, που πηγάζει από τις ισχύουσες Υπουργικές Αποφάσεις, ρυθμιστικές του τρόπου καταβολής στους εργαζομένους του σχετικού επιδόματος ΙΚΑ, για να διαπιστωθεί, " τι δήλωνε αυτή ότι κατέβαλε στους εργαζομένους και τι παρέδιδε στην εκκαλούσα προς διανομή στους εργαζόμενους ". Τα εν λόγω αιτήματα που είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέσως πιο πάνω μείζονα νομική σκέψη, νόμιμα, πρέπει, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Τούτο, διότι τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι κατά την κρίση του Συμβουλίου, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 ΚΠΔ, επαρκή για το σχηματισμό πλήρως δικανικής πεποιθήσεως περί της κρίσεως της προκειμένης υποθέσεως. Σύμφωνα με το παραπάνω, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λάρισας, για να δικασθεί ως υπαίτια της κακουργηματικής υπεξαίρεσης των ανωτέρω υπεξαιρεθέντων ποσών, συνολικού ύψους 25406,88 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2001 έως το μήνα Μάιο του έτους 2007 κατ' εξακολούθηση, ως εντολοδόχος και διαχειρίστρια ξένης περιουσίας, όπως ορθώς κρίθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα. Αντίθετα όμως, όσον αφορά το ποσό των 4.000 δρχ. και ήδη 11,74 ευρώ, που φέρεται ότι παρανόμως ιδιοποιήθηκε η κατηγορουμένη κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 1999, προ της ισχύος δηλαδή (3-6-1999) του Ν. 2721/1999 δεν θα ληφθεί υπόψη το άνω συνολικό ποσό, αλλά το αν η αξία του αντικειμένου που υπεξαιρέθηκε, είναι μεγάλης αξίας και για τον ανωτέρω χρόνο (Ιανουάριος 1999), θα κριθεί με βάση το αντικείμενο της μερικότερης αυτής πράξης, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα νομική πρόταση του παρόντος βουλεύματος. 'Ετσι, το άνω επιμέρους ποσό των 11,74 ευρώ που φέρεται να ιδιοποιήθηκε η κατηγορούμενη δεν κρίνεται, με βάση τα κριτήρια που ανωτέρω αναφέρθηκαν, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ώστε να στοιχειοθετείται και γι' αυτό η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Από το χρόνο τελέσεως όμως της μερικότερης αυτής πράξεως (Ιανουάριος 1999) που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρο 375 παρ. 1α ΠΚ), έχει ήδη παρέλθει πενταετία και επομένως, υπέκυψε σε παραγραφή του αξιοποίνου της, χωρίς να χωρήσει εν τω μεταξύ, η για κάποιο νόμιμο λόγο αναστολή της παραγραφής αυτής (αρθ.111 παρ.3, 112, 113, ΠΚ). Κατά συνέπειαν, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη η κρινόμενη έφεση, να μεταρρυθμιστεί εν μέρει το εκκαλούμενο βούλευμα και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ.1β, 310 παρ.1β, 317 παρ.1β, 317 παρ. 1α και 318 ΚΠΔ, όσον αφορά τη μερικότερη πράξη της υπεξαίρεσης, που φέρεται ότι έχει τελεσθεί απ' αυτή κατά μήνα Ιανουάριο 1999, η οποία, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγoρίας, κρίνεται ως υπεξαίρεση τιμωρούμενη σε βαθμό πλημμελήματος και να επικυρωθεί κατά τα λοιπά το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς το παραπεμπτικό του σκέλος. Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα οποία ορθώς υπήγαγε στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 98 και 375 παρ. 2 Π.Κ. και οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λάρισας, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ' εξακολούθηση από εντολοδόχο. Με την ίδια επίσης ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το παραπάνω Συμβούλιο τα αιτήματα της αναιρεσείουσας α) για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, προς παροχή διευκρινίσεων και β) για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου: 1) να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη και β) να προσκομισθούν τα αναφερόμενα στο σκεπτικό έγγραφα.
Συνεπώς οι αντίθετοι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συνιστούν τους αναιρετικούς λόγους της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 98 και 375 παρ. 2 του Π.Κ., είναι αβάσιμοι και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως ουσία αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 3/2010 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Ε. Κ. Τ., κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 52/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 31-5-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΥΡΟΣ
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επίτροπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρηματικό ποσό, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στ) να συντρέχει επιπλέον στο πρόσωπο του υπαίτιου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως και εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί "νομικές" διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία αντλεί από το νόμο ή από σύμβαση. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 εδαφ. 1 του Ν.2721/1999). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 719 και 721 ΑΚ, ο μεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής, ο δε εντολοδόχος, α) ν' αποδώσει στον εντολέα του ό,τι έλαβε κατά την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεσή της και β) να καταβάλει σε τρίτους οφειλέτες του εντολέα του, ό,τι του παρέδωσε ο τελευταίος. Σχέση έμμισθης εντολής καθιδρύεται μεταξύ του εργοδότη και του υπαλλήλου του και όταν ο τελευταίος, κατά την άσκηση του υπαλληλικού καθήκοντός του, αναλαμβάνει να προβεί σε ενέργειες για λογαριασμό του εντολέα του ή και να προβαίνει σε καταβολές σε τρίτους με χρήματα του εντολέα του. Γι' αυτό και σε περίπτωση ιδιοποιήσεως των χρημάτων που έλαβε ο εντολοδόχος από τον εργοδότη του για να τα καταβάλει σε οφειλέτες του εντολέα του, όπως σε άλλους εργαζόμενους του εργοδότη, για την εξόφληση οφειλής του τελευταίου, από αποδοχές, επιδόματα, επιδοτήσεις κλπ, τελείται έγκλημα υπεξαιρέσεως.
Περαιτέρω το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, όπου συμπληρωματικά αναφέρεται η εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και το Συμβούλιο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς και να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Επίσης δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της κρίσεως του Συμβουλίου. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Τέλος, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, η οποία υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 52/2010 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας που το εξέδωσε, απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατά του 300/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, με το οποίο, λόγω σοβαρών ενδείξεων ενοχής της, παραπέμφθηκε (η αναιρεσείουσα) στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Λάρισας, για να δικασθεί ως υπαίτια κακουργηματικής υπεξαιρέσεως ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ως εντολοδόχος, κατ' εξακολούθηση. Δέχθηκε, συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, με δικές του σκέψεις, αλλά και συμπληρωματικά, με αναφορά και στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και δη των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εκτίθενται στην 7/2010 εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρθηκε, ώστε τα εκτιθέμενα σε αυτήν να αποτελέσουν αιτιολογία και του βουλεύματος και τα οποία, κατά το ουσιαστικό τους μέρος, έχουν ως εξής: "Η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "Προκατασκευές Κεντρικής Ελλάδος" και το διακριτικό τίτλο "ΠΡΟΚΕΛ Α.Ε.", που εδρεύει στην περιοχή της Λάρισας, διατηρεί εργοστάσιο που κατασκευάζει προκατασκευασμένα δομικά στοιχεία από οπλισμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα και προκατασκευές. Η κατηγορούμενη Ε. Τ. εργαζόταν στο ανωτέρω εργοστάσιο ως υπάλληλος γραφείου και ιδιαίτερα σε εργασίες του λογιστηρίου αυτού. Στο πλαίσιο των ως άνω εργασιών που ανατέθηκαν στην κατηγορούμενη, η τελευταία συνέτασσε τις μισθολογικές καταστάσεις, που αφορούσαν τους εργαζομένους στο εργοστάσιο, στις οποίες ανέγραφε τα ονόματα των εργαζομένων, τις αποδοχές αυτών, πριν και μετά τις ανάλογες κρατήσεις, καθώς και τα ποσά των επιδοτήσεων του ΙΚΑ. Ακολούθως οι καταστάσεις ελέγχονταν για την ορθότητα τους από το λογιστή της εταιρίας Γ. Δ. και στη συνέχεια η κατηγορούμενη παραλάμβανε από τον εκπρόσωπο-διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας Ι. Ρ. το προκύπτον ανάλογο ποσό χρημάτων προκειμένου να προβεί σε επιμέρους καταβολή των ποσών που δικαιούτο κάθε εργαζόμενος. Κατά την πληρωμή των επιμέρους ποσών στους εργαζομένους η κατηγορούμενη συνέτασσε εις διπλούν το εκκαθαριστικό σημείωμα-απόδειξη καταβολής του μήνα για κάθε εργαζόμενο, ένα δε αντίγραφο (λευκού χρώματος) ελάμβανε ο εργαζόμενος, το άλλο δε αντίγραφο (κίτρινου χρώματος) κρατούσε η κατηγορούμενη, το οποίο παρέμενε με το στέλεχος στο λογιστήριο της εταιρίας. Κατά τη διαδικασία της ως άνω μηνιαίας πληρωμής των αποδοχών η κατηγορούμενη ενώ ανέγραφε στο αντίγραφο του στελέχους που παρέμενε στο λογιστήριο της εταιρίας το πραγματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο, όπως αυτό προέκυπτε από τις μισθολογικές καταστάσεις, αντίθετα στο πρώτο αντίγραφο (λευκό) του εκκαθαριστικού
σημειώματος -απόδειξης, το οποίο υπέγραφαν οι εργαζόμενοι με τη χρήση καρμπόν ώστε να αποτυπωθεί η υπογραφή τους στο στέλεχος και το οποίο (πρωτότυπο) ελάμβαναν ως αποδεικτικό στοιχείο, ανέγραφε (η κατ/νη) μικρότερο ποσό από εκείνο που είχε παραλάβει από τον εκπρόσωπο της εταιρίας και το οποίο εδικαιούτο κάθε εργαζόμενος, ποσό το οποίο (μικρότερο) καταβάλλονταν τελικώς σε κάθε εργαζόμενο. Με τον τρόπο αυτό, ενώ εμφανίζονταν στα στελέχη των αποδείξεων και στα λογιστικά στοιχεία της εταιρίας ότι είχαν καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο τα προβλεπόμενα ποσά που εδικαιούτο κάθε ένας εξ αυτών, η κατ/νη παρακρατούσε την ως άνω διαφορά χρημάτων κατ' εξακολούθηση, τα οποία ιδιοποιούνταν εκμεταλλευόμενη προς τούτο τη θέση της ως εργαζόμενη στο λογιστικό γραφείο της εγκαλούσας και εντολοδόχου- διαχειρίστριας της όλης διαδικασίας πληρωμής των αποδοχών των εργαζομένων στην εγκαλούσα εταιρία. Σημειωτέον ότι οι ως άνω πράξεις ιδιοποίησης χρημάτων αναφέρονταν μόνο σε περιπτώσεις εργαζομένων που απασχολούνταν με ημερομίσθια και δεν είχαν τακτικές και σταθερές μηνιαίες αποδοχές, με επακόλουθο να μην είναι ευχερής εκ μέρους των εργαζομένων αυτών η άμεση διακρίβωση των ποσών που εδικαιούντο, εάν μάλιστα ληφθεί υπ' όψη η σχέση εμπιστοσύνης που είχε διαμορφωθεί μεταξύ των εργαζομένων αφ' ενός και της κατ/νης και των υπευθύνων της εγκαλούσης εταιρίας αφ' ετέρου. Με τον προαναφερόμενο τρόπο η κατ/νη δεν κατέβαλε σε κάθε έναν από τους εργαζομένους, όπως αυτοί αναγράφονται στο εκκαλούμενο βούλευμα και στην επισυναπτόμενη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, στις σκέψεις των οποίων ως προς το σημείο αυτό αναφέρομαι προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων, τα ανάλογα για τον καθένα χρηματικά ποσά αποδοχών και για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, όπως επακριβώς περιγράφονται στο εκκαλούμενο βούλευμα, καθώς επίσης και τα ανάλογα ποσά επιδότησης του ΙΚΑ, που εδικαιούτο καθένας εργαζόμενος για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, όπως λεπτομερώς αναγράφονται στο εκκαλούμενο βούλευμα. Απολογούμενη η κατ/νη αρνήθηκε την κατηγορία που της αποδίδεται πλην όμως διευκρίνισε ότι η παρακράτηση των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών που επρόκειτο να δοθούν στους ανωτέρω εργαζομένους έγινε εν γνώσει του διευθύνοντος συμβούλου και του λογιστή της εταιρίας και κατόπιν συνεχών προτροπών του πρώτου εξ αυτών, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να καταστεί δυνατή η εξοικονόμηση κάποιου χρηματικού ποσού, ώστε να εξοφληθούν άλλες οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρίας. Επί πλέον διευκρίνισε ότι ο τρόπος κατάρτισης των ανωτέρω αποδείξεων καταβολής χρημάτων στους εργαζομένους και ιδιαίτερα η διαφοροποίηση που εμφανιζόταν στον τρόπο καταχώρησης των σχετικών ενδείξεων στα στελέχη των αποδείξεων αυτών εν σχέσει με τα πρωτότυπα αυτών, τα οποία ελάμβαναν οι εργαζόμενοι, επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της περί γνώσεως των υπευθύνων της εγκαλούσης εταιρίας για τις γενόμενες παρακρατήσεις. Σημειωτέον ότι για το θέμα αυτό η κατ/νη ζήτησε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης επί των αποδείξεων αυτών, τόσον κατά την κυρία ανάκριση, όσον και με την κρινόμενη έφεση, όπως δε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας το αρχικό αίτημα αυτής απορρίφθηκε με το από 17-3-09 έγγραφο της ανακρίτριας Λάρισας ως ουσιαστικά αβάσιμο και για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτό. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η κατ/νη δεν προσκόμισε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που να επιβεβαιώνει τους ανωτέρω ισχυρισμούς της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η όποια διαφοροποίηση στον τρόπο καταχώρησης των σχετικών στοιχείων στα στελέχη των αποδείξεων δεν είναι ικανή να αποδείξει την γνώση των εκπροσώπων της εταιρίας για τις ανωτέρω παραποιήσεις και παρακρατήσεις χρηματικών ποσών, λαμβανομένου υπ' όψη ότι κατά την παράδοση των στελεχών των αποδείξεων στο λογιστήριο της εταιρίας, οι υπεύθυνοι αυτής δεν είχαν υπ' όψη τους τον ενδεχόμενα διαφορετικό τρόπο σύνταξης του πρωτοτύπου των αποδείξεων, με αποτέλεσμα να θεωρούν ευλόγως ότι τα στελέχη των αποδείξεων είχαν καταρτισθεί νομοτύπως και η όποια τυχόν κακογραμμένη και κακοστοιχημένη συμπλήρωση των σχετικών στοιχείων σ' αυτά είναι φυσιολογική και προϊόν ενδεχομένης πρόχειρης ή γρήγορης γραφής. Αντίθετα προέκυψε ότι οι εκπρόσωποι της εγκαλούσας πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά για τις ανωτέρω διαφοροποιήσεις στις αρχές Μαΐου του 2007, όταν υπήρξαν σχετικές διαμαρτυρίες εργαζομένων για τη μη σωστή καταβολή των ποσών που εδικαιούντο, οπότε οι τελευταίοι προσκόμισαν και τα πρωτότυπα των σχετικών αποδείξεων. Εκτός αυτού προέκυψε ότι αμέσως μετά τη διακρίβωση των ανωτέρω παρακρατήσεων και τις σχετικές διαμαρτυρίες των εργαζομένων η κατηγορούμενη ανέφερε σ' αυτούς ότι οι όποιες παρακρατήσεις οφείλονται σε λάθος κατά την καταχώρηση των ποσών, χωρίς ποτέ να αναφέρει για γνώση ή τυχόν εμπλοκή στο γεγονός αυτό του λογιστή ή των εκπροσώπων της εταιρίας. Αντίθετα δήλωσε σε αρκετούς εργαζομένους ότι η ίδια είναι υπεύθυνη για το λάθος αυτό και αναλάμβανε την υποχρέωση να επιστρέψει η ίδια από το μισθό της τις διαφορές χρηματικών ποσών που εδικαιούντο οι εργαζόμενοι, χωρίς όμως έκτοτε να τηρήσει την υπόσχεση της αυτή. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός που διατύπωσε η κατ/νη σχετικά με το ότι ελάμβανε η ίδια προσωπικά ή δια μέσω του λογιστή από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας ολόκληρο το ποσό που εδικαιούτο κάθε εργαζόμενος και στη συνέχεια η ίδια επέστρεφε μέσα σε σφραγισμένο φάκελο στον διευθύνοντα σύμβουλο το υπόλοιπο ποσό, που κατά τα προαναφερθέντα δεν είχε καταβάλει στους εργαζόμενους, αναιρεί κατά την άποψη μας κάθε άλλο ισχυρισμό και υπερασπιστική θέση της κατ/νης περί γνώσης και συμμετοχής των υπευθύνων της εταιρίας στην παρακράτηση των χρημάτων, λαμβανομένου υπ' όψη ότι, εάν τυχόν ήταν αληθής ο ισχυρισμός αυτός και ενδεχομένως υπήρχε γνώση των υπευθύνων της εταιρίας, θεωρούμε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να δίδεται στην κατ/νη ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό και στη συνέχεια να επιστρέφεται το μη καταβληθέν, αλλά αντίθετα θα εδίδετο μόνο το συμφωνηθέν να καταβληθεί μέρος του όλου ποσού. Ενόψει λοιπόν όλων των προαναφερθέντων θεωρούμε ότι παρέλκει η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και προσκομιδής των δηλώσεων που υπέβαλε στο ΙΚΑ η μηνύτρια, δεδομένου ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος της κατ/νης για την πράξη της υπεξαίρεσης των ποσών που αναγράφονται στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, πλην της επιμέρους πράξης της υπεξαίρεσης του ποσού των 4.000 δραχμών που δεν αποδόθηκε στον εργαζόμενο Ζ. Τ. και αναφέρεται στις αποδοχές αυτού για το μήνα Ιανουάριο του 1999, λαμβανομένου υπ' όψη ότι η πράξη αυτή τελέσθηκε πριν την ισχύ του νόμου 2721/99 (3-6-99) και συνεπώς δεν υπολογίζεται το ποσό αυτό στο σύνολο του υπεξαιρεθέντος ποσού, αλλά αξιολογείται μεμονωμένα, με αποτέλεσμα να έχει εξαλειφθεί ο αξιόποινος χαρακτήρας της επί μέρους αυτής πράξης λόγω παραγραφής.
Κατά συνέπεια λοιπόν πρέπει να γίνει εν μέρει ουσιαστικά δεκτή η κρινόμενη έφεση, να τροποποιηθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς την επιμέρους πράξη της υπεξαίρεσης ποσού 4.000 δραχμών, που φέρεται ότι τελέσθηκε τον Ιανουάριο του 1999 για την οποία πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και να επικυρωθεί κατά τα λοιπά το εκκαλούμενο βούλευμα.
Φέρω επίσης ενώπιον σας την από 20-7-09 αίτηση της κατ/νης, που υπέβαλε με την κρινόμενη έφεσή της, με την οποία ζητάει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ενώπιον του συμβουλίου σας προς παροχή διευκρινίσεων και σας εκθέτω τα ακόλουθα: Η κατ/νη τόσον με το απολογητικό της υπόμνημα και την απολογία της ενώπιον της Ανακρίτριας, όσον και με την κρινόμενη έφεση της, προέβαλε και ανέπτυξε διεξοδικώς και με σαφήνεια όλους τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς και τις απόψεις της σχετικά με την κρινόμενη υπόθεση, με αποτέλεσμα να μην είναι απολύτως αναγκαία η εμφάνισή της ενώπιον του συμβουλίου σας προς παροχή περαιτέρω εξηγήσεως".
Στη συνέχεια το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει τις παρακάτω ίδιες σκέψεις: "Ιδιαίτερα δε, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Η κατηγορουμένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, προσέφερε τις υπηρεσίες της στο εργοστάσιο κατασκευής προκατασκευασμένων στοιχείων από οπλισμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα, που η πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία "Προκατασκευές Κεντρικής Ελλάδας" και τον διακριτικό τίτλο "ΠΡΟΤΕΛ ΑΕ", διατηρεί στο 5° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Λάρισας -Συκουρίου, ως υπάλληλος γραφείου και ιδιαίτερα, σε εργασίες του λογιστηρίου αυτού. Στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ' αυτήν από το νόμιμο εκπρόσωπο της άνω εταιρίας καθηκόντων, η κατηγορουμένη συνέτασσε τις μισθολογικές καταστάσεις των εργαζομένων στο ανωτέρω εργοστάσιο, οι οποίες ελέγχονταν ως προς την ορθότητα τους από τον λογιστή, εξωτερικό συνεργάτη της εταιρίας Γ. Δ.. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη ανακοίνωνε στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας Ι. Ρ. το συνολικό ποσό, που έπρεπε να καταβληθεί στους εργαζόμενους για αποδοχές και επιδότηση του 1ΚΑ, Ο τελευταίος, της απέστειλε το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, με την εντολή να προβεί αυτή για λογαριασμό της εταιρίας, στην επιμέρους καταβολή των ποσών που δικαιούνταν κάθε εργαζόμενος. Η κατηγορουμένη ως εντολοδόχος της άνω εταιρίας και διαχειρίστρια των εν λόγω ποσών, που λόγω των ως άνω ιδιοτήτων της τα είχε εμπιστευθεί, κατά την πληρωμή κάθε μήνα του αναλογούντος σε κάθε εργαζόμενο μισθού, συνέτασσε εις διπλούν το αντίστοιχο εκκαθαριστικό σημείωμα - απόδειξη. Ένα αντίγραφο, λευκού χρώματος, λάμβανε ο εργαζόμενος και το άλλο αντίγραφο, κίτρινου χρώματος, κρατούσε η κατηγορουμένη, το οποίο με το στέλεχος, παρέμεινε στο λογιστήριο της εταιρείας. Κατά τη διαδικασία αυτή της μηνιαίας πληρωμής του μισθού και της επιδότησης του ΙΚΑ, η κατηγορουμένη, ενώ ανέγραφε στο αντίγραφο του στελέχους που παρέμενε στο λογιστήριο της εταιρίας το ορθό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο με ημερομίσθιο, όπως αυτό προέκυπτε από τις αντίστοιχες μισθολογικές καταστάσεις, στο άλλο λευκό αντίγραφο, το οποίο υπέγραφε κάθε εργαζόμενος με την χρήση καρμπόν, ώστε να αποτυπώνεται η υπογραφή του στο στέλεχος, ανέγραφε μικρότερο ποσό από εκείνο που είχε λάβει από την εταιρία και έπρεπε ως δικαιούμενος να καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο. Το μικρότερο αυτό ποσό κατέβαλλε η κατηγορουμένη σε κάθε εργαζόμενο. Με τον τρόπο αυτό, ενώ εμφανίζονταν στα στελέχη των αποδείξεων και στα λογιστικά στοιχεία της εταιρίας, ότι είχαν καταβληθεί σε κάθε εργαζόμενο, τα ποσά που έκαστος δικαιούνταν, σύμφωνα με τις μισθολογικές καταστάσεις η κατηγορουμένη κατέβαλλε μικρότερα ποσά, παρακρατώντας την εν λόγω διαφορά. Με τον προαναφερόμενο τρόπο η κατηγορουμένη, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο έτους 2001 έως και το μήνα Μάιο του έτους 2007, με πρόθεση παράνομα ιδιοποιήθηκε τα χρηματικά ποσά που εκτίθεται στην ανωτέρω εισαγγελική πρόταση, με επιτρεπτή αναφορά στο εκκαλούμενο βούλευμα (ΑΠ 747/2009 - 1589/2006 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος) συνολικού ύψους 25.406,88 ευρώ. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές, ότι τα ποσά, τα οποία ως ανωτέρω παρακράτησε ιδιοποιούμενη η κατηγορουμένη, δεν ανήκαν στην κυριότητα της, αλλά στην κυριότητα της πιο πάνω εταιρίας. Με βάση δε τις συνθήκες της αγοράς που διαμόρφωναν στο πιο πάνω χρονικό διάστημα την αντικειμενική αξία των πραγμάτων, αλλά και την απλή συναλλακτική σύγκριση τους κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το ανωτέρω ποσό των 25406,88 ευρώ, το οποίο με τις προαναφερόμενες μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσε η κατηγορούμενη, η οποία και απέβλεπε στο εν λόγω αποτέλεσμα, κρίνεται ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245,308 παρ.1, 309 παρ.1 εδ. δ', 312, 316 παρ.2, 318 και 319 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η ανάγκη η μη συμπλήρωση της ανάκρισης και η διάταξη περαιτέρω ανάκρισης, απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση όμως απόρριψης αιτήματος που έχει υποβληθεί από τον Εισαγγελέα ή τους διαδίκους για τη διενέργεια περαιτέρω ανάκρισης, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια, σε σχέση με ορισμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση (ΑΠ 827/2008 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος-1421/2005 ΕλΔ 46, 1566). Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη (έστω και σιωπηρώς) του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση, που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εκτιμά το Συμβούλιο (ΑΠ 827/2008 Ο.Π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η κατηγορουμένη με την κρινόμενη έφεση της ζητεί, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου των αιτημάτων της, να διαταχθεί η διενέργεια περαιτέρω ανάκρισης, προκειμένου: 1) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη επί των (κίτρινου χρώματος) στελεχών των εκκαθαριστικών σημειωμάτων που βρίσκονται στο αρχείο της μηνύτριας εταιρίας, για να διαπιστωθούν: α) "ο χονδροειδής τρόπος με τον οποίο συνεπληρούντο εκ των υστέρων, ώστε να κραυγάζουν και για τον πλέον αδαή ότι "κάτι συμβαίνει" και β) "ο στρουθοκαμηλισμός του υπευθύνου λογιστή Γ. Δ. και κυρίως του διευθύνοντος της μηνύτριας εταιρίας Ι. Ρ., ότι επί τόσα έτη δεν αντελήφθησαν το παραμικρό" και 2) να προσκομισθούν όλες οι δηλώσεις που η άνω εταιρία υπέβαλε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στο ΙΚΑ, σύμφωνα με την υποχρέωση της, που πηγάζει από τις ισχύουσες Υπουργικές Αποφάσεις, ρυθμιστικές του τρόπου καταβολής στους εργαζομένους του σχετικού επιδόματος ΙΚΑ, για να διαπιστωθεί, "τι δήλωνε αυτή ότι κατέβαλε στους εργαζομένους και τι παρέδιδε στην εκκαλούσα προς διανομή στους εργαζόμενους". Τα εν λόγω αιτήματα που είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην αμέσως πιο πάνω μείζονα νομική σκέψη, νόμιμα, πρέπει, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Τούτο, διότι τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι κατά την κρίση του Συμβουλίου, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 ΚΠΔ, επαρκή για το σχηματισμό πλήρως δικανικής πεποιθήσεως περί της κρίσεως της προκειμένης υποθέσεως.
Σύμφωνα με το παραπάνω, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λάρισας, για να δικασθεί ως υπαίτια της κακουργηματικής υπεξαίρεσης των ανωτέρω υπεξαιρεθέντων ποσών, συνολικού ύψους 25406,88 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2001 έως το μήνα Μάιο του έτους 2007 κατ' εξακολούθηση, ως εντολοδόχος και διαχειρίστρια ξένης περιουσίας, όπως ορθώς κρίθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα".
Όσον αφορά το υποβληθέν αίτημα της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, για αυτοπρόσωπο εμφάνιση, το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, το απέρριψε ως αβάσιμο, με το εξής αιτιολογικό: "Η εκκαλούσα-κατηγορουμένη με την κρινόμενη έφεσή της υπέβαλε και αίτημα, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς παροχή διευκρινίσεων, επί των λόγων της εφέσεώς της. Το εν λόγω αίτημα που είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, νόμιμο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον η εκκαλούσα, τόσο με το εφετήριο, όσο και με τα υπομνήματα που μέχρι σήμερα έχει υποβάλει, έχει αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις της, ώστε να μην είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη διασάφηση ή διευκρίνιση".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, ως προς την άνω πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα αστυνομική προανάκριση και κυρία ανάκριση, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 375 παρ. 2' Π.Κ. όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμά του από νόμιμη βάση. κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε αξιολογήσεώς του χωριστά, εντεύθεν δε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας και την απολογία της κατηγορουμένης, χωρίς να προκύπτει, ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή η μη λήψη υπόψη και των εγγράφων που προσκόμισε η κατηγορουμένη. Ειδικότερα αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις της αναιρεσείουσας εντολοδόχου-διαχειρίστριας της μηνύτριας εταιρίας, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, λόγω ποσού υπεξαιρεθέντων υπ' αυτής χρημάτων, συνολικά 25. 406,88 ευρώ, που κρίθηκε ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με αναφορά στις κατά νόμο περιστάσεις υπό την μορφή που προεκτέθηκαν και συγκεκριμένα γίνεται αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος που της αποδίδεται, με παρακράτηση υπ' αυτής, ενεργούσας ως εντολοδόχου υπαλλήλου του λογιστηρίου της εργοδότριας εντολέως εταιρίας "ΠΡΟΤΕΛ ΑΕ", από αποδοχές και επιδοτήσεις ΙΚΑ των υπ' αυτής γενομένων κατά μήνα πληρωμών των εργαζομένων - εργατών της εταιρίας αυτής. Επίσης με ειδική και εμπεριστατωμένη, ως παραπάνω αιτιολογία, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε τα υποβληθέντα αιτήματα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, α) για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου προς παροχή διευκρινίσεων, β) για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να διαταχθεί αυτοψία και πραγματογνωμοσύνη επί των καταστάσεων και αποδείξεων στελεχών πληρωμών των εργαζομένων. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, εισαγόμενες ως αυτοτελείς λόγοι αναιρέσεως, α) ότι αυτή δεν ήταν ποτέ εντολοδόχος, ούτε διαχειρίστρια της περιουσίας της μηνύτριας ΑΕ και επομένως το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εφήρμοσε και ερμήνευσε το άρθρο 375 παρ.2 ΠΚ και β) ότι το Συμβούλιο Εφετών αναιτιολόγητα παρέλειψε να εκτιμήσει το αθωωτικό μέρος της ομολογίας της ότι έχει παρακρατήσει τα χρηματικά ποσά που της αποδίδονται, παρακράτηση στην οποία προέβη όμως, σε γνώση και κατ' εντολήν του εργοδότη και διευθύνοντος συμβούλου της ΑΕ, στον οποίο και απέδιδε η ίδια σε φάκελο τις διαφορές των χρημάτων που παρακρατούσε, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, καθόσον πλήττουν την ουσία των παραπάνω παραδοχών του Συμβουλίου, που δεν ελέγχονται αναιρετικά. Επομένως, όλοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι άνω πλημμέλειες, αναφορικά με την παραπεμπτική διάταξή του, όπως και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για το λόγο (πρώτο της αιτήσεως), ότι με το να απορριφθεί με ελλιπή αιτιολογία το αίτημά της για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο, κρίθηκε ανήκουστη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να εξετασθεί, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 3/12-3-2010 αίτηση της Ε. Τ. του Κ. περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 52/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010.

Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή