Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 735 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Υπεξαγωγή εγγράφων, Αναβολής αίτημα.




Περίληψη:
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος, ελλείψει των στοιχείων που απαιτούνται. Πότε και πως προβάλλεται παραδεκτώς. Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή, εκ πλαγίου παράβαση. Πλαστογραφία με χρήση, συκοφαντική δυσφήμιση και υπεξαγωγή εγγράφων - έννοια, στοιχεία. Άρθρο 10 ΕΣΔΑ που καθιερώνει ελευθερία έκφρασης - έννοια, περιεχόμενο. Αίτημα αναβολής για περισσότερες αποδείξεις. Η απόφαση που το απορρίπτει πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη. Αβάσιμοι λόγοι αναιρέσεως από άρθρο 510 §1 Δ και Ε, αλλά και 510 § 1 Η ΚΠΔ. Απορρίπτει αίτησης αναίρεσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 735/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπου-λο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Χούρσογλου, περί αναιρέσεως της 1222/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιορδάνη Προυσανίδη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1421/2009.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρο, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Η ακυρότητα όμως αυτή είναι σχετική, ως αναγόμενη σε πράξη προπαρασκευαστι-κή της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ, να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική σε τελευταίο βαθμό, απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα. Κατά την παραγ. 2 του ίδιου άρθρου η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ακυρότητα και η εκ του λόγου αυτού αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούμενος, αν εμμένει σ αυτήν, πρέπει να επαναφέρει την πρόταση της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας, διαλαμβάνοντας στην έφεση του ειδικό λόγο περί τούτου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ.2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα μόνο τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης και αν δεν πράξει τούτο και δεν αποφανθεί, όπως έχει υποχρέωση, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επί του εκκληθέντος αυτού κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παράγραφος 1 περίπτωση Η' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Τούτο όμως προϋποθέτει ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτόδικο δικαστήριο, διότι σε αντίθετη περίπτωση τούτο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, για τον ίδιο λόγο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει και το εφετείο στον σχετικό λόγο της εφέσεως, διότι αυτός, ως εκ του περιεχομένου του, τυγχάνει απαράδεκτος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ, το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Σ`αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, η απόφασή του αυτή επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο κοινοποιείται στον κατηγορούμενο, για την άσκηση ενδίκων μέσων, μόνο όταν είναι απών και αν αυτό υπόκειται σε ένδικο μέσο, αν δε δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, όπως όταν η παραπομπή αφορά πλημ/μα (άρθρο 478 ΚΠΔ), ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο του αρμοδίου κριθέντος δικαστηρίου, στο οποίο και παραπέμφθηκε, με κλήση, η οποία παραπέμπει, ως προς την αξιόποινη πράξη ή πράξεις, στην επέχουσα θέση βουλεύματος κηρύξασα την αναρμοδιότητα παραπεμπτική απόφαση, το διατακτικό της οποίας και αποτελεί πλέον το κατηγορητήριο, που πρέπει να περιέχει, ως προς τον ακριβή καθορισμό της πράξης, η οποία αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όλα τα στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 321 παρ. 1 δ του ίδιου κώδικα, τα υπόλοιπα δε υπό στοιχεία α, β, γ, και ε πρέπει να περιέχονται στην κλήση (320 παρ. 1 εδαφ. α και 321 παρ. 2 σε συνδυασμό με παρ. 1 ΚΠΔ). Αν δε η κλήση δεν περιέχει τα εν λόγω στοιχεία τυγχάνει άκυρη, όπως και το κλητήριο θέσπισμα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 321 παρ. 4 ΚΠΔ. Εκ τούτων παρέπεται ότι, στην ανωτέρω περίπτωση, δεν υφίσταται έδαφος προσβολής για ακυρότητα, κατά τις διατάξεις που αναφέρθηκαν, του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού αυτό πλέον δεν υφίσταται, αλλά μόνον της κλήσης, με την οποία καλείται ο κατηγορούμενος στο αρμόδιο δικαστήριο, η οποία και αποτελεί πλέον το εισαγωγικό της ποινικής δίκης έγγραφο. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος παραπέμφθηκε με το 41609/2006 κλητήριο θέσπισμα ενώπιον του τριμελούς πλημ/κειου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, υπεξαγωγής εγγράφων, παραβίασης απορρήτου επιστολών και συκοφαντικής δυσφήμησης. (άρθρα 216 παρ. 1, 222, 370 και 362, 363 ΠΚ). Το ανωτέρω δικαστήριο, με την 14980/2-3-2007 απόφαση, επειδή ο παριστάμενος κατηγορούμενος, ως Πρόεδρος της Κοινότητος ..., υπαγόταν στην εξαιρετική αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου (111 παρ. 7 ΚΠΔ), κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και τον παρέπεμψε ενώπιον του αρμοδίου ως άνω δικαστηρίου για να δικασθεί ως υπαίτιος των ανωτέρω πράξεων, όπως τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό, στο οποίο μεταφέρθηκε το περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος. Επειδή η απόφαση, όπως συμπληρώθηκε με την 47205/2007 του ιδίου δικαστηρίου, επείχε θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο δεν υπέκειτο σε ένδικο μέσο και έτσι η παραπομπή ήταν αμετάκλητη, ο Εισαγγελέας Εφετών με την 385/27-9-2007 κλήση, στην οποία αναφέρονται οι δύο ανωτέρω αποφάσεις, στις οποίες γίνεται παραπομπή για την περιγραφή των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνταν, κάλεσε τον αναιρεσείοντα για να δικασθεί, ως υπαίτιος αυτών, στο ακροατήριο του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών για την δικάσιμο της 9-1-2009. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο ο αναιρεσείων υπέβαλε, με έγγραφο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ένσταση ακυρότητας του 41609/2006 κλητηρίου θεσπίσματος, για όλους τους λόγους που εκτενώς αναφέρει, την οποία και ανέπτυξε προφορικά. Το δικαστήριο με την 88/2008 απόφαση απέρριψε την ένσταση ως αβάσιμη και στη συνέχεια ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης για περισσότερες αποδείξεις και δη για να κλητευθεί ο αναφερόμενος σ αυτή μάρτυρας. Τελικά η υπόθεση εκδικάσθηκε στις 2-7-2008 και με την 5146-5292/2008 απόφαση το Δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο των πράξεων της πλαστογραφίας, υπεξαγωγής εγγράφων και συκοφαντικής δυσφημίσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αναιρεσείων άσκησε την με αριθμό εκθέσεως 246/10-7-2008 έφεση, στην οποία περιέλαβε και εκτενή λόγο με τον οποίο, αφού παρέθεσε αυτούσιο τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του, που, όπως λέχθηκε είχε καταχωρηθεί στα πρακτικά, παραπονέθηκε για τους λόγους που αναφέρει, που συνιστούν επανάληψη των λόγων ακυρότητας, που αποτελούσαν περιεχόμενο του αυτοτελούς ισχυρισμού (ενστάσεως ακυρότητας), διότι το πρωτόδικο δικαστήριο, παρά τον νόμο, απέρριψε την ένστασή του περί ακυρότητας του 41609/19-6-2006 κλητηρίου θεσπίσματος. Το 5μελές εφετείο, που δίκασε κατ έφεση και εξέδωσε την αναιρεσειβαλλομένη απόφαση, κήρυξε και πάλι ένοχο τον κατηγορούμενο, χωρίς να εξετάσει τον ανωτέρω λόγο της εφέσεως, που δεν αναπτύχθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος και δεν επανέφερε τον ισχυρισμό αυτό (ένσταση) στο, κατά τα ανωτέρω, προσήκον διαδικαστικό σημείο, ούτε συμπλήρωσε ή διευκρίνισε το περιεχόμενο του σχετικού λόγου της εφέσεως, που, όπως λέχθηκε, αποτελούσε και το περιεχόμενο του αυτοτελούς ισχυρισμού. Σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω ο αυτοτελής ισχυρισμός (ένσταση) του αναιρεσείοντος τύγχανε απαράδεκτος, διότι με αυτόν ζητήθηκε, στο διαδικαστικό εκείνο στάδιο της υποθέσεως, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, δηλαδή διαδικαστικού εγγράφου που δεν υφίστατο πλέον, ενώ έπρεπε, όπως λέχθηκε, η ένσταση αυτή να στραφεί κατ εντελώς διαφορετικού διαδικαστικού εγγράφου, το οποίο και αποτελούσε πλέον το εισαγωγικό της ποινικής δίκης έγγραφο και δη κατά της ανωτέρω κλήσεως, της οποίας την ακύρωση θα έπρεπε να ζητήσει, για τους λόγους που θα επικαλούνταν, οι οποίοι και θα διαφοροποιούνταν κατά την διατύπωση και το περιεχόμενο. Το πρωτόδικο δικαστήριο, εκ του λόγου αυτού, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, ούτε να διαλάβει αιτιολογία επ αυτού, ως εκ περισσού δε διέλαβε την αναφερόμενη στα πρακτικά αιτιολογία της απορριπτικής αποφάσεως. Ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως λέχθηκε ανωτέρω, είχε υποχρέωση να εξετάσει τον ως άνω λόγο εφέσεως, αφού αυτός αποτελούσε επανάληψη του απαράδεκτου αυτοτελούς ισχυρισμού και εκ του λόγου αυτού τύγχανε απαράδεκτος, προϋπόθεση δε της υποχρεώσεως του δικαστηρίου για έρευνα του λόγου εφέσεως, αποτελεί να μη είναι απαράδεκτος.
Συνεπώς, μη ερευνώντας τον, δεν υπέπεσε σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δεν ιδρύθηκε ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 Η ΚΠΔ, όπως υποστηρίζεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ. Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 222 ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό με προστατευόμενο αντικείμενο το έγγραφο ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ` του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό της βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι απλώς διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να εγνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη το σύνολο αυτών, εκ του ότι δε δόθηκε διαφορετική αποδεικτική αξία σε ορισμένα από αυτά, δεν συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε εκτιμήθηκαν τα άλλα. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στην ανωτέρω περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημίσεως, όπως και της υπεξαγωγής εγγράφου (σκοπός βλάβης), οπότε, όπως λέχθηκε, απαιτείται αιτιολόγησή του. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, σχετικά με το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου, ή πράξη ή παράλειψή του, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 2044/2007). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συκοφαντικής δυσφημήσεως και υπεξαγωγής εγγράφων: O κατηγορούμενος Χ το έτος 2002 ήταν Πρόεδρος της Κοινότητας ..., ενώ η εγκαλούσα ήταν κοινοτική σύμβουλος αντιπολίτευσης ενώ τώρα είναι Πρόεδρος στην παραπάνω κοινότητα. Ο κατηγορούμενος, έχοντας πολιτική αντιπαλότητα με την εγκαλούσα, με ενέργειες της οποίας διατάχθηκε από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας η διενέργεια διοικητικού και οικονομικού ελέγχου στην Κοινότητα ..., για τον οποίο συντάχθηκε το με αριθμ. πρωτ. ... πόρισμα, στο οποίο περιλαμβάνονται και δυσμενείς επισημάνσεις που αφορούν τόσο τη θητεία του κατηγορουμένου όσο και του προηγούμενου Προέδρου της ως άνω Κοινότητας, στράφηκε κατ' αυτής (εγκαλούσας Ψ) και στο ...: Α) Στις 27/5/2002, με πρόθεση κατάρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκανε χρήση του εγγράφου αυτού. Συγκεκριμένα, σε λευκό φύλλο χαρτιού, έθεσε στο επάνω αριστερό μέρος τα στοιχεία της εγκαλούσας Ψ, δεξιά ημερομηνία 27/5/2002 και ακολούθως έγραψε το ακόλουθο κείμενο: "Κύριοι.
Υπηρετώντας τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης εδώ και αρκετό καιρό θεωρώ ότι πρέπει όλοι μας να είμαστε παράδειγμα νομιμότητας και ευπρέπειας έναντι της πολιτείας και των συγχωριανών μας, να μη προκαλούμε με παρανομίες και απάτες. Δυστυχώς ο Πρόεδρος της Κοινότητας ... Χ με την παρακάτω πράξη του προσβάλλει κάθε έννοια νομιμότητας και γίνεται μάλιστα προκλητικά σε γνώση των κατοίκων του χωριού μας. Πριν ένα χρόνο περίπου ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στην Εθνική οδό ... (στο ύψος των διοδίων ...) οδηγώντας το υπ' αριθμ. ... επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας ... και το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο παραπάνω κ. Χ με προκλητικό τρόπο αντικατέστησε τις πινακίδες κυκλοφορίας σε άλλο αυτοκίνητο του ιδίου τύπου το οποίο έχει εισαχθεί στη χώρα μας σε δύο κομμάτια για ανταλλακτικά. Παρακαλώ για τις άμεσες ενέργειες σας προς αποκατάσταση της νομιμότητας", στο τέλος δε έγραψε ολογράφως το ονοματεπώνυμο της εγκαλούσας και το απέστειλε προς: 1) το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης - Γραφείο Υπουργού. 2) το Υπουργείο Μεταφορών - Γραφείο Υπουργού, 3) τον Γ. Γραμματέα ..., 4) τον Διοικητή Τροχαίας ... και 5) τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με σκοπό να παραπλανήσει τους εν λόγω αποδέκτες αλλά και τους δημότες ... ότι το έγγραφο αυτό είχε συνταχθεί και αποσταλεί από την εγκαλούσα Ψ. Β) Στις 22/6/2002, ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλο γεγονός ψευδές που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του αν και γνώριζε την αναλήθεια αυτού και συγκεκριμένα την παραπάνω ημερομηνία ισχυρίσθηκε σε ανοικτή συγκέντρωση των δημοτών ..., στην οποία μεταξύ άλλων παρευρίσκονταν και ο συνεργάτης της εγκαλούσας ..., για την εγκαλούσα ότι "λάδωσε δημοσίους υπαλλήλους και δη τους Επιθεωρητές του Σώματος Δημόσιας Διοίκησης ...", αν και γνώριζε ότι τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα είναι ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Η μνεία περί "λαδώματος" των δημοσίων υπαλλήλων δεν έγινε γενικώς και αορίστως από τον κατηγορούμενο αλλά για την εγκαλούσα, με ενέργειες τις οποίες διενεργήθηκε ο παραπάνω έλεγχος από τους ως άνω δημοσίους υπαλλήλους (Επιθεωρητές του Σώματος Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης) και Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα Ιουνίου 2002 έως τον Αύγουστο του 2002, σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία, με σκοπό να βλάψει άλλον απέκρυψε έγγραφο του οποίου δεν ήταν κύριος και συγκεκριμένα παρακράτησε χωρίς κανένα δικαίωμα το υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών το οποίο απευθυνόταν προς την εγκαλούσα και ουδέποτε της το παρέδωσε, όπως ήταν υποχρεωμένος, προκειμένου να το δώσει προς καταχώρηση στον τοπικό τύπο και να την εμφανίσει (την εγκαλούσα) ως άτομο δικομανή, που προβαίνει σε συνεχείς καταγγελίες σε βάρος του κατηγορουμένου. Τα αμέσως παραπάνω προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα αναγνωσθέντα έγγραφα και δεν αντικρούονται βάσιμα από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα ο μάρτυρας ..., ο οποίος ήταν παρών στις 22/6/2002, στη συγκέντρωση για τον απολογισμό των πεπραγμένων του κατηγορουμένου, ως Προέδρου της Κοινότητας ..., καταθέτει μετά λόγου γνώσης ότι όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος δεν ήταν απολογισμός αλλά υβρεολόγιο κατά της εγκαλούσας και στη συγκέντρωση αυτή επέσειε το αναφερόμενο στην υπό στοιχ. Α' πράξη έγγραφο, το οποίο δήθεν προέρχονταν από την εγκαλούσα. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι συνέταξε αυτός το πλαστό ως άνω έγγραφο και διατείνεται ότι δεν είχε συμφέρον να καταρτίσει εξ υπαρχής πλαστό έγγραφο και να αποδώσει την κατάρτιση του στην εγκαλούσα, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός είναι κατ' ουσίαν αβάσιμος, καθόσον ο κατηγορούμενος είχε στα χέρια του το έγγραφο αυτό, αυτός το χρησιμοποίησε, επιδεικνύοντας το στους συμπολίτες του, ως δήθεν προερχόμενο από την εγκαλούσα, αντίπαλο του στις επερχόμενες εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, αυτόν θα ωφελούσε η χρήση του και θα ζημίωνε την εγκαλούσα και σε χρόνο προγενέστερο της αναγραφόμενης σ' αυτό ημερομηνίας (27/5/2002) διέδιδε στο ..., ότι θα την "κάψει με κάποιο χαρτί". Το "χαρτί" δε αυτό ο κατηγορούμενος το χρησιμοποίησε σε συγκέντρωση δημοτών, προκειμένου να πλήξει πολιτικά την εγκαλούσα, η οποία δήθεν στρεφόταν κατ' αυτού με ψευδείς καταγγελίες και συκοφαντίες αναφορικά με το πιο πάνω αυτοκίνητο. Αν ο κατηγορούμενος δεν είχε σχέση με την κατάρτιση του εγγράφου αυτού δεν θα το χρησιμοποιούσε σε συγκέντρωση συμπολιτών του, προτού εξακριβώσει αν πράγματι προέρχεται από την εγκαλούσα. Η τελευταία αν πράγματι ήθελε να καταγγείλει παράνομες ενέργειες του κατηγορουμένου, αναφορικά με το ως άνω αυτοκίνητο, θα το έγραφε και θα το υπέγραφε και δεν θα ανέγραφε μόνο τα στοιχεία της, ούτε θα του το απέστελνε με φαξ από άγνωστο βιβλιοπωλείο, ώστε να μην μπορεί να διακριβωθεί ποιος το απέστειλε. Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την κατάρτιση του πλαστού ως άνω εγγράφου, το οποίο έχει γραφεί σε κομπιούτερ και δεν φέρει υπογραφή, μεθοδεύτηκε η "αποστολή" του με φαξ προς τον ίδιο τον κατηγορούμενο, από φαξ βιβλιοπωλείου, που βρίσκεται στην οδό ..., το οποίο ανήκει στην ..., η οποία παρέχει και υπηρεσίες σύνταξης εγγράφων με κομπιούτερ καθώς και υπηρεσίες φαξ, προκειμένου να αποσυνδεθεί η κατάρτιση του από το πρόσωπο του κατηγορουμένου. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις παραπάνω πράξεις. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των ανωτέρω πράξεων και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι:
Στο ... τέλεσε τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις.
Α) Την 27-5-2002, με πρόθεση κατήρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, έκανε δε χρήση του εγγράφου αυτού. Και συγκεκριμένα σε λευκό φύλλο χάρτου έθεσε επάνω αριστερά τα στοιχεία της εγκαλούσας Ψ, δεξιά ημερομηνία 27-5-2002 και ακολούθως έγραψε το ακόλουθο κείμενο:
"Κύριοι.
Υπηρετώντας τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης εδώ και αρκετό καιρό θεωρώ ότι πρέπει όλοι μας να είμαστε παράδειγμα νομιμότητας και ευπρέπειας έναντι της πολιτείας και των συγχωριανών μας, να μη προκαλούμε με παρανομίες και απάτες. Δυστυχώς ο Πρόεδρος της κοινότητας ... κ. Χ με την παρακάτω πράξη του προσβάλει κάθε έννοια νομιμότητας και γίνεται μάλιστα προκλητικά σε γνώση των κατοίκων του χωριού μας. Πριν ένα χρόνο περίπου ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στην Εθνική οδό ... (στο ύψος των διοδίων ...) οδηγώντας το υπ' αριθμ. ... επιβατικό αυτοκίνητο μάρκας ... και το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο παραπάνω κ. Χμε προκλητικό τρόπο αντικατέστησε τις πινακίδες κυκλοφορίας σε άλλο αυτοκίνητο του ιδίου τύπου το οποίο έχει εισαχθεί στη χώρα μας σε δύο κομμάτια για ανταλλακτικά. Παρακαλώ για τις άμεσες ενέργειές σας προς αποκατάσταση της νομιμότητας", στο τέλος δε έγραψε ολογράφως το ονοματεπώνυμο της εγκαλούσας και το απέστειλε προς: 1. Υπουργείο Δημόσιας Τάξης - Γραφείο Υπουργού, 2. Υπουργείο Μεταφορών - Γραφείο Υπουργού, 3. Γ. Γραμματέα ..., 4. Διοικητή Τροχαίας ... και 5. Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, με σκοπό να παραπλανήσει τους αποδέκτες αλλά και τους δημότες ... ότι το έγγραφο αυτό είχε συνταχθεί και αποσταλεί από την ως άνω εγκαλούσα.
Β) Την 22-6-2002, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον γεγονός ψευδές που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του αν και εγνώριζε την αναλήθεια αυτού και συγκεκριμένα σε ανοικτή συγκέντρωση των δημοτών του ... στην οποία μεταξύ άλλων παρευρίσκοντο και ο συνεργάτης της εγκαλούσας ..., ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα ότι λάδωσε δημοσίους υπαλλήλους και δη τους επιθεωρητές του Σώματος Δημόσιας Διοίκησης αν και εγνώριζε ότι πάντα ταύτα ήσαν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας η οποία δεν είχε προβεί σε τέτοιου είδους ενέργιες.
Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από μέσα Ιουνίου 2002 έως και Αύγουστο 2002 και σε μη επακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία, με σκοπό να βλάψει άλλον απέκρυψε έγγραφο της οποίας δεν ήταν κύριος και συγκεκριμένα παρεκράτησε χωρίς κανένα δικαίωμα το υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών που απευθυνόταν προς τη μηνύτρια και δεν το παρέδωσε ποτέ στα χέρια της ως όφειλε, προκειμένου να το δώσει προς καταχώρηση στον τοπικό τύπο και να εμφανίσει την εγκαλούσα ως άτομο δικομανή που προβαίνει σε συνεχείς και ανυπόστατες καταγγελίες σε βάρος του. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 362, 363, 222 και 27 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε ότι την αναφερόμενη στο σκεπτικό πλαστή επιστολή την συνέταξε ο αναιρεσείων και την εμφάνισε ως καταρτισθείσα από την πολιτικώς ενάγουσα, αναφέρεται δε στην προσβαλλομένη ότι τούτο το έκανε με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει, κατά την πολιτική συγκέντρωση που μνημονεύεται στο σκεπτικό, κατά την οποία και διαρκώς την επιδείκνυε στους συγκεντρωμένους πολίτες, στους οποίους σε προγενέστερο χρόνο είχε προαναγγείλει την ύπαρξη κάποιου εγγράφου με το οποίο, όπως χαρακτηριστικά ισχυριζόταν, ''θα την έκαιγε'', για να εμφανίσει την εγκαλούσα, πολιτική του αντίπαλο στην τοπική αυτοδιοίκηση, στις Αρχές που απευθυνόταν το έγγραφο, αλλά και στους δημότες και ψηφοφόρους της, ως καταγγέλουσα αυτόν, ψευδώς, για το σοβαρό και συνιστών αξιόποινη πράξη ως άνω γεγονός, που μπορούσε να έχει ως έννομη συνέπεια, κατά την ανωτέρω έννοια, να χαρακτηρισθεί αυτή ως συκοφάντης, με όλες τις εκ του λόγου αυτού αστικές και ποινικές συνέπειες, μία εκ των οποίων θα ήταν και να πληγεί πολιτικά, όπως δέχεται η απόφαση. Άλλωστε ο ίδιος παραδέχεται στο έβδομο λόγο της αναιρέσεως ότι την καταμήνυσε για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση και μετά την διενέργεια προανακρίσεως εκδόθηκε το 4532/2003 βούλευμα του συμβουλίου πλημ/κων Αθηνών, με το οποίο το Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει σε βάρος της κατηγορία για τις πράξεις αυτές. Η προσβαλλομένη απόφαση περαιτέρω παραθέτει σειρά επιχειρημάτων προς στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος ότι συντάκτης του εγγράφου ήταν ο αναιρεσείων, απαντώντας, αιτιολογημένα και στους αρνητικούς ακόμη επί του ζητήματος αυτού ισχυρισμούς του. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας επ' αυτού, να σχολιάσει ειδικώς και να προβεί σε συγκριτική αξιολόγηση αυτού με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και το ως άνω απαλλακτικό, για την εγκαλούσα - πολιτικώς ενάγουσα, βούλευμα, που αναγνώσθηκε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, διότι στο βούλευμα περιέχεται, πλεοναστικώς, αφού δεν ήταν απαραίτητη προς στήριξη της απαλλακτικής κρίσεως στη δίκη, που είχε ως αντικείμενο έρευνας, αν η κατηγορουμένη είχε όντως συντάξει ή όχι το επίμαχο έγγραφο με το οποίο καταμήνυσε ψευδώς και συκοφάντησε τον εγκαλούντα και σκέψη, ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει πιστευτό ότι αυτός ήταν συντάκτης του επίμαχου εγγράφου, διότι έτσι θα υπέβαλε ο ίδιος τον εαυτό του στις συνέπειες μιας τέτοιας καταγγελίας, ούτε εκ του ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην ανωτέρω διαφορετική κρίση, μπορεί να συναχθεί, όπως λέχθηκε ανωτέρω, ότι δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε και το αναγνωσθέν εν λόγω βούλευμα. Περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση αιτιολογεί πλήρως την κρίση ότι ο συκοφαντικός ισχυρισμός: "λάδωσε δημοσίους υπαλλήλους και δη τους Επιθεωρητές του Σώματος Δημόσιας Διοίκησης", τον οποίο πρόβαλε στην αυτή ως άνω συγκέντρωση πολιτών, αφορούσε προσωπικώς την εγκαλούσα και απέρριψε αιτιολογημένα τον αρνητικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι εκστόμισε την φράση αυτή γενικώς χωρίς συγκεκριμένη σύνδεσή της με το πρόσωπό της, αφού δέχθηκε ότι σε όλη την ομιλία του καταφερόταν σε βάρος της εν λόγω πολιτικής αντιπάλου του, επισείοντας την ανωτέρω πλαστή επιστολή και εμφανίζοντας την εγκαλούσα ως δήθεν συντάκτη αυτής. Περαιτέρω η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι, κατόπιν ενεργειών της εγκαλούσας - πολιτικώς ενάγουσας, διατάχθηκε η διενέργεια διοικητικού και οικονομικού ελέγχου στην Κοινότητα ..., κατόπιν του οποίου εκδόθηκε το αναφερόμενο ανωτέρω πόρισμα των ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, στο οποίο περιέχονταν και δυσμενείς επισημάνσεις που αφορούσαν και την δική του θητεία ως Προέδρου αυτής και ότι, κατόπιν του πορίσματος αυτού, οργάνωσε την ανωτέρω πολιτική συγκέντρωση, κατά την διάρκεια της οποίας, μεταξύ των άλλων, πρόβαλε και τον ανωτέρω ψευδή ισχυρισμό περί "λαδώματος" των Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης, το ψευδές του οποίου γνώριζε, αιτιολογεί πλήρως την γνώση του ψευδούς του ισχυρισμού αυτού από τον αναιρεσείοντα και δεν χρειαζόταν, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας του υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημίσεως, για το οποίο τον κήρυξε ένοχο, να αναφέρει και άλλα πραγματικά περιστατικά, αφού, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, ο αναιρεσείων γνώριζε ότι το δυσμενές και γι' αυτόν πόρισμα των Επιθεωρητών αποτελούσε συνέπεια των ενεργειών της εγκαλούσας και με τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο πρόβαλε, κατά κατηγορηματικό τρόπο, σκοπούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ακεραιότητα και αντικειμενικότητα των Επιθεωρητών που διενήργησαν τον έλεγχο και να μειώσει την αξιοπιστία και ορθότητα του δυσμενούς γι αυτόν πορίσματος, με αποτέλεσμα η γνώση του ψευδούς του ισχυρισμού του αυτού, τον οποίο ο ίδιος πρόβαλε και δεν διέδωσε περαιτέρω, ως προερχόμενο από τρίτο πρόσωπο, να θεμελιώνεται σε προσωπική αντίληψη του ίδιου, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω αιτιολόγηση. Ούτε περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 363 σε συνδυασμό με 362 ΠΚ, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, με την οποία προστατεύεται η ελευθερία της έκφρασης (βλ. "Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη", Έκδοση Δ.Σ.Α. με επιμέλεια ... σελ 140 επομ., όπου και παράθεση σχετικής νομολογίας, σχετική και η διάταξη του άρθρου 14 του Συντάγματος), καθόσον το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, όπως είναι και η ανωτέρω και κατά την άσκησή του δεν είναι ανεκτή η διάπραξη αξιόποινης πράξης, ως η προαναφερθείσα, η οποία αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 367 ΠΚ, τις διατάξεις του οποίου επιχειρεί ο αναιρεσείων να περιγράψει με επίκληση του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθόσον το ΕΔΔΑ δέχθηκε, ενόψει και των επιτρεπτών περιορισμών της παραγ. 2 της εν λόγω διατάξεως, κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, ότι, κατ επίκληση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, μπορεί κάποιος να απευθύνει κατά δημοσίων προσώπων σκληρές και υπερβολικά δυσμενείς αξιολογικές κρίσεις και χαρακτηρισμούς και όχι να προβάλλει πραγματικά περιστατικά δεκτικά εμπειρικής αποδείξεως, τα οποία θεμελιώνουν ισχυρισμούς, που συνιστούν αξιόποινες πράξεις, όπως εν προκειμένω η της δωροδοκίας από την εγκαλούσα των Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης. Τέλος και για το έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων, τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του οποίου αναλύονται ανωτέρω, το δικαστήριο διέλαβε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν αποτελεί αυτή επανάληψη του διατακτικού, όπως λέχθηκε ανωτέρω, ανεξάρτητα του ότι στο διατακτικό, πέραν των τυπικών στοιχείων του εγκλήματος αυτού περιλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά με τα οποία στοιχειοθετείται αντικειμενικά η πράξη αυτή, από το συνδυασμό δε σκεπτικού και διατακτικού αιτιολογείται και το υποκειμενικό στοιχείο της εν λόγω πράξεως, αφού αναφέρεται ότι τούτο το έκανε ο αναιρεσείων με σκοπό βλάβης της εγκαλούσας και δη προκειμένου να την εμφανίσει ως άτομο δικομανή, που προβαίνει σε συνεχείς καταγγελίες σε βάρος του. Δεν χρειαζόταν δε να αναφέρεται, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ούτε η έλλειψη αυτή δημιουργεί ασάφειες και λογικά κενά που στερούν την απόφαση νομίμου βάσεως, ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθε το έγγραφο στην κατοχή του, αρκεί η παραδοχή ότι υπεξήγαγε το προσδιοριζόμενο έγγραφο, του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, που απευθυνόταν προς την εγκαλούσα, με τον προαναφερθέντα σκοπό. Κατ' ακολουθία τούτων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω ειδική κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται, όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως άν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσκομιστούν κρίσιμα για την ενοχή ή την αθωότητά του έγγραφα, τα οποία προσδιορίζονται ή να κληθούν και εξετασθούν μάρτυρες, που προέκυψαν από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν κρίσιμο για την ενοχή του περιστατικό και εν γένει προκειμένου να προσκομισθούν νέες αποδείξεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του Δικαστηρίου κρίση, εφόσον όμως η αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτά. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην κρινόμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπέβαλε αίτημα αναβολής της εκδικάσεως της υποθέσεως για περισσότερες αποδείξεις, προκειμένου να κλητευθούν οι μάρτυρες που κατονομάζει και να προσκομισθεί η μαγνητοταινία που προσδιορίζει. Το αίτημα αυτό, για το οποίο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει το Δικαστήριο, απορρίφθηκε τελικά, αμέσως με την απόφαση επί της ενοχής με την ακόλουθη αιτιολογία: Το αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσκομισθεί η κασέτα στην οποία καταγράφηκε η ομιλία του κατηγορουμένου στις 22/6/2002 στο ...ι ή το απομαγνητοφωνημένο κείμενο αυτής για να καταδειχθεί το ακριβές περιεχόμενο της ομιλίας του και να κληθούν ως μάρτυρες 1) η ..., η οποία ηχογράφησε την παραπάνω ομιλία του κατηγορουμένου και την παρέδωσε στην εγκαλούσα, 2) ο δημοσιογράφος ... για να κατονομάσει το πρόσωπο που του παρέδωσε την από 27/5/2002 καταγγελία κατά του κατηγορουμένου και το ... έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών προς την εγκαλούσα και 3) η ..., η οποία είναι ουσιώδης μάρτυρας υπεράσπισης, η προσέλευση της οποίας ήταν αδύνατη κατά τη σημερινή δικάσιμο, για το λόγο ότι έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο αλλά θα είναι εφικτή η προσέλευση της μετά από δύο περίπου μήνες, θα πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία το παρόν δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση και δεν κρίνει αναγκαία τόσο την προσκομιδή της ηχογραφημένης ομιλίας του κατηγορουμένου κατά την 22/6/2002 ή το απομαγνητοφωνημένο κείμενο αυτής, ούτε την προσέλευση των προαναφερθέντων μαρτύρων.
Όπως προκύπτει από την ανωτέρω αιτιολογία το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εξηγεί τον λόγο για τον οποίο έκρινε ότι, από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε κατέστη δυνατή η κατ ουσία έρευνα της υποθέσεως και ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποιθήσεως περί των ερευνωμένων κατηγοριών και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία, για την ανεύρεση της αληθείας, η κλήτευση των μαρτύρων, ούτε θα συνέβαλε σε τούτο η προσκόμιση της μαγνητοταινίας όπως ζήτησε ο αναιρεσείων. Κατ ακολουθία δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Συνεπώς ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. IV. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης η οποία παραστάθηκε (176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την από 5-10-2009 αίτηση (δήλωση) του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 1222/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας από πεντακόσια (500) €.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή