Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2057 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Σωματική βλάβη από αμέλεια, Παραπομπή στην Ολομέλεια.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση δυο αιτήσεων αναιρέσεως. Καταδικαστική απόφαση για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Παραπομπή στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου οι ταυτόσημοι λόγοι, περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας, εκ της αγορεύσεως μόνον του ενός εκ των δύο συνηγόρων των κατηγορουμένων που ακολούθησαν κοινή υπερασπιστική τακτική, διότι η απόφαση ως προς τους άνω λόγους, ελήφθη με πλειοψηφία μιας ψήφου.




Αριθμός 2057/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, σύμφωνα με την 104/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1)Ι. Σ. του Α., κατοίκου … και 2)Σ. Κ. του Γ., κατοίκου …., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χριστόφορο Αργυρόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ.7/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης. Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 19 Απριλίου 2010 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 626/2010.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Συνεκδικάζονται ως συναφείς, στρεφόμενες κατά της υπ'αριθ.7/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας, οι υπό κρίση από 19 Απριλίου 2010 δύο αιτήσεις αναιρέσεως του Ι. Σ. του Α. και του Σ. Κ. του Γ..
Κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδάφ. α' του Π.Κ., "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του Π.Κ., κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του αδικήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, της σωματικής βλάβης, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 (προσάρτηση παραρτημάτων) του ΠΔ 395/1994:Προδιαγραφές εξοπλισμού, ασφάλεια εργαζομένων" (89/655/ΕΟΚ) παρ.2 Γενικές ελάχιστες προδιαγραφές που ισχύουν για τον εξοπλισμό....23 "Για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασίας, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου εργάζονται". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκείνων. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα από αυτά.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ.7/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, που δίκασε κατ'έφεση, οι αναρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι σωματικής βλάβης από αμέλεια και επιβλήθηκε στον καθένα απ'αυτούς ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, ανασταλείσα. Ειδικότερα κηρύχθηκαν ένοχοι διότι: "Στο 14° χλμ της Π.Ε.Ο. Βόλου-Λάρισας την 20-4-2005 και ώρα 18.00, ενώ ήταν υπόχρεοι από το επάγγελμα τους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλεια δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν δεν πρόβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψης τους με αποτέλεσμα να προκαλέσουν σωματική κάκωση σε άλλον. Συγκεκριμένα, ενώ ο πρώτος ήταν Τεχνικός Διευθυντής του εργοστασίου του Χαλυβουργείου και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Χαλυβουργία Θεσσαλίας Α.Σ.Ε.Ε." και ο δεύτερος υπεύθυνος βάρδιας του ανωτέρω εργοστασίου που λειτουργεί στο "Βελεστίνο Μαγνησίας και, ενώ είχαν υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2.23 ΠΔ 395/94, να λάβουν τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου χρειάζεται για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασίας, αυτοί δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση τους αυτή, καθόσον δεν προέβηκαν σε μόνιμη κατασκευή (παταριού) προκειμένου να εκτελούνται οι εργασίες καθαρισμού στα ψηλά σημεία, με αποτέλεσμα κατά τη στιγμή που ο εργαζόμενος στο ανωτέρω εργοστάσιο Κ. Μ. του Ι. βρίσκονταν πάνω σε σιδερένια σκάλα προκειμένου να προσεγγίσει σημείο που βρίσκονταν σε ύψος, πατώντας με το ένα πόδι του στη σκάλα και με το άλλο σε υπάρχον δοκάρι του υπογείου, και επιχειρούσε με την χρήση οξυγονοκοπής να κόψει το συσσωρευμένο μέταλλο, να πέσει ένα κομμάτι από μέταλλο στη σκάλα την οποία και παρέσυρε, με περαιτέρω συνέπεια ο ανωτέρω παθών να πέσει στο έδαφος και να τραυματισθεί αφού υπέστη " θλαστικό κεφαλής -κάκωση στέρνου".
Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα τα ακόλουθα: "Οι κατηγορούμενοι στο 14° χλμ της Π.Ε.Ο. Βόλου-Λάρισας την 20-4-2005 και ώρα 18.00, έγιναν υπαίτιοι από αμέλεια του ακόλουθου εργατικού ατυχήματος: ο πρώτος ήταν Τεχνικός Διευθυντής του εργοστασίου του Χαλυβουργείου και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Χαλυβουργία Θεσσαλίας Α.Σ.Ε.Ε." και ο δεύτερος υπεύθυνος βάρδιας του ανωτέρω εργοστασίου που λειτουργεί στο "Βελεστίνο Μαγνησίας. Ενώ λοιπόν είχαν υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2.23 ΠΔ 395/94, να λάβουν τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου χρειάζεται για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασίας, αυτοί δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση τους αυτή, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ενός εργαζομένου. Ειδικότερα, δεν προέβησαν σε μία μόνιμη και αν αυτό δεν ήταν τεχνικά εφικτό σε μία προσωρινή κατασκευή (παταριού) ή σκάλας προκειμένου να εκτελούνται οι εργασίες καθαρισμού στα ψηλά σημεία, με αποτέλεσμα κατά τη στιγμή που ο εργαζόμενος στο ανωτέρω εργοστάσιο Κ. Μ. του Ι. βρίσκονταν πάνω σε σιδερένια σκάλα προκειμένου να προσεγγίσει σημείο που βρίσκονταν σε ύψος, πατώντας με το ένα πόδι του στη σκάλα και με το άλλο σε υπάρχον δοκάρι του υπογείου, και επιχειρούσε με την χρήση οξυγονοκοπής να κόψει το συσσωρευμένο μέταλλο, να πέσει ένα κομμάτι από μέταλλο στη σκάλα την οποία και παρέσυρε, με περαιτέρω συνέπεια ο ανωτέρω παθών να πέσει στο έδαφος και να τραυματισθεί αφού υπέστη " θλαστικό κεφαλής - κάκωση στέρνου".
Με αυτά που, από το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ως άνω άρθρα του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της άνω πράξεως για την οποία καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για τη συνδρομή τους, και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 314 παρ.1α, 315 παρ.1β ΠΚ και 9 ΠΔ 395/1994 που εφήρμοσε, τις οποίες δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η ειδικότερη αντίθετη αιτίαση είναι αβάσιμη, διότι με την παραδοχή ότι το εγκληματικό αποτέλεσμα οφείλεται στην παράλειψη και των δύο κατηγορουμένων να προβούν σε μόνιμη κατασκευή παταριού και αν αυτό δεν ήταν τελικά εφικτό σε προσωρινή κατασκευή ή σκάλας, δεν δημιουργείται ασάφεια, αλλά αντιθέτως, τονίζονται οι παραλείψεις των κατηγορουμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.3 23 του Π.Δ.395/1994. Περαιτέρω δεν δημιουργείται αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, στο οποίο (διατακτικό) δεν αναφέρεται ως παράλειψη των κατηγορουμένων η κατασκευή προσωρινού παταριού ή σκάλας, αφού σκεπτικό και διατακτικό παραδεκτά αλληλοσυμπληρούνται, η δε μη προσθήκη των άνω φράσεων στο διατακτικό προδήλως σε παραδρομή οφείλεται. Επομένως οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του ΚΠοινΔ ταυτόσημοι λόγοι (δεύτεροι) των ενδίκων αιτήσεων αναιρέσεως, με τους οποίους αιτιώνται οι αναιρεσείοντες έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ.1 του ΚΠοινΔ "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ.2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δ κατηγορούμενο στο τέλος, και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για τον κατηγορούμενο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ΚΠοινΔ. γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠοινΔ, ο οποίος κατά το άρθρο 511 του ίδιου Κώδικα εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, "κάθε διάδικος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία με περισσότερους από δύο συνηγόρους στην προδικασία και τρεις στο ακροατήριο". Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, έχει υποχρέωση να δώσει τελευταία το λόγο περί ενοχής ή μη στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του. Αν δε συμπαρίστανται με τον κατηγορούμενο δύο συνήγοροι και λάβει το λόγο ο ένας απ' αυτούς, από την παράλειψη της δόσεως του λόγου περί ενοχής στον δεύτερο συνήγορο του δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα κατά την επ'ακροατηρίου διαδικασία (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ' ΚΠοινΔ), είναι δυνατόν όμως να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β', δηλαδή για σχετική ακυρότητα που δεν καλύφθηκε κατά τα άρθρα 173 και 174 ΚΠοινΔ, εάν ζητηθεί ο λόγος από το δεύτερο συνήγορο και δεν του δοθεί, για να υποστηρίξει τον κατηγορούμενο καθ'όν τρόπο νομίζει συμφερότερον δι' εκείνον. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ'αριθ.7/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, κατά την έναρξη της διαδικασίας, που ήταν παρόντες, διόρισαν ως συνηγόρους τους για να τους υπερασπισθούν από κοινού τους δικηγόρους Γρηγόριο Δαρμάρο δικηγόρο του Δ.Σ.Αθηνών και τον Παναγιώτη Σκοτινιώτη δικηγόρο του Δ.Σ.Βόλου. Στη συνέχεια, ο διευθύνων τη συζήτηση του άνω δικαστηρίου, μετά τη κήρυξη από τον ίδιο της λήξεως της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του Εισαγγελέως επί της ενοχής των κατηγορουμένων, "ο ένας εκ των δύο συνηγόρων, αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξε την υπεράσπισή τους και ζήτησε την απαλλαγή τους, άλλως την αναγνώριση ελαφρυντικών". Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι αγόρευσε ο ένας από τους δύο δικηγόρους των αναιρεσειόντων, όχι και ο δεύτερος ο οποίος δεν ζήτησε το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή, σε περίπτωση άρνησής του, από το Δικαστήριο, αρκεσθείς προδήλως σ'αυτά που ο αγορεύσας συναδελφός του εδήλωσε, μη έχοντας να προσθέσει πέραν των όσων ο προλαλήσας συναδελφός του ανέφερε. Άλλωστε, στις αιτήσεις δεν προσδιορίζεται ποίος εκ των δύο συνηγόρων των αναιρεσειόντων δεν αγόρευσε και ότι ο μη αγορεύσας δεν καλύφθηκε πλήρως από την αγόρευση του ετέρου συνηγόρου. Επομένως, κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο γνώμη οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α'του ΚΠοινΔ, ταυτόσημοι πρώτοι λόγοι των ενδίκων αιτήσεων αναιρέσεως με τους οποίους αιτιώνται οι αναιρεσείοντες, για τον άνω λόγο απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου της Προεδρευούσης Αιμίλιας Λίτινα και του Αρεοπαγίτη Ανδρέα Τσόλια, οι άνω λόγοι αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί για τους κάτωθι λόγους: Σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ.1 του ΚΠΔ, κάθε διάδικος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία στο ακροατήριο με περισσότερους από τρείς συνηγόρους. Επιπλέον, κατά το άρθρο 340 παρ.1 του ΚΠΔ, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε δίκες για κακούργημα, οι οποίες λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να έχουν μακρά διάρκεια, διορίζει στον κατηγορουμένο που δεν έχει συνήγορο με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία δύο ή και τρείς συνηγόρους από τον οικείο πίνακα. Από τις ανωτέρω διατάξεις αναγνωρίζεται η σημασία που έδωσε ο νομοθέτης στην εκπλήρωση του δικαιώματος κάθε διαδίκου, και ιδίως του κατηγορουμένου, στην αποτελεσματική υπεράσπισή του (βλ. για τον κατηγορούμενο και άρθρο 6 παρ.3 στ.β'της ΕΣΔΑ, ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη), η οποία πραγματώνεται και με την εκπροσώπηση του από περισσότερους συνηγόρους, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Η αναγωγή δε του δικαιώματος εκπροσώπησης από περισσότερους του ενός συνηγόρους στο καθαυτό υπερασπιστικό δικαίωμα δεν μπορεί παρά να επιφέρει, σε περίπτωση μη τήρησης των σχετικών διατάξεων, την απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ.1 περ.δ'του ΚΠΔ (και expressis verbis), αφού ο όρος υπεράσπιση ορθότερο είναι να ερμηνεύεται lato sensu. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά και από τη διάταξη του άρθρου 369 παρ.2 του ΚΠΔ. Πράγματι, από τον ρητό περιορισμό του δικαιώματος δευτερολογίας σε ένα μόνο πρόσωπο (του κατηγορουμένου ή ένα συνήγορό του) διαφαίνεται ότι όπου η βούληση του νομοθέτη ήταν να περιορισθεί ο αριθμός των προσώπων που αγορεύουν, αυτή εκφράστηκε ρητά (επιχείρημα εξ αντιδιαστολής).
Συνεπώς, εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλόμενης απόφασης ο εκκαλών κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων διόρισε ως συνηγόρους του τον δικηγόρο Αθηνών Γρηγόριο Δαρμάρο και τον δικηγόρο Βόλου Παναγιώτη Σκοτινιώτη, οι οποίοι ήσαν παρόντες και δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι ο ένας απ'αυτούς αποχώρησε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, με το να δοθεί ο λόγος στον έναν μόνο από τους παραπάνω συνηγόρους από τον Προεδρεύοντα Εφέτη, ο κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος υπεράσπισής του και συνεπώς δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητας.
Όμως, ενόψει του ότι η παρούσα απόφαση, ως προς τους άνω ταυτόσημους λόγους, λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου, πρέπει, οι άνω λόγοι να παραπεμφθούν υποχρεωτικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1 και 2 του Ν.1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκαν η παρ.1 με το άρθρο 16 παρ.1 του Ν.2331/1993 και η παρ.2 με το άρθρο 3 παρ.6 του Ν.2479/1997) και 3 παρ.3 του Ν.3810/1957, η οποία έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

Για τους λόγους αυτούς

Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτους λόγους των από 19 Απριλίου 2010 δύο αιτήσεων αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητος της διαδικασίας, όπως στο σκεπτικό ειδικότερα διαλαμβάνεται.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις από 19 Απριλίου αιτήσεις των Ι. Σ. του Α. και Σ. Κ. του Γ. περί αναιρέσεως της υπ'αριθ.7/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2010.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Δεκεμβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή