Θέμα
Απάτη, Συνέργεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Αδικήματα: Ψευδορκία Μάρτυρα - Απάτη στο Δικαστήριο - Άμεση συνεργεία σε απάτη δικαστηρίου (άρθρα 46 παρ.1β, 224, 386 παρ.1α ΠΚ). 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όσον αφορά την ενοχή. 2. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, για χωρίς ειδική αιτιολογία απόρριψη, μη παραδεκτά προβληθέντος, ήτοι αορίστως, αυτοτελούς ισχυρισμού της ελαφρυντικής περιστάσεως άρ. 84 παρ. 2 εδ. δ' και ε' του ΠΚ. 3. Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' του ΚΠΔ για την πράξη της άμεσης συνέργειας του 3ου στην απάτη των λοιπών δύο. 4. Ο διαχωρισμός αναγνώρισης ελαφρυντικής περίστασης σε ένα κατ/νο, είναι δυνατός επί συρροής διαφορετικών αξιοποίνων πράξεων, του δικαστηρίου θεωρητικά δυναμένου να αναγνωρίσει κάποια ελαφρυντική περίσταση μόνο για τη μία πράξη και όχι για την άλλη του ίδιου προσώπου, αρκεί να υπάρχει η δέουσα ειδική και επαρκής αιτιολογία.
Αριθμός 602/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ι. Μ. του Ν., κατοίκου Αθηνών, 2) Ν. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Κουρουκλή και 3) Μ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Κουρουκλή, για αναίρεση της υπ'αριθ.1427/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2012 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1341/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για τον Ν. Μ. και να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης για τους Ι. Μ. και Μ. Μ.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1, 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι "όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώση του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα και όχι κρίσεις και αφετέρου ο μάρτυρας να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή. Για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, για το αξιόποινο της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρος, όπου απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική τους υπόσταση, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου, σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει, στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει, ως αβάσιμη, την αγωγή ή την αίτηση.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ.1 περ.β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 του ΠΚ, όποιος, εκτός από την περ. της παρ.1 στοιχ. Β του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη(άρθρο 83). Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις αυτές προκύπτει: 1) ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί και 2) ότι για τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιοποίνου πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής, ήτοι με γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξεως και με τη βούληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της.
Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1427/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης, με την οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, για ψευδορκία μάρτυρα και απάτη στο δικαστήριο ο πρώτος και για απάτη στο δικαστήριο η δεύτερη των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και για άμεση συνέργεια στην ανωτέρω απάτη ο τρίτος Ν. Μ.. Το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο μηνυτής Ε. Μ., πριν την 27-10-2004, ήταν κύριος ενός οικοπέδου 752 περίπου μέτρων, που βρίσκεται εντός του οικισμού ... της κτηματικής περιφέρειας ... του Δήμου ... . Το ακίνητο αυτό αποτελούσε αρχικά τμήμα μείζονος ακινήτου εμβαδού περίπου 1400 τμ, το οποίο (μείζον ακίνητο) ανήκε στην ιδιοκτησία του Ι. Μ., πατέρα του μηνυτή και του πρώτου κατηγορούμενου Ν. Μ., ο οποίος τους το είχε παραχωρήσει άτυπα το 1976. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, οι ανωτέρω, μηνυτής και πρώτος κατηγορούμενος, το έτος 1981 διένειμαν άτυπα το εν λόγω ακίνητο, με αποτέλεσμα ο μηνυτής να λάβει το ανατολικό τμήμα αυτού, μαζί με όλα τα εντός αυτού κτίσματα, μεταξύ των οποίων και μία ισόγεια αποθήκη, και ο πρώτος κατηγορούμενος το δυτικό τμήμα αυτού. Το δυτικό τμήμα που έλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος και εν συνεχεία παραχώρησε άτυπα στα τέκνα του Ι. Μ. και Μ. Μ. (δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων) συνορεύει προς τη δυτική του πλευρά με τις ιδιοκτησίες των Ν. Κ. και Μ. Μ., χωρίς μεταξύ των ακινήτων να υφίσταται οποιοσδήποτε διαχωρισμός, αλλά αυτά είναι όμορα, εφαπτόμενα (για το θέμα αυτό βλ. ιδίως την απολογία του Ν. Κ. στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο οποίος παραδέχεται ότι "το σπίτι του είναι στο όριο των Μ., δεν υπάρχει δρόμος στο όριο" καθώς και την αναγνωσθείσα .../8-2-2005 ένορκη βεβαίωση του, στην οποία παραδέχεται ότι "συνορεύει" με το ακίνητο της Μ. και Ι. Μ., δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων). Η, κατά την ανωτέρω μεταξύ των αδελφών άτυπη διανομή, παραχώρηση και της ισόγειας αποθήκης στο μηνυτή Ε. Μ. υπήρξε αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, Ν. Μ., πήρε ακίνητο με κτίσματα σε άλλη θέση, στη θέση "Καζάνι" (άλλως "Γκαζάνι"). Από το χρόνο της άτυπης διανομής (1981) ο μηνυτής νέμονταν το ακίνητο του μαζί με την ισόγεια αποθήκη και τον πέριξ αυτής χώρο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, με αποτέλεσμα να καταστεί κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας το έτος 2001. Ειδικότερα, στην επίδικη αποθήκη, που αρχικά είχε μία ξύλινη πόρτα, που ήταν πάντοτε κλειδωμένη και της οποίας το κλειδί είχε μόνο ο ίδιος, τοποθέτησε το 1991 μία μεταλλική πόρτα, συνεχίζοντας να έχει μόνο ο ίδιος το κλειδί αυτής, τη χρησιμοποιούσε δε, αποκλειστικά και μόνο αυτός, για την αποθήκευση διαφόρων αντικειμένων ιδιοκτησίας του, χωρίς ουδέποτε οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτη των κατηγορουμένων να χρησιμοποιούν την αποθήκη ή να κατέχουν κλειδί αυτής. Εξάλλου, το έτος 1991 ο μηνυτής περιέφραξε το δικό του ακίνητο περιλαμβάνοντας στην περίφραξη και την αποθήκη, ενώ ήδη από το 1996 προχώρησε σε ηλεκτροδότηση τόσο της αποθήκης όσο και του έτερου κτίσματος που υπήρχε στο ακίνητο και το οποίο είχε διαμορφώσει σε κατοικία. Επίσης, ουδέποτε η αποθήκη αυτή παραχωρήθηκε προς χρήση από τους ανωτέρω πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων προς τον προαναφερθέντα Νικόλαο Κ. (ήταν επίσης κατηγορούμενος στην αυτή υπόθεση, αλλά αθωώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση), αλλά οι τελευταίοι του παραχώρησαν προς χρήση μόνο το δικό τους ακίνητο. Μετά την απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου του, στο οποίο κατά τα ανωτέρω περιλαμβάνονταν η επίμαχη ισόγεια αποθήκη με την πέριξ αυτής εδαφική λωρίδα, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ο μηνυτής μεταβίβασε αυτό στους αλλοδαπούς, Βέλγους υπηκόους, G. (Γ.) F. (Φ.) J. (Ζ.) Β. (Μ.) και S. (Σ.) P. (Π.) J. (Ζ.) Γ., δυνάμει του .../27-10-2004 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μοιρών. Μετά την ανωτέρω μεταβίβαση, ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Μ. αφαίρεσε την περίφραξη που υπήρχε στο μεταβιβασθέν ακίνητο, προβάλλοντας ταυτόχρονα οι δεύτερος και τρίτη των κατηγορουμένων δικαίωμα κυριότητας επί της επίμαχης ισόγειας αποθήκης και του αύλιου αυτής χώρου, συνολικής έκτασης (μαζί με το κτίσμα) 56,90 τμ, για το οποίο και άσκησαν τη σχετική από 30-1-2005 και με αριθμό κατάθεσης 54/2005, αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μοιρών, στρεφόμενοι τόσο κατά του μηνυτή όσο και των ως άνω αλλοδαπών αγοραστών, η οποία και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 65/2006 απόφαση του, με την οποία, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της ανταγωγής που άσκησαν οι ανωτέρω αλλοδαποί νέοι κύριοι, αναγνωρίσθηκαν οι τελευταίοι κύριοι του επίμαχου τμήματος. Στα πλαίσια της συζήτησης της έφεσης που άσκησαν οι κατηγορούμενοι Ι. και Μ. Μ. κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου αστικού δικαστηρίου, προς απόδειξη του προβαλλόμενου ισχυρισμού τους ότι είναι συγκύριοι του επίμαχου τμήματος, έχοντας αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσκόμισαν στη σχετική ενώπιον του δευτεροβάθμιου αστικού δικαστηρίου (Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου) την ήδη αναφερθείσα .../8-2-2005 ψευδή κατά περιεχόμενο ένορκη βεβαίωση των Ν. Κ. (ήδη αθωωθέντος κατηγορούμενου) και του νυν τρίτου κατηγορούμενου Ι. Μ. καθώς επίσης και το από τον Ιανουάριο του 2005 ψευδές τοπογραφικό του πολιτικού μηχανικού Μ. Χ., γνωρίζοντας το ψεύδος τόσο των καταθέσεων που περιλαμβάνονται στην ένορκη βεβαίωση όσο και το ψεύδος των όσων αποτυπώνονταν στο τοπογραφικό διάγραμμα. Ειδικότερα στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση Α) τα όσα ανέφερε ο Ν. Κ. και δη ότι η αποθήκη είχε μία ξύλινη πόρτα η οποία δεν έκλεινε ποτέ, ότι το 1991 του παραχωρήσανε (την αποθήκη), εννοώντας ότι του την παραχωρήσανε οι λοιποί κατηγορούμενοι, ότι το καλοκαίρι του 2004 ο Ν. Μ. την πέταξε πέρα (εννοεί την περίφραξη), ότι ο Ε. Μ. πούλησε στους Βέλγους το σπιτάκι αυτό που ήταν στο μερίδιο των Ι. και Μ. Μ. (κατηγορουμένων) και Β) τα όσα ανέφερε ο νυν τρίτος κατηγορούμενος Ι. Μ., δηλαδή "ότι το 1976 το μοίρασε ο παππούς (εννοεί το όλο ακίνητο των 1400 τμ), ότι έδωσε το δυτικό τμήμα με την ισόγεια αποθήκη στους Ι. και Μ. Μ. (δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων), ότι τα δύο δωμάτια τα νοτιανατολικά τα έδωσε στον Μ. Μ. (μηνυτή), ότι στο επίδικο υπήρχε μία ξύλινη πόρτα που δεν έκλεινε ποτέ και ότι οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων (ξαδέλφια του όπως τα αναφέρει), όταν ερχόταν ή ο αντιπρόσωπος τους Ν. Μ. (πατέρας τους) άφηνε προσωρινά τα πράγματα τους ή τα φρούτα που μάζευαν", ήταν ψευδή. Επίσης στο ανωτέρω τοπογραφικό, που συντάχθηκε με επιμέλεια του πρώτου κατηγορούμενου Ν. Μ., που υπέδειξε τα όρια στο μηχανικό και στη συνέχεια το χορήγησε στα τέκνα του για να το χρησιμοποιήσουν στην ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου δίκη, όπως και αυτοί έπραξαν παρότι γνώριζαν το ψευδές περιεχόμενο του, εμφανίζεται ψευδώς το ακίνητο των ανωτέρω δεύτερου και τέταρτης των κατηγορουμένων να μην εφάπτεται στη δυτική του πλευρά με τις ιδιοκτησίες των Κ. και Μ., όπως πράγματι συμβαίνει, αλλά μεταξύ αυτών να υφίσταται ένα τμήμα με στοιχεία "10-11-12-12-14-15-16-10" που τις διαχωρίζει, παρότι δεν υπάρχει, όπως ήδη αναφέρθηκε, οποιοσδήποτε διαχωρισμός μεταξύ των ακινήτων και η ανωτέρω εδαφική λωρίδα ανήκει και συνεχίζει να ανήκει στο ακίνητο των συγκεκριμένων κατηγορουμένων. Με το τέχνασμα αυτό, το ακίνητο τους "μετατοπίζεται" ανατολικότερα κατά το εμβαδό του ως άνω τμήματος των 93,62 τμ, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ότι περιλαμβάνεται στο οικόπεδο τους και το επίδικο τμήμα της ισόγειας αποθήκης και ο πέριξ αυτής χώρος. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με την εν γνώσει τους παράσταση ψευδών γεγονότων, οι συγκεκριμένοι δεύτερος και τέταρτη των κατηγορουμένων, ενάγοντες στην πολιτική δίκη, με την άμεση συνεργεία και του πατέρα τους (πρώτου κατηγορούμενου) που τους παραχώρησε το ως άνω ψευδές τοπογραφικό, έπεισαν τους δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και αυτοί, εξαπατηθέντες, εξέδωσαν την 349/6585/884/2007 απόφασή τους, με την οποία έκαναν δεκτή την έφεση τους κατά της 65/2006 απόφασης του Ειρηνοδικείου Μοιρών και αναγνώρισαν τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους κυρίους της επίμαχης έκτασης των 56,90 τμ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Ι. Μ., συγκύριος κατά τους ισχυρισμούς τους της επίμαχης ισόγειας αποθήκης και του πέριξ αυτής χώρου, εξεταζόμενος ως μάρτυρας (αν και ήταν διάδικος) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μοιρών κατά τη δικάσιμο της 8ης Φεβρουαρίου 2005, ως καθ' ου στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που άσκησαν σε βάρος του (καθώς και σε βάρος της αδελφής του και του μηνυτή) οι ήδη αναφερθέντες αλλοδαποί αγοραστές), κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, αποκρύπτοντας την αλήθεια. Ειδικότερα κατέθεσε τα όσα στο διατακτικό αναλυτικά αναφέρονται, καταθέτοντας, εν περιλήψει, ότι στο ακίνητο, κυριότητας δικής του και της αδελφής του, ανήκει η επίμαχη ισόγεια αποθήκη, ότι τη χρησιμοποιούσαν αυτή από το έτος 1976 (σημειώνεται ότι τότε ο ίδιος, ως γεννημένος το 1966, ήταν μόλις 10 ετών και η αδελφή του, ως γεννημένη το έτος 1962, ήταν 14 ετών), ότι η ξύλινη πόρτα υπήρχε δύο έτη πριν, δηλαδή μέχρι το 2003, και ότι μετά αντικαταστάθηκε με τη σιδερένια, ότι το σύνορο των δύο ακινήτων ήταν ευθεία, ότι στη θέση "Γκαζάνι" δεν έχει πάρει (προφανώς ο πατέρας του) κτίσμα, ότι την αποθήκη αυτή την εκμίσθωσαν στον Κ., ο οποίος και τη χρησιμοποιούσε, ενώ χρήση της έκαναν και αυτός και η αδελφή του. Με βάση συνεπώς το σύνολο των παραπάνω 7 αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία των δύο μελών του, μειοψηφούσας της Προεδρεύουσας, ότι οι ανωτέρω πρώτος, δεύτερος και τέταρτη των κατηγορουμένων τέλεσαν: ο πρώτος την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο Δικαστήριο, ο δεύτερος τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της απάτης στο Δικαστήριο και η τρίτη την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, οπότε πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων αυτών. Στοιχείο κρίσιμο για την περί ενοχής των κατηγορουμένων κρίση αποτελεί, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, το γεγονός ότι οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, αν και, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχαν αναγνωριστεί κύριοι της επίμαχης εδαφικής λωρίδας με την επ' αυτής ισόγεια αποθήκη δυνάμει της 349/6585/884/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που δημοσιεύθηκε την 17-9-2007, μετά την καταδίκη τους στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση που εκδόθηκε την 8-3-2010, θέλοντας προφανώς να αποφύγουν τη δημιουργία λόγου αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης, με την προτροπή του πρώτου κατηγορούμενου - πατέρα τους, προέβησαν, με δικά τους έξοδα και χωρίς να λάβουν κανένα τίμημα, στη μεταβίβαση της κυριότητας της ίδιας αυτής εδαφικής λωρίδας προς τους ανωτέρω αλλοδαπούς αγοραστές (στους οποίους προηγουμένως και δη με το ήδη αναφερθέν .../27-10-2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, είχε μεταβιβαστεί από το μηνυτή, ως τμήμα του δικού του ακινήτου) με το .../13-8-2010 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, ενέργεια που με σαφήνεια υποδηλώνει ότι αναγνώριζαν πλήρως την αβασιμότητα των ισχυρισμών τους περί κυριότητας τους επί της επίδικης λωρίδας και ότι κύριος αυτής ήταν αρχικώς ο μηνυτής Ε. Μ., που νομοτύπως συνακόλουθα τη μεταβίβασε το 2004 στους ανωτέρω αλλοδαπούς αγοραστές. Περαιτέρω, στους ίδιους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων πρέπει να αναγνωριστεί, ομόφωνα από το Δικαστήριο, η συνδρομή στο πρόσωπο τους, μόνο όμως για την πράξη της απάτης και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 δ του ΠΚ, εφόσον κρίνεται ότι επέδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησαν να άρουν τις συνέπειες των πράξεων τους αυτών, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά την έκδοση της 349/6585/884/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και την δι' αυτής αναγνώριση της κυριότητας τους στην επίμαχη εδαφική λωρίδα, που υπήρξε αποτέλεσμα της απάτης τους, προέβησαν στη μεταβίβαση της κυριότητας της ίδιας αυτής εδαφικής λωρίδας προς τους ανωτέρω αλλοδαπούς αγοραστές με το .../13-8-2010 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, αποκαθιστώντας έτσι την πραγματική κατάσταση σε σχέση με την κυριότητα του συγκεκριμένου εδαφικού τμήματος. Αντίθετα, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία των δύο μελών του, μειοψηφούσας της Προεδρεύουσας, ότι δεν πρέπει να αναγνωριστεί στο δεύτερο κατηγορούμενο το ίδιο ελαφρυντικό και για την πράξη της ψευδορκίας, όπως ζητά ο ίδιος, αφού το αίτημα του είναι παντελώς αόριστο, αλλά και σε κάθε περίπτωση η μεταγενέστερη ως άνω συμπεριφορά του δεν συνιστά προσπάθεια άρσης των συνεπειών της ψευδορκίας του, που προσβάλλει το έννομο αγαθό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και όχι κάποιο ιδιωτικό έννομο αγαθό. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ομόφωνα ότι το αίτημα των ίδιων κατηγορουμένων για την αναγνώριση στο πρόσωπο τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως λόγω της αοριστίας του. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2, 171 παρ. 1 και 510 του Κ.Π.Δ. το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να περιλάβει οίκοθεν στην απόφαση του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το γιατί δεν χορήγησε στον κατηγορούμενο μία ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, από εκείνες που ενδεικτικά προβλέπονται στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ. ή θεμελιώνονται σε άλλη διάταξη νόμου. Όμως εφόσον υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν ελαφρυντικής περιστάσεως, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση όμως της έρευνας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή το χαρακτηρισμό με τον οποίο είναι γνωστή αυτή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο (ΑΠ 289/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 807/2007 ΠοινΔ 2007.1235, ΑΠ 219/2002 ΠΧ ΝΒ 904, ΑΠ 415/2002 ΠοινΔικ 2002.959 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο συνήγορος των ανωτέρω κατηγορουμένων ζήτησε, σε περίπτωση ενοχής τους, να τους αναγνωριστεί, όπως επί λέξει ανέφερε, τα ελαφρυντικό "του άρθρου 84 παρ.2 δ και ε του ΠΚ". Το αίτημα όμως αυτό προβλήθηκε κατά παντελώς αόριστο τρόπο και είναι επομένως για το λόγο αυτό απορριπτέο, αφού γίνεται επίκληση μόνο του άρθρου που προβλέπει τις ελαφρυντικές περιστάσεις, χωρίς επίκληση των πραγματικών εκείνων περιστατικών στα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώνονται τα συγκεκριμένα ελαφρυντικά. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση και ειδικώς για το ελαφρυντικό της παρ.ε του ανωτέρω άρθρου, δεν προέκυψε ότι συντρέχουν και ουσιαστικώς οι προϋποθέσεις για την παραδοχή του, αφού οι παρόντες πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου συνεχίζουν να υποστηρίζουν την ανυπαρξία κυριότητας του μηνυτή στην επίμαχη εδαφική λωρίδα μετά της ισόγειας αποθήκης, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι η παριστάμενη διά εξουσιοδοτήσεως τέταρτη κατηγορούμενη μετέβαλε τη στάση της επί του θέματος αυτού". Στη συνέχεια το ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξεν ενόχους τους τρεις κατηγορουμένους, κατά πλειοψηφία, του ότι: "τους: πρώτο (Ν. Μ., δεύτερο (Ι. Μ.) και τέταρτη (Μ. Μ.) των κατηγορουμένων του ότι στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους τέλεσαν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις : Α'. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ι. Μ., στις ... στις 8-2-2005 ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, αποκρύπτοντας την αλήθεια. Συγκεκριμένα ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μοιρών κατά τη δικάσιμο της 8-2-2005 και κατά την εκδίκαση της υπ' αριθμ. 51/2004 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων των α) Γ. Φ. Ζ. Μ. του Λ. και β) Σ. Π. Ζ. Γ. κατά των α) Ν. Μ. του Ι., και του ιδίου κατέθεσε ψευδώς τα εξής ; 1) Το ακίνητο αυτό ανήκει σε μένα και την αδελφή μου στα 700 τμ. και περιλαμβάνει και την αποθήκη, 2) Από το έτος 1976 εμείς τη χρησιμοποιούσαμε, 3) Πριν δύο χρόνια είχε μια ξύλινη πόρτα...πιστεύω ότι υπάρχει μία σιδερένια πόρτα γύρω στα 1,1/2 χρόνο, 4) Το μοιράσαμε στη μέση και το σύνορο ήταν ευθεία πάνω στο όριο των δύο ιδιοκτησιών, 5) Εμείς στη θέση Γκαζάνι δεν έχομε πάρει κτίσμα, 6) Το δώσαμε στον Κ. και έκανε Θερμοκήπιο είχε μία ξύλινη ερειπωμένη αφήνανε ότι μάζευε ο κ. Κ. το χρησιμοποιούσε παλιά μας έδινε από τα προϊόντα που έβγαζε προφανώς βάζει τα νάϋλον 7) Δεν είναι ασπρισμένη η αποθήκη, ενώ η αλήθεια είναι ότι στο ακίνητο των άνω καθών η αίτηση δεν περιλαμβάνεται η αποθήκη, ότι δεν τη χρησιμοποιούσαν ποτέ την αποθήκη, ότι η ξύλινη πόρτα υπήρχε μέχρι το έτος 1991, το σύνορο δεν ήταν ευθεία αλλά τεθλασμένη, ότι στη θέση Γκαζάνι είχε πάρει ο πατέρας του ακίνητο με κτίσμα, ότι ο Κ. δεν έκανε θερμοκήπιο αλλά θερμοσπόριο και στη συνέχεια τα μεταφύτευε. Προέβη δε ο κατηγορούμενος στην άνω ενέργεια του αν και γνώριζε ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή αποκρύπτοντας την αλήθεια. Β'. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ι. Μ. και η τέταρτη κατηγορούμενη Μ. Μ. στο ... στις 18-5-2007 με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον άλλο σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα ενώ εκδικαζόταν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου η υπ' αριθμ 6585/ΤΟ/884/2006 έφεση τους κατά της υπ' αριθμ 65/2006 απόφασης του Ειρηνοδικείου Μοιρών με εκκαλουμένους τον εγκαλούντα Ε. Μ., Γ. Φ. Ζ. Μ. και Σ. Π. Ζ. Γ. παρέστησαν ψευδώς ενώπιον του άνω δικαστηρίου ότι είναι ιδιοκτήτες μίας εδαφικής λωρίδας 56,90 τ.μ. από κληρονομιά από τον παππού τους εντός του οικισμού ... δήμου ... και την οποία κατέλαβε ο εγκαλών και προς υποστήριξη του ψευδούς αυτού ισχυρισμού τους προσκόμισαν την άνω υπ' αριθμ. .../8-2-2005 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων Ν. Κ. και Ι. Μ. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Μοιρών Γεωργίου Μάντζαρη, της οποίας το περιεχόμενο, όπως αναφέρεται παραπάνω στο στοιχείο Α' του διατακτικού της παρούσας ήταν ψευδές καθώς επίσης και το από Ιανουάριο του 2005 ψευδές τοπογραφικό του πολιτικού μηχανικού Μ. Χ., στο οποίο φερόταν ότι η ιδιοκτησία των εκκαλούντων είχε "μετατοπισθεί" προς ανατολικά κατά μία έκταση 93,62 τ.μ. και η οποία ενώ στην πραγματικότητα ανήκει στους εκκαλούντες, στο άνω τοπογραφικό με στοιχεία 11-12-13-14-15-16-10-11 εμφανίζεται να μην τους ανήκει, προκειμένου έτσι να θεωρηθεί ότι έκταση ανάλογη προς ανατολικά που συνορεύει με το ακίνητο του εγκαλούντα, δεν ανήκει στον τελευταίον αλλά στους ίδιους, πείθοντας έτσι τους άνω Δικαστές να κάνουν δεκτή την εν λόγω έφεση τους και να εκδώσουν την υπ' αριθμ. 349/6585/884/2007 απόφαση τους, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση τους και αναγνωρίζει αυτούς κυρίους του επιδίκου ήτοι ενός τμήματος 56,90 τ.μ εντός του οποίου υφίσταται αποθήκη 15 τ.μ. και το οποίο συνορεύει ανατολικά με το ακίνητο των εναγομένων-εφεσιβλήτων. Προέβησαν δε στην άνω ενέργεια τους οι ανωτέρω κατηγορούμενοι με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και με αποτέλεσμα να ζημιωθεί αντίστοιχα η περιουσία των εκκαλουμένων, η δε ζημία συνίσταται στην απώλεια της κυριότητας του άνω επιδίκου. Γ'. Ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Μ. στο ... και ... κατά το μήνα Ιανουάριο του 2005 και στις 18-5-2007 με πρόθεση παρείχε στους δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης επί δικαστηρίω όπως αναλυτικά περιγράφηκε ανωτέρω υπό στοιχείο Β' και συγκεκριμένα ως δικαιοπάροχος των ανωτέρω παρέστη σε στον πολιτικό μηχανικό Μ. Χ. ότι το ακίνητο που ήταν πλέον ιδιοκτησίας των τέκνων του, πρώτου και τέταρτης των κατηγορουμένων είχε τα άνω υπό στοιχείο Β' όρια και ότι η άνω εδαφική λωρίδα δεν είναι ιδιοκτησία τους, έτσι ώστε να αποτυπωθεί στο από Ιανουάριο του 2005 τοπογραφικό ψευδώς και να "μετακινείται" ουσιαστικά το ακίνητο προς ανατολικά και έτσι να φέρεται ότι το επίδικο ανήκε στη δική του ιδιοκτησία, ακολούθως δε τους παρέδωσε το άνω τοπογραφικό για να το προσκομίσουν στο δικαστήριο, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό άμεση συνδρομή στους δεύτερη και τέταρτη των κατηγορουμένων, αφού χωρίς τη συνδρομή του δεν θα ήταν δυνατή η τέλεση του άνω υπό στοιχείο Β' εγκλήματος από μέρους τους, χωρίς την προσκόμιση ενώπιον του δικαστηρίου του άνω ψευδούς αποδεικτικού μέσου". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες είναι σαφείς και πλήρεις, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την κατά την ανωτέρω έννοια απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως παραπάνω αξιόποινων πράξεων, όσον αφορά τους καταδικασθέντες Ι. Μ. και Μ. Μ., αναφέρονται δε οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27, 94, 224 και 386 παρ.1 α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, α) αναφέρονται τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ως μάρτυρας ο Ι. Μ., ενώπιον αρμόδιας προς εξέταση αρχής, του Ειρηνοδικείου Μοιρών Ηρακλείου Κρήτης κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων δύο αλλοδαπών αγοραστών του επιδίκου ακινήτου εναντίον των λοιπών δύο συγκατηγορουμένων του, για διακατοχικές πράξεις επί του επιδίκου ακινήτου, διαλαμβάνονται τα αληθή γεγονότα και ότι αυτός κατά το χρόνο που κατέθεσε γνώριζε την αναλήθεια αυτών που κατέθεσε, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές ο αναιρεσείων αυτός είχε άμεση προσωπική αντίληψη των αληθών, άρα ότι τα κατατεθέντα ήταν ψευδή και δε χρειαζόταν άλλη αιτιολόγηση για την πηγή γνώσεώς του, β) αιτιολογείται επαρκώς η πράξη της απάτης δικαστηρίου και δη ότι οι δύο πρώτοι αναιρεσείοντες - ενάγοντες- αντεναγόμενοι σε τακτική δίκη κυριότητας, που είχαν χάσει στον πρώτο βαθμό, απορριφθείσης της αγωγής τους για το ίδιο επίδικο, με την 65/2006 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Μοιρών Ηρακλείου, στα πλαίσια συζήτησης εφέσεώς τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, προς απόδειξη του προβαλλόμενου ψευδούς ισχυρισμού τους ότι είναι συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, προσκόμισαν στο Πρωτοδικείο ψευδή κατά περιεχόμενο αποδεικτικά στοιχεία, τη με αρ. .../2005 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα και το από Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Χ., με σκοπό να παραπλανήσουν με τα ψευδή αυτά στοιχεία, όπως και πράγματι πέτυχαν τον σκοπό τους και παραπλάνησαν το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο και έγινε δεκτή η έφεσή τους και αναγνωρίστηκαν αυτοί συγκύριου της επίδικης εδαφικής λωρίδας, ενώ αναφέρεται στο διατακτικό ότι ζημιώθηκαν οι αντίδικοί τους εφεσίβλητοι που αντίθετα προς την αλήθεια απώλεσαν την κυριότητά τους, ενώ δεν ήταν αναγκαία για τον αναιρετικό έλεγχο η αναφορά της συγκεκριμένης αξίας του επιδίκου ακινήτου, αφού καταδικάστηκαν για απάτη στο δικαστήριο, (άρ.386 παρ.1 α ΠΚ) και όχι για κακουργηματική απάτη ή απάτη ευτελούς αξίας ή απάτη με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλης, (άρ. 386 παρ.1 β ΠΚ). Αιτιολογείται επίσης με το σύνολο των παραδοχών ότι οι καταδικασθέντες είχαν άμεσο δόλο και δη ότι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας όσων παρέστησαν ψευδώς στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από προσωπική τους αντίληψη και αναφέρεται και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραπλάνησης του δικαστηρίου και της επελθούσας ζημίας στους αντιδίκους τους εφεσίβλητους, που απώλεσαν τη δίκη στο Εφετείο.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες, πρώτο και δεύτερη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ.1 περ.β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 του ΠΚ, όποιος, εκτός από την περ. της παρ.1 στοιχ. β του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλέση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη(άρθρο 83). Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις αυτές προκύπτει: 1) ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί και ο χρόνος τελέσεως της άμεσης συνέργειας από το νόμο τελεί σε συνάρτηση με αυτόν της κυρίας πράξεως, αφού η άμεση συνδρομή παρέχεται αποκλειστικά κατά τη διάρκειά της. 2) ότι για τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιοποίνου πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής, ήτοι με γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξεως και με τη βούληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της.
Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές του αιτιολογικού και το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αρ. 1427/2012 αποφάσεως, ο τρίτος αναιρεσείων Ν. Μ., καταδικάστηκε για άμεση συνδρομή την οποία παρείχε, στους λοιπούς δύο πρώτους αναιρεσείοντες (τέκνα του), στην παραπάνω αναφερθείσα απάτη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, που έγινε στις 18-5-2007, διότι "κατά το μήνα Ιανουάριο του 2005 και στις 18-5-2007 με πρόθεση παρείχε στους συγκατηγορουμένους του άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης επί δικαστηρίου, όπως αναλυτικά περιγράφηκε ανωτέρω και συγκεκριμένα ως δικαιοπάροχος των ανωτέρω παρέστησε στον πολιτικό μηχανικό Μ. Χ. ότι το ακίνητο που ήταν πλέον ιδιοκτησίας των τέκνων του, είχε τα ως άνω όρια και ότι η άνω εδαφική λωρίδα δεν είναι ιδιοκτησία τους, έτσι ώστε να αποτυπωθεί στο από Ιανουαρίου του 2005 τοπογραφικό διάγραμμα ψευδώς και να μετακινείται ουσιαστικά το ακίνητο προς ανατολικά και έτσι να φέρεται ότι το επίδικο ανήκε στη δική του ιδιοκτησία, ακολούθως δε τους παρέδωσε το άνω τοπογραφικό για να το προσκομίσουν στο δικαστήριο, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του, αφού χωρίς τη συνδρομή του δεν θα ήταν δυνατή η τέλεση του άνω εγκλήματος από μέρους τους, χωρίς την προσκόμιση ενώπιον του δικαστηρίου του άνω ψευδούς αποδεικτικού μέσου".
Η συνδρομή αυτή του τρίτου αναιρεσείοντος, είναι άμεση, γιατί αφορά συνδρομή με την παράδοση- παραχώρηση και την χρησιμοποίηση του άνω από Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικού διαγράμματος, το οποίο δόθηκε από τον τρίτο αναιρεσείοντα πατέρα στα τέκνα του κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης στο άνω Πρωτοδικείο Ηρακλείου που τελέστηκε στις 18-5-2007, με την προσκόμιση του ψευδούς κατά περιεχόμενο διαγράμματος αυτού, όπως απαιτεί το άρθρο 46 παρ.1 περ.β' του ΠΚ, ταυτόχρονα αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που συμπληρώνει παραδεκτά το αιτιολογικό, ότι, χωρίς τη βοηθητική αυτή ενέργεια του άμεσου συνεργού, ήτοι χωρίς την προσκόμιση του ψευδούς αυτού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο εμφανίζεται ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν ανήκε στην ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων, αλλά στους εκκαλούντες, δεν θα ήταν δυνατή, η διάπραξη του εγκλήματος της απάτης στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου, ήτοι της παραπλάνησης του πολιτικού δικαστηρίου, το οποίο δέχθηκε την έφεση ως βάσιμη κατ' ουσίαν. Σημειώνεται ότι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι χρόνος τελέσεως της ανωτέρω άμεσης συνδρομής εκ μέρους του τρίτου αναιρεσείοντος είναι μόνον η 18-5-2007, χρόνος που παραδόθηκε από αυτόν το προαναφερθέν ψευδές κατά περιεχόμενο από Ιανουαρίου 2005 Τοπογραφικό Διάγραμμα στους εκκαλούντες - τέκνα του, για να το χρησιμοποιήσουν στη δίκη, όπως και έπραξαν, η αστική δίκη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου έγινε την 18-5-2007, ότε και διαπράχθηκε η απάτη του δικαστηρίου αυτού, για την οποία και καταδικάστηκαν οι δύο πρώτοι αναιρεσείοντες, ενώ η αναφορά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως χρόνου τελέσεως και του Ιανουαρίου 2005, χρόνου καταρτίσεως από Ιανουαρίου 2005 του ψευδούς τοπογραφικού διαγράμματος, που καταρτίστηκε από το μηχανικό Μ. Χ. με υπόδειξη του τρίτου αναιρεσείοντος συνεργού και που συνιστά μη τιμωρητή προπαρασκευαστική πράξη, γίνεται αφηγηματικά μόνον, αφού η συνδρομή στους χρησιμοποιήσαντες αυτό το διάγραμμα συγκατηγορουμένους αυτουργούς της απάτης δικαστηρίου, δεν έγινε τον Ιανουάριο του 2005 με την υπόδειξη των ορίων από το συνεργό στο συντάξαντα μηχανικό, ούτε με τη σύνταξη του τοπογραφικού αυτού διαγράμματος τον Ιανουάριο του 2005, ώστε να έχουμε απλή συνέργεια, τελεσθείσα, προ της εκτελέσεως της κύριας πράξεως της απάτης δικαστηρίου, αλλά η συνέργεια έγινε αποκλειστικά με την παράδοση την ημέρα της δίκης του τοπογραφικού αυτού διαγράμματος στους εκκαλούντες και από αυτούς χρησιμοποίησή του στο δικάσαν την 18-5-2007 δικαστήριο. Επομένως το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του υπήγαγε ορθά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και επαρκώς αιτιολογημένα, με τις παραπάνω παραδοχές, δέχθηκε συνδρομή άμεσης συνέργειας εκ μέρους του κατηγορουμένου Ν. Μ. στην απάτη του δικαστηρίου που έγινε από τα τέκνα του Ι. και Μ. Μ. και είναι αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως του τρίτου αναιρεσείοντος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Τέλος, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρ.170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό εδ. δ ') " το ότι ο δράστης έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του", και (υπό εδ. ε') "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για να στοιχειοθετηθεί δε το ελαφρυντικό 84 παρ. 2 εδ. δ' ΠΚ, απαιτείται η επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι ο δράστης έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του. Για να συντρέξει δε η δεύτερη από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις του εδ. ε', κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τους ήδη αναιρεσείοντες πρώτο και δεύτερη, για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, ο συνήγορος των αναιρεσειόντων, δεν πρόβαλε εγγράφως, αλλά κατά την αγόρευσή του επί της ουσίας της υποθέσεως, πρόβαλε προφορικά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της συνδρομής στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων "των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' και ε' ΠΚ", μη επικαλεσθείς για τη θεμελίωσή τους κανένα πραγματικό περιστατικό. Από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και από τις προεκτεθείσες παραδοχές του δικαστηρίου, προκύπτει ότι, με την αναφερόμενη σε αυτή επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έγινε δεκτός ο ισχυρισμός αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ' του ΠΚ και για τους τρεις αναιρεσείοντες, μόνο για την πράξη της απάτης δικαστηρίου και της άμεσης συνέργειας σε αυτή, με την αιτιολογία ότι οι κατηγορούμενοι επέδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησαν να άρουν τις συνέπειες των πράξεών τους, με τη μεταβίβαση της κυριότητάς τους στους αλλοδαπούς αγοραστές μετά την έκδοση υπέρ τους της 349/6585/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, όχι δε και για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, όσον αφορά τον για αυτή καταδικασθέντα αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Ι. Μ., με την αιτιολογία ότι "υποβλήθηκε το αίτημα αορίστως, αλλά και διότι η μεταγενέστερη ως άνω συμπεριφορά αυτού δε συνιστά προσπάθεια άρσης των συνεπειών της ψευδορκίας του, που προσβάλλει το έννομο αγαθό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και όχι κάποιο ιδιωτικό έννομο αγαθό". Ο ανωτέρω διαχωρισμός είναι δυνατός επί συρροής διαφορετικών αξιοποίνων πράξεων, του δικαστηρίου θεωρητικά δυναμένου να αναγνωρίσει κάποια ελαφρυντική περίσταση μόνο για τη μία πράξη και όχι για την άλλη του ίδιου προσώπου, αρκεί να υπάρχει η δέουσα ειδική και επαρκής αιτιολογία, όπως υπάρχει παραπάνω και πράγματι δικαιολογεί το διαχωρισμό αυτό του δικαστηρίου της ουσίας. Ο άλλος αυτοτελής ισχυρισμός περί συνδρομής της άνω ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ΠΚ, ορθά απορρίφθηκε με την κύρια αιτιολογία ότι ήταν αόριστος, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, μόνη η ως παραπάνω επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση, καθιστούσε το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά την απόρριψή του.
Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άνω άρθρου 84 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όσον αφορά όλους τους αναιρεσείοντες, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-11-2012 αίτηση - δήλωση των: Ι. Μ. του Ν., της Μ. Μ. του Ν. και του Ν. Μ. του Ι., για αναίρεση της με αριθμό 1427/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης. Και.
Καταδικάζει τους αιτούντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ