Θέμα
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, Εταιρία ετερόρρυθμη, Μέλος εταιρίας.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο από ομόρρυθμο μέλος ετερόρρυθμης εταιρείας. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση - Λόγοι: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης Ένσταση παραγραφής καθόσον από το χρόνο γέννησης του χρέους μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος είχε παραγραφεί το αδίκημα λόγω παρέλευσης πενταετίας. Απορρίπτει. Κρίσιμος ο χρόνος βεβαίωσης των χρεών, όχι ο χρόνος γένεσης τους. Δεν απαιτείται στο αδίκημα μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, για τη νομότυπη άσκηση ποινικής δίωξης, προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλά ούτε, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου απόφαση. Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Έλλειψη ακρόασης Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 439/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Μ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Μήλιο, περί αναιρέσεως της 4331/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Κορίνθου.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Κορίνθου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 880/12.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ".
Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. 1) Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές στα δέκα χιλιάδες (10.000) Ευρώ. Επομένως, με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου ούτε και στην περίπτωση που κάποιος καταδικάσθηκε για την παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990 αφού και στην περίπτωση αυτή, ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 4331/2011 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, της πράξης, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, την απολογία του κατηγορουμένου και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "V. INTERNATIONAL LIMITED" (που είναι αλλοδαπό νομικό πρόσωπο με έδρα το ...) ως ομόρρυθμο μέλος της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ V. INTERNATIONAL και ΣΙΑ ΕΕ" (ΑΦΜ ... της ΔΟΥ Κορίνθου που κατατέθηκε με αριθμ. 257/91 στις 7.5.1991 τροποποίηση, ενώ η σύσταση είχε γίνει με το 234/91 που κατατέθηκε στις 29/4/1991 στο Πρωτοδικείο Κορίνθου) στις 28-4-2006 (βλ. κατωτέρω παρατιθέμενο πίνακα χρεών) από πρόθεση παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες (ως εφάπαξ καταβαλλόμενα) και των οποίων το όφελος υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω αναλυτικά αναφερθείσης εταιρείας, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1882/1990 δεν κατέβαλε προς το Δημόσιο οφειλές συνολικού ύψους (48.518,65) ευρώ που αφορούν χρέη με επιβαρύνσεις τα οποία είχαν βεβαιωθεί στην ΔΟΥ Κορίνθου (βλ. τον πίνακα χρεών που ακολουθεί) και όφειλαν να καταβληθούν από αυτόν ως εξής:
Δ.Ο.Υ. ΚΟΡΙΝΘΟΥ Μ. Ε. Δ. Α. Φ. Μ. Στοιχεία βεβαίωσης Αρχική βεβαίωση Ληξιπρ. κεφάλαιο ΣΥΝΟΛΟ ΑΠΑΙΤΗΤΟ Τρόπος πληρωμής Αριθμός ληξιπρ.δόσεων Ημερ.λήξης Α'δόσης Ημερ.λήξης τελ.δόσης Αριθ. Ημερ. Διαγραφέν Ιδιότητα Οικονομικό έτος Εισπραχθέν Συνεισπραττόμενα Εφάπαξ 1 28/4/2006 28/4/2006 Είδος φόρου Υπόλ. Οφειλής ... ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ 2018 / 23/03/2006 2006 Φ.Π.Α. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΔΗΛΩΣΗ 42.259,72 0,00 0,00 42.259,72 42.259,72 5.916,36 48.176,08 Εφάπαξ 1 28/4/2006 28/4/2006 2 0... ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ 2018 / 23/03/2006 2006 Φ.Π.Α. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΔΗΛΩΣΗ 300,50 0,00 0,00 300,50 300,50 42,07 342,57 ΣΥΝΟΛΑ 42.560,22 42.560,22 48.518,65 0,00 5.958,43 0,00 42.560,22 ΣΥΝΟΛΟ: ΣΑΡΑΝΤΑ ΟΚΤΩ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΑ ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΕΞΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ Με βάση τα ανωτέρω ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της προρρηθείσης εγχώριας εταιρείας (που εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από τον κατηγορούμενο και με ποσοστό κατά 99% το ομόρρυθμο μέλος της ετερόρρυθμης εταιρείας) και με ανειλημμένες δραστηριότητες την ανάληψη, εκτέλεση, υπεργολαβία τεχνικών έργων ή μελέτη και επίβλεψη αυτών (βλ. την έκθεση ελέγχου της ελεγκτού Γ. Μ. Εφορ. ΠΑ που υπογράφεται από τον επόπτη Γ. Ν. Εφορ. ΠΑ) προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος με την ανωτέρω ιδιότητα δεν προσκόμισε στην ως άνω Δ.Ο.Υ. μετά από έγγραφη πρόσκληση αυτής τα τηρούμενα βιβλία της στοιχεία του ΚΒΣ και καταλογίστηκε παράβαση εξ αυτού του λόγου (βλ. 2η σελ. έκθεσης προσωρινού ελέγχου). Επίσης κατατέθηκε εκπρόθεσμη η δήλωση φορολογίας εισοδήματος χωρίς να δηλώνονται αγορές και δαπάνες για το οικείο οικονομικό έτος (βλ. σελ. 2 της ως άνω έκθεσης). Επίσης δεν κατατέθηκαν περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ ούτε εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ. Με βάση τα ανωτέρω ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε τα ως άνω βεβαιωθέντα χρέη προς το Δημόσιο (βλ. πίνακα χρεών) αν και ειδοποιήθηκε προς τούτο και αφότου παρήλθε και η τετράμηνος προθεσμία στις 29.8.2006 προς τούτο η αρμόδια Δ.Ο.Υ. Κορίνθου υπέβαλε την με αριθμό πρωτ. 12920 και με αρ. ειδ. βιβλ. 25/2007 αίτηση ποινικής δίωξης οπότε από 22.6.2007 ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου η ποινική δίωξη που αναφέρθηκε αναλυτικά ανωτέρω. Αρχικώς εξεδόθη η υπ' αριθ. 3610/2008 απόφαση του Μον. Πρωτ. Κορίνθου (εκ παραδρομής αναφέρεται ως Τριμελές) που καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε φυλάκιση 2 ετών και μετέτρεψε την ποινή προς 5 ευρώ / ημ. και τα έξοδα της δίκης. Κατ' αυτής της απόφασης (ερήμην του κατηγορουμένου) που του επιδόθηκε με την από 7-10-2008 του Αρχ. Γ. Κ. του Α.Τ. ... (που παρέλαβε η σύνοικος σύζυγος του Α. Π. (μέλος της ως άνω Ε.Ε. δηλ. και η αλλοδαπή εταιρεία και η ετερόρρυθμος εταιρεία ήταν στην πραγματικότητα "όχημα" άτυπης δραστηριότητας εκ μέρους του κατηγορουμένου) άσκησε εμπρόθεσμα στις 9.10.2008 την με αριθμό 762/2008 έφεσή του. Αυτή έγινε τυπικά δεκτή με την από 18.5.2010 αναβλητική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου. Με βάση τα προηγηθέντα ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της προρρηθείσης αξιοποίνου πράξεως.
Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι:
Κηρύσσει αυτόν ένοχο του ότι ως νόμιμος εκπρόσωπος της "V. INTERNATIONAL LIMITED" που αποτελεί το ομόρρυθμο μέλος της "ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ V. INTERNATIONAL ΚΑΙ ΣΙΑ E.Ε.": στην …, κατά τους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, από πρόθεση παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες κατά τέσσερις (4) μήνες από την λήξη την ημέρα που αυτά ήταν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά των οποίων το ύψος υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10000) ευρώ. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 1882/90, δεν κατέβαλε προς το Δημόσιο οφειλές συνολικού ύψους (48.518,65) ευρώ, που αφορούν χρέη με τις επιβαρύνσεις, τα οποία είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο. Υ. Κορίνθου και όφειλαν να καταβληθούν από αυτόν ως εξής:
1) Την 28-04-06, χρέη από Φ.Π.Α. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΔΗΛΩΣΗ, ποσού (48176,08) ευρώ καταβλητέα εφάπαξ.
2) Την 28-04-06, χρέη από Φ.Π.Α. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΔΗΛΩΣΗ, ποσού (342,57) ευρώ, καταβλητέα εφάπαξ.
Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 § 1, 2 Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση, η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (ΔΟΥ Κορίνθου), το είδος αυτών, (Φ.Π.Α.) το ύψος τους, ο τρόπος πληρωμής τους (εφάπαξ), ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και οι δύο περιπτώσεις (εφάπαξ ή σε δόσεις) αντιμετωπίζονται πλέον ενιαία, από τον ως άνω νεότερο νόμο, ο χρόνος καταβολής τους (28-4-2006), δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, μπορούσαν και έπρεπε να καταβληθούν και η καθυστέρηση καταβολής τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, ενώ εξειδικεύεται περαιτέρω, το ύψος των εν λόγω επί μέρους χρεών για τα οποία καταδικάστηκε, ο αναιρεσείων. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις που αναφέρονται στον 3ο λόγο αναίρεσης, περί έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, σχετικά με την ένσταση περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του, που προέβαλε στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, είναι αβάσιμες, καθόσον ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται η νομιμοποίησή του, αφού διαλαμβάνεται στην ως άνω απόφαση, η ιδιότητά του, ως ομορρύθμου εταίρου, κατά ποσοστό 99/%, της ετερόρρυθμης εταιρείας "ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ V. INTERNATIONAL ΚΑΙ ΣΙΑ E.Ε." σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα ως άνω χρέη. Ειδικότερα αναφέρεται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "V. INTERNATIONAL LIMITED", η οποία αποτελεί το ως άνω ομόρρυθμο μέλος της προαναφερθείσας ετερόρρυθμης εταιρείας. Περαιτέρω, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ.1 του ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 34 του ν. 3220/2004, διότι ο χρόνος τέλεσης της πράξης στην προκειμένη περίπτωση, είναι η 28-8-2006 κατά τα ήδη εκτεθέντα, ήτοι μετά την εφαρμογή του άρθρου 34 του ν. 3220/2004, που ισχύει από 1-1-2004 και επομένως, δεν υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλομένη απόφαση, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, εκ του λόγου ότι δε γίνεται εξειδίκευση, περί του εάν επρόκειτο για χρέη που καταβάλλονταν εφάπαξ ή με δόσεις, αφού και οι δύο περιπτώσεις αντιμετωπίζονται πλέον ενιαία, από τον ως άνω νεότερο νόμο, σύμφωνα και με όσα, στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Πέραν των ανωτέρω, η αιτίαση αυτή είναι και αβάσιμη, αφού τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, αναφέρεται ότι τα επίδικα χρέη έπρεπε να καταβληθούν εφάπαξ. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, 3ος, 4ος και 7ος λόγοι αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, που υποστηρίζουν αντίθετα από τα παραπάνω.
Κατά το άρθρο 86 παρ. 1 του Ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους κ.λπ." (που ισχύει από 1-1-1996), "καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμοδία Δ.Ο.Υ. ή το αρμόδιο τελωνείο (βεβαίωση εν στενή εννοία). Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία τοιαύτη βεβαίωση. Κατά δε την παρ. 2 του αυτού άρθρου, "η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από την λήξη του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη". Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 6ο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το εκδόν αυτήν δικαστήριο, δεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, δεδομένου ότι πρόκειται για χρέη που γεννήθηκαν το έτος 1996, και από τότε μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, στον αναιρεσείοντα, που έλαβε χώρα μετά την 1-10-2007, συμπληρώθηκε πενταετία. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, μη νόμιμος και απορριπτέος, καθόσον ο χρόνος της παραγραφής της επίδικης απαιτήσεως του Δημοσίου δεν αρχίζει πριν από την κατ' έτος 2006 βεβαίωση αυτής, ανεξαρτήτως της παρόδου χρονικού διαστήματος πέραν της πενταετίας από τη γέννηση του χρέους μέχρι τη βεβαίωσή του (Α.Π. 382/2011). Από του ως άνω χρόνου δε, βεβαίωσης του χρέους (23-3-2006), άλλως από του χρόνου τέλεσης της πράξης (28-8-2006) μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (2007), δεν συμπληρώθηκε, πενταετία ώστε να επέλθει παραγραφή του αδικήματος, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Αλλά και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό (13-12-2011), ακόμη και μέχρι του χρόνου διάσκεψης (12-3-2013), υπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής της παραγραφής, δεν έχει επέλθει παραγραφή, κατά τις κοινές περί παραγραφής διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ. που έχουν και εν προκειμένω εφαρμογή (Ολ.Α.Π. 2/2011). Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, ορθά προχώρησε στην κατ' ουσία εξέταση της υπόθεσης και δεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής.
Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, 6ος λόγος αναιρέσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, που υποστηρίζει αντίθετα από τα παραπάνω.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 18, 19 και 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι για τα ιδιώνυμα εγκλήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις και αναφέρονται περιοριστικά και μόνον στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), στην μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατουμένων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18) και, τέλος, στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19), από την έναρξη της ισχύος αυτού, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για την νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπόμενων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως. Η έλλειψη της προϋποθέσεως αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής διώξεως και καθιστά αυτήν, σε περίπτωση ασκήσεώς της, απαράδεκτη. Η προϋπόθεση, όμως, αυτή δεν απαιτείται προκειμένου περί των εγκλημάτων, τα οποία συνίστανται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες του και, συνεπώς, για τη δίωξη αυτών, δεν απαιτείται προηγούμενη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, αλλά ούτε, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής από τον υπόχρεο, η τελεσίδικη επί της προσφυγής του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου απόφαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας, όταν, δηλαδή, το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του δίνει ο νόμος, όπως π.χ. όταν προχωρεί στην εκδίκαση υποθέσεως, παρά το γεγονός ότι η ποινική δίωξη ήταν απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος πρόβαλε τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου της εναντίον του τελευταίου ασκηθείσας ποινικής διώξεως εκ του λόγου ότι " η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής". Ο ισχυρισμός αυτός, ανεξάρτητα από την αοριστία του, αφού δεν επικαλείται άσκηση συγκεκριμένης προσφυγής, ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού για την άσκηση της ποινικής διώξεως για το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν απαιτείται προηγούμενη τελεσίδικη κρίση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί των προσφυγών που έχουν ασκηθεί, ή οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, περί υπέρβασης εξουσίας, κατ 'ορθή εκτίμηση, 1ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή το δικαστήριο δεν έπρεπε να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης γιατί η ποινική δίωξη ήταν απαράδεκτη, για τους παραπάνω λόγους, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, ως λόγος για να αναιρεθεί μία απόφαση μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1) και δεν καλύφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 173 και 174. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 170 ΚΠΔ η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά από το νόμο, ενώ κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 174 του ίδιου κώδικα η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου καλύπτονται αν εκείνος που κλητεύτηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠΔ το κλητήριο θέσπισμα, εκτός από τα άλλα στοιχεία που καθορίζονται σ' αυτό, πρέπει να περιέχει και τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ενώ κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου 1 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά σε προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται, αφού κατά το άρθρο 502 παρ. 2 ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης ως άνω απόφασης, του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, σε συνδυασμό με την υπ' αριθ.762 από 9-10-2008, έφεση του αναιρεσείοντος, που άσκησε κατά της πρωτοβάθμιας 3610/2008 ερήμην του εκδοθείσας, αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, που επιτρεπτώς επισκοπείται, προκειμένου να ερευνηθεί το παραδεκτό του σχετικού λόγου αναιρέσεως, ο τελευταίος δεν προέβαλε ακυρότητα του εν λόγω κλητηρίου θεσπίσματος παρά μόνο παράπονο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και πλημμελή εφαρμογή του νόμου. Η αντίρρησή του αυτή, προτάθηκε το πρώτον στο ακροατήριο του Εφετείου κατά την συζήτηση της εφέσεώς του και όχι με το εφετήριο και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι ήσαν επαρκή τα στοιχεία του κατηγορητηρίου ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται ( μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο). Με το να απορρίψει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου την ως άνω αντίρρηση, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και δεν κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του, εφόσον η ως άνω ακυρότητα, που δεν προτάθηκε με την έφεση, καλύφθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατά συνέπεια, ο 2ος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, κατ' ορθή εκτίμηση, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Έλλειψη ακρόασης του δικαστηρίου, από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας, ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει ότι από μέρους του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου, υποβλήθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αίτημα αναστολής της παρούσας ποινικής υπόθεσης κατ' άρθρο 60 παρ.2 Κ.Π.Δ. μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής, που έχει ασκήσει κατά της επισπευδομένης σε βάρος του εκτέλεσης, κατά τον ΚΕΔΕ. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 περ.β' του ΚΠΔ, 5ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη ακρόασης του δικαστηρίου, εκ της παραλείψεώς του να απαντήσει στο αίτημα αυτό του κατηγορουμένου, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης προς έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17 Ιουλίου 2012 (υπ' αριθ. πρωτ. 3/17-7-2012) ενώπιον της Γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση, ασκηθείσα αίτηση του Ε. Μ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμό 4331/ 2011, αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ