Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1317 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως η κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι περατώθηκε νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως (άρθρα 276 § 2, 282 § 1, 271 § 1 ΚΠΔ). Δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότης λόγω παραβιάσεως διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ασχέτως εάν προηγήθηκε ή όχι κλήση του για απολογία. Όχι έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος εκ του ότι το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποία παρατίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα και οι σκέψεις για την παραπεμπτική πρόταση. Πότε αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αυτοπροσώπου εμφανίσεως από το Συμβούλιο Εφετών. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που αφορούν την ουσία. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις για παράβαση δικονομικής διατάξεως. Απορρίπτεται όμοιο αίτημα από Συμβούλιο Αρείου Πάγου ως αβάσιμο, διότι έχει αναπτύξει ο αιτών αναιρεσείων τις απόψεις του διεξοδικά με την αναίρεσή του. Απορρίπτει.





Αριθμός 1317/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 668/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 335/19.9.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 10-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 2761/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) διά να δικασθή διά πλαστογραφία μετά χρήσεως, με σκοπούμενο περιουσιακό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 73.000 ευρώ, δια βλάβης τρίτου. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 § 1, στοιχ. α', δ' Κ.Π.Δ.). Α) Επειδή, κατά το άρθρο 171 § 1 περίπτ. δ' Κ.Π.Δ., ακυρότητα λαμβανομένη και αυτεπαγγέλτως υπ'όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 276 § 2 Κ.Π.Δ., ο ανακριτής δύναται να εκδώση ένταλμα συλλήψεως σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 282, προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, κατά δε το άρθρο 271 § 1 του ιδίου Κώδικα, ο ανακριτής, και όταν συντρέχει περίπτωση προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, δύναται και δεν υποχρεούται, αντί να εκδώση ένταλμα συλλήψεως κατ'αυτού, να τον καλέση προς εξέταση με κλήση περιέχουσα τα στοιχεία που ορίζονται στην § 2 του άρθρου 271. Επομένως, αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα, για πράξη δηλαδή που επιτρέπεται, κατ'άρθρ. 282 Κ.Π.Δ., προσωρινή κράτηση, ο ανακριτής δύναται, κατά την κρίση του, είτε να κλητεύση τον κατηγορούμενο, είτε να εκδώση εναντίον του ένταλμα συλλήψεως, χωρίς να έχη προηγηθή κλήση προς απολογία, η δε προς απολογία κλήση του κατηγορουμένου, εφ'όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως, είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι περαιώθηκε νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως (ΑΠ 1399/2003, ΑΠ 1235/1987, εις ΠΧ/ΛΗ'/51, ΑΠ 1569/1983, εις ΠΧ/ΛΔ'/519). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ., το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσση την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψη την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Μόνο δε όταν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, γεννάται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 576/2003, εις Ποιν. Δικ./2003/1020). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακριτής 23ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών νομίμως εξέδωσε το υπ'αριθμ. 5/2006 ένταλμα συλλήψεως κατά του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου διά πλαστογραφία μετά χρήσεως, ως άνω, εις βαθμό κακουργήματος, δια την οποία επιτρέπεται, κατ'άρθρ. 282 Κ.Π.Δ., προσωρινή κράτησή του και, συνεπώς, με την έκδοση του ανωτέρω εντάλματος συλλήψεως, νομίμως περαιώθηκε η κυρία ανάκριση, ασχέτως αν προηγήθηκε νομίμως ή όχι κλήση για απολογία του. Επομένως, ο επικαλούμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως, ότι εκ της μη κλητεύσεώς του προς απολογία από τον ανακριτή επήλθε απόλυτος ακυρότης, κατ'άρθρ. 171 § ιδ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, αναφερόμενο στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, η αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, προς παροχή εξηγήσεων και διασαφήσεων επί της αποδιδομένης σ'αυτόν κατηγορίας, απερρίφθη αιτιολογημένα, αφού, δια την απόρριψή της, διαλαμβάνεται η αιτιολογία, ότι αυτός, με το από 10-1-2007 υπόμνημά του, αναπτύσσει διεξοδικά με πληρότητα τους ισχυρισμούς του και τις απόψεις του, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβη αυτούς και προφορικά ενώπιον του συμβουλίου. Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, αορίστως, ότι παρά τον νόμο το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και για τον λόγο αυτό κατέστη αναιρετέο. 'Όμως, δεν προβάλλει συγκεκριμένη αιτίαση, με την οποία να θεμελιώνεται αναιρετικός λόγος, εκ του άρθρ. 484 § 1 Κ.Π.Δ., κατά του βουλεύματος. Επομένως, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, ο επικαλούμενος από τον αναιρεσείοντα, στην περίπτωση αυτή, ως λόγος αναιρέσεως. Β) Επειδή, η εκ του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1242/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220). Η αναφορά στην εισαγγελική πρόταση καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (ΑΠ 861/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/408). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι "δεν έχει καμιά απολύτως δική του αιτιολογία, δεν έχει προβεί σε έρευνα των λόγων εφέσεώς του και των πραγματικών ισχυρισμών που εμπεριέχονται σ'αυτούς, δεν περιέχει έστω και μία δική του σκέψη και συλλογισμό". Όμως, ως προκύπτει εκ του προσβαλλομένου βουλεύματος, τούτο διαλαμβάνει την ως άνω επιβαλλομένη αιτιολογία, με επιτρεπτή καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών που το εξέδωσε στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την πρόταση αυτή, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Επομένως, ο περί του εναντίου επικαλούμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι δε, υπό την επίκληση του ιδίου αναιρετικού λόγου αιτιάσεις, δια των οποίων πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Επίσης, πρέπει να απορριφθή και η διά της εκθέσεως αναιρέσεως (άρθρ. 91/10-4-2007) υποβαλλομένη αίτηση αυτού, περί αυτοπρόσωπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων, διότι διά της ανωτέρω εκθέσεως εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις του επί της προκειμένης υποθέσεως.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να απορριφθή η από 10-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως και η από 10-4-2007 αίτηση αυτού, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (εν συμβουλίω), προς παροχή διευκρινίσεων. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήναι 18 Ιουνίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρον 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται αν δε τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που τού παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξ άλλου κατά το άρθρο 276 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δικ. ο ανακριτής μπορεί να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως στις περιπτώσεις εκείνες που κατά το άρθρο 282 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ. επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, κατά δε το άρθρο 271 παρ. 1 ιδίου Κώδικος και στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση ο ανακριτής μπορεί και δεν υποχρεούται αντί να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως κατ' αυτού να καλέσει τον κατηγορούμενο με κλήση η οποία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού (271). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άνω άρθρων σαφώς συνάγεται ότι αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα, για πράξη δηλαδή για την οποίαν επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατ' άρθρον 282 Κ.Ποιν.Δικ., ο ανακριτής δύναται, κατά την κρίση του, είτε να κλητεύσει τον κατηγορούμενο, είτε να εκδώσει εναντίον του ένταλμα συλλήψεως, χωρίς να έχει προηγηθεί κλήση προς απολογία.
Συνεπώς εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κρατήσεως, η κλήση του κατηγορουμένου προς απολογία είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και η ανάκριση θεωρείται ότι επερατώθη νομίμως με την έκδοση του εντάλματος συλλήψεως, ασχέτως εάν προηγήθη νομίμως ή όχι κλήση για απολογία του. Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακριτής του 23ου Τακτικού Τμήματος του Πλημμελειοδικείου Αθηνών νομίμως εξέδωσε, με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, το υπ' αριθμ. 5/2006 ένταλμα συλλήψεως κατά του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό προσπορισμού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ, δηλαδή για κακουργηματική πράξη για την οποίαν συγχωρείται προσωρινή κράτηση, χωρίς προηγούμενη κλήτευσή του για απολογία, είναι δε χωρίς νόμιμη επιρροή το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα περιστατικό ότι δεν προηγήθηκε κλήτευσή του, πολύ δε περισσότερο νόμιμη κλήτευσή για απολογία στη γνωστή στις Αρχές διεύθυνσή του, διότι εθεωρήθη αγνώστου διαμονής σύμφωνα με την από ... βεβαίωση του Αρχιφύλακος ..., ενώ ήτο γνωστής διαμονής, συμφώνως προς τα προσκομισθέντα υπ' αυτού έγγραφα.
Συνεπώς νομίμως επερατώθη η κυρία ανάκριση με την έκδοση του ανωτέρω εντάλματος συλλήψεως, ασχέτως εάν δεν προηγήθη κλήση του προς απολογίαν. Μετά ταύτα ο πρώτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με τον οποίον (λόγο) υποστηρίζει ούτος ότι επήλθε απόλυτη ακυρότης (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Ποιν.Δικ. διότι εξεδόθη εις βάρος του από τον ως άνω ανακριτή το ρηθέν ένταλμα συλλήψεως χωρίς να κληθεί νομίμως σε απολογία και χωρίς να του γνωστοποιηθεί το πέρας της ανακρίσεως και ούτω παρεβιάσθησαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση και υπεράσπισή του ως κατηγορουμένου (άρθρ. 171 περ. δ' Κ.Ποιν.Δικ.) είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δικ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η απαιτουμένη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και τον Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21.11.1984 και κυρώθηκε με το Ν.1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' Κ.Ποιν.Δικ. συνιστά λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή του, όταν το Συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 498/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθη η ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά του υπ' αριθμ. 2761/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός να δικασθεί για πλαστογραφία με χρήση από δράστη που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ με βλάβη τρίτου. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση (δι' αυτής δε και στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη εις αυτό εισαγγελική πρόταση), στην οποία εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβεν υπ' όψη της "αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής αστυνομική προανάκριση και ειδικότερα από όλες τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων και τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία", με την οποίαν (πρόταση) συνετάχθη και η κρίση του Συμβουλίου, τούτο, εδέχθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις εις βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για την άνω κακουργηματική πράξη, ώστε θα ήτο άσκοπη η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτου-μένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με τον άνω τρόπο, με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. Ιβ', 216 παρ. 1 και 3α Π.Κ., τις οποίες ορθά εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή άλλο τρόπο.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τον λόγον ότι "αυτή δεν υπάρχει όταν είναι εντελώς τυπική, προς την οποίαν εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει γενικά στην εισαγγελική πρόταση, ότι το βούλευμα δεν έχει καμμιά απολύτως δική του αιτιολογία, αφού αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση χωρίς καμμιά δική του σκέψη και συλλογισμό και λογική επεξεργασία των προκυψάντων πραγματικών περιστατικών", και χωρίς να ισχυρίζεται αυτός άλλο τί σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας αυτής ταύτης της εισαγγελικής προτάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, εις το πλαίσιον του αυτού λόγου, ότι το βούλευμα "α) δέχεται ως αληθή αποδεικτικά στοιχεία τόσο τις μαρτυρικές καταθέσεις του ......., όσο και την από 12.11.2000 έγγραφη δήλωσή του (του αναιρεσείοντος) προς αυτόν, β) δεχόμενο ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για τον αναιρεσείοντα, εσφαλμένα εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 211Α Κ.Ποιν.Δικ.", είναι απορριπτέες ως απαράδεκτοι, η μεν πρώτη διότι υπό την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας βάλλει κατά της αναιρετικά ανελέγκτου περί τα πράγματα κρίσεως του Συμβουλίου, η δε δευτέρα, διότι η παραβίαση (ευθέως ή εκ πλαγίου) δικονομικής ποινικής διατάξεως, όπως η ανωτέρω, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως. Κατά την διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδ. α' και δ' Κ.Ποιν.Δικ. "Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσει κάθε διευκρίνιση.....Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Η απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος εκτείνεται και στην απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορουμένου για την εμφάνισή του στο συμβούλιο διάταξη του παραπεμπτικού βουλεύματος η οποία πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Ούτως εάν μεν το συμβούλιο δεν απαντήσει εις τοιούτον αίτημα του κατηγορουμένου, το οποίον υποβάλλεται κατά νόμιμο τρόπο, υπάρχει παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σ' αυτόν (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ' Κ.Ποιν.Δικ.) και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Ποιν.Δικ., εάν δε απορρίψει το αίτημά του, χωρίς επαρκή αιτιολογία, ικανοποιούσα τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναιρέσεώς του ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε "παρά τω νόμω", το υποβληθέν υπ' αυτού με την έφεσή του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του τότε εκκαλούντος - νύν αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για να δώσει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Όμως το Συμβούλιο Εφετών έκρινεν ότι πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του (τότε εκκαλούντος - ήδη) αναιρεσείοντος ενώπιον αυτού και απέρριψε την σχετική αίτησή του για εμφάνιση με ρητή διάταξή του, αφού την κρίση του αυτή εστήριξε, με επιτρεπτή αναφορά, στην πρόταση του Εισαγγελέως στην οποία διαλαμβάνεται η αιτιολογία ότι "ο κατηγορούμενος με το από 10.1.2007 υπόμνημά του αναπτύσσει διεξοδικά με πληρότητα τους ισχυρισμούς του και τις απόψεις του, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά ενώπιον του Συμβουλίου τούτου". Εκ της απορριπτικής του αιτήματος για αυτοπρόσωπη του κατηγορουμένου εμφάνισή του στο Συμβούλιο διατάξεως του βουλεύματος δεν επήλθε απόλυτη ακυρότης, αφού το Συμβούλιο απήντησεν επ' αυτού ρητά, χωρίς ως ανεφέρθη, να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, ενώ και η αναφερομένη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος είναι η απαιτουμένη κατά το άρθρο 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική. Αυτό δε γιατί πράγματι η εμφάνιση του κατηγορουμένου στο Συμβούλιο είναι περιττή, όταν αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του με υπόμνημα και η υπόθεση δεν εμφανίζει κενά προς διευκρίνιση. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. α' και δ' Κ.Ποιν.Δικ., λόγο αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητας, άλλως ανεπαρκούς αιτιολογίας ως ούτος εκτιμάται υπό του Συμβουλίου τούτου, της απορριπτικής αυτής διατάξεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τις διατάξεις του άρθρου 309 παρ. 2, 485 παρ. 1 και 3 Κ.Ποιν.Δικ. προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο.
Συνεπώς το περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου αίτημα του αναιρεσείοντος είναι μεν νόμιμο κατά τις άνω διατάξεις, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, διότι ο αναιρεσείων με την αίτηση αναιρέσεως διεξοδικώς εκθέτει τις απόψεις του επί των λόγων της κρινομένης αιτήσεως, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο παρόν Συμβούλιο για να τους επαναλάβει και προφορικώς. Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.4.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 498/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή