Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αγωγή περί κλήρου , Δικαιώματος κατάχρηση, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Επαναφορά πραγμάτων, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Κληρονομία , Χρησικτησία, Σύνθεση δικαστηρίου.
Περίληψη:
Άρθρο 559 αρ.2 ΚΠολΔ. Κακή σύνθεση δικαστηρίου. Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν κατά τη δημοσίευση συμμετείχαν άλλοι δικαστές από εκείνους που δίκασαν. Οι πρόσθετοι λόγοι κατά 569 παρ. 1 και 2 πρέπει να αφορούν τα προσβληθέντα με το αναιρετήριο κεφάλαια ή εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με τα αρχικά και να στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Αν στρέφονται κατά άλλης (π.χ. πρωτόδικης) μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής αναίρεση αν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις ασκήσεως της αναίρεσης. Η αναίρεση στρέφεται, κατά πρωτόδικης για μη εκκληθέν κεφάλαιο καρπών. Απαράδεκτη γιατί δεν έγινε νομότυπη άσκηση με κατάθεση στο Πρωτοδικείο. Έκτακτη χρησικτησία Νομή. Άσκηση αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου. Bοηθός νομής κληρονομική διαδοχή: 1 και 19 άρθρ. 559. Προϋποθέσεις. 8 εδ. α και β. Οι αρνήσεις δεν είναι πράγματα, ούτε τα επιχειρήματα ή οι νόμιμες αναλύσεις, ενώ πράγματα είναι οι λόγοι εφέσεως, εφόσον περιέχουν νομίμους και παραδεκτούς ισχυρισμούς. Η λήψη περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, πέραν αυτήν της ιστορικής βάσεως της αγωγής δεν στοιχειοθετούν το λόγο του 8α εφόσον δεν μεταβάλουν τη βάση της αγωγής 11α και β 4 βεβαίωση ότι κάποιο έγγραφο συνετάγη επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο ανέλεγκτη. 20 παραμόρφωση εγγράφου. Πρέπει να έχει γίνει επίκληση στο Εφετείο και να προσκομίζεται το έγγραφο στον Άρειο Πάγο. Μπορεί να είναι και του αντιδίκου, αν έγινε επίκληση του από το διάδικο στο Εφετείο, αφού τούτο κατά το 346 κατέστη κοινό αποδεικτικό μέσο 281 ΑΚ έχει ως προϋπόθεση την άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο και δεν συντρέχει όταν ο ενιστάμενος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού.
Αριθμός 1258/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. χήρας Σ. Ξ., το γένος Δ. Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Εμμανουηλίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. συζ. Α. Β., το γένος Δ. Ξ., κατοίκου ..., και 2) Β. συζ. Κ. Γ., το γένος Δ. Ξ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Γκέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/10/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 315/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/9/2009 αίτηση και τους από 12/10/2009 προσθέτους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/3/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ.2 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο, δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής, του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κακή σύνθεση υπάρχει, όταν στη διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης συνέπραξαν δικαστές, οι οποίοι δεν έλαβαν μέρος στην τελευταία συζήτηση στο ακροατήριο, μετά την οποία εκδίδεται η απόφαση. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 300, 301, 304 και 395 ΚΠολΔικ, η δημοσίευση της απόφασης ως τυπική ενέργεια, μπορεί να γίνει από το δικαστήριο και με διαφορετική σύνθεση, δηλαδή και χωρίς τη συμμετοχή των δικαστών που συμμετείχαν στη σύνθεση που την εξέδωσε, εφόσον οι δικαστές που έλαβαν μέρος στη σύνθεση για τη δημοσίευση υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο (ΑΠ 638/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δημοσιεύθηκε από σύνθεση στην οποία δεν συμμετείχε ο Εφέτης Γεώργιος Καλαμαρίδης, που ήταν και ο Εισηγητής επί της υποθέσεως, αλλά αντ' αυτού, που είχε μετατεθεί, συμμετείσχε άλλος δικαστής, που τον αναπλήρωσε, και δη η Εφέτης Χρυσούλα Χαλιαμούρδα. Πράγματι, από την επισκόπηση της αποφάσεως, προκύπτει ότι κατά τη δημοσίευσή της, 21.5.2009, έλαβε χώρα η επικαλουμένη συμμετοχή από την προαναφερθείσα και υπηρετούσα στο εκδόν την απόφαση Δικαστήριο, Δικαστή. Πλην όμως η συμμετοχή αυτή, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ήταν νόμιμη, μη ιδρυομένου του επικαλουμένου λόγου, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης πρέπει να αφορούν τα κεφάλαια της προσβαλλομένης αποφάσεως που έχουν ήδη προσβληθεί με το αναιρετήριο ή εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με τα αρχικά δηλαδή όταν τα κεφάλαια προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ήτοι τελούν σε σχέση ουσιαστικής συνάφειας με τα προσβαλλόμενα με την αναίρεση κεφάλαια (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 609/2013). Πάντοτε είναι αυτονόητο ότι πρέπει οι πρόσθετοι λόγοι να αναφέρονται στην αναιρεσιβληθείσα απόφαση ή τις θεωρούμενες ως συμπροσβαλλόμενες με την αναίρεση (άρθρα 553 παρ.2 και 554), διαφορετικά, εάν δηλαδή στρέφονται κατ' άλλης αποφάσεως είναι απαράδεκτοι. Στην τελευταία αυτή περίπτωση μπορεί το δικόγραφο των προσθέτων λόγων να θεωρηθεί ως κύριο, αυτοτελές δικόγραφο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είχε κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και μέσα στη νόμιμη προθεσμία της αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως στρέφονται και κατά της υπ' αριθμ. 11/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, όσον αφορά το μη εκκληθέν κεφάλαιο αυτής για τα ωφελήματα, ενώ με τον μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του Εφετείου, που δεν ασχολήθηκε με το κεφάλαιο αυτό, αφού δεν μεταβιβάστηκε με λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από την αναιρεσείουσα-εκκαλούσα-εναγομένη, όπως δε προκύπτει από το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, η κατάθεσή του έχει γίνει μόνο στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, όχι δε και στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εξέδωσε την εν λόγω προσβαλλομένη (κατά το μη εκκληθέν περί καρπών κεφάλαιό της) απόφαση, ώστε να ισχύει ως κύριο δικόγραφο αναιρέσεως. Επομένως οι έκτος έως και ενδέκατος από τους προσθέτους λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται πλημμέλειες κατά της πρωτόδικης αποφάσεως και κατά το κεφάλαιό της περί αναγνωρίσεως της αξιώσεως των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας προς καταβολή, στην καθεμιά τους, του ποσού των 34.513,17 Ευρώ, για ωφελήματα από την κατοχή των επιδίκων ακινήτων, είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι.
Επειδή, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησίας απαιτείται άσκηση νομής επί μία εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτό πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο, διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το πράγμα ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρησε σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφής της κ.α. (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 847/2013). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 980 ΑΚ, η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 986 του ίδιου κώδικα βοηθός νομής είναι εκείνος που βοηθεί το νομέα στην άσκηση φυσικής εξουσίας επί του πράγματος, εφόσον βρίσκεται σε θέση υπηρεσιακής εξαρτήσεως προς το νομέα και οφείλει να ακολουθεί ως προς το πράγμα τις οδηγίες του. Κατά τις διατάξεις αυτές αυτοπρόσωπη άσκηση της νομής υπάρχει όταν ο νομέας είναι συγχρόνως και κάτοχος, δεν έχει δηλαδή παραχωρήσει την κατοχή σε άλλον με βάση κάποια έννομη σχέση (μίσθωση, χρησιδάνειο κλπ) ή και όταν για την άσκηση της φυσικής εξουσίας επί του πράγματος χρησιμοποιεί βοηθητικό πρόσωπο που βρίσκεται σε οικιακή ή υπηρεσιακή εξάρτηση μ' αυτόν (νομέα) και ακολουθεί τις οδηγίες του, το οποίο δεν έχει ούτε νομή, ούτε κατοχή (ΑΠ 1457/2011). Εξάλλου παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητος επί ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193 και 198 ΑΚ, αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οπoίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (ΑΠ 1171/2012, ΑΠ 928/012). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθείας παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 846/2013). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οπίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 467/2013, ΑΠ 568/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο, από την συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων, σ' αυτό, με επίκληση αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Δ. Ξ. του Σ., πατέρας των εναγουσών και πεθερός της εναγομένης, ο οποίος κατοικούσε στην ... και απεβίωσε στις 30.11.1987, χωρίς να αφήσει διαθήκη, είχε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του, κατά το χρόνο του θανάτου του, πλην άλλων και τα ακόλουθα ακίνητα-ακολουθεί η περιγραφή αγρών ξηρικών ή αρδευτικών, με στοιχεία 1 έως 14, στους δε υπό στοιχεία 1και 5 περιγράφονται δύο επιμέρους αγροί-. Από τους ανωτέρω αγρούς, οι υπό στοιχεία 11, 13 και 14 αγροί περιήλθαν κατά κυριότητα στον Δ. Ξ. με τα 275.112/28-5-1963 (ο πρώτος) και 314.597/20-8-1964 (οι υπόλοιποι δύο) παραχωρητήρια της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Σκοτούσης, την 1-10-1963, στον τόμο 12 με αριθμό 594 το πρώτο και στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων, στις 24-2-1965, στον τόμο ... με αριθμό 95 το δεύτερο και τα οποία παραχωρητήρια εκδόθηκαν μετά την κύρωση του κτηματολογικού πίνακα αναδασμού της ευρύτερης περιοχής Φαρσάλων του Νομού Λάρισας με την 145/1962 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 203/29-11-1962, τεύχ. Β'), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8 του Α.Ν. 821/1948 "περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων", που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 1110/1949 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2258/1952). Όλους τους υπόλοιπους ο ανωτέρω απέκτησε κατά κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία Ειδικότερα οι αγροί αυτοί, πλην του με στοιχείο 12, αποτελούσαν μέρος του αγροκτήματος "...", συνολικής έκτασης 1.741 στρεμμάτων, το οποίο οι συγκύριοι αυτού αδελφοί Δ., Χ. και Φ. Ξ. διένειμαν άτυπα μεταξύ τους κατά το έτος 1966 και ο εξ αυτών Δ. Ξ. έλαβε ως αποκλειστικός νομέας τους ανωτέρω αγρούς. Ο τελευταίος, νεμόμενος από τότε τους αγρούς αυτούς (όπως και τον με στοιχείο 12) μέχρι το θάνατο του, δηλ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, κατέστη κύριος αυτών με έκτακτη χρησικτησία, ενώ του με στοιχείο 4 κατέστη συγκύριος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό (576,6/600). Συγκεκριμένα καλλιεργούσε τους αγρούς αυτούς και συνέλεγε τους καρπούς τους, ενώ επί πλέον εισέπραττε και τις επιδοτήσεις για τις καλλιέργειες των αγρών (βλ. και την .../225/7-6-2002 βεβαίωση της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Φαρσάλων). Προέβαινε δε στις πράξεις αυτές κυρίως με το γιο του Σ., καθώς ο ίδιος ασχολείτο με την κτηνοτροφία και τη βοσκή των προβάτων του. Επίσης μίσθωνε μερικούς από τους αγρούς για καλλιέργεια σε τρίτους (όπως στο μάρτυρα των εναγουσών Ε. Μ.) εισπράττοντας τα μισθώματα, ενώ έβοσκε τα ζώα του σε τμήματα των αγρών που λόγω της φύσης τους, προσφέρονταν για βοσκή και όχι για καλλιέργεια. Για το θέμα αυτό ήταν σαφής και πειστική η κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα, η κατάθεση του δε, επιβεβαιώνεται και από τα υπόλοιπα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα το γεγονός ότι ο Δ. Ξ. είχε μέχρι το θάνατο του τη νομή των επιδίκων ακινήτων, πέρα από την κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα, επιβεβαιώνεται και από το ότι με το .../3-5-1979 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Γεωργίου Κατσιλέρου, παρέσχε στο γιο του Σ. την ειδική πληρεξουσιότητα να συνάπτει για λογαριασμό του καλλιεργητικά δάνεια με την Αγροτική Τράπεζα και να τον εκπροσωπεί στην Τράπεζα αυτή στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των δανείων, καθώς ο ίδιος λόγω της ηλικίας του, αλλά και των προβλημάτων υγείας από τα οποία υπέφερε, δεν μπορούσε να μετακινείται πάντοτε με ευχέρεια. Με βάση δε την ανωτέρω πληρεξουσιότητα ο Σ. Ξ. συνήψε επανειλημμένα με την Αγροτική Τράπεζα συμβάσεις δανείου για λογαριασμό του πατέρα του (βλ. τις προσκομιζόμενες από 10-1-1983, από 3-8-1983 και από 10-9-1985 συμβάσεις). Για την εμπράγματη εξασφάλιση της ως άνω Τράπεζας από την από 10-9-1985 σύμβαση, ο Δ. Ξ. παρέσχε σ' αυτήν το δικαίωμα να εγγράψει υποθήκη στα ακίνητα του στο αγρόκτημα "..." δηλ. σε μέρος των πιο πάνω αναφερομένων αγρών, όπως προκύπτει από την .../12-9-1985 αίτηση της ΑΤΕ προς τον Υποθηκοφύλακα Φαρσάλων για την εγγραφή υποθήκης. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι μετά την άτυπη διανομή του ως άνω αγροκτήματος "..." ο Δ. Ξ. παραχώρησε άτυπα τους αγρούς που περιήλθαν σ' αυτόν, καθώς και τους υπόλοιπους ανωτέρω αναφερομένους (δηλ. όλα τα επίδικα ακίνητα), στο γιο του (και σύζυγο της) Σ. Ξ. και ότι από τότε ο τελευταίος νεμόταν όλους τους επίδικους αγρούς για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό μέχρι το θάνατο του, με αποτέλεσμα να καταστεί κύριος αυτών με έκτακτη χρησικτησία, δεν αποδείχθηκε. Η κατάθεση της μαρτυράς της για το θέμα αυτό, που είναι αδελφή των εναγουσών, δεν κρίνεται πειστική, ενόψει του ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση τόσο με τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, όσο και με τις πράξεις του ίδιου του αδελφού της Σ., στις οποίες αυτός προέβη πριν από το θάνατο του. Συγκεκριμένα μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Σ. Ξ. υπέβαλε μαζί με τις τρεις αδελφές του στην Οικονομική Εφορία Φαρσάλων την 15/7-2-1988 δήλωση φόρου κληρονομιάς, με την οποία δήλωσαν την κληρονομική τους μερίδα (1/4 ο καθένας) από ένα μέρος της περιουσίας του πατέρα τους Δ. Ξ. . Επίσης ο Σ. Ξ. με το .../4-12-2000 προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βασιλικής Παπακωνσταντίνου (στο οποίο συμβλήθηκε με τον πληρεξούσιο του Λ. Κ.), ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στην εναγομένη σύζυγο του, το 1/4 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ορισμένων από τα επίδικα ακίνητα (τα ανωτέρω αναφερόμενα με στοιχεία 1α, 1β, 6, 9, 11, 13 και 14), τα οποία περιήλθαν σ' αυτόν κατά το εν λόγω ποσοστό, όπως διαλαμβάνεται στο προσύμφωνο, από την κληρονομιά του πατέρα του Δ. Ξ.. Βέβαια, τόσο η πιο πάνω δήλωση φόρου κληρονομιάς, όσο και το συμβολαιογραφικό προσύμφωνο αναφέρονται σε ορισμένα μόνο από τα επίδικα ακίνητα. Πλην όμως οι πράξεις αυτές του Σ. Ξ., έστω και αν αφορούσαν ορισμένα μόνο από τα επίδικα, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρας, αλλά και με τον ισχυρισμό της εναγομένης, όπως αυτός εκτέθηκε παραπάνω, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνουν, σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, όσα προαναφέρθηκαν για τη κυριότητα του Δ. Ξ. επί των επιδίκων ακινήτων κατά το χρόνο του θανάτου του.
Όπως προαναφέρθηκε, ο Δ. Ξ. ασκούσε επί των επιδίκων ακινήτων πράξεις νομής μέχρι του θανάτου του, κυρίως με το γιο του Σ.. Έτσι ο τελευταίος, όταν ασκούσε πράξεις νομής επί των επιδίκων, καλλιεργώντας τα ο ίδιος και συλλέγοντας τους καρπούς τους, προέβαινε στις πράξεις αυτές για λογαριασμό του πατέρα του και μόνο αναφορικά με τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου που του ανήκαν στον πιο πάνω με αριθμό 4 αγρό, ασκούσε πράξεις νομής για τον εαυτό του. Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο αγρός αυτός ανήκε κατά κυριότητα και σε ποσοστό 575,6/600 εξ αδιαιρέτου στο Δ. Ξ.. Τα υπόλοιπα ποσοστά 24,4/600 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας ανήκαν στο γιο του Σ. Ξ., στον οποίο περιήλθαν ως εξής: Με το .../19-2-1958 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Θωμά Στεφανάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Σκοτούσης στις 14-4-1958, στον τόμο ... με αριθμό 135, η Β. χήρα Γ. Χ., το γένος Σ. Ξ., του μεταβίβασε με αιτία την πώληση το 1/3 των 24,4/400 εξ αδιαιρέτου (δηλ. τα 24,4/1.200 εξ αδιαιρέτου) του αγροκτήματος "...", έκτασης 1.741 στρεμμάτων. Επίσης με το .../25-5-1959 συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Σκοτούσης στις 4-6-1959, στον τόμο 10 με αριθμό ..., η Δ. χήρα Θ. Ρ. το γένος Σ. Ξ., του μεταβίβασε με αιτία την πώληση το 1/3 των 24,4/400 (δηλ. τα 24,4/1200 εξ αδιαιρέτου) του ίδιου πιο πάνω αγροκτήματος. Έτσι ο Σ. Ξ. έγινε συγκύριος του όλου αγροκτήματος σε συνολικό ποσοστό 48,8/1200 (ή 24,4/600) εξ αδιαιρέτου. Μετά την άτυπη διανομή του αγροκτήματος "..." που έγινε κατά τα ανωτέρω το έτος 1966, στο Δ. Ξ. περιήλθαν τα πιο πάνω περιγραφόμενα ακίνητα, καθώς και εκείνο με αριθμό 4 (στη θέση "..., έκτασης 120.300 τ.μ.), τα δε ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου του Σ. Ξ. (24,4/600) περιορίστηκαν στο τελευταίο ακίνητο με αριθμό 4, το οποίο κατά τα υπόλοιπα ποσοστά (575,6/600) περιήλθε στον Δ. Ξ.. Ο δε Σ. Ξ. νεμόμενος το ακίνητο αυτό κατά το εν λόγω ποσοστό που του αναλογούσε και με τις πράξεις που προαναφέρθηκαν μέχρι το θάνατο του το έτος 2001, δηλ. για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας, κατέστη κύριος αυτού κατά το ίδιο ποσοστό με έκτακτη χρησικτησία.
Όπως επίσης εκτέθηκε ανωτέρω, ο Δ. Ξ. απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη στις 30-11-1987 και κληρονομήθηκε από τα τέσσερα (4) παιδιά του (που ήταν οι μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του, καθώς η σύζυγος του είχε ήδη προαποβιώσει), ήτοι από τις δύο ενάγουσες, τη Γ. συζ. Χ. Κ., το γένος ... και το σύζυγο της εναγομένης Σ. Ξ., σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από το καθένα. Στους κληρονόμους αυτούς περιήλθαν και τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου της συγκυριότητας του κληρονομουμένου στο πιο πάνω με αριθμό 4 ακίνητο και συγκεκριμένα περιήλθε στον καθένα απ' αυτούς ποσοστό (1/4 Χ 575,6/600 =) 575,6/2.400 εξ αδιαιρέτου. Οι κληρονόμοι αυτοί υπέβαλαν στην Οικονομική Εφορία Φαρσάλων την 15/7-2-1988 δήλωση φόρου κληρονομιάς, με την οποία δήλωσαν την κληρονομική τους μερίδα σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ο καθένας σε μέρος του κληρονομιάς του πατέρα τους και ειδικότερα σε ένα οικόπεδο έκτασης 2.500 τ.μ. που βρίσκεται στην ... (που δεν είναι επίδικο), στα με στοιχεία 11, 13 και 14 ανωτέρω περιγραφόμενα ακίνητα και σε ένα αγροτεμάχιο αποτελούμενο από 110 στρέμματα καλλιεργησίμων εκτάσεων και από 130 στρέμματα βοσκήσιμων, χέρσων και ανεπίδεκτων καλλιέργειας εκτάσεων από το αγρόκτημα στη θέση "...", οι οποίες εκτάσεις αποτελούν μέρος των υπολοίπων πιο πάνω περιγραφομένων ακινήτων. Στη συνέχεια η πρώτη των εναγουσών Π. συζ. Α. Β., δυνάμει του .../3-2-1988 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Φερών Σταύρου Παπαγεωργίου, η δεύτερη των εναγουσών Β. συζ. Κ. Γ. και η αδελφή τους Γ. συζ. Χ. Κ., δυνάμει του .../1-2-1988 πληρεξουσίου του ίδιου συμβολαιογράφου, κατέστησαν τον αδελφό τους Σ. Ξ. πληρεξούσιο, ώστε αυτός να αποδεχθεί για λογαριασμό τους την κληρονομιά του πατέρα τους και στη συνέχεια να πουλήσει επίσης για λογαριασμό τους στον ίδιο, οι μεν ενάγουσες το κληρονομικό τους μερίδιο (1/4 εξ αδιαιρέτου) στο πιο πάνω οικόπεδο, η δε Γ. Κ. ολόκληρο το κληρονομικό της μερίδιο στην κληρονομιά του πατέρα της. Με βάση τα πληρεξούσια αυτά ο Σ. Ξ., με την .../6-6-1988 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων στον τόμο ..., με αριθμό 40, αποδέχθηκε για λογαριασμό των τριών αδελφών του την επαχθείσα σ' αυτές κληρονομιά και όσον αφορά ειδικότερα το ποσοστό του 1/4 εξ αδιαιρέτου της κάθε μίας επί του ανωτέρω οικοπέδου και στη συνέχεια με τα 10.028 και 10.029/6-6-1988 πωλητήρια του ίδιου επίσης συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα ίδια πιο πάνω βιβλία, μεταγραφών στον τόμο ... με αριθμούς 41 και 42 αντίστοιχα, πούλησε στον ίδιο το ανωτέρω μερίδιο των αδελφών του στο κληρονομιαίο (και μη επίδικο) οικόπεδο. Περαιτέρω οι ενάγουσες με την .../4-4-2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βάιου Αρμανίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στο βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων, στον τόμο ..., με αριθμό 22, αποδέχθηκαν σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία την επαχθείσα σ'αυτές κληρονομιά του πατέρα τους Δ. Ξ., αποτελείται από όλα τα επίδικα ακίνητα. Έτσι κατέστησαν κύριες σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία επί των ακινήτων αυτών, του δε με αριθμού 4 (έκτασης 120.300 τ.μ.) σε ποσοστό 575,6/2.400 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία.
Αποδείχθηκε επίσης από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι μετά το θάνατο του Δ. Ξ., ο γιος του Σ. κατέλαβε και κατακρατούσε έως το θάνατο του (2-11-2001) όλα τα επίδικα ακίνητα, ισχυριζόμενος ότι απέκτησε την κυριότητα αυτών με έκτακτη χρησικτησία (πλην αυτών που περιλαμβάνονται στο προσύμφωνο, το οποίο θα αναφερθεί ειδικότερα παρακάτω), καθώς του τα παραχώρησε ο πατέρας του άτυπα το έτος 1959 και ότι από τότε ασκούσε πράξεις νομής επ' αυτών μέχρι το θάνατο του πατέρα του. Με το .../19-9-2000 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βασιλικής Παπακωνσταντίνου, ο ανωτέρω Σ. Ξ. διόρισε γενικό πληρεξούσιο τον αδελφό της εναγόμενης συζύγου του Λ. Κ., στον οποίο έδωσε την εντολή και πληρεξουσιότητα να πωλήσει και δωρίσει για λογαριασμό του σε οποιονδήποτε τρίτο και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες αστικά ή αγροτικό ακίνητα του, οπουδήποτε και αν βρίσκονται και να προβαίνει σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για την εκτέλεση των εντολών αυτών. Στη συνέχεια με τα .../4-12-2000 και .../4-12-2000 συμβόλαια (πωλητήριο και δωρητήριο αντίστοιχα) της ίδια πιο πάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν στις 4-12-2001 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων στον τόμο ... με αριθμό 10 και 11 αντίστοιχα, ο Σ. Ξ., συμβαλλόμενος δια του ως άνω πληρεξουσίου του, μεταβίβασε με το πρώτο συμβόλαιο και με αιτία την πώληση, κατά πλήρη κυριότητα προς την εναγομένη σύζυγο του, μεταξύ των άλλων και τα ανωτέρω περιγραφόμενα ακίνητα που βρίσκονται: α) στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας ... του Δ.Δ. Νεράιδας του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 15.116 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο 15.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 12), β) στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. Αμπελιάς του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 9.716 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο 9.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 7), γ) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 45.271 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 45.000 τ.μ. (ανωτέρω με στοιχεία 5α), δ) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 15.500 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 16.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 2), ε) στη θέση "..." (...) της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 3.940 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 5.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 10) και στ) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 29.286 τ.μ. και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτό 25.000 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 8), έναντι συνολικού τιμήματος 27.002.000 δραχμών. Σημειωτέον ότι στο εν λόγω πωλητήριο συμβόλαιο αναγράφεται ότι ο πωλητής κατέστη κύριος των μεταβιβαζομένων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία, μετά από την άτυπη παραχώρηση τους από τον πατέρα του το έτος 1964. Με το δεύτερο δε ως άνω συμβόλαιο, μεταβίβασε προς την εναγομένη σύζυγο του με αιτία τη δωρεά, μεταξύ των άλλων, το παραπάνω αναφερόμενο με αριθμό 4 ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση "..." του ΔΑ Αμπελιάς του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 120.000 τ.μ. και όπως αναφέρεται σ' αυτό 110.000 τ.μ. και απ' αυτά, τα μεν 80.000 τ.μ. κατά πλήρη κυριότητα, τα δε 30.000 τ.μ. κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατήσας εφ' όρου ζωής την επικαρπία. Επίσης, ο Σ. Ξ., συμβαλλόμενος πάντα με τον ανωτέρω πληρεξούσιο του Λ. Κ., με το .../4-12-2000 προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή της ίδιας πιο πάνω συμβολαιογράφου, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, ακόμα και με αυτοσύμβαση στην εναγόμενη σύζυγο του, το 1/4 εξ αδιαιρέτου των ανωτέρω περιγραφομένων ακινήτων που βρίσκονται: α) στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. Αμπελιάς του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 150.000 τ.μ. περίπου, εκ των οποίων 100.000 τ.μ. είναι καλλιεργήσιμη έκταση και 50.000 τ.μ. χέρσα έκταση (ανωτέρω με στοιχεία 1α και 1β), β) στη θέση "..." της ίδιας πιο πάνω κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 80.000 τ.μ. περίπου (ανωτέρω με αριθμό 6), γ)στη θέση "..." της ίδιας κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 10.000 τ.μ. περίπου (ανωτέρω με αριθμό 9), δ)στη θέση "..." -της ίδιας κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 6.180 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 11), ε)στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας ... του Δ.Δ. Νεράιδας του Δήμου Πολυδάμαντα, έκτασης 22.687 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 13) και στ)στη θέση "..." της ίδιας κτηματικής περιφέρειας, έκτασης 13.980 τ.μ. (ανωτέρω με αριθμό 14). Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, όπως διαλαμβάνεται στο εν λόγω προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή, τα αμέσως πιο πάνω περιγραφόμενα ακίνητα και κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, περιήλθαν στο Σ. Ξ. από κληρονομιά του πατέρα του Δ. Ξ., που πέθανε στις 30-11-1987, χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονομιά του οποίου αυτός αποδέχεται με το προσύμφωνο δια του ανωτέρω πληρεξουσίου του, προκειμένου αυτό (προσύμφωνο) να μεταγραφεί και ως αποδοχή κληρονομιάς. Και πράγματι το προσύμφωνο μεταγράφηκε ως αποδοχή κληρονομιάς στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων στον τόμο ..., με αριθμό 31, την 1-2-2002, μετά δηλ. το θάνατο του Σ. Ξ., χωρίς αυτό να επιδρά στο κύρος και στα αποτελέσματα της αποδοχής κατά τα άρθρα 1193 και 1198 ΑΚ (ΑΠ 643/2003 - ΑΠ 645/2003 ΝοΒ 52, 34 - ΕφΑθ 4808/96 Αρμ 51, 630). Περαιτέρω, σε εκτέλεση του ανωτέρω προσυμφώνου καταρτίστηκε με αυτοσύμβαση, μετά το θάνατο του δωρητή Σ. Ξ., το .../30-1-2002 οριστικό συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου Βασιλικής Παπακωνσταντίνου, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Φαρσάλων την 1-2-2002, στον τόμο ..., με αριθμό 32, με το οποίο μεταβιβάστηκε στην εναγομένη η κυριότητα σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου των πιο πάνω ακινήτων. Έτσι η εναγομένη κατέστη κυρία των ακινήτων αυτών κατά το εν λόγω ποσοστό. Πλην όμως, με το πιο πάνω .../2000 πωλητήριο συμβόλαιο, δεν μεταβιβάστηκε η κυριότητα των σ' αυτό αναφερομένων ακινήτων στην εναγομένη, αφού ο Σ. Ξ., όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν κύριος αυτών. Δεν μεταβιβάστηκε επίσης με το πιο πάνω .../2000 δωρητήριο συμβόλαιο η κυριότητα του σ' αυτό αναφερομένου ακινήτου στην εναγομένη (ανωτέρω με αριθμό 4 ακίνητο), παρά μόνο κατά το ποσοστό 24,4/600 εξ αδιαιρέτου, κατά το οποίο ο Σ. Ξ. ήταν κύριος, αφού κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 575,6/600 εξ αδιαιρέτου, κύριος ήταν ο πατέρας του Δ. Ξ., σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, παρά το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτό ότι α)με το πιο πάνω .../2000 προσύμφωνο δωρεάς εν ζωή, νόμιμα ο Σ. Ξ. αποδέχθηκε την κληρονομιά του πατέρα του σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου επί των σ' αυτό αναφερομένων ακινήτων (και επομένως κατέστη κύριος αυτών κατά το εν λόγω ποσοστό με τη μεταγραφή του προσυμφώνου) και β)με το πιο πάνω επίσης .../2002 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή, το οποίο καταρτίστηκε σε εκτέλεση του προσυμφώνου με αυτοσύμβαση, μεταβιβάστηκε νόμιμα στην εναγομένη κατά πλήρη κυριότητα ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων αυτών, στη συνέχεια θεωρεί ότι τα ακίνητα αυτά δεν μεταβιβάστηκαν κατά το εν λόγω ποσοστό στην εναγομένη, καθώς δέχτηκε ότι ο Σ. Ξ. δεν ήταν κύριος αυτών και τα συνυπολογίζει στη συνέχεια στην κληρονομιαία περιουσία του. Για το σφάλμα όμως αυτό της εκκαλουμένης δεν υπάρχει λόγος έφεσης και επομένως αυτό το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως για τη διόρθωση του, αφού περιορίζεται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ (ΑΠ 1326/1984 ΝοΒ 1985, 997 - ΑΠ 1896/1984 ΕλλΔνη 26, 656).
Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο Σ. Ξ. απεβίωσε στις 2-11-2001, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από την εναγόμενη σύζυγο του κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και από τις τρεις αδελφές του, ήτοι τις δύο ενάγουσες και τη Γ. συζ. Χ. Κ. το γένος ... κατά το 1/6 εξ αδιαιρέτου από την κάθε μία (άρθρα 1814 και 1820 ΑΚ). Επομένως τα επίδικα ακίνητα τα οποία περιήλθαν σ' αυτόν κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του πατέρα του, περιήλθαν με το θάνατο του στις ενάγουσες ποσοστό 1/24 εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία (1/6 του 1/4). Όσον αφορά δε ειδικότερα το ανωτέρω με αριθμό 4 ακίνητο, το οποίο κατά τα προαναφερθέντα περιήλθε στον Σ. Ξ. από την κληρονομιά του πατέρα του σε ποσοστό 575,6/2.400 εξ αδιαιρέτου, αυτό περιήλθε στις ενάγουσες σε ποσοστό 575,6/14.400 εξ αδιαιρέτου (1/6 των 575,6/2.400) στην κάθε μία. Επίσης το ποσοστό συγκυριότητας του (του Σ. Ξ.) επί του αυτού ακινήτου (24,4/600 εξ αδιαιρέτου) περιήλθε στις ενάγουσες σε ποσοστό 24,4/3.600 εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία (1/6 των 24,4/600). Συνολικά δηλ. .στις ενάγουσες περιήλθε από το ανωτέρω με αριθμό 4 ακίνητο ποσοστό (575,6/14.400 + 24,4/3.600 =) 673,2/14.400 εξ αδιαιρέτου. Οι ενάγουσες όμως διεκδικούν με την αγωγή τους ποσοστό 1/24 από την κληρονομιά του αδελφού τους Σ. Ξ., που ισούται με 600/14.400, δηλ. μικρότερο του ανωτέρω ποσοστού. Την κληρονομιά του ανωτέρω εξ άλλου αποδέχθηκαν οι ενάγουσες κατά το 1/24 εξ αδιαιρέτου με την ανωτέρω αναφερόμενη .../4-4-2003 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Βάιου Αρμανίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα και έτσι κατέστησαν κύριες όλων των επιδίκων ακινήτων και κατά το 1/24 εξ αδιαιρέτου. Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά το θάνατο του Σ. Ξ., η εναγόμενη σύζυγος του κατακρατεί όλα τα επίδικα ακίνητα, επικαλούμενη ότι της ανήκουν δυνάμει ειδικών τίτλων και συγκεκριμένα δυνάμει των πιο πάνω αναφερομένων μεταβιβαστικών συμβολαίων (πωλητήριο κλπ), τα δε προερχόμενα από την κληρονομιά του Δ. Ξ. επειδή ανήκαν στο σύζυγο της Σ. Ξ. με έκτακτη χρησικτησία, όπως επικαλείτο και ο τελευταίος κατά τα προαναφερθέντα. Με βάση επομένως τα ανωτέρω, εφόσον ο δικαιοπάροχος της εναγομένης Σ. Ξ. δεν κατακρατούσε, αλλά και η ίδια δεν κατακρατεί τα κληρονομιαία ακίνητα ως κληρονόμος, δεν αντιποιήθηκε δηλ. εκείνος, αλλά ούτε και η ίδια το κληρονομικό δικαίωμα των εναγουσών σ' αυτά, όπως απαιτείται από το άρθρο 1871ΑΚ για την άσκηση της περί κλήρου αγωγής (ΑΠ 187/1993 ΕλλΔνη 36,1056 - ΕφΑΘ 8982/1989 ΕλλΔνη 33, 347 - Κουσούλης στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρο 1871, αρ. 13), οι σχετικές περί κλήρου αγωγές των τελευταίων (από την κληρονομιά του Δούκα και του Σ. Ξ.) είναι απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες. Όμως, όσον αφορά την επικουρικά σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή, αποδείχθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω ότι οι ενάγουσες κατέστησαν κυρίες των επιδίκων ακινήτων κατά τα 7/24 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία (κατά το 1/4 ή 6/24 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του πατέρα τους Δ. Ξ. και κατά το 1/24 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του αδελφού τους Σ. Ξ.), ενώ όσον αφορά το με αριθμό 4 ακίνητο, κατά τα 675,6/2.400 εξ αδιαιρέτου (κατά τα 575,6/2.400 από την κληρονομιά του πατέρα τους Δ. Ξ. και κατά το 1/24 ή 100/2.400 από την κληρονομιά του αδελφού τους Σ. Ξ.). Η εναγομένη επομένως, κατακρατώντας τα επίδικα ακίνητα, είναι υποχρεωμένη να τα αποδώσει σε κάθε μία από τις ενάγουσες κατά τα ανωτέρω ποσοστά".
Ακολούθως, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις όλα τα κτητικά του δικαιώματος της κυριότητας των εναγουσών, επί των επιδίκων ακινήτων περιστατικά, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής, και ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων, της οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στην απόφαση όλα τα περιστατικά της από παραχώρηση ως προς τα τρία και της με έκτακτη χρησικτησία ως προς τα λοιπά, αποκτήσεως της κυριότητας επί των επιδίκων ακινήτων, από τον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών Δ. Ξ., ο οποίος, των μεν υπό στοιχεία 11, 13 και 14 ακινήτων την κυριότητα απέκτησε με την μεταγραφή των οικείων παραχωρητηρίων, των δε λοιπών με έκτακτη χρησικτησία, αφού εξουσίασε αυτά, με διάνοια κυρίου, για περισσότερο από είκοσι χρόνια μέχρι τον θάνατό του στις 30.11.1987, καθόσον άσκησε σ' αυτά όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους διακατοχικές πράξεις, όπως επίβλεψη, καλλιέργεια, συλλογή καρπών, εκμίσθωση σε τρίτους και είσπραξη μισθωμάτων, οι οποίες είναι εμφανείς υλικές πράξεις, δηλωτικές κατά τις αντικειμενικές συναλλακτικές αντιλήψεις, της βουλήσεώς του να τα εξουσιάζει ως δικά του, χρησιμοποιώντας ως βοηθό νομής τον γυιό τους Σ. Ξ., δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας, ο οποίος διέμενε μαζί του (οικιακή εξάρτηση). Για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των επί μέρους τμημάτων των επιδίκων, επί των οποίων ασκούνταν οι επί μέρους διακατοχικές πράξεις. Επίσης αναφέρεται στην απόφαση ότι οι ενάγουσες απέκτησαν την κληρονομιά του αμέσου δικαιοπαρόχου τους Δ. Ξ. με νόμιμα μεταγραφείσα συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής και έτσι απέκτησαν την επί των επιδίκων κυριότητα παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή του ανωτέρω δικαιοπαρόχου τους, που την είχε αποκτήσει πρωτοτύπως (μεταγραφή παραχωρητηρίων, έκτακτη χρησικτησία). Επομένως οι περί του αντιθέτου από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις, που περιέχονται στους πρώτο (πρώτο μέρος) δεύτερο (πρώτο και δεύτερο μέρος) και πέμπτο (δεύτερο και τρίτο μέρος) από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαψε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στην γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003), ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013). Ως "πράγματα"νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ' αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος (ΑΠ 1126/2013). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 609/2013). Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο και απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Επίσης ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δε επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του (ΑΠ 179/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο (δεύτερο μέρος) και πέμπτο (πρώτο μέρος) από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων του αριθμού 8 εδβ και 8 εδ. α, αντίστοιχα του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια α) ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Δ. Ξ. κατά το φαινόμενο εμφανιζόταν στις προς τρίτους συναλλαγές του, όπως με την αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και με την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Φαρσάλων, ως κύριος, νομέας και κάτοχος των επιδίκων, ενεργώντας δια του υιού του Σ. Ξ., ενώ στην πραγματικότητα νομέας και κάτοχος των επιδίκων, στα οποία αφορούσαν οι διάφορες συναλλαγές (σύναψη αγροτικών δανείων κλπ), ήταν ο τελευταίος, άμεσος δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας, σύμφωνα και με τη σχετική συμφωνία, β) ότι προς θεμελίωση της δικανικής του πεποιθήσεως περί της αποκτήσεως της κυριότητας των επιδίκων από τον δικαιοπάροχος της αναιρεσείουσας, με έκτακτη χρησικτησία, έλαβε υπόψη, εκτός από τις μνημονευόμενες στην αγωγή διακατοχικές πράξεις και εκείνη "της βοσκήσεως", που δεν αναφέρεται στην αγωγή. Ο υπό στοιχ. α ισχυρισμός, που περιεχόταν και στον πρώτο λόγο της εφέσεως της αναιρεσείουσας δεν είναι "πράγμα" κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια αλλά αρνητικός του αγωγικού ισχυρισμού περί ασκήσεως νομής επί των επιδίκων από τον άμεσο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων εναγουσών Δ. Ξ.. Επομένως ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, παρεκτός του ότι είναι και ουσιαστικά αβάσιμος, γιατί όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της αποφάσεως, που εκτίθεται παραπάνω, το Εφετείο με την παραδοχή του ότι νομέας των επιδίκων ακινήτων, ήδη από το έτος 1966, ήταν ο εν λόγω δικαιοπάροχος των εναγουσών, ο οποίος λόγω της ηλικίας του και των σοβαρών προβλημάτων της υγείας του, χρησιμοποιούσε για την άσκηση της επί των επιδίκων φυσικής εξουσίας τον γυιό του Σ. Ξ. ως βοηθητικό του πρόσωπο, το οποίο κατά τις σχετικές παραδοχές, δεν είχε ούτε νομή, ούτε κατοχή, απάντησε στον ως άνω ισχυρισμό τον οποίο εκ των πραγμάτων, απέρριψε ως αβάσιμο. Ο υπό στοιχ. β ισχυρισμός είναι αλυσιτελής, καθόσον η λήψη υπόψη και άλλων πράξεων νομής, ως περιστατικού που προέκυψε από τις αποδείξεις, δεν ιδρύει τον ερευνώμενο εκ της διατάξεως του άρ.8 εδ.α του άρθρου 559 λόγο, καθόσον δεν μεταβάλλει τη βάση της αγωγής, ενώ προσέτι ως εκ περισσού αναφέρεται, αφού οι εκτιθέμενες στην αγωγή διακατοχικές πράξεις που έγινε δεκτό ότι προέκυψε η άσκησή τους (καλλιέργεια, επίβλεψη κλπ) επαρκώς στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 εδ. α και β του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ.3, 339 και 395 ΚΠολΔικ, όταν η δια μαρτύρων απόδειξη δεν αποκλείεται, επιτρέπονται και τα δικαστικά τεκμήρια, τα οποία τα δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από οπουδήποτε, ακόμη και από ιδιωτικά έγγραφα, εκτός εάν στην τελευταία περίπτωση βεβαιώνεται από το δικαστήριο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ότι συνετάγησαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη, (ΑΠ 554/2012) οπότε καθίστανται ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα και η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο της διατάξεως του αριθμού 11α του παραπάνω άρθρου.
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο (τρίτο μέρος) και τρίτο (πρώτο μέρος) από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως περί αποκτήσεως από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έλαβε υπόψη α) εξώδικη ομολογία του αποβιώσαντος συζύγου της αναιρεσείουσας-εναγομένης Σ. Ξ., χωρίς να έχει γίνει επίκλησή της από τις ενάγουσες και β) την υπ' αριθμ. .../225/7.6.2002 βεβαίωση της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Φαρσάλων περί καλλιέργειας από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών, κατά την καλλιεργητική περίοδο 1986-1987 διακοσίων πενήντα οκτώ (258) στρεμμάτων με σκληρό σιτάρι, που είναι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και ειδικότερα όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, γιατί πρόκειται περί δικαστικού τεκμηρίου, που προέκυψε από έγγραφα, τα οποία οι ενάγουσες νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν στο Εφετείο, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεών τους και δη το υπ' αριθμ. .../2000 προσύμφωνο δωρεάς και την υπ' αριθμ. .../1988 δήλωση φόρου κληρονομίας του αμέσου δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας Σ. Ξ., στα οποία ο τελευταίος φέρεται ως κληρονόμος του πατέρα του Δ. Ξ. και κύριος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, σε ορισμένα από τα επίδικα ακίνητα, οπότε από το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών το δικαστήριο άντλησε πραγματικό επιχείρημα περί του ότι αυτός, πέραν του κληρονομικού του μεριδίου, δεν είχε, αποκτηθείσα με έκτακτη χρησικτησία κυριότητα επί των επιδίκων. Επομένως δεν συντρέχει η αιτίαση του αριθμού 11 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση το επικαλούμενο έγγραφο δεν αποδεικνύει την κυριότητα επί των αναφερομένων σ' αυτό 258 στρεμμάτων, ούτε περιέχει τέτοια βεβαίωση αφού ο Γεωργικός Συνεταιρισμός δεν έχει δικαιοδοσία να παρέχει τέτοιου είδους πιστοποιήσεις, πλην όμως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης, ορθά λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού το δικαστήριο (εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη βεβαίωση), έκρινε ανέλεγκτα ότι αυτό δεν συντάχθηκε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην συγκεκριμένη δίκη ως αποδεικτικό μέσο. Επρόκειτο λοιπόν περί επιτρεπτού αποδεικτικού μέσου, που ορθά λήφθηκε υπόψη, μη στοιχειοθετουμένου του ερευνωμένου από αριθμό 11 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγου. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (πρώτος-3ο μέρος και τρίτος-1ο μέρος) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ περαιτέρω ο τρίτος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του, -με το οποίο και κατ' εκτίμηση των εκτιθεμένων αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα και χωρίς τούτο να προκύπτει από την παραπάνω βεβαίωση της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών, δέχθηκε ότι τα αναφερόμενα σ' αυτήν 258 στρέμματα ταυτίζονται με το επίδικο- είναι επίσης απορριπτέος και μάλιστα ως απαράδεκτος, καθόσον πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1126/2013).
Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ.20 λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με τη παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλαδή φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής, ενώ για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΑΠ 609/2013). Για να ιδρυθεί ο ερευνώμενος λόγος, πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου ως προς το οποίο η αιτίαση, στην κατ' έφεση δίκη, πράγμα το οποίο ο Άρειος Πάγος ελέγχει από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ). Ο λόγος ανακύπτει και όταν το έγγραφο το έχει προσκομίσει ο αντίδικος του αναιρεσείοντος (κοινό αποδεικτικό μέσο κατ' άρθρο 346) εφόσον ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί νομίμως το προσκομισθέν και είχε αναφερθεί στο περιεχόμενό του προς απόδειξη δικού του λυσιτελούς ισχυρισμού ή ανταπόδειξη ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 481/2013). Ο αναιρεσείων σε κάθε περίπτωση έχει την υποχρέωση να προσκομίσει στον Άρειο Πάγο το έγγραφο που φέρεται ότι έχει παραμορφωθεί προς διαπίστωση της βασιμότητας του λόγου αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος είναι αβάσιμος (ΑΠ 495/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) του υπ' αριθμ. .../3.5.1979 πληρεξουσίου του συμβ/φου Φαρσάλων Γεωργίου Κατσιλέρου, β) των από 10.1.1983, 3.8.1983 και 10.9.1983 συμβάσεων χρεολυτικού δανείου με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και γ) της υπ' αριθμ. .../12.9.1985 αιτήσεως της ίδιας Τράπεζας προς το Υποθηκοφυλακείο Φαρσάλων, από τα οποία δεν προκύπτει, όπως εσφαλμένα δέχεται η απόφαση ότι ο δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης ενεργούσε ως βοηθός νομής, αλλά αντίθετα ότι ενεργούσε για λογαριασμό τόσο του ίδιου όσο και του πατέρα του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί τα έγγραφα αυτά, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων των διαδίκων στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ.), τα είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει οι αναιρεσίβλητες και όχι η αναιρεσείουσα, η οποία, θα μπορούσε, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη να τα επικαλεσθεί στη δευτεροβάθμια δίκη, αφού αυτά με την προσκομιδή τους από τις αναιρεσίβλητες-ενάγουσες στην πρωτοβάθμια δίκη, κατέστησαν κοινά αποδεικτικά μέσα (άρθρ. 346 ΚΠολΔικ.), πράγμα το οποίο όμως δεν έκανε και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται για την υποβολή του κρινόμενου λόγου, ο οποίος πρέπει αν απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι ήταν απορριπτέος και γιατί τα έγγραφα αυτά δεν προσκομίζονται στο παρόν δικαστήριο, αλλά και γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν στήριξε, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, το αποδεικτικό του πόρισμα, περί αποκτήσεως από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων της κυριότητας των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, στα έγγραφα αυτά, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν αυτή υπερβαίνει τα στη διάταξη αυτή αναφερόμενα όρια, έχει εφαρμογή όταν πρόκειται περί ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο του, όχι δε και όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή άσκηση δικαιώματος το αντιδίκου του.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δωδέκατο (πρόσθετο) λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι κατά παραβίαση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, απέρριψε ως μη νόμιμη, την υποβληθείσα πρωτοδίκως και επαναφερθείσα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών-αναιρεσιβλήτων, επικυρώνοντας κατά τούτο και μετά από αντικατάσταση των αιτιολογιών (άρθρο 534 ΚΠολΔικ) την πρωτόδικη απόφαση, ενώ προσέτι δεν έλαβε υπόψη τους περιεχομένους στην ένσταση αυτή και προς θεμελίωσή της αυτοτελείς ισχυρισμούς. Όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο, αλλά και προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως της αναιρεσείουσας και των προτάσεών της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ), η τελευταία, για την θεμελίωση της εν λόγω ενστάσεώς της ισχυρίστηκε ότι οι ενάγουσες-αναιρεσίβλητες είχαν προικισθεί από τον πατέρα τους με χρηματικά ποσά που υπερέβαιναν κατά τον χρόνο εκείνο την αξία των επιδίκων ακινήτων και δη με 150 λίρες η πρώτη και 250 λίρες η δεύτερη και ότι τα ακίνητα αυτό ο πατέρας τους από το 1959 τα είχε παραχωρήσει άτυπα στον αδελφό τους και δικαιοπάροχο της εναγομένης-αναιρεσείουσας Σ. Ξ., ο οποίος τα νεμόταν, υπό τα όμματα των αναιρεσιβλήτων, για δικό του λογαριασμό μέχρι τον θάνατο του πατέρα τους το 1987 και στη συνέχεια μέχρι τον θάνατο του ίδιου το 2001, καταστάς κύριος αυτών με έκτακτη χρησικτησία και ότι ενώ οι ενάγουσες ουδέποτε προέβαλλαν αξίωση, άσκησαν την ένδικη αγωγή τους, η οποία έρχεται σε προφανή αντίθετη με τις αρχές του 281 ΑΚ και "πλήττει την αναιρεσείουσα" δημιουργούσα σ' αυτήν "επαχθείς συνέπειες γιατί μετά τον θάνατο του συζύγου της έμεινε μόνη χωρίς τέκνα, οι δε συγγενείς και φίλοι της εξεδήλωσαν την αγανάκτησή τους για την πρωτοφανή και άδικη ενέργεια των αναιρεσιβλήτων". Υπό τα εκτεθέντα περιστατικά δεν θεμελιώνεται κατά νόμο η καταχρηστική άσκηση του επιδίκου δικαιώματος, αφού η ενισταμένη αρνείται το δικαίωμα των αντιδίκων της, επικαλούμενη δικό της δικαίωμα και συνακόλουθα δεν συντρέχει η απαιτουμένη από το νόμο προϋπόθεση της ασκήσεως του δικαιώματος από τον δικαιούχο, που είναι προαπαιτούμενο των επικαλουμένων επαχθών συνεπειών. Επομένως το Εφετείο που έκρινε μη νόμιμη (νομικά αβάσιμη) την ένσταση δεν αξίωσε περισσότερα από όσα η παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη απαιτεί για την κατά νόμο θεμελίωσή της, μη στοιχειοθετουμένου εντεύθεν του αναιρετικού λόγου της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αλλά ούτε και εκείνη της διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του ίδιου άρθρου, αφού τα παραπάνω περιστατικά δεν θεμελιώνουν λυσιτελή ισχυρισμό, ώστε το δικαστήριο να υποχρεούται να τα λάβει υπόψη (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013, ΑΠ 126/2013). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός , καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν, ενώ η υποβληθείσα με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατά το άρθρο 579 παρ.2 ΚΠολΔικ, η οποία είχε ως προϋπόθεση την παραδοχή της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί. Η δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων βαρύνει την αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-9-2009 αίτηση και τους από 12-10-2009 προσθέτους λόγους της Α. χας Σ. Ξ., το γένος Δ. Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 315/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας και της υπ' αριθμό 11/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας.
Απορρίπτει την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ