Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Τύπος.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Στοιχεία του αδικήματος. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό για παραγραφή. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 2121/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Φωκά, περί αναιρέσεως της 2457/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1718/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ. "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξ άλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Εξ άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά όμως για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν στο δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ήταν ιδιοκτήτης περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών στη ..., ενώ ο εγκαλών Ψ είναι δημοσιογράφος και παρουσιάζει εκπομπές σε τοπικούς, επίσης, τηλεοπτικούς σταθμούς της ... . Μεταξύ των δύο ανδρών υπήρξε επαγγελματική συνεργασία, η οποία στη συνέχεια διεκόπη λόγω έντονων μεταξύ τους προστριβών, εξαιτίας των οποίων οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν και εξακολουθούν να είναι τεταμένες. Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 20-12-2005 ο κατηγορούμενος υπέστη επίθεση από αγνώστους, οι οποίοι τον κτύπησαν με βιαιότητα στο σώμα και στο πρόσωπο, με συνέπεια να διατρέξει κίνδυνο η ζωή του και να εισαχθεί αμέσως προς νοσηλεία στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. Το επεισόδιο κίνησε την περιέργεια της κοινής γνώμης και την επόμενη ημέρα, 21-12-2005, πλήθος δημοσιογράφων από εφημερίδες, τηλεοπτικά δίκτυα και ΜΜΕ, προσήλθαν στο ως άνω Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, ομιλώντας στους δημοσιογράφους που μαγνητοσκοπούσαν, μαγνητοφωνούσαν και κατέγραφαν τις δηλώσεις του, ισχυρίσθηκε ευθέως και χωρίς καμία επιφύλαξη ή ενδοιασμό, ότι ηθικός αυτουργός της εναντίον του επιθέσεως ήταν ο εγκαλών, γνωρίζοντας, ως εκ της προαναφερθείσας ιδιότητάς του, ότι ο ισχυρισμός αυτός θα μεταδοθεί από τηλεοπτικούς σταθμούς και θα δημοσιευθεί σε εφημερίδες πανελλήνιας εμβέλειας. Πράγματι, από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών πανελλήνιας εμβέλειας "ALFA" και "STAR" της 21-12-2005 μεταδόθηκε αυτούσιος ο ισχυρισμός αυτός, ενώ την επομένη, 22-12-2005, δημοσιεύθηκε στο φύλλο της πανελλήνιας κυκλοφορίας ημερήσιας εφημερίδας "ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ". Ο εν λόγω ισχυρισμός του κατηγορουμένου, του οποίου έλαβε γνώση απροσδιόριστος αριθμός προσώπων σε όλη τη Χώρα, ήταν απολύτως ψευδής, αφού γνώριζε ότι ο εγκαλών δεν είχε καμία ανάμειξη, ούτε προκάλεσε ούτε συμμετείχε στην ανωτέρω επίθεση που δέχτηκε αυτός από τρίτους. Τούτο προκύπτει, εξάλλου, και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στην προηγηθείσα των ανωτέρω δηλώσεών του μήνυσή του για το συμβάν, που υποβλήθηκε αυθημερόν [20-12-2005] ενώπιον των αρμόδιων προανακριτικών υπαλλήλων του ΙΑ' AT Θεσσαλονίκης, στράφηκε κατ' αγνώστων και δεν κατονόμασε καθόλου τον εγκαλούντα. Ενώπιον του Δικαστηρίου υποστηρίζει τα πιο πάνω από μέρους του λεχθέντα εις βάρος του εγκαλούντος, αλλά προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι θεωρούσε ότι δεν θα μεταδίδονταν οι δηλώσεις του από τα ΜΜΕ και ότι δεν είχε σκοπό να θίξει τον εγκαλούντα. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι απολύτως αβάσιμοι, δεδομένου ότι τις εναντίον του εγκαλούντος προαναφερόμενες δηλώσεις δεν τις έκαμε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, όπως αόριστα και αβάσιμα υποστηρίζει δια του συνηγόρου του, αλλά τις έκαμε με πλήρη επίγνωση ότι ήταν ψευδείς και προκειμένου με τον τρόπο αυτό, στα πλαίσια της έντονης αντιδικίας τους, να συκοφαντήσει τον εγκαλούντα και να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του άρθρου 367 ΠΚ και να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που κατηγορείται". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, ένοχο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του Τύπου, κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε φυλάκιση δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α και 2, 363-362 του ΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημιστικά γεγονότα είναι ψευδή και ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναληθείας. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος, με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών της Θεσσαλονίκης, και με αφορμή το γεγονός της επιθέσεως και του ξυλοδαρμού που υπέστη αυτός τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 20-12-2005, από άγνωστους δράστες, η ταυτότητα των οποίων δεν κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί, παρουσία ικανού αριθμού δημοσιογράφων διαφόρων τηλεοπτικών σταθμών της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι κάλυπταν ειδησιογραφικά και τηλεοπτικά το συγκεκριμένο γεγονός της επιθέσεώς του, προέβη σε δηλώσεις σε βάρος του εγκαλούντος, με τον οποίο είχε συνεργασία στο παρελθόν. Το περιεχόμενο των σχετικών δηλώσεων του, που αναμεταδόθηκαν από τους τηλεοπτικούς σταθμούς ALFA και STAR την 21-12-2005 και δημοσιεύθηκε και στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, και πληροφορήθηκε άγνωστος αριθμός ακροατών, υπήρξε προσβλητικό της τιμής και της υπολήψεως του εγκαλούντος, τον οποίο χωρίς να διατηρήσει την ελάχιστη έστω επιφύλαξη, κατονόμαζε ευθέως αυτόν, ως τον ηθικό αυτουργό της επιθέσεως που έλαβε χώρα σε βάρος του, την προηγούμενη ημέρα των δηλώσεών του. Αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή εκείνη σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων γνώριζε, ότι όσα απέδιδε σε βάρος του εγκαλούντος, ήσαν ψευδή και τελούσε σε γνώση, ότι δεν ήσαν αληθινά. Τούτο, γιατί οι ψευδείς διαδόσεις από μέρους του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τις οποίες κατάγγειλε τον εγκαλούντα, ως ηθικό αυτουργό της σε βάρος του επίθεσης, ήσαν σε γνώση του αναιρεσείοντος, ο οποίος την ίδια ημέρα του συμβάντος και προτού δουν το φως της δημοσιότητας οι σχετικές δηλώσεις του, είχε υποβάλει σχετική έγκληση, κατ' αγνώστων δραστών, ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Αστυνομικού Τμήματος Θεσσαλονίκης, χωρίς να κάνει σ' αυτή οποιαδήποτε μνεία ή αναφορά για το πρόσωπο του εγκαλούντος, αφού σε μια διαφορετική περίπτωση, θα τον κατήγγειλε ευθέως ως τον ηθικό αυτουργό της σε βάρος του επίθεσης. Ενισχύεται δε η γνώση του και η πρόθεση του αναιρεσείοντος να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, και από το γεγονός ότι ο αναιρεσείων, με δεδομένη την αναμφισβήτητη εμπειρία του, λόγω της προαναφερθείσας ιδιότητάς του, είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να ελέγξει προηγουμένως τη βασιμότητα ή μη της τυχόν συμμετοχικής δράσης του εγκαλούντος στο συγκεκριμένο συμβάν, αλλά και να αποφύγει οποιοδήποτε γεγονός, σχετικό με την τυχόν δράση του την οποία εκ των προτέρων θεώρησε ως δεδομένη, και μετά ταύτα να υιοθετήσει ανεπιφύλακτα το περιεχόμενο των δηλώσεών του. Δεν αναιρείται δε η γνώση του αυτή, από το γεγονός που ο ίδιος υποστηρίζει ότι δηλαδή, οι δηλώσεις του δεν θα μεταδίδονταν είτε από τον έντυπο ή τον ηλεκτρονικό Τύπο. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με το σχετικό λόγο, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένη ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένο ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, ή στις ως άνω περιπτώσεις, από τον τρόπον εκδήλωσης ή τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή, σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά το άρθρο 47 του α.ν. 1092/1938 "περί τύπου", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.4 του Ν.1738/1987, του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το Ν. 2243/1994, τα αδικήματα που πράττονται δια του Τύπου παραγράφονται μετά 18 μήνες από την τέλεση της πράξης. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με διάταξη του νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, Σε κάθε, όμως, περίπτωση ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χρόνος της παραγραφής των αδικημάτων που διαπράττονται δια του Τύπου, είναι 18 μήνες, ο δε χρόνος αναστολής (στις περιπτώσεις του άρθρου 113 του ΠΚ) είναι δύο έτη και, συνεπώς ο απώτατος χρόνος παραγραφής των εν λόγω αδικημάτων είναι 42 μήνες. Εξ' άλλου, από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων, 111 παρ.1, 112 ΠΚ, 310 παρ.1 β', 370 εδ.β', 511 και 514, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης που εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από το 'Αρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και κριθεί βάσιμος ένας λόγος αναίρεσης (άρθρ. 511 ΚΠΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 50 παρ.5 του ν.3160/2003), οφείλει, μετά την εντεύθεν αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ήδη σημειώθηκε, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε στην προαναφερόμενη ποινή φυλάκισης για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου κατ' εξακολούθηση. Το εν λόγω αδίκημα φέρεται ότι τελέστηκε στις 21-12-2005. Το αξιόποινο, όμως, του παραπάνω αδικήματος δεν έχει εξαλειφθεί με παραγραφή, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αφού από τον ως άνω χρόνο τέλεσης της πράξεως μέχρι τη διάσκεψη της παρούσας απόφασης, (26-9-2008), δεν έχει παρέλθει ο απώτατος χρόνος παραγραφής των 18 μηνών και εκείνος της αναστολής των δύο (2) ετών, ήτοι των 42 μηνών, ο οποίος συμπληρώνεται την 21-6-2009.
Συνεπώς ο τέταρτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό πρωτ. 41 από 24-9-2008 αίτηση, του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμό 2457/21-6-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ