Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2079 / 2007    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα.




Περίληψη:
Ο νόμος 2472/1997 (δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα) εφαρμόζεται όταν υπάρχουν προσωπικά δεδομέ-να σε Αρχείο και τυγχάνουν επεξεργασίας και δι’ αυτής ανακοινώσεις προσωπικών δεδομένων, ενώ ελλείψει Αρχείου, η ανακοίνωση πληροφο-ρίας στο τηλεοπτικό κοινό που αναφέρεται στην προσωπική ζωή του θιγομένου, δια προβολής συνομιλίας του δημοσιογράφου με παριστάμενο στην εκπομπή, εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του νόμου τούτου και οι οποίες προσβολές στην προσωπικότητα εμπίπτουν σε άλλες διατάξεις του ποινικού και αστικού κώδικα






Αριθμός 2079/2007



Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου



Ζ' Ποινικό Τμήμα



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2007, με τη παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου χ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Περικλή Σταυριανάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 475/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα τη ψ1, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της Αγγελική Χριστοφορίδου.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαϊου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1042/2007.

Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο νόμος 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεσή του, θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1,9 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του. Παράλληλα όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24 Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προϊμιό της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο Α του εν λόγω νόμου 2472/1997, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι, κατά το άρθρο 1 του νόμου τούτου, αντικείμενο αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως:.....ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ' αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε των περιπτώσεων του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "Αρχείων προσωπικών δεδομένων". Έτσι, κατά την παράγρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση "Αρχείου", χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής κατά την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια απ' αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "Αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται κατ' άρθρο 2 περ. ε, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν εις γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να τους τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ' λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που την εξέδωσε, καθώς και την απόφαση, με την οποία απορρίπτονται αυτοτελείς του κατηγορουμένου ισχυρισμοί. Επομένως, η αιτιολογία αυτή, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, απαιτείται και στην παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία το δικαστήριο απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή ή διακοπή της δίκης, προκειμένου να κληθεί και εξετασθεί, ως μάρτυρας, ο προκύψας από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσει ή διαψεύσει κρίσιμο για την ενοχή του κατηγορουμένου περιστατικό. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε κατά πλειοψηφία, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, αποδείχθηκαν τα εξής: "Την 27 Ιανουαρίου 2000, μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό "......" η εκπομπή του κατηγορουμένου δημοσιογράφου "......", με θέμα το βιασμό εν γένει. Στην εκπομπή αυτή ήταν καλεσμένοι, μεταξύ άλλων, ο Γ1 και η Γ2, πρώην μαθητές της εγκαλούσας ψ1, στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας ".......", όπου η τελευταία εργαζόταν, ως καθηγήτρια ψυχολογίας. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, ο κατηγορούμενος, συζητώντας με τους προαναφερόμενους καλεσμένους του, χωρίς δικαίωμα (και μάλιστα χωρίς την παρουσία, ούτε προγενέστερη πρόσκληση της εγκαλούσας να συμμετάσχει στη συζήτηση) μετέδωσε και κατέστησε προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, που αφορούσαν την ερωτική ζωή της εγκαλούσας. Ειδικότερα, ευθύς εξ αρχής, απευθυνόμενος προς τους Γ1 και Γ2, είπε, μεταξύ άλλων: "Έχω ακούσει κάτι, κάποιους εκπληκτικούς διαλόγους που είχατε με μία καθηγήτριά σας και οι δύο" (βλ. σελ. 6, στίχοι 14-15 της ακριβούς απομαγνητοφώνησης από την εκπομπή ..... της 27-1-2000). Στη συνέχεια (βλ. σελ. 9 στίχος 5 της ίδιας απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος είπε: "Να πάμε στη δική σας υπόθεση". Απαντά τότε ο (Λ), δηλαδή ο Γ1 "Να πάμε" και ακολούθως (βλ. σελ. 9, στοίχοι 18-19 απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος, απευθυνόμενος προς τον Γ1, προκαταβολικά και κατά τρόπο επιβεβαιωτικό των όσων ο ίδιος είχε ακούσει από τους προαναφερθέντες "εκπληκτικούς διαλόγους που είχαν οι καλεσμένοι του με την καθηγήτριά τους", είπε: "Μόνος μπαίνατε στο κολλέγιο και επειδή είχατε μία υποτροφία, μπορέσατε να συνεχίσετε τις σπουδές σας. Και εκεί σας ερωτεύθηκε μία καθηγήτριά σας". Δηλαδή στο σημείο αυτό μετέδωσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος προσωπικά δεδομένα της εγκαλούσας, που ο ίδιος είχε ακούσει και ακολούθως κεντρίζει τον Γ1 να απαντήσει για να αποκαλύψει περισσότερα. Τότε ο Γ1 απαντά: "Ε, με ερωτεύτηκε. Με πλησίασε βλέποντας ότι υπήρχαν κάποια προβλήματα. Διότι δεν απέδιδα στο μάθημά της, και με πλησίασε και μου λέει "τί γίνεται στη ζωή σου, σε βλέπω ότι λίγο αποκομμένος είσαι, δεν αποδίδεις, οι βαθμοί σου λίγο πεσμένοι....". Της λέω "εργάζομαι μέχρι τα ξημερώματα, έχω αυτά τα προβλήματα, δεν έχω οικογένεια, τί να κάνουμε;" και μου προσέφερε, μου έκανε μία πρόταση να με βοηθήσει με ιδιαίτερα" (..........) "Ήταν και ψυχολόγος η συγκεκριμένη καθηγήτρια" (Γ1) "Καθηγήτρια ψυχολογίας, ναι. Λοιπόν, μου προσέφερε κάποια ιδιαίτερα μαθήματα, προκειμένου να μη δουλεύω τέτοιο ωράριο, μέχρι τις 2-3 τα ξημερώματα και εξελίχτηκε μία φιλία, η οποία φιλία, εκ μέρους μου ήταν περισσότερο υποχρέωση και ευγνωμοσύνη, για τη βοήθεια που μου παρείχε. Κάποια στιγμή αυτή η φιλία όμως, έγινε ερωτική, έγινε ερωτικός δεσμός κατά λάθος. Κατά λάθος λέω, γιατί ήταν παντρεμένη η γυναίκα και 20 χρόνια μεγαλύτερή μου. Δεν υπάρχει βάση για ερωτικό δεσμό, ο οποίος, δυστυχώς, δεν είχε το πιο αίσιο τέλος που θα μπορούσε να είχε, διότι σκαρφίστηκε αυτή ένα σχέδιο εναντίον μου, το οποίο σχέδιο προέκυψε διότι εφόσον πέρασε μία διετία του δεσμού αυτού γυρνάω και της λέω ότι κοίταξε να σου πω κάτι, εσύ είσαι παντρεμένη εγώ είμαι νέος θέλω να φτιάξω τη ζωή μου δεν μπορεί να συνεχιστεί. Στράβωσε αυτή, παρεξηγήθηκε, μου λέει και γατί εγώ άφησα τον άντρα για σένα και τα λοιπά, εν τω μεταξύ δεν τον είχε αφήσει τον άντρα της, ούτε διαζύγιο πήραν ούτε και τον είχε αφήσει. Μας είχε και τους δύο μαζί. Αλλά εν πάση περιπτώσει σκαρφίστηκε το εξής ότι μου λέει και να μην θέλεις ερωτικό δεσμό μαζί μου, εμένα δεν με πειράζει, εξακολουθώ να σε αγαπώ έστω και αδερφικά, σαν μικρότερο αδερφό μου λέει και θα σε στηρίξω στα πάντα". Αλλά και στη συνέχεια (βλ. σελ. 11, στοίχοι 19-21 απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος επαναλαμβάνει "Μάλιστα. Παρακολούθησα κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες που έχετε με την εν λόγω καθηγήτρια τόσο εσείς όσο και η σύντροφός σας και έμεινα έκπληκτος κα Γ2 γιατί μαζί σας συζητάει στα Αγγλικά και κάποιες φορές το γυρίζετε στα Ελληνικά λέγοντάς σας ότι ο μαθητής της έχει κάνει δύο φόνους τρεις, έχει σκοτώσει ανθρώπους στην Αμερική διώκεται για.....". Δηλαδή και πάλι ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνει ότι έχει παρακολουθήσει κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν η εγκαλούσα με τον Γ1 και τη σύντροφό του Γ2, που αναφέρονται σε προσωπικά (ερωτικά) δεδομένα της εγκαλούσας, που προαναφέρθηκαν από αυτόν σε γενικές γραμμές και μεταδίδει αυτά τα οποία ο ίδιος είχε ακούσει από "εκπληκτικούς διαλόγους" - "τηλεφωνικές συνομιλίες" της εγκαλούσας με τους Γ1 και Γ2.Ενώ στην αρχή (σελ. 9 απομαγνητοφώνησης) ο κατηγορούμενος προκαταβολικά είπε προς τον Γ1 "ότι ερωτεύθηκε μία καθηγήτριά του" και αφού ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής εκπομπής τα περί ερωτικού δεσμού, ο κατηγορούμενος θέλοντας να διορθώσει το λάθος του, αναδιπλώνεται πολύ αργότερα (βλ. σελ. 12 απομαγνητοφώνησης), λέγοντας "Θα ήθελα να σταματήσουμε εδώ γιατί θα δώσω συνέχεια σε αυτή την ιστορία μαζί σας και αναζητώ και τη συγκεκριμένη καθηγήτρια για να πούμε πώς είναι δυνατόν αυτά να συμβαίνουνε στο χώρο της παιδείας. Διότι η προσωπική σχέση η ερωτική δεν μας αφορά καθόλου και δεν μας ενδιαφέρει. Από κει και πέρα αρχίζει το δράμα όμως", ενώ αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η ερωτική ζωή της εγκαλούσας τον ενδιέφερε και όσα, κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής εκπομπής με λεπτομέρεια έλεγε ο Γ1, ο κατηγορούμενος δεν τον διέκοπτε, αλλά τον άφηνε να ομιλεί εκτός των άλλων και περί του ερωτικού δεσμού του με την εγκαλούσα καθηγήτριά του, χάριν απλώς και μόνον της τηλεθέασης.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής αυτής (της 27-1-2000), η οποία αναμεταδόθηκε από τον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, πανελλήνιας εμβέλειας και την 29-1-2000 (ειδικά για την αναμετάδοση ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι αυτή ανάγεται σε ευθύνη των εκπροσώπων του τηλεοπτικού σταθμού), ο κατηγορούμενος αποφεύγει να προσδιορίσει το εκπαιδευτικό ίδρυμα και να κατονομάσει τη θιγόμενη καθηγήτρια ψυχολογίας.
Ως προς το εκπαιδευτικό ίδρυμα, η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών είναι ικανή να οδηγήσει τους τηλεθεατές στον προσδιορισμό του. Μάλιστα δε (βλ. σελ. 12 στοίχος 11 της απομαγνητοφώνησης), ο κατηγορούμενος λέγει "Έχω την εντύπωση ότι στα αμερικανικά κολέγια υπάρχει ένα άλλο επίπεδο, ένα διαφορετικό κλίμα. Τώρα αυτό που μου διηγείστε εδώ πέρα είναι ένα γκραν γκινιόλ", δηλαδή κάνει ο ίδιος ειδικότερο προσδιορισμό ότι το κολλέγιο αυτό είναι Αμερικανικό.
Ως προς το πρόσωπο της θιγόμενης καθηγήτριας, καίτοι το ονοματεπώνυμό της δεν αναφέρεται κατά τη διάρκεια της εκπομπής, ο προσδιορισμός της ταυτότητάς της είναι ευχερής για το άμεσο επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον της, λόγω κυρίως της παρουσίας του καταγγέλλοντος, πρώην μαθητή της, καθώς και της δημοσίευσης της δικής του ταυτότητας (βλ. και την ......... απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης). Γι' αυτό, η εγκαλούσα δέχτηκε την επομένη της εκπομπής πολλά τηλεφωνήματα από μαθητές της και φίλους της, οι οποίοι την ενημέρωσαν για την εκπομπή, πιστεύοντας, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, ότι σε αυτήν αναφερόταν η εκπομπή. Δεν μειώνει τη βαρύτητα της προσβολής η αδυναμία του συνόλου του εκτός του επαγγελματικού και κοινωνικού κύκλου των τηλεθεατών, που παρακολούθησαν την εν λόγω εκπομπή, να προσδιορίσει την ταυτότητά της. Άλλωστε και οι υπεύθυνοι του κολλεγίου, με βάση τα ίδια στοιχεία, αντιλήφθηκαν ότι η εκπομπή αναφερόταν στην εγκαλούσα και γι' αυτό την επομένη την έθεσαν σε διαθεσιμότητα, μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτής, η οποία επακολούθησε (αυτή κοινοποιήθηκε στην εγκαλούσα στις 31-3-2000).
Εξέχον χαρακτηριστικό της επίμαχης εκπομπής αποτελεί η, εκ μέρους του κατηγορουμένου παρουσιαστή της, πλήρης αποδοχή των καταγγελιών του προσκεκλημένου του σε βάρος της θιγόμενης καθηγήτριας. Προς επίρρωση μάλιστα των καταγγελιών του εμφανιζόμενου στην επίμαχη εκπομπή, ο παρουσιαστής καταφεύγει σε χαρακτηρισμούς για την αποδιδόμενη στην εν λόγω καθηγήτρια πράξη ("έγκλημα εκ προμελέτης"), για τα πιθανά κίνητρα αυτής ("για να εκδικηθείς έναν άπορο μαθητή σου"), καθώς και για την ηθική και επαγγελματική υπόσταση της θιγόμενης ("είχε γραφείο συνοικεσίων η κυρία;", "η παιδαγωγός, γιατί δεν είναι μόνο καθηγήτρια ψυχολογίας, σε έναν τέτοιο χώρο πρέπει να σέβεται πρώτα τον εαυτό της").
Περαιτέρω, από ουδέν αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκαν περιστατικά που να δικαιολογούν την εφαρμογή των εξαιρέσεων που ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, με την ανάδειξη της συγκεκριμένης περίπτωσης ως φαινομένου κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης μιας καθηγήτριας σε βάρος του άπορου φοιτητή της, είναι αβάσιμος, καθόσον από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι έχει λάβει χώρα τέτοια κατάχρηση εκ μέρους της μηνύτριας. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η ίδια και τα μέλη της ευρύτερης οικογενείας της, ενίσχυαν οικονομικά τον Γ1, κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο κολλέγιο και του παρείχαν τόσο αυτοί όσο και φίλοι της οικογένειας, όπως ο ιατρός ........ και η δικηγόρος ......... (αδελφή της εγκαλούσας), ιατρικές και νομικές υπηρεσίες. Δεν είναι βάσιμη η καταγγελία του αναξιόπιστου Γ1 ότι η μηνύτρια τον εκβίαζε με σκοπό τη διατήρηση της ερωτικής σχέσης τους και ότι για λόγους εκδίκησης για τη διακοπή της σχέσης τους, του υπεξαίρεσε το ποσό των 1.200.000 δραχμών κατά το χρόνο φοίτησης στο Λονδίνο. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι και κατά το χρόνο που αυτός σπούδαζε στο Λονδίνο, συνέχισε η μηνύτρια να τον βοηθά οικονομικά. Η απογοήτευση της μηνύτριας από τη συμπεριφορά του καταγγέλλοντος και η διακοπή της όποιας προσφοράς της σε αυτόν, μετά τη λήξη της σχέσης τους, δεν συνιστά υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει το ίδιο το λειτούργημά της ως καθηγήτριας, ούτε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης αυτής ως καθηγήτριας σε βάρος του φοιτητή της και μάλιστα σε χρονικό σημείο που ο Γ1, ήταν ηλικίας πλέον των 25 ετών, δεν ήταν πλέον φοιτητής της, αφού είχε αποφοιτήσει από το έτος 1997 από το κολλέγιο". Ακολούθως, κήρυξε τον κατηγορούμενο κατά πλειοψηφίαν ένοχο παραβάσεως του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική, προς 4,40 ευρώ ημερησίως, αφού προηγουμένως απέρριψε αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης, προκειμένου να κληθούν και να εξετασθούν οι μάρτυρες α) Γ1 και β) Γ2 και επί της οδού ...... αριθ. ....-......., σχετικώς με την σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία, με την αιτιολογία ότι "επειδή το αίτημα αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης πρέπει να απορριφθεί".
Με τις παραδοχές όμως αυτές το δικαστήριο της ουσίας, αφ' ενός μεν δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την διεξαχθείσα στο ακροατήριο διαδικασία, επί τη βάσει των οποίων κατέληξε στην ως άνω κρίση του, αφ' ετέρου δε στέρησε αυτήν νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, καθ' όσον αφορά τα γεγονότα που προβλήθηκαν την 27-1-2000 στην εκπομπή του κατηγορουμένου από τον τηλεοπτικό σταθμό "........" και αναμεταδόθηκαν στις 29-1-2000, σχετικά με την ερωτική ζωή της εγκαλούσας, Ψ1 και συγκεκριμένα, την ερωτική σχέση της με τον Γ1, δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτά αποτελούν προϊόν πρόσβασης του κατηγορουμένου σε Αρχείο ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα δέχεται το μεν, ότι περιήλθαν σε γνώση του εκ πληροφοριών τρίτων και δη των Γ1 και Γ2, το δε, ότι οι πληροφορίες τούτων κρίνονται "αναξιόπιστες" αφού "από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι έχει λάβει χώρα κατάχρηση εκ μέρους της μηνύτριας της δεσπόζουσας θέσης της, ως καθηγήτριας, σε βάρος του άπορου φοιτητή της......" και συνεπώς, εμμέσως πλην σαφώς, αποκλείει την πρόσβαση του κατηγορουμένου σε Αρχείο προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας. Έτσι, η έλλειψη των στοιχείων αυτών αποκλείει την εφαρμογή του ανωτέρω νόμου, διότι ελλείπει, όπως προαναφέρθηκε, η προϋπόθεση του "Αρχείου" αφ' ενός και αφ' ετέρου της "πρόσβασης" σ' αυτό του κατηγορουμένου, ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Πέραν όμως αυτού, δεν αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα, ειδικώς και εμπεριστατωμένως, η απόρριψη του ως άνω αιτήματος αναβολής της δίκης, αφού δεν παρατίθενται σ' αυτήν παντάπασι τα πραγματικά περιστατικά, πάνω στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την απορριπτική του εν λόγω αιτήματος κρίση.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για: α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικώς, τόσον, ως προς την κύρια, περί ενοχής του κατηγορούμενου, κρίση, όσον και ως προς την παρεμπίπτουσα, περί απορρίψεως του αιτήματος αναβολής απόφασή του και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ



Αναιρεί την υπ' αριθμ. 475/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτησης το ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και,
Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 28 Νοεμβρίου 2007.






Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή