Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Παράβαση ΑΝ 86/1967. Στοιχεία του εγκλήματος. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για το έγκλημα αυτό των κατηγορουμένων, οι οποίοι ως μέλη του Δ.Σ. ανώνυμης εταιρίας με ενεργό συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, δεν κατέβαλαν στο ΙΚΑ τις οφειλόμενες εργοδοτικές και εργατικές εισφορές για το απασχοληθέν προσωπικό. Ορθή απόρριψη ισχυρισμών: α) περί μη νομίμου εκδόσεως της σχετικής Πράξεως Επιβολής Εισφορών κατά την κρίση του ΙΚΑ (άρθρ. 26 παρ. ii του ΑΝ 1846/1951), β) περί ανεγκλήτου των πράξεων επειδή οι κατά μήνα οφειλόμενες εισφορές δεν υπερβαίνουν τα 2.000 €. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής της δίκης λόγω κωλύματος συνηγόρου του κατηγορουμένου. Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως αίτηση.
Αριθμός 1970/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μουστάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Σαράντη Δρινέα, Νικόλαο Πάσσο, Σοφία Καραχάλιου και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) X1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αδαμόπουλο, 2) X2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Πίκουλα και 3) X3, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αδαμόπουλο, περί αναιρέσεως της 40006/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15.6.2009, 12.6.2009 και 15.6.2009 τρεις χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 977/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 15.6.2009, 12.6.2009 και 15.6.2009 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων X1, X2 και X3 αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ' αριθ. 40006/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και των οποίων οι λόγοι συμπίπτουν, είναι προδήλως συναφείς και πρέπει να συνεξεταστούν.
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, τιμωρείται, με τις στην διάταξη αυτή οριζόμενες αθροιστικώς ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείο Εργασίας υπαγόμενους κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους παραπάνω Οργανισμούς, εντός ενός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, ενώ κατά την παρ. 2 της προδιαληφθείσης διατάξεως, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη προβλεπόμενες αθροιστικώς ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές τών εις αυτόν εργαζομένων, με σκοπό να τις αποδώσει στους ανωτέρω, κατά την παρ. 1, Οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους Οργανισμούς τούτους εντός ενός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, προς στοιχειοθέτηση του μη γνησίου εγκλήματος παραλείψεως της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η οφειλή του υπόχρεου, η ιδιότητα αυτού, ως εργοδότη που απασχολεί προσωπικά για ασφαλιστικές εισφορές που τον βαρύνουν ατομικώς καθώς και εκείνων που προέρχονται από παρακράτηση υπό τούτου των βαρυνουσών εργατικών εισφορών και η μη καταβολή τους εντός ενός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τον Ασφαλιστικό Οργανισμό, στον οποίο είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό, ενώ, ως χρόνος καταβολής των τοιούτων εισφορών και συγκεκριμένα προς το ΙΚΑ ορίζεται, κατά μεν το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, το ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει προς το ΙΚΑ τις εισφορές μέχρι το τέλος του επόμενου από τον ορισθέντα χρόνο μηνός. Από τα προπαρατεθέντα προκύπτει, ότι δεν αποτελεί στοιχείο προς θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 1 παρ. 1 και άρθρο 2 του ΑΝ. 86/1967, ο καθορισμός του αριθμού των απασχοληθέντων μισθωτών, ποίοι ήταν αυτοί και πόσον χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού που συμπλέκεται αμέσως με τον χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιμος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. Περαιτέρω, με το άρθρο 33 του Ν. 3346/2005 ορίζεται ότι για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες (2000) ευρώ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις του δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν η έκδοσή τους αφήνεται στην διακριτική ή ελεύθερη κρίση του, τέτοια δε απόφαση είναι και εκείνη που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων κατά το άρθρο 349 του ΚΠΔ.
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο, παρόλο ότι συντρέχουν οι όροι άσκησής της (αρνητική υπέρβαση).
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχτηκε με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 40006/2009 απόφασή του ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αποδείχθηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Οι α', β' και γ' κατηγορούμενοι (ήτοι οι X2, X3 και X1 αντιστοίχως) τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις: 1) της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών ΙΚΑ και 2) της μη έγκαιρης καταβολής εργατικών εισφορών ΙΚΑ (που αφορούν το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2001 μέχρι και Δεκέμβριο 2001) και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 31-5-2001 μέχρι και 31-1-2002 ως εργοδότες, δηλαδή ως υπεύθυνοι της ανώνυμης εταιρίας "AIR IET A.E." (επιχείρησης αεροπορικών υπηρεσιών και εμπορίου με διεύθυνση τη θέση ..., με ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... και με ΑΓΜ ...) και συγκεκριμένα ο α' κατηγ/νος X2 ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ως άνω εταιρίας, ο γ' κατηγ/νος X1 ως αντιπρόεδρος αυτής και ο β' κατηγ/νος X3 ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής (ενώ αποδείχθηκε ότι όλοι οι ως άνω κατηγορούμενοι είχαν ενεργό συμμετοχή στη διοίκηση και στη διαχείρηση των εταιρικών υποθέσεων με προεξάρχοντα τον β' κατηγ/νο X3), έχοντας απασχολήσει κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2001 μέχρι και Δεκέμβριο 2001 στην ανωτέρω επιχείρησή τους προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή (ήτοι τους κατωτέρω 8 μισθωτούς), που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ όφειλαν για την ασφάλιση του ως άνω προσωπικού να καταβάλουν στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές εκ ποσού 25.324 ευρώ συνολικά μέχρι την τελευταία εργάσιμη η μέρα (για τις Δημόσιες Υπηρεσίες) του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, παρ' όλα αυτά οι ως άνω κατηγορούμενοι: 1) έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) εκ ποσού 16.884 ευρώ για το ανωτέρω διάστημα, με πρόθεση δεν κατέβαλαν αυτές στο ΙΚΑ μέσα στον μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές αυτές έγιναν απαιτητές και 2) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων στην επιχείρησή τους (εργατικές), κατά το ανωτέρω διάστημα, εκ ποσού 8.440 ευρώ, με σκοπό να τις αποδώσουν στο ΙΚΑ, με πρόθεση δεν κατέβαλαν αυτές μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές. Ειδικότερα για την μη καταβολή των ανωτέρω εισφορών συντάχθηκε από το αρμόδιο ΙΚΑ ... η υπ' αριθμ. ... Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ), στην οποία αναγράφονται ως εργαζόμενοι στην ως άνω εταιρία και ως ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ οι εξής 8 μισθωτοί: 1) ο M1 με χρόνο απασχόλησης από 1-9-2000 έως 31-12-2001 ως φύλακας, 2) ο ... με χρόνο απασχόλησης από 1-5-2001 έως 31-12-2001, 3) ο ...ως βοηθός λογιστή, με χρόνο απασχόλησης από 1-5-2000 έως 31-12-2001, 4) ο ... ως καθαριστής, με χρόνο απασχόλησης από 1-5-2000 έως 31-12-2001, 5) ο ... ως φύλακας, με χρόνο απασχόλησης από 1-5-2000 έως 31-12-2001, 6) η ... ως καθαρίστρια με χρόνο απασχόλησης από 1-5-2000 έως 31-12-2001 7) o ... ως φύλακας, με χρόνο απασχόλησης από 1-5-2000 έως 31-12-2001 και 8) ο ... με χρόνο απασχόλησης από 1-5-2000 έως 31-12-2001, ενώ στην ως άνω ΠΕΕ αναγράφεται και το συνολικό ύψος των αποδοχών των ως άνω μισθωτών εκ ποσού 35.839.363 δραχμές ή 105.177,88 ευρώ για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, όπως το ποσό αυτό αναλύεται ειδικώς ανά κάθε εργαζόμενο στις αναφερόμενες επιμέρους αποδοχές ανά έτος (βλ. την αναγνωσθείσα ως άνω ΠΕΕ). Σημειώνεται ότι κατ' άρθρο 26 του Α.Ν. 1846/1951 και της υπ' αριθμ. 55575/1965 Απόφασης Υπουργού Εργασίας) ο χρόνος τέλεσης της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών άρχεται από την παρέλευση 30 ημερών από το ημερολογιακό τέλος του μηνός, εντός του οποίου παρεσχέθη η εργασία (Α.Π. 1248/2005 Ελ.Δ. 2005, 1571, Α.Π. 453/2003 Π.Χρ. ΝΔ, 37). Περαιτέρω, ως προς τις αποδιδόμενες σε όλους τους κατηγορούμενους πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ, που αφορούν το χρονικό διάστημα από Μάϊο 2000 μέχρι και Μάρτιο 2001 κατά τα ποσά που αναφέρονται στο διατακτικό, (που έπρεπε να καταβληθούν, κατά τα προεκτεθέντα, εντός 30 ημερών από το τέλος κάθε μήνα, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, ήτοι οι εισφορές Μαρτίου 2001 έπρεπε να καταβληθούν μέχρι 30-4-2001), πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη των κατηγ/νων λόγω παραγραφής του αξιόποινου των ως άνω πράξεων, αφού αυτές τιμωρούνται σε βαθμό Πλημμελήματος και ήδη έχει παρέλθει οκταετία από τον χρόνο, κατά τον οποίο φέρονται ότι τελέσθηκαν (άρθρα 111 παρ. 3, 113 παρ. 3 Π.Κ. και 370 εδ. β' Κ.Π.Δ.). Επίσης, για τις αποδιδόμενες στον δ' κατηγ/νο N1 πράξεις ( που αφορούν το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2001 μέχρι και Δεκέμβριο 2001), πρέπει αυτός να κηρυχθεί αθώος, γιατί το Δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες για το εάν αυτός, ως μέλος του Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας AIR JET A.E., είχε ενεργό συμμετοχή στη διοίκηση και στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων. Οι αμφιβολίες αυτές του Δικαστηρίου στηρίζονται στο ότι: α) ο ίδιος ο μάρτυρας του ΙΚΑ κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ότι για το ΙΚΑ "δεν είναι υπεύθυνος ο N1 (δ' κατηγ/νος)" για την καταβολή των επίδικων εισφορών και β) ο X3 (β' κατηγ/νος) κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης, με την υπ' αριθμ. 7519/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών (που προσκομίσθηκε σε απόσπασμα από τον δ' κατηγ/νο και αναγνώσθηκε), γιατί τοποθέτησε μέλος του Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας τον N1 (δ' κατηγ/νο) εν αγνοία του τελευταίου και χωρίς καμμία ενημέρωσή του. Περαιτέρω ο (πρώτος) προβληθείς από τον α' κατηγ/νο ισχυρισμός ( που υποστηρίχθηκε και από τους β' και γ' κατηγ/νους) ότι η επίδικη υπ' αριθμ. ... ΠΕΕ είναι μη νόμιμη, γιατί συντάχθηκε κατά την κρίση του ΙΚΑ χωρίς να υπάρχει προηγούμενη έγγραφη πρόσκλησή του προς την υπόχρεο εταιρία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο γιατί η εν λόγω ΠΕΕ είναι έγκυρη και ισχύουσα (όπως το τελευταίο δεν αμφισβητήθηκε από τους κατηγ/νους) και εφόσον υπήρχε σχετική αμφισβήτηση από τους κατηγ/νους, υφίστατο δυνατότητα προσφυγής στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, κάτι, όμως, που οι κατηγ/νοι δεν έπραξαν ή τουλάχιστον δεν επικαλέσθηκαν ότι έπραξαν (Α.Π. 1271/2005 Ποιν.Δικ. 2005, 1500, Α.Π. 977/2000 Π.Χρ. ΝΑ, 229). Εξάλλου, και εάν ακόμη υπήρχε εκκρεμούσα σχετική προσφυγή των κατηγ/νων κατά της εν λόγω ΠΕΕ, τούτο δεν θα επηρέαζε την υπό κρίση ποινική δίκη, η οποία δεν εξαρτάται από την απόφαση επί της διοικητικής δίκης (Α.Π. 261/2006 Ποιν.Δικ. 2006, 939). Περαιτέρω και ο (δεύτερος) προβληθείς από τον α' κατηγ/νο ισχυρισμός (που υποστηρίχθηκε και από τον γ' κατηγ/νο ότι οι εργαζόμενοι εικονικώς εφέροντο ότι εργάζοντο στην εταιρία AIK JET A.E., ενώ αληθής εργοδότης τους ήταν ο X3 ή η εταιρία ΓΕΩΧΗΜ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Και τούτο γιατί αποδείχθηκε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (ήτοι μέχρι 31-12-2001) οι προαναφερόμενοι 8 μισθωτοί εργάζονταν πραγματικά και όχι εικονικά στην εταιρία "AIR JET Α.Ε.", όπως τούτο επιβεβαιώνεται και από την αναγνωσθείσα από 14-10-2002 δήλωση - καταγγελία του M1 (ενός εκ των ως άνω εργαζομένων), ο οποίος δηλώνει ότι απασχολήθηκε από 1-9-2000 έως 11-6-2002 στην εταιρία AIR JET Α.Ε. Επίσης και ο τρίτος ισχυρισμός του α' κατηγ/νου ότι δεν ασκούσε τη διοίκηση και διαχείριση της ως άνω εταιρίας και προ της 30-6-2002 (οπότε και έληξε η θητεία του ΔΣ) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Και τούτο γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο α' κατηγ/νος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (4/2001 έως και 12/2001) είχε την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας AIR JET Α.Ε. (βλ. το αναγνωσθέν 9729/6-12-99 ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ είχε και ενεργό συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρίας και, συνακόλουθα, ήταν υπόχρεος για την καταβολή των επίδικων ασφαλιστικών εισφορών. Επίσης ακόμη και ο ίδιος ο α' κατηγ/νος με το αναγνωσθέν από 20-10-03 εξώδικο έγγραφό του δεν επικαλέσθηκε τα ανωτέρω (δηλ. ότι δεν είχε ποτέ η διοίκηση της εταιρίας αυτής) αλλ' αντιθέτως επικαλέσθηκε ότι μόνο από 31-7-2002 και μετέπειτα δεν είχε ανάμιξη στη διοίκηση, μεταξύ άλλων, και της εταιρίας AIR JET Α.Ε. Επίσης ο ισχυρισμός του α' κατηγ/νου ότι πολλά εκ των ως άνω μισθωτών εργάζονταν από 1-1-2002 στην εταιρία ΓΕΩΧΗΜ ΑΕΒΕ αλυσιτελώς προβάλλεται στην προκειμένη δίκη, στην οποία το επίδικο χρονικό διάστημα εκτείνεται μέχρι τον Δεκέμβριο 2001". Επίσης το Δικαστήριο σχετικά με το αίτημα του τρίτου κατηγορουμένου X1 με το οποίο αυτός ζητούσε την αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων στο πρόσωπο του συνηγόρου του, το οποίο αίτημα απέρριψε, διέλαβε την ακόλουθη αιτιολογία: "Το αίτημα του γ' κατηγορουμένου X1 για αναβολή της δίκης λόγω κωλύματος του συνηγόρου του Γεώργιου Αδαμόπουλου είναι απορριπτέο ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, γιατί δεν αποδείχτηκε ότι είναι αναγκαία η παρουσία του ως άνω συνηγόρου στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς καθ' όλη τη διάρκεια της δικασίμου, αφού αυτός ευχερώς θα μπορούσε είτε να ζητήσει την εκδίκαση της υπόθεσης του εντολέως του στο Τριμελές Εφετείο για τις μεσημβρινές ώρες, ώστε να προσέλθει στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης που έχει μικρό αριθμό (5) στο έκθεμα, είτε να ζητήσει την εκδίκαση της προκειμένω υπόθεσης τις μεσημβρινές ώρες, ώστε να προσέλθει στο παρόν Δικαστήριο μετά την εκδίκαση της υπόθεσης του εντολέως του στο Τριμελές Εφετείο, είτε (αν δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα) ακόμη και να ζητήσει την αναβολή της δίκης στο Τριμελές Εφετείο Πλημμ. Πειραιά, όπου η εν λόγω δίκη έχει αναβληθεί μόνο μία φορά (όπως ο ίδιος αναφέρει στο αναγνωσθέν έγγραφό του) ενόψει και του ότι: α) η προκειμένη δίκη έχει ήδη αναβληθεί τρεις φορές και δεν είναι δυνατή η χορήγηση τέταρτης αναβολής και β) το αξιόποινο των αποδιδόμενων στους κατηγ/νους πράξεων έχει ήδη παραγραφεί μερικώς (για το διάστημα από 5/2000 έως και 3/2001), ενώ για το λοιπό επίδικο διάστημα (4/2001 έως και 12/2001) υφίσταται άμεσος κίνδυνος παραγραφής με την πάροδο εκάστου μηνός". Μετά από αυτά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε ενόχους τους ήδη αναιρεσείοντες για τις πράξεις της καθυστέρησης εργοδοτικών και εργατικών εισφορών του χρονικού διαστήματος από 4/2001 μέχρι και 12/2001 και καταδίκασε τον καθένα σε συνολική ποινή φυλακίσεως εννιά (9) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία έτη. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του α) διέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του τρίτου κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης και β) διέλαβε την απαιτούμενη ως άνω αιτιολογία σχετικά με την κήρυξη της ενοχής και την καταδίκη των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, γιατί αναφέρει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία κατεδίκασε τους ως άνω κατηγορουμένους, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 1 του ΑΝ. 86/1967, την οποία ορθά εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει το ύψος των οφειλόμενων εργοδοτικών και εργατικών εισφορών (ανερχόμενων συνολικά στο ποσό των 25.324 ευρώ), το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούσαν οι εν λόγω εισφορές και την ιδιότητα των κατηγορουμένων ως εργοδοτών και υπόχρεων προς καταβολή των ως άνω εισφορών, ενώ εκ περισσού αναφέρει και τον αριθμό των απασχοληθέντων μισθωτών και το ύψος των αποδοχών τους. Επίσης ορθά δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005, η οποία εφαρμόζεται μόνο όταν το συνολικό ποσό (και όχι το μηνιαίο) των οφειλόμενων εισφορών δεν υπερβαίνει τα 2000 ευρώ. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ) επειδή δεν εκτίμησε ορθά το περιεχόμενο του αναγνωσθέντος υπ' αριθ. ... εγγράφου του ΙΚΑ ... στο οποίο αναφερόταν ότι δεν εστάλη προς τους εργοδότες έγγραφη πρόσκληση προκειμένου να προσκομίσουν αυτοί στοιχεία για την έκδοση της σχετικής Πράξης Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) και έκρινε ότι ήταν νόμιμη η έκδοση της ανωτέρω ΠΕΕ η οποία εκδόθηκε κατά την κρίση των οργάνων του ΙΚΑ. Από το ως άνω έγγραφο του ΙΚΑ, το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται για τη βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι δεν φαίνεται να εστάλη η προαναφερθείσα έγγραφη πρόκληση, πλην όμως ήταν αδύνατη η επικοινωνία με τους υπευθύνους της επιχείρησης παρά τις προσπάθειες των οργάνων του ΙΚΑ και σε επιτόπια μετάβαση οργάνου του ΙΚΑ η επιχείρηση βρέθηκε κλειστή και για το λόγο αυτόν η σχετική ΠΕΕ εκδόθηκε κατά την κρίση των οργάνων του ΙΚΑ, αφού δεν προσκομίστηκαν στοιχεία από τον εργοδότη. Επομένως νομίμως εκδόθηκε η σχετική ΠΕΕ κατά την κρίση των οργάνων του ΙΚΑ κατά το άρθρο 26 παρ. ii του ΑΝ. 1846/1951 και έτσι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που την έκρινε νόμιμη και προχώρησε στην καταδίκη των αναιρεσειόντων, δεν υπερέβη την εξουσία του ούτε κατέστησε χειρότερη τη θέση των αναιρεσειόντων όπως αυτοί επικαλούνται και γι' αυτό ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 15-6-2009, 12-6-2009 και 15-6-2009 αιτήσεις των X1, X2 και X3 αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 40006/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για κάθε αναιρεσείοντα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ