Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, Αβάσιμοι λόγοι.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε έφεση ως
εκπρόθεσμη και απαράδεκτη. Λόγοι έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής
διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε'). Αβάσιμοι οι λόγοι. Απορρίπτει
αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα.
Αριθμός 1499/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κων/νου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου N. - V., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Φιλιππόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 582/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...16.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχύει, το ένδικο μέσο, δηλαδή και αυτό της εφέσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, κατά της σχετικής δε αποφάσεως επιτρέπεται μόνον αναίρεση για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ιδίου Κώδικα. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη του ενδίκου μέσου της εφέσεως ως απαραδέκτου. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 π... του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης με την έφεση αποφάσεως (αν απαγγέλθηκε απόντος αυτού), ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολομ. Α.Π. 6/1994, 4/1995 και 2/2014), εκτός εάν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία παρακωλύθηκε ο εκκαλών για την εντός της προθεσμίας του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Ποι.νΔ. άσκησή της. Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς διαφορετικά, η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Αν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία απωλέσθηκε η πιο πάνω προθεσμία, πρέπει η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση, στην οποία πρέπει να μνημονεύονται υποχρεωτικώς οι λόγοι αυτοί, να επεκτείνεται και στα πιο πάνω ζητήματα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αν αυτός που κάνει επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο ή τον σύνοικό του ή τον οικιακό βοηθό ή θυρωρό στην κατοικία του, επικολλά το έγγραφο στην θύρα της κατοικίας του. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155-157 και 165 του ιδίου Κώδικα. Στην περίπτωση συνδρομής λόγου ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που, κατά γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, καθιστούν επιτρεπτή την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, αν ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως από τέτοιο λόγο, εφόσον αυτά τα γνώριζε όταν άσκησε την έφεση, εκτός από την αναφορά στη συντασσόμενη για το ένδικο αυτό μέσο έκθεση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, πρέπει να επικαλείται και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν. Σε περίπτωση που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. (ΑΠ 611/2014).
Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., αν ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς διαφορετικά, η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 273 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., όταν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα...ή των ανακριτικών υπαλλήλων, που προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34 και (οι οποίοι) είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του, προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει την τωρινή διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής του (πόλη, συνοικία, οδό, αριθμό) που καταχωρίζονται στην έκθεση της απολογίας του, και ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστεί, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει νομότυπα, πριν από την επίδοση, στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή, μεταβολή της δηλωθείσας κατά την απολογία του κατοικίας του. Έτσι, ως τόπος γνωστής κατοικίας του κατηγορουμένου θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει αυτός κατά την απολογία στην ανάκριση ή στην προανάκριση που έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνη που έχει δηλώσει αυτός στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και μόνον αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ανάκριση ή αν ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Επίσης, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται μόνον αναίρεση (αρθ. 476 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ιδίου Κώδικα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για το απαράδεκτο, η δε απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο και απαράδεκτο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, το χρόνο της επιδόσεως της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων της εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, λόγω της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία της εφέσεως που ορίζεται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολομ. Α.Π. 6/1994, 7/1994, 4/1995 και 2/2014). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την δικανική του κρίση ως προς το απαράδεκτο του ένδικου μέσου, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Ωστόσο, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κ.λπ., αφού σ' αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται απαράδεκτα η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει υποχρεωτικά στη σχετική έκθεση εφέσεως και να προβάλει με την έφεση το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, ως εκ του οποίου παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, και ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Στην έννοια όμως της ανωτέρας βίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλουμένης ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως, διότι στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και εντεύθεν μη ενάρξεως καν της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεώς του. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω, και δη κατά τρόπο ορισμένο, στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που απέρριψε ως εκπρόθεσμη και απαράδεκτη την έφεση του αναιρεσείοντος, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 582/2015 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "... από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και περιέχεται στα πρακτικά, τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται, επίσης, στα πρακτικά, από τις εξηγήσεις του κατηγορουμένου και από την όλη αποδεικτική διαδικασία και συζήτηση αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της 39/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, η οποία εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου C. S. του N. V., στις 17.1.2014, ο εν λόγω κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος της άμεσης συνέργειας σε ληστεία και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 10 ετών. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο στις 23.7.2014 με θυροκόλληση στο Παλαιό Φάληρο, επί της οδού ..., όπως τούτο προκύπτει από το με ίδια ημερομηνία αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ε. Β., ήτοι στην διεύθυνση που ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει την 29.10.2011, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή του Β' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, επειδή δεν βρέθηκε από τον διενεργήσαντα την επίδοση ο ίδιος, ούτε άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.. Κατά της ως άνω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε, στις 18.2.2015, την με αριθμό …2015 έφεση, που είναι εκπρόθεσμη, αφού ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 10 ημερών από της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως (ήτοι έξι (6) μήνες περίπου μετά τη λήξη της νόμιμης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως). Βέβαια, ο κατηγορούμενος, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο του ενδίκου μέσου, που άσκησε, ισχυρίστηκε, με την έκθεση της έφεσης, "ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος, που θυροκολλήθηκε, αλλά ούτε και της απόφασης, ότι όταν επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα διέμενε με τους γονείς του ήτοι με τη μητέρα του L. και τον πατριό του Σ. Λ. στο Παλαιό Φάληρο, οδός ..., και δεν ήταν άγνωστης διαμονής, πληροφορήθηκε δε την απόφαση στις 13.2.2015 οπότε και συνελήφθη". Ο λόγος αυτός, όπως αναφέρεται, δεν αποτελεί για τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο ανωτέρα βία ούτε ανυπέρβλητο κώλυμα, που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο του ως άνω ενδίκου μέσου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού. Άλλωστε ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει, κατά την απολογία του, τα στοιχεία της ταυτότητάς του και τη διεύθυνση της κατοικίας του και, επομένως, το οποιοδήποτε σφάλμα οφείλεται σε υπαιτιότητά του, παράλληλα τελούσε εν γνώσει της σε βάρος του κατηγορίας, την πορεία της οποίας είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει, ευχερώς, ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του. Η εκκαλουμένη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, επιδόθηκε νόμιμα στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο, στις 23.7.2014, με θυροκόλληση, αφού ο εκκαλών - κατηγορούμενος αναζητήθηκε στην οδό ... ..., στο Παλαιό Φάληρο, ήτοι στην διεύθυνση που είχε δηλώσει, την 29.10.2011, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή του Β' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, και δεν είχε δηλώσει αλλαγή της διεύθυνσης της κατοικίας του. Με τον ίδιο τρόπο νόμιμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο και το κλητήριο θέσπισμα, όπως τούτο προκύπτει από το με ημερομηνία 28.2.2013 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Α. Π., που αναγνώστηκε και αναφέρεται στα πρακτικά και όχι ως αγνώστου διαμονής όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εκκαλών - κατηγορούμενος. Μετά ταύτα και εφόσον, κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, η οδός ... ..., στο Παλαιό Φάληρο ήταν γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ως διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου, όπως και τα στοιχεία της ταυτότητας αυτού που αναφέρονται παραπάνω, ήτοι C. S. του N. V., που δήλωσε κατά την απολογία του και όχι τα στοιχεία Χ. Λ., εγκύρως έλαβε χώρα η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 23.7.2014, οπότε και άρχισε η προθεσμία των δέκα ημερών για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, η οποία, ασκηθείσα μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, είναι εκπρόθεσμη. Κατ' ακολουθίαν των ανώτερω και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής ...". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία προέκυπτε ότι ήταν έγκυρη η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και ότι η έφεσή του είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα και ήταν απαράδεκτη καθώς και όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και εκτίμησε το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, μεταξύ των οποίων και την κατάθεση του μοναδικού μάρτυρα Σ. Λ. που προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα, διαλαμβάνεται ο χρόνος της επιδόσεως της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως και αναφέρεται ότι αυτή, που εκδόθηκε απόντος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στις 17-1-2014, επιδόθηκε σ' αυτόν στις 23-7-2014, αναφέρεται το αναγνωσθέν αποδεικτικό επιδόσεως της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ε. Β., από το οποίο προκύπτει η επίδοσή της προς αυτόν με θυροκόλληση στο Παλαιό Φάληρο, στην οδό ... όπου πράγματι διέμενε με τους γονείς του, με την μνεία ότι η επίδοση έγινε με θυροκόλληση στην ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας που ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει στις 29-10-2011, κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή του Β' Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, επειδή δεν βρέθηκε από τον διενεργήσαντα την επίδοση ο ίδιος ή κάποιο άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και δεν είχε δηλωθεί ούτε αλλαγή της διεύθυνσης της κατοικίας του και αναφέρεται και ο χρόνος της ασκήσεως της έφεσης, η οποία ασκήθηκε εκπρόθεσμα στις 18-2-2015, δηλαδή μετά την παρέλευση έξι (6) περίπου μηνών από την λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση προς αυτόν της εκκαλούμενης αποφάσεως, με θυροκόλληση στην διεύθυνση της κατοικίας του. Γίνεται αναφορά των ισχυρισμών που προέβαλε με την έφεσή του ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος που θυροκολλήθηκε, αλλά ούτε και της απόφασης, ότι όταν του επιδόθηκε το κλητήριο θέσπισμα διέμενε με τους γονείς του, ήτοι την μητέρα του L. και τον πατριό του Σ. Λ. στο Παλαιό Φάληρο, οδός ... και δεν ήταν άγνωστης διαμονής και ότι πληροφορήθηκε την απόφαση στις 13-2-2015, οπότε και συνελήφθη και αντικρούονται αιτιολογημένα με την προσβαλλόμενη απόφαση οι ως άνω ισχυρισμοί του, με τις σκέψεις ότι αυτοί δεν συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, ότι ο ίδιος είχε δηλώσει κατά την απολογία του τα στοιχεία της ταυτότητάς του και την ως άνω διεύθυνση της κατοικίας του, στην οποία και πράγματι διέμενε και στην οποία του επιδόθηκαν με θυροκόλληση το κλητήριο θέσπισμα και η εκκαλούμενη απόφαση επειδή δεν ανευρέθηκε σ' αυτήν ούτε αυτός, ούτε κάποιο από τα πρόσωπα του άρθρου 155 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ότι παράλληλα τελούσε σε γνώση της σε βάρος του κατηγορίας, την πορεία της οποίας είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί ευχερώς, είτε προσωπικά, είτε διά του δικηγόρου του και ότι η επίδοση σ' αυτόν έγινε ως γνωστής διαμονής με θυροκόλληση στη διεύθυνση που ο ίδιος είχε δηλώσει στην απολογία του και στην οποία και πράγματι διέμενε και όχι ως άγνωστης διαμονής, όπως ο ίδιος εσφαλμένα υπολαμβάνει στην έφεσή του, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται σ' αυτήν λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, από τα οποία να παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεώς του, αφού στην ανώτερη βία ή στο ανυπέρβλητο κώλυμα δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός του ότι δεν έλαβε γνώση της εκκαλούμενης αποφάσεως που απαγγέλθηκε απόντος τούτου. Τέλος, για το έγκυρο της επιδόσεως με θυροκόλληση δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ο όροφος της οικοδομής στον οποίο βρισκόταν η θύρα της κατοικίας στην οποία έγινε η θυροκόλληση. Επομένως, ενόψει τούτων, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, με την ως άνω πλήρη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι η επίδοση της πρωτόδικης (εκκαλούμενης) αποφάσεως με θυροκόλληση στην γνωστή κατοικία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ήταν έγκυρη και ότι η έφεση του, που είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα, χωρίς να επικαλείται λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητο κώλυμα, ήταν απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε τις αρχές της δίκαιης δίκης, οι οποίες προβλέπονται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και ο περί του εναντίου πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κατ' εκτίμηση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Α' του Κ.Ποιν.Δ.), περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως του δικαιώματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη που απορρέει από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος.
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ., ένας από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό λόγους αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, είναι και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία δικονομικής ποινικής διατάξεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγο αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή δικονομικών ποινικών διατάξεων και συγκεκριμένα των δικονομικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του Κ.Ποιν.Δ.. Ο δεύτερος αυτός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, ο οποίος δεν προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά οι λόγοι αναιρέσεως της ποινικής αποφάσεως, προβάλλεται απαραδέκτως από τον αναιρεσείοντα και είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-3-2016 αίτηση του κατηγορουμένου C. S. του N.-V. και της L., που γεννήθηκε στη Ρουμανία, κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. ...3-2016 έκθεση ενώπιον της Διευθύντριας του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, περί αναιρέσεως της 582/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ