Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 125 / 2012    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ψευδορκία.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδορκία. Από τις ένδικες αιτήσεις αναίρεσης η μία απορρίπτεται, ως ανυποστήρικτη, ως εκ της ερημοδικίας του αναιρεσείοντος. Της άλλης, ο λόγος αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (έλλειψη ακρόασης) είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ενώ, κατά το μέρος, που με αυτούς πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση των δικαστηρίων της ουσίας είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι. Απορρίπτει αίτηση και τους πρόσθετους αυτής λόγους.




ΑΡΙΘΜΟΣ 125/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο,- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Β. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κορομάντζο και 2) τον Α. Μ.- Κ. του Κ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της με αριθμό 1022/2011 αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Φ. του Κ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο πρώτος αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουλίου 2011 αίτησή του όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 15 Νοεμβρίου 2011 πρόσθετους λόγους, και ο δεύτερος αναιρεσείων- κατηγορούμενος από 14 Απριλίου 2011 αίτηση αναίρεσης οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 952/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παραστάντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος και να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 14 Απριλίου 2011 η αίτηση αναίρεσης του δευτέρου αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση η, από 14.4.2011, αίτηση αναίρεσης του Α. Μ. - Κ. του Κ. και η, από 15.7.2011, αίτηση αναίρεσης του Β. Σ. του Γ. κατά της 1022/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκαν ο πρώτος για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία κατά συρροή και ο δεύτερος για ψευδορκία σε συνολική ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών και ποινή φυλάκισης έξι μηνών, αντίστοιχα. Οι αιτήσεις αυτές, ως συναφείς, πρέπει να συνεκδικαστούν.
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 201 αποδεικτικό επίδοσης του Αθανασίου Μητρόπουλου, Γραμματέα του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, ο αναιρεσείων Α. Μ.- Κ. κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, ως ανυποστήρικτη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του Π Κ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της παρ. 1 αυτού οπό το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εσφαλμένη δε ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα ν' αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1022/2011 απόφασής του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν, κατά το ενδιαφέρον μέρος τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πολιτικώς ενάγων Γ. Φ., ήδη συνταξιούχος δικηγόρος Αθηνών, όταν ήταν εν ενεργεία υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος δευτέρου κατηγορουμένου Α. Μ. - Κ. για έτη, και συγκεκριμένα από το έτος 1995 μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2000, οπότε και παραιτήθηκε από την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Ο επίσης δικηγόρος Αθηνών Δ. Κ., που εξετάσθηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του δευτέρου κατηγορουμένου καταψηφιστική αγωγή με αίτημα την επιδίκαση σ' αυτόν αποζημιώσεως ποσού 50.000.000 δρχ., που το περιόρισε με τις προτάσεις σε 20.000.000 δρχ., ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη. Η αγωγή αυτή είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στις 17-2-2000 στην αίθουσα 3 του κτιρίου 13 της πρώην Σχολής Ευελπίδων, όπου στεγάζεται το Πρωτοδικείο Αθηνών. Κατά την εκφώνηση της εν λόγω αγωγής από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο ο ενάγων Δ. Κ. παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, ενώ ο πολιτικώς ενάγων με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου του δευτέρου κατηγορουμένου παραστάθηκε μόνο για την υποβολή του αιτήματος αναβολής της δίκης, προκειμένου η κατ' αυτού αγωγή να συνεκδικασθεί με αντίθετη δική του αγωγή σε μεταγενέστερη δικάσιμο της 8-3-2001, κατά τη σύμφωνη ρητή εντολή που είχε αυτός από τον πελάτη του. Το δικαστήριο όμως, ενόψει και των ρητών αντιρρήσεων που πρόβαλε ο ενάγων δικηγόρος Δ. Κ., απέρριψε το πιο πάνω αίτημα αναβολής και κατόπιν αυτού ο πολιτικώς ενάγων Κ. Φ., αφού δήλωσε σε σχετική ερώτηση του Προέδρου του δικαστηρίου ότι δεν θα παραστεί στη συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως, αποχώρησε από την αίθουσα συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να καταθέσει προτάσεις και η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην του εναγομένου - δευτέρου κατηγορουμένου, ενώ ο πολιτικώς ενάγων, συνοδευόμενος από τον προσωπικό του φίλο Ι. Α., με τον οποίο είχαν μεταβεί μαζί στο δικαστήριο, αναχώρησαν από εκεί, προκειμένου να μεταβούν από κοινού σε προγραμματισμένη συνάντηση του τελευταίου στο θεράποντα ιατρό του. Από την πλευρά του ο δεύτερος κατηγορούμενος, που εξακολουθούσε να παραμένει στην αίθουσα συνεδριάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέχοντας ιδιόγραφο δικόγραφο τυπικών προτάσεων τούτου ως εναγομένου στην προαναφερόμενη αγωγή του Δ. Κ., τις οποίες είχε συντάξει ο ίδιος την προηγούμενη ημέρα και απλώς είχε υπογράψει ο πολιτικώς ενάγων, (όπως ακριβώς είχε συμβεί πολλές φορές και στο παρελθόν κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους συνεργασίας), εκμεταλλευόμενος την ύπαρξη ανθρώπινου πλήθους μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεως του πιο πάνω δικαστηρίου, κατάφερε και με παράτυπο τρόπο, που δεν έγινε γνωστός κατά την προανάκριση που διενεργήθηκε στη συνέχεια, προσέγγισε την έδρα του δικαστηρίου και χωρίς να γίνει αντιληπτός από τη γραμματέα Α. Ψ., κατέθεσε τις πιο πάνω προτάσεις και πέτυχε μάλιστα με εξαπάτηση της ίδιας γραμματέα να βεβαιωθεί σ' αυτές ότι κατατέθηκαν στο ακροατήριο, κάτι που θα είχε ως συνέπεια να δικασθεί αυτός κατ' αντιμωλία και όχι ερήμην, όπως αποδείχθηκε ότι πράγματι δικάσθηκε στην πιο πάνω δίκη. Εξάλλου, μετά τη λήξη της συνεδριάσεως, οι φάκελοι των ενενήντα τεσσάρων υποθέσεων που συζητήθηκαν μεταφέρθηκαν από τον επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών στο γραφείο της πιο πάνω γραμματέα, πλην όμως κατά τη συσχέτιση των φακέλων από την τελευταία στις 21.30 περίπου και αφού είχε σφραγίσει όλες τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο ακροατήριο, διαπίστωσε η ίδια ότι υπήρχαν μεταξύ των άλλων και οι πιο πάνω χειρόγραφες προτάσεις του εναγομένου της αγωγής του Δ. Κ. και ήδη δευτέρου κατηγορουμένου, που είχε παρανόμως καταφέρει αυτός να "καταθέσει" στην έδρα, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Την επομένη ημέρα, δηλαδή στις 18-2-2000, δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του ενάγοντος Δ. Κ. και του πολιτικώς ενάγοντος Γ. Φ. καθώς και του δευτέρου κατηγορουμένου, όταν ο Δ. Κ. διαμαρτυρήθηκε εντόνως για την ύπαρξη των προτάσεων στο φάκελο της δικογραφίας, παρά το γεγονός ότι, όπως εκτέθηκε παραπάνω, η συζήτηση της αγωγής του κατά του δευτέρου κατηγορουμένου έγινε ερήμην του τελευταίου. Με αφορμή το επεισόδιο τούτο υποβλήθηκαν προς τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών οι από 18-2-2000 και 25-2-2000 αναφορές των Δ. Κ., δικηγόρου, και Α. Ψ., Γραμματέα, αντίστοιχα, ενώ υποβλήθηκαν και εκατέρωθεν μηνύσεις μεταξύ του δευτέρου κατηγορουμένου και του τότε πληρεξουσίου του δικηγόρου. Τα παραπάνω περιστατικά αποδείχθηκαν πλήρως κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προαναφέρθηκαν, μεταξύ των οποίων ειδικότερα τα ακόλουθα: α) οι δύο πιο πάνω αναφορές, β) το αντίγραφο του πινακίου στο οποίο είχε εγγραφεί προς συζήτηση η αγωγή του Δ. Κ. κατά του δευτέρου κατηγορουμένου, στο οποίο ο δικαστής που εκφώνησε την εν λόγω αγωγή έχε: αναγράψει ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ως εναγόμενος παραστάθηκε "δια (για αναβολή)" και ως αποτέλεσμα ότι "απορρίπτεται το αίτημα αναβολής" και "συζητείται ερήμην εναγομένου",γ) την 1047/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο ήδη πολιτικώς ενάγων κηρύχθηκε τελεσιδίκως αθώος της αποδιδόμενης σ' αυτόν κατηγορίας της απιστίας δικηγόρου σε βάρος του δευτέρου κατηγορουμένου, αφού έγινε δεκτό ότι στην εκδίκαση της αγωγής του Δ. Κ. σε βάρος του η μόνη εντολή του τελευταίου προς τον πολιτικώς ενάγοντα και τότε πληρεξούσιο δικηγόρο του ήταν να παραστεί "δια" για να υποβάλει μόνο αίτημα αναβολής, δ) η 2502/2007 αμετάκλητη ήδη απόφαση του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο ήδη πολιτικώς ενάγων για ηθική αυτουργία στην ψευδορκία του Ι. Α., δεχόμενο και τα δικαστήριο εκείνο ότι κατά την εκδίκαση της αγωγής του Δ. Κ. κατά του δευτέρου κατηγορουμένου στις 17-2-2000 τα γεγονότα συνέβησαν ακριβώς όπως εκτέθηκαν παραπάνω, ότι ο Ι. Α. είχε ιδία αντίληψη περί αυτών και ότι τα όσα αυτός κατέθεσε, που επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω περιστατικά, δεν αποδείχθηκε ότι ήσαν ψευδή, και ε) η 3827/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο δεύτερος κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως και απόπειρα απάτης στο δικαστήριο, λόγω της παράτυπης "κατάθεσης" των προτάσεων του, όπως εκτενώς αναφέρθηκε παραπάνω. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω, μεταξύ των οποίων αφενός μεν τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, αλλά και η ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Γ. Φ., πλήρως αποδείχθηκε κατά τη γνώμη που επικράτησε ατό δικαστήριο, ότι ο ήδη θανών Δ. Κ., αδελφός του δευτέρου κατηγορουμένου, δεν ήταν παρών κατά τη συνεδρίαση της 17-2-2000 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όταν διαδραματίσθηκαν όσα εκτενώς αναφέρθηκαν παραπάνω, αφού αποδείχθηκε ότι βρισκόταν αυτός εκτός Αθηνών την ημέρα εκείνη, και κατά συνέπεια δεν άκουσε τον πολιτικώς ενάγοντα να δηλώνει ότι παραιτείται από δικηγόρος του αδελφού του, ούτε τον τελευταίο να ζητεί από το δικαστήριο να κρατηθεί η υπόθεση του για να ανεύρει άλλον πληρεξούσιο δικηγόρο. Επίσης ουδόλως αποδείχθηκε ότι είδε αυτός (Δ. Κ.) τον πρώτο κατηγορούμενο να συνομιλεί με τον αδελφό του - δεύτερο κατηγορούμενο, ότι ο τελευταίος συνέταξε εκείνη τη στιγμή τυπικές προτάσεις, τις οποίες υπέγραψε ο πολιικώς ενάγων, που εισήλθε και πάλι στην αίθουσα του δικαστηρίου, προκειμένου να τις καταθέσει, ότι στη συνέχεια τις κατέθεσε, αλλά το δικαστήριο δεν τις δέχθηκε, παρά το ότι ο ίδιος τις είχε παραδώσει στη Γραμματέα, και ότι στη συνέχεια ο πολιτικώς ενάγων ανακοίνωσε στον ίδιο (το Δ. Κ.) και στους κατηγορουμένους ότι ο Πρόεδρος του δικαστηρίου του κατέστησε σαφές ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι προτάσεις αυτές, ούτε αποδείχθηκε επίσης ότι στις 18-2-2000 πήγε και αυτός στα Δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων, αφού, όπως προεκτέθηκε εκεί μετέβησαν μόνο ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων. Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, δικηγόρος και αυτός, που παρίστατο στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 17-2-2000 για να εκπροσωπήσει πελάτισσα του με πολύ μεταγενέστερο αριθμό πινακίου, δηλαδή αριθμό 85 έναντι αριθμού 6 που είχε η αγωγή του Δ. Κ. κατά του δευτέρου κατηγορουμένου, υπέδειξε στον τελευταίο να γράψουν προτάσεις και να κατατεθούν εκείνη τη στιγμή από τον πολιτικώς ενάγοντα, πράγμα το οποίο και έγινε κατά τους ισχυρισμούς του. Άλλωστε δεν υπήρχε και λόγος προς τούτο, αφού ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε προετοιμάσει ήδη από την προηγουμένη πρόχειρες ιδιόγραφες προτάσεις με υπογραφή από τον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο του και ήδη πολιτικώς ενάγοντα, και κατάφερε, όπως εκτέθηκε παραπάνω, να τις "καταθέσει" στην έδρα. Θα πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι αντίκειται στην κοινή λογική και στα διδάγματα της κοινής πείρας η άποψη που υποστήριξαν ο θανών Δ. Κ. και ο πρώτος κατηγορούμενος στις ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον της αρμόδιας Πταισματοδίκη Αθηνών σχετικά με τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο δεύτερος κατηγορούμενος "κατέθεσε" τις προτάσεις του ως εναγόμενος στην εναντίον του αγωγή του Δ. Κ.. Πράγματι, δεν είναι εύλογα και αντίκεινται στη βάσανο της λογικής τα υποστηριζόμενα εκ μέρους τους, ότι δηλαδή ενώ μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της υποθέσεως, που υπέβαλε ο δεύτερος κατηγορούμενος δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ο τελευταίος αποχώρησε από την αίθουσα, φωνάζοντας εις επήκοον όλων "παραιτούμαι", και ο δεύτερος κατηγορούμενος ζητούσε από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου να κρατήσει για λίγο την υπόθεση για να εξεύρει άλλον πληρεξούσιο δικηγόρο, παρόλα αυτά αυτός ο ίδιος, ο μέχρι τότε πληρεξούσιος δικηγόρος του, που είχε παραιτηθεί της εντολής του να τον εκπροσωπεί, φαίνεται κατά τους ισχυρισμούς τους να επέστρεψε μετανοημένος μετά από ολίγα λεπτά στην αίθουσα συνεδριάσεως, υπέγραψε τις προτάσεις που είχε γράψει στο μεταξύ με το χέρι του ο δεύτερος κατηγορούμενος σε λευκές κόλλες χαρτί που του χορήγησε ο πρώτος κατηγορούμενος και πλησίασε τέλος την έδρα, όπου και τις παρέδωσε στη Γραμματέα του δικαστηρίου, παρόλο που ο Πρόεδρος του δικαστηρίου δεν τις δέχθηκε. Αντιθέτως, είναι πολύ περισσότερο εύλογη η σειρά των γεγονότων, όπως την εξέθεσε στην ανωμοτί κατάθεση του ο πολιτικώς ενάγων και είχε επιβεβαιώσει με την ένορκη κατάθεση του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο δικηγόρος Δ. Κ., ότι δηλαδή μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε για λογαριασμό του εντολέα του (δευτέρου κατηγορουμένου) ο πολιτικώς ενάγων, αποχώρησε αυτός από την αίθουσα του δικαστηρίου, αφού δεν είχε εντολή για συζήτηση της υποθέσεως στην ουσία της, τα όσα δε συνέβησαν στη συνέχεια με αντικείμενο την προσπάθεια να κατατεθούν προτάσεις επί της έδρας, ώστε να φανεί ότι η υπόθεση συζητήθηκε κατ' αντιμωλία, έλαβαν χώρα αποκλειστικά και μόνο με πρωτοβουλία του δευτέρου κατηγορουμένου και χωρίς τη σύμπραξη του πληρεξουσίου του δικηγόρου. Η κρίση αυτή της πλειοψηφούσας γνώμης του δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος συνήθιζε να γράφει μόνος του τις προτάσεις σε όλες σχεδόν τις υποθέσεις του, ενόψει του ότι υπήρξε κατά το παρελθόν δικαστής των διοικητικών δικαστηρίων, και ο πολιτικώς ενάγων περιοριζόταν να τις υπογράφει, εξακολούθησε δ' αυτός να είναι πληρεξούσιος δικηγόρος του και μετά το περιστατικό της 17-2-2000 και μέχρι τη συνταξιοδότηση του, και μόνο πολύ αργότερα, όταν διενεργείτο σχετική προανάκριση με αφορμή τις αναφορές του Δ. Κ. και της Α. Ψ., υποβλήθηκαν εκατέρωθεν μηνύσεις. Εξάλλου, αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί ούτε από την ασαφή και αόριστη κατάθεση της μάρτυρα Ε. Κ., πελάτισσας του πρώτου κατηγορουμένου, που κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι "είδα τον πρώτο κατηγορούμενο να δίνει δυο-τρεις κόλλες χαρτί σε δύο κυρίους που έμοιαζαν μεταξύ τους και αυτός άρχισε να γράφει ...", κάτι που δεν μπορεί βεβαίως να ανατρέψει, αλλά ούτε και να κλονίσει τα όσα έγινα δεκτά παραπάνω. Τέλος, από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά τη δικάσιμο της 3-3-2003, όταν δικαζόταν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων προμήθευσε ατομικά του έγγραφα, που τα είχε αφαιρέσει από το γραφείο του στην οδό ... αρ. 84 στις 18-5-2002 ο Κ. Κ., ο οποίος και εξετάσθηκε ως μάρτυρας τόσο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και απέκρουσε μετά βδελυγμίας την κατηγορία αυτή του δευτέρου κατηγορουμένου. Συνακόλουθα όλων αυτών πλήρως αποδείχθηκε κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο ότι όσα αντίθετα περιστατικά κατέθεσαν ενόρκως, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες ενώπιον της Πταισματοδίκη του 7ου Προανακριτικού Τμήματος Αθηνών στις 26-2-2004 ο Δ. Κ., που έχει ήδη αποβιώσει, και ο πρώτος κατηγορούμενος, σε σχέση με εκείνα που εκτέθηκε παραπάνω ότι πλήρως αποδείχθηκαν αναφορικά με την εκδίκαση της αγωγής του δικηγόρου Δ. Κ. κατά του δευτέρου κατηγορουμένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 17-2-2000, ήσαν εντελώς ψευδή και προέβησαν αυτοί στην εν λόγω πράξη τους, γνωρίζοντας ότι καταθέτουν ψευδή, ωθήθηκαν δε στην πράξη τους αυτή με πειθώ και φορτικότητα από το δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος, θέλοντας να υποστηρίξει τις μηνύσεις που είχε υποβάλει κατά του πρώην πληρεξουσίου του δικηγόρου, έπεισε αφενός μεν τον αδελφό του, αφετέρου δε το δικηγόρο που τον είχε πλησιάσει κατά την πιο πάνω ημερομηνία στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του είχε δώσει την επαγγελματική του κάρτα, να καταθέσουν τα ψευδή, όπως αυτά αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό. Συνακόλουθα όλως αυτών πρέπει οι κατηγορούμενοι, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, να κηρυχθούν ένοχοι, ο μεν πρώτος ψευδορκίας μάρτυρα, ο δε δεύτερος ηθικής αυτουργίας κατά συρροή στην ψευδορκία τόσο του αποβιώσαντος Δ. Κ., όσο και αυτή του πρώτου κατηγορουμένου, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό". Ακολούθως το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα (Β. Σ.) για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ, και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης έξι μηνών, η οποία ανεστάλη για τρία χρόνια. Με τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, κατά την παραδεκτή, κατά το ενδιαφέρον μέρος, αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε την υπαγωγή του στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 224 παρ. 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρονται σ' αυτή όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Αναφέρονται, επίσης, αναλυτικά, και τα θεμελιούντα, όπως προαναφέρθηκε, την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του προδιαληφθέντος εγκλήματος. Επομένως, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, κατά το οικείο μέρος τους, σχετικοί λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών, πιο πάνω, ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ενώ, κατά το μέρος, που με αυτούς, με την επίκληση, κατ' επίφαση, έλλειψης της επιβαλλόμενης, κατά τα παραπάνω, αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτοι και ως τέτοιοι απορριπτέοι.
Κατά το άρθρο 141 παρ. 2 ΚΠΔ ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την καταχώριση στα πρακτικά κάθε δηλώσεως των εξεταζομένων ή αυτών που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν αντίκειται στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, η οποία εκδίδεται μετά προσφυγή κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής αποφάσεως και μόνο μαζί με αυτήν. Κατά δε την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 141 του ΚΠΔ, τα πρακτικά τηρούνται συνοπτικά και πρέπει να περιέχουν εκτός των άλλων τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται για έλλειψη ακροάσεως, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, όταν ο κατηγορούμενος ζήτησε από το δικαστήριο την καταχώριση στα πρακτικά δήλωσής του, από την οποία εξαρτά συμφέρον και αυτό αρνήθηκε ή απέρριψε παρά το νόμο σχετικό του αίτημα. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β', κατά τον οποίο επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως, γιατί δεν καταχωρίστηκε στα πρακτικά, ότι ο αναιρεσείων ζήτησε ν' αναγνωσθεί το από 26.11.2007 έγγραφο του Γ. Φ., καθώς και ότι κατά την απολογία του ανέγνωσε την από 17.12.2007 κατάθεση του Δ. Κ., χωρίς περαιτέρω ισχυρισμό, ότι ζητήθηκε η καταχώριση των προδιαληφθέντων από το διευθύνοντα τη συζήτηση και περαιτέρω, ότι το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε, δεν απάντησε ή αρνήθηκε αδικαιολογήτως ν' απαντήσει, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει ν' απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, πρέπει η προδιαληφθείσα αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί στο σύνολό της, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Επειδή, εξάλλου, οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ. 1, 583 παρ. 1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 14 Απριλίου 2011, αίτηση του Α. Μ.- Κ. του Κ., κατοίκου ..., καθώς και την, από 15 Ιουλίου 2011, αίτηση του Β. Σ. του Γ., κατοίκου ..., μετά των από 15.11.2011, προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της 1022/2011 απόφασής του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται για τον καθένα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου 2011. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή