Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ναρκωτικά, Ε.Σ.Δ.Α., Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Δήμευση, Πλάνη.
Περίληψη:
Παράβαση Νόμου περί ναρκωτικών (αγορά, πώληση και κατοχή). Άρθρο 20 ΚΝΝ. Παράνομη οπλοκατοχή κλπ. Αιτιολογία. Δόλος. Ως πώληση ή αγορά ναρκωτικών, θεωρείται η αγοραπωλησία του άρθρου 513 του Α.Κ. Έννοια. Για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α) της ποσότητας τούτων (βάρους), β) του χρόνου των επιμέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, γ) του ύψους του επιτευχθέντος τιμήματος, και δ) της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών. Απόρριψη λόγων αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου της ΕΣΔΑ, ως προς την καταδικαστική απόφαση για τις πράξεις της κατοχής, αγοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών. Απόρριψη ισχυρισμών του αναιρεσείοντος α) περί πραγματικής πλάνης, β) εξ αμελείας τέλεση του εγκλήματος για τα ναρκωτικά, γ) περί μεταβολής της κατηγορίας της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών σε αυτή της παραλαβής δέματος, ή της απόπειρας μεταφοράς, ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α, δ και ε. Η παράλειψη υπογραφής του Προέδρου του Δικαστηρίου σε κάθε φύλλο της απόφασης, κατά τα άρθρα (142 παρ. 2 και 331 του ΚΠΔ), δεν δημιουργεί ακυρότητα ή λόγο αναίρεσης. Πότε διατάσσεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 1729/1987, η απέλαση αλλοδαπών. Πότε διατάσσεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 1729/1987, η δήμευση των μέσων μεταφοράς (αυτοκινήτου). Η δήμευση των χρημάτων που προέρχονται από πώληση κλπ ναρκωτικών είναι υποχρεωτική. Αιτιολογία των σχετικών αποφάσεων. Δεκτή εν μέρει η αναίρεση (ως προς την δήμευση του αυτοκινήτου και την ισόβια απέλαση). Απορρίπτεται κατά τα λοιπά η αναίρεση.
Αριθμός 1340/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ελευθέριο Μάλλιο (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Νικολάου Ζαΐρη), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βλαμάκη, για αναίρεση της με αριθμό 1469/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2007 αίτησή του, καθώς και στο από 25 Φεβρουαρίου 2008 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1367/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. β και ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 (άρθρο 20 παρ.1 περ.β και ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, πωλεί, αγοράζει και κατέχει ναρκωτικά. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοση τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά .Για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων της αγοράς, κατοχής ή πώλησης ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός : α) της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, β) του χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, γ) του ύψους του επιτευχθέντος τιμήματος, και δ) της ταυτότητας των πωλητών ή αγοραστών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1469/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα. "Σε όργανα της ομάδας δίωξης ναρκωτικών και της αντίστοιχης υπηρεσίας του ΣΔΟΕ, είχε περιέλθει η βάσιμη πληροφορία, ότι διάφορα άτομα Αλβανικής αγωγής, προερχόμενα από την πατρίδα τους, διακινούσαν ποσότητες ναρκωτικών ουσιών με τουριστικά λεωφορεία, εγγύς της περιοχής του σιδηροδρομικού σταθμού .... και ...... Προς τούτο τα αρμόδια διωκτικά όργανα, διενεργούσαν τακτικούς ελέγχους και παρακολουθούσαν τις κινήσεις των αγνώστων προσώπων. Την 14η Αυγούστου του έτους 2003 και περί ώρα 13.30 έγινε αντιληπτό από τα αστυνομικά όργανα ότι ένα άγνωστο άτομο, το οποίο είχε κινήσει τις υποψίες τους και που βρισκόταν σε παρακείμενο καφενείο της περιοχής, να ομιλεί συνεχώς με το κινητό του τηλέφωνο, έχοντας στα χέρια του μια μαύρη χειραποσκευή. Το άτομο αυτό με τη μαύρη χειραποσκευή, αφού συνεννοήθηκε τηλεφωνικά με το άγνωστο μέχρι τη στιγμή εκείνη άτομο, αποχώρησε σε δεδομένη χρονική στιγμή από το καφενείο και αφού διέσχισε την οδό ...... κατευθύνθηκε προς το σταθμό Μετρό του .... και κατέληξε στην πλατεία ........ Εγγύς της πλατείας αυτής και επί της οδού ...., ήταν σταθμευμένο το υπ' αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, έξω από το οποίο και στην πόρτα του οδηγού ανέμενε ο κατηγορούμενος. Το άγνωστο εισέτι, οποίο κρατούσε τη χειραποσκευή, μόλις πλησίασε το ως άνω αυτοκίνητο και χωρίς να ανταλλάξει κουβέντα με τον οδηγό του αυτοκινήτου, άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και άφησε εντός αυτού τη χειραποσκευή και απεχώρησε σε άγνωστη κατεύθυνση. Αντίθετα ο οδηγός του αυτοκινήτου, αφού επιβιβάστηκε στο όχημά του, άρχισε να απομακρύνεται, ακολουθώντας την πορεία μέσω των οδών ... - .... - ....., ενώ για να αποφύγει την τυχόν σύλληψη του, προφανώς γιατί άρχισε να αντιλαμβάνεται την παρουσία προσώπων που τον παρακολουθούσαν, άρχισε να παραβιάζει τους ερυθρούς σηματοδότες και τις ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες. Τα αστυνομικά όργανα που τον παρακολουθούσαν, τον καταδίωξαν και στη συνέχεια κατάφεραν να εγκλωβίσουν το όχημα του γύρω στις 3 μ.μ και να τον συλλάβουν παρά την προσπάθεια του να διαφύγει τη σύλληψή του. Αμέσως με τη σύλληψή του, επακολούθησε έρευνα στο αυτοκίνητο του, μέσα στο οποίο βρέθηκε η χειραποσκευή που είχε εναποθέσει προηγουμένως το άγνωστο άτομο. Μέσα στην χειραποσκευή βρέθηκαν 15 πακέτα, επιμελώς περιτυλιγμένα με κολλητική ταινία που το καθένα απ' αυτά περιείχε ποσότητα 500 γραμμαρίων ηρωίνη, σε βραχώδη μορφή, συνολικού βάρους 7,5 χιλιόγραμμων. Επίσης στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου βρέθηκαν βιβλιάρια διαφόρων ημεδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων με σημαντικές καταθέσεις σε ευρώ, στο όνομα του ιδίου του κατηγορούμενου. Ακόμη στον ίδιο χώρο του αυτοκινήτου βρέθηκαν χειρόγραφες καταστάσεις, μερικές των οποίων με τον γραφικό χαρακτήρα του ίδιου του κατηγορούμενου, στις οποίες σημειώνονταν ονοματεπώνυμα διαφόρων προσώπων, διάφορες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών με τις αντίστοιχες πιστοχρεώσεις. Οι εγγραφές αυτές οπωσδήποτε ανταποκρίνονται σε δοσοληψίες ναρκωτικών ουσιών, που επιχειρούσε ο ίδιος και σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται σε λιανικές πωλήσεις ειδών διατροφής, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Οι εγγραφές αυτές αντίθετα αφορούσαν αγοραπωλησίες ναρκωτικών ουσιών, όπως βεβαίωσε και ο εξετασθείς στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου μάρτυρας αστυνομικός Γ1, γεγονός που ενισχύεται και από την ανεύρεση των οικείων τραπεζικών λογαριασμών με τους οποίους διακινούνταν σημαντικά χρηματικά ποσά, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούνται από τα εισοδήματά του, της αντίστοιχης χρονικής περιόδου, τα οποία σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις που προσκόμισε ο κατηγορούμενος και αναγνώστηκαν ανέχονται για το έτος 2000 σε 2.289.525 δραχμές, το έτος 2001 σε 2.644.566 και το 2002 σε 2.873.225 δραχμές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, που αρχικά αρνήθηκε να δηλώσει την πραγματική διεύθυνση της κατοικίας του, διαπιστώθηκε ότι στο επί της οδού .... στο ..... Αττικής διαμέρισμά του και σε έρευνα που επακολούθησε, βρέθηκε ένα ακόμη βιβλιάριο με τραπεζικό λογαριασμό και με ποσόν κατάθεσης 54.430 ευρώ. Παράλληλα βρέθηκε και ένα πιστόλι τύπου ΒΑΙΚΑL, των 9 mm με σιγαστήρα και δύο γεμιστήρες, για τα οποία ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι του ανήκουν. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά την απολογία του ισχυρίστηκε ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τις συγκεκριμένες ποσότητες των ναρκωτικών και ότι δεν ανήκουν σε αυτόν, αλλά στον ομοεθνή του Ζ1, δικαιολόγησε την παρουσία του στο χώρο όπου εκινείτο τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία, προκειμένου να παραλάβει ένα δέμα με χρήματα, κυριότητας του ως άνω ομοεθνούς του, με τον οποίο, όπως ισχυρίστηκε, είχε συνεννοηθεί την προηγούμενη ημέρα να τα παραλάβει για λογαριασμό του, για τα οποία όμως στη συνέχεια ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει που θα παραδίδονταν και που θα κατέληγαν. Ο σχετικός ισχυρισμός του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ευσταθήσει στην κοινή λογική, τη στιγμή μάλιστα που, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, αφού διατηρούσε με αυτόν καλές σχέσεις και του είχε αναθέσει την προστασία του αντί χρηματικού ποσού 3.000.000 δραχμών, όφειλε να μην αναλάβει οποιαδήποτε εξυπηρέτησή του. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση του περιεχομένου του δέματος, ότι δηλαδή εντός αυτού υπήρχαν ναρκωτικές ουσίες. Τούτο προεχόντως προκύπτει από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε συνεννοηθεί με τον Ζ1 από την προηγούμενη ημέρα να συνοδεύσει έναν άγνωστό του ομοεθνή, ενώ κατά τη στιγμή της παραλαβής του δέματος, είχε λάβει όλα εκείνα τα μέτρα προφύλαξης. Συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι ήλθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με το άγνωστο άτομο που του παρέδωσε το δέμα και απέφυγε να το παραλάβει στο σημείο του σταθμού, λόγω του πολυσύχναστου του χώρου, ενώ δεν αντάλλαξε οποιαδήποτε κουβέντα με αυτόν. Επίσης δεν πήρε στα χέρια του το δέμα, όπως θα έπρεπε να κάνει, αλλά με υπόδειξη του ατόμου αυτού αφέθηκε το δέμα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, προφανώς για να μην ανακαλυφθούν αποτυπώματα του σε περίπτωση εντοπισμού του, ή ακόμη για το ότι προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψή του, εκθέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο την ασφάλεια των οδηγών και των οχημάτων, με τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγούσε, ενώ, εάν πράγματι αγνοούσε το ακριβές περιεχόμενο του δέματος, λογικά θα έπρεπε να αποφύγει όλες τις πιο πάνω ενέργειές του, παραλαμβάνοντας το δέμα με το συνήθη τρόπο και αυθόρμητα να αποκαλύψει αυτά που ισχυρίζεται και πολύ περισσότερο να μην τραπεί σε φυγή.
Συνεπώς, ό,τι άλλο υποστηρίζει ο κατηγορούμενος ότι, δηλαδή, αγνοούσε την ύπαρξη των ναρκωτικών ουσιών και ότι τελούσε σε πραγματική πλάνη για το περιεχόμενο του δέματος και σε κάθε περίπτωση η όποια ευθύνη του οφείλεται σε αμέλειά του, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τις ποσότητες αυτές των 7,5 χιλιόγραμμων ηρωίνης ο κατηγορούμενος αναμφισβήτητα τις είχε αγοράσει αντί αγνώστου τιμήματος ο ίδιος, προκειμένου να τις διαθέσει σε τρίτους έναντι χρηματικού ή άλλου ανταλλάγματος. Επίσης προέκυψε ότι την ποσότητα αυτή των 7,5 χιλιόγραμμων ο κατηγορούμενος την κατείχε με την έννοια ότι μπορούσε κατά την ιδία του βούληση να την εξουσιάζει και να τη διαθέτει σε τρίτους έναντι χρηματικού ή άλλου ανταλλάγματος. Η διάθεση δε ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών σε τρίτους έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, αναμφισβήτητα προκύπτει από τις καταστάσεις που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του και όπου σ' αυτές υπάρχουν πλείστες όσες εγγραφές - σημειώσεις, δηλωτικές της διαθέσεως διαφόρων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών σε τρίτους και η απόκτηση σημαντικών εσόδων όπως αυτά αναφέρονται στους οικείους τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν μπορεί να δικαιολογηθούν από οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα του και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα από την προηγηθείσα επαγγελματική του κατάρρευση στην Αλβανία.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων της αγοράς, κατοχής και πώλησης ναρκωτικών ουσιών με σκοπό την εμπορία, καθώς και της παράνομης κατοχής όπλου και φυσιγγίων, όπως ειδικότερα τα περιστατικά των πράξεων αυτών αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορούμενου και ειδικότερα: α) περί μεταβολής της κατηγορίας της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών σε αυτή της παραλαβής δέματος(άρθρο 5 παρ.1 περ. η' ν. 1729/1987, β) της απόπειρας μεταφοράς άρθρο 5 παρ. 1 περίπτωση 1ζ' ν. 1729/1987, γ) περί πραγματικής πλάνης άρθρο 30 του Π.Κ, δ) της τελέσεως των πράξεων από αμέλεια. Στον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος, δε συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων του άρθρου 84 παρ. 2α', 2δ' και 2ε' του Π.Κ, ήτοι ότι μέχρι του χρόνου τελέσεως των πράξεων του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή, το δε ότι επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια, και ότι επί μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των πράξεων του συμπεριφέρθηκε καλά. Τούτο γιατί το γεγονός ότι δεν σημειώνεται στο δελτίο του ποινικού του μητρώου οποιαδήποτε καταδίκη του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πραγματοποίησε διάφορες δωρεές σε ιδρύματα της ιδιαίτερης πατρίδας του στα Τίρανα, καθώς και ότι διατηρεί οικογένεια με ένα ανήλικο παιδί, δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν στο πρόσωπο του, τη συνδρομή του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, τη στιγμή που η βαρύτητα των πράξεών του αναγόμενες σε ικανό χρονικό διάστημα πριν τη σύλληψη του, αναιρούν μια ανάλογη περίπτωση, τη στιγμή μάλιστα που ήταν κάτοχος πιστολιού χωρίς να έχει την απαιτούμενη άδεια. Ούτε επίσης συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 84 παρ.2δ, ήτοι ότι επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια, τη στιγμή που όχι μόνο αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του στη συγκεκριμένη πράξη, χωρίς να επιδιώξει να μειώσει ή να άρει τις συνέπειες των πράξεων του, τουναντίον προσπάθησε με τη συμπεριφορά του να αποφύγει όχι μόνο τη σύλληψη του, αλλά και να εξαφανίσει ο,τιδήποτε σχετικό με τη συμμετοχική του δράση. Τέλος μόνο το γεγονός ότι κατά το διάστημα του εγκλεισμού του στο σωφρονιστικό κατάστημα, δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και ότι επέδειξε καλή συμπεριφορά, δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στη χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού. Τούτο γιατί η συμπεριφορά του υπήρξε αποτέλεσμα πειθαναγκασμού του στις διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού και όχι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης του στην κοινωνία, όπου καθημερινά δοκιμάζεται η παραβατικότητά του ατόμου". Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος του ότι, "ενεργώντας χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη των ναρκωτικών ουσιών, με περισσότερες πράξεις τέλεσε από πρόθεση περισσότερα εγκλήματα, πού τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Ι. Στην Αθήνα στην πλατεία ..... στον ... στις 14-3-2003 περί ώρα 15.00 στο υπ'αριθ. ..... ΙΧΕ αυτοκίνητο του κατείχε ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα ηρωίνη συνολικού μικτού βάρους 7 κιλών και 500 γραμμαρίων συσκευασμένη σε 15 αυτοσχέδια πακέτα, με σκοπό την εμπορία. II. Στην Αθήνα σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία του μηνός Αυγούστου του έτους 2003 αγόρασε από άγνωστο άτομο άγνωστες ποσότητες ηρωίνης τουλάχιστον όμως 7 κιλά και 500 γραμμάρια αντί αγνώστου τιμήματος ή ανταλλάγματος. III. Στην Αθήνα σε μη επακριβώς εξακριβωθείσες ημερομηνίες των τελευταίων 10 μηνών πωλούσε σε διάφορα άτομα μη εξακριβωθείσες ποσότητες ηρωίνης αντί αγνώστου τιμήματος ή ανταλλάγματος από την εμπορία δε αυτή εισέπραξε τουλάχιστον το ποσό των 54.430 ευρώ και 36.931.39 ευρώ. IV. Στις 14-8-2003 περί ώρα 18 .30 στην οικία του στην ..... κατείχε παρανόμως όπλο και συγκεκριμένα ένα πιστόλι μάρκας ΒΑΙΚΑL διαμετρήματος 9ΜΜ ΜΑΚΑRΟV με σιγαστήρα και δύο γεμιστήρες με 14 συνολικά φυσίγγια 5". Για τις πράξεις του δε αυτές, που συνιστούν παραβάσεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, ΠΚ, άρθ., 5 παρ.1 περ. β και ζ, και παρ.2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως το άρθ. 5 αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 10 του ν.2161/93, άρ. 1 παρ.1α, 3 α,δ και 7 παρ.1, 8α ν.2168/93, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, σε ποινή κάθειρξης 15 ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ για τις Ι-
ΙΙΙ πράξεις (παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών) και φυλάκισης 1 έτους και χρηματική ποινή 600 ευρώ για την IV πράξη (παράνομη οπλοκατοχή). Καθόρισε δε συνολική ποινή κάθειρξης 15 ετών και έξι μηνών και συνολική χρηματική ποινή 30.300 ευρώ.
ΙΙ. Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω εγκλημάτων της παράβασης της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και του ν.2168/93, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου.
Ειδικότερα, εφόσον ως αγορά και πώληση ναρκωτικής ουσίας θεωρείται η κοινώς γνωστή έννοια της αγοραπωλησίας του άρθρου 513 Α.Κ., δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας που γίνεται με την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, αντί του συμφωνημένου τιμήματος, για την αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος αυτού, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται και το ύψος του τιμήματος, αλλ' αρκεί ότι υπάρχει συμφωνία περί του τελευταίου. Ούτε είναι αναγκαίο να αναφέρεται η ταυτότητα του πωλητή, η δε παραδοχή της αποφάσεως "από άγνωστο άτομο έναντι αγνώστου τιμήματος" λογικά σημαίνει ότι η άγνοια περιορίζεται στα στοιχεία αυτά, τα οποία είναι αδιάφορα για την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Επίσης δεν απαιτείται για την αιτιολόγηση της τέλεσης των παραπάνω πράξεων της αγοράς, κατοχής ή πώλησης ναρκωτικών ουσιών ακριβής προσδιορισμός της ποσότητας τούτων (βάρους), που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων αυτών, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεσή τους, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών ουσιών, ούτε απαιτείται η αναφορά του συγκεκριμένου χρόνου τελέσεως των επί μέρους πράξεων, αφού δεν τίθεται θέμα παραγραφής αυτών. Επίσης δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη σκέψη ως προς την ύπαρξη του δόλου, δεδομένου ότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου να πραγματώσει τα γενόμενα δεκτά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των συγκεκριμένων εγκλημάτων και επομένως εξυπακούεται ότι προκύπτει από αυτά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η έκθεση των επιπλέον περιστατικών, που αναφέρει ο αναιρεσείων, για την στοιχειοθέτηση των τελεσθεισών πράξεων κατοχής αγοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών Ειδικότερα, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι τα γενόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά "ουδόλως καταδεικνύουν αγορά ναρκωτικών ουσιών, ήτοι χωρίς ο αγοραστής να ανοίξει τη βαλίτσα το περιεχόμενο της οποίας αγοράζει για να ελέγξει το είδος, την ποσότητα και την ποιότητα του ναρκωτικού του οποίου αποκτά την κυριότητα και χωρίς να ανταλλάξει καμία κουβέντα με τον πωλητή, ώστε να του παραδώσει το τίμημα ή το αντάλλαγμα ή έστω να το συμφωνήσει μαζί του", απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ ουδεμία υφίσταται ασάφεια η αντίφαση, ως προς το χρόνο τέλεσης του αδικήματος της αγοράς, από το ότι στο διατακτικό η προσβαλλόμενη δέχεται ότι την ένδικη ποσότητα την αγόρασε ο αναιρεσείων "σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία του μηνός Αυγούστου του έτους 2003", ενώ στο αιτιολογικό περιγράφονται τα γεγονότα που έγιναν δεκτά κατά την ημέρα της σύλληψης του αναιρεσείοντος στις 14 Αυγούστου 2003, αφού ο γενόμενος στο αιτιολογικό ακριβέστερος προσδιορισμός της πιο πάνω ημερομηνίας δεν επιδρά στο χρόνο παραγραφής της πράξεως .Επίσης με πληρότητα εκτίθενται τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της κατοχής ναρκωτικών, και δεν ενέχει ασάφεια ή αντίφαση η παραδοχή ότι είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο αναιρεσείων είχε γνώση και δόλο να διαθέτει κατ' ιδίαν βούληση τις περιεχόμενες στην χειραποσκευή ναρκωτικές ουσίες, ενώ παράλληλα δέχεται ότι η χειραποσκευή αυτή τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητό του, κατά τον αναφερόμενο την απόφαση τρόπο (δηλαδή χωρίς να παραδοθεί στα χέρια του αναιρεσείοντος). Περαιτέρω, κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, μεταξύ των οποίων ότι τα αναφερόμενα στην απόφαση περιστατικά δεν στηρίζουν την καταδικαστική κρίση της για την πράξη της πώλησης ναρκωτικών ουσιών και ότι αυτή "στηρίζεται μόνο σε έωλες ενδείξεις και κακή εκτίμηση των αποδείξεων" για τους αναφερόμενους στην αίτηση λόγους, ενώ τα ποσά που βρέθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς δικαιολογούνται, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά παραδεκτό αναιρετικό λόγο. Εξάλλου, την καταδικαστική για την πράξη αυτή κρίση του το Δικαστήριο δεν στήριξε αποκλειστικά στην ύπαρξη των αναφερομένων στην απόφαση χρημάτων, όπως αβασίμως ο αναιρεσείων υποστηρίζει. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος (ως προς το πρώτο, δεύτερο και τρίτο σκέλος) και δεύτερος (ως προς όλα αυτού τα σκέλη) λόγοι αναίρεσης καθώς και ο ένατος πρόσθετος λόγος, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του άρ. 5 παρ.1β' και ζ' του ν. 1729/87 και 9 και 10 του ν. 2161/93, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Επίσης αβάσιμος είναι και ο συναφής, ο από την ίδια διάταξη του άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ έκτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αναιρεσείων, προβάλλοντας τις αυτές κατά βάση αιτιάσεις, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δε διαθέτει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παραβιάζοντας έτσι, επιπλέον, και το άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στην αρχή του σκεπτικού του και όχι "μόνο την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας αστυνομικών και ιδίως του Γ1". Εξάλλου, η κατά του αναιρείοντος κατηγορίες ήταν σαφείς και ουδόλως αυτός στερήθηκε της δυνατότητας να έχει δίκαιη και με όλες τις δικονομικές εγγυήσεις δίκη .
ΙΙΙ. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του . Από τη διάταξη του άρθρου 30 ΠΚ προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως . Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποία υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψής του. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι, για να μη καταλογιστεί η πράξη στον δράστη, λόγω συγγνωστή νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμα του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων. Η απόρριψη των πιο πάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπό την αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τις πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, δια της πληρεξουσίου του δικηγόρου, υπέβαλε τον ισχυρισμό περί πραγματικής αυτού πλάνη, ο οποίος είχε ως εξής: "Στην υπό κρίσιν υπόθεση, η πληροφόρησή μου ήταν ότι στην τσάντα περιέχονταν χρήματα και ρούχα που ανήκαν σε τρίτο πρόσωπο, τον Ζ1, ο οποίος μου είχε ζητήσει να πάω αντ' αυτού να πάρω την τσάντα με τη ρητή εντολή να τα παραδώσω σε κάποιον άλλον, τον Ζ2, χωρίς να ανοίξω τη βαλίτσα όπως αποδεικνύεται ευθέως και από τις 22-9-04, 16-10-05 και 20-1-06 δηλώσεις του Ζ2 και την από 24-5-07 δήλωση του ........., τις οποίες προσκομίζω και επικαλούμαι ενώπιον Σας. Η διαβεβαίωση του τελευταίου μου δημιούργησε τη σφαλερή εντύπωση ότι πρόκειται για τσάντα με νόμιμο περιεχόμενο, οπότε η παραλαβή τους δεν προκαλεί κανένα αξιόποινο αποτέλεσμα και δεν αποτελεί παραβατική συμπεριφορά. Η πλάνη μου παρέμεινε εξαιτίας της παράλειψής μου να ελέγξω το περιεχόμενο της βαλίτσας. Επειδή, σε κάθε περίπτωση, η έρευνα της υπαιτιότητας λειτουργεί πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου, σε περίπτωση αμφιβολίας, για όλους του ανωτέρω λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τελούσα υπό πραγματική πλάνη και για αυτό πρέπει να κηρυχθεί ότι στο πρόσωπο μου συντρέχει λόγος άρσης του καταλογισμού λόγω πραγματικής πλάνης".
Το Πενταμελές Εφετείο, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, δεχόμενο ότι αποδείχθηκε ότι "ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση του περιεχομένου του δέματος, ότι δηλαδή εντός αυτού υπήρχαν ναρκωτικές ουσίες. Τούτο προεχόντως προκύπτει από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε συνεννοηθεί με τον Ζ1 από την προηγούμενη ημέρα να συνοδεύσει έναν άγνωστο του ομοεθνή, ενώ κατά τη στιγμή της παραλαβής του δέματος, είχε λάβει όλα εκείνα τα μέτρα προφύλαξης. Συγκεκριμένα από το γεγονός ότι ήλθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με το άγνωστο άτομο που του παρέδωσε το δέμα, και απέφυγε να το παραλάβει στο σημείο του σταθμού λόγω του πολυσύχναστου του χώρου, ενώ δεν αντάλλαξε οποιαδήποτε κουβέντα με αυτόν. Επίσης δεν πήρε στα χέρια του το δέμα όπως θα έπρεπε να κάνει, αλλά με υπόδειξη του ατόμου αυτού αφέθηκε το δέμα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, προφανώς για να μην ανακαλυφθούν αποτυπώματα του σε περίπτωση εντοπισμού του, ή ακόμη για το ότι προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη του εκθέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο την ασφάλεια των οδηγών και των οχημάτων, με τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγούσε, ενώ αν πράγματι αγνοούσε το ακριβές περιεχόμενο του δέματος, λογικά θα έπρεπε να αποφύγει όλες τις πιο πάνω ενέργειες του, παραλαμβάνοντας το δέμα με το συνήθη τρόπο και αυθόρμητα να αποκαλύψει αυτά που ισχυρίζεται και πολύ περισσότερο να μην τραπεί σε φυγή". Οι δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι, δεν προκύπτει η αναφορά των αποδεικτικών μέσων, βάσει των οποίων το Δικαστήριο απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης, είναι αβάσιμες, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο δέχθηκε τα πιο πάνω, στηριζόμενο στα αναφερόμενα στην αρχή του σκεπτικού του αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής του περί πλάνης ισχυρισμού του αναιρεσείοντος κρίσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης ο αναιρεσείων, δια της πληρεξουσίου του δικηγόρου, υπέβαλε τον ισχυρισμό ότι ""Η ύπαρξη της πραγματικής πλάνης αποκλείει σε κάθε περίπτωση το δόλο, αλλά μπορεί κατά περίπτωση να θεμελιώσει ευθύνη για την (άνευ συνειδήσεως) εξ αμελείας πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, εφόσον βέβαια η εξ αμελείας τιμώρησή του προβλέπεται από το νόμο ...... Στην κρινόμενη υπόθεση, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ότι το σφάλμα του κατηγορούμενου να μην ελέγξει το περιεχόμενο της βαλίτσας από την πρώτη στιγμή που τοποθετήθηκε στο αμάξι του, μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του για ασυνείδητη αμέλεια που οδήγησε στην παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών. Όλα τα αδικήματα εξάλλου του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 1729/1987 τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 11 Ν. 1729/1987, οπότε πρέπει να ελεγχθεί, εάν η πλάνη του κατηγορούμενου στην συγκεκριμένη περίπτωση και η διατήρηση της μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του" .Από τις πιο πάνω, όμως, σαφείς και πλήρως αιτιολογημένες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ενήργησε με δόλο και με σκοπό την εμπορία, ενώ με όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σε σχέση με τον τρόπο παραλαβής των ναρκωτικών, το Δικαστήριο ρητώς αποκρούει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι αυτός από αμέλειά του δεν προέβη στον έλεγχο του περιεχόμενου της βαλίτσας με τα ναρκωτικά . Εξάλλου, το Πενταμελές Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, με πληρότητα αιτιολόγησε ότι οι πράξεις που τέλεσε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία αυτός καταδικάστηκε και σε συνεπώς δεν συνέτρεχε λόγος μεταβολής της κατηγορίας της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών σε αυτή της παραλαβής δέματος περιέχον ναρκωτικές ουσίες ή αυτής της απόπειρας μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών (άρ. 5 παρ.1 περ. η και ζ ν. 1729/87), ανεξαρτήτως του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται από τον αναιρεσείοντα χωρίς έννομο συμφέρον, αφού και η κατ'αυτούς τους τρόπους τέλεση των αδικημάτων αυτών δύναται να συρρέει με εκείνους για τους οποίους αυτός κρίθηκε ένοχος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης (ως προς τον τέταρτο, πέμπτο και έκτο σκέλος αυτού), καθώς και ο συναφής έβδομος πρόσθετος λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής αποφάσεως των ισχυρισμών αυτών του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
ΙV. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ. α'), το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (περ. δ') και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ.ε'). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α' της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μετάνοιας, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο υπαίτιος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης στην τρίτη περίπτωση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του, ζήτησε την αναγνώριση των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων. Το Πενταμελές Εφετείο, με την προεκτιθέμενη πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, απέρριψε το αίτημα αυτό, δεχόμενο ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος οι ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων του άρθρου 84 παρ. 2α', 2δ' και 2ε' του Π.Κ, γιατί, ως προς το αίτημα της αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α' τα επικαλούμενα προς θεμελίωση αυτού περιστατικά (ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο, ότι πραγματοποίησε διάφορες δωρεές σε ιδρύματα της ιδιαίτερης πατρίδας του στα Τίρανα, καθώς και ότι διατηρεί οικογένεια με ένα ανήλικο παιδί) δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν στο πρόσωπο του, τη συνδρομή του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, διότι οι βαρύτατες πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε (αγορά, πώληση, κατοχή ναρκωτικών ουσιών και οπλοκατοχή), ανάγονται σε ικανό χρόνο πριν από την σύλληψή του, δηλαδή κατά τις σαφείς αυτές παραδοχές της αποφάσεως ο αναιρεσείων εμπλεκόταν σε πράξεις σχετικές με παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και όπλων ικανό χρονικό διάστημα πριν από τον χρόνο τελέσεως των συναφών πράξεων για τις οποίες κρίθηκε ένοχος. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες "η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως, χωρίς να αναφέρεται ειδικά ποιο είναι αυτό (το χρονικό διάστημα) και σε ποια αποδεικτικά στοιχεία ερείδεται καθώς και η κατοχή πιστολιού χωρίς προηγούμενη άδεια, είναι παντελώς ελλιπείς και ασαφείς", ανεξαρτήτως του ότι δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως η εξειδίκευση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία προκύπτουν οι παραδοχές της ή ο ακριβής προσδιορισμός του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήτουν την περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου. Ομοίως το Πενταμελές Εφετείο, με τις παραδοχές του ότι ο αναιρεσείων α) όχι μόνο αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του στη συγκεκριμένη πράξη, χωρίς να επιδιώξει να μειώσει ή να άρει τις συνέπειες των πράξεων του, τουναντίον προσπάθησε με τη συμπεριφορά του να αποφύγει όχι μόνο τη σύλληψη του, αλλά και να εξαφανίσει ο,τιδήποτε σχετικό με τη συμμετοχική του δράση και β) το γεγονός ότι, κατά το διάστημα του εγκλεισμού του στο σωφρονιστικό κατάστημα, δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και ότι επέδειξε καλή συμπεριφορά, δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στη χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τα αιτήματα αυτού για την χορήγηση των ελαφρυντικών περιστάσεων του ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναίρεσης (ως προς το έβδομο σκέλος αυτού), καθώς και ο συναφής δέκατος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι.
V. Ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενη αιτήσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν φέρει υπογραφή του προέδρου του Δικαστηρίου σε κάθε φύλλο της, όπως επιβάλλεται, κατά τα άρθρα 142 παρ.2 και 331 του ΚΠΔ, και ειδικότερα δε φέρει υπογραφή του στις υπ' αριθμ. 30 και 32 σελίδες της απόφασης, στις οποίες έχει τεθεί μόνο η υπογραφή του Γραμματέα και ότι η παράλειψη αυτή δημιουργεί τη σχετική ακυρότητα του άρθρου 170 Κ.Π.Δ. Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα, προεχόντως ως απαράδεκτη, καθόσον, από την από παραδρομή παράλειψη της μονογραφής των πιο πάνω σελίδων της αποφάσεως (αφορά τη διαγραφή δύο λευκών σελίδων), δεν προκαλείται οποιαδήποτε ακυρότητα, ούτε από την τυχόν παραβίαση της εφαρμοζόμενης, κατά το άρ. 331 ΚΠΔ, δικονομικής διατάξεως του αρ. 142 παρ.2 του ΚΠΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρ. 510 παρ.1 του ΚΠΔ .
VI. Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 524 του ΚΠΔ, αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470, κατά δε το άρθρο αυτό "Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή παρεπομένης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφαλείας προβλεπομένου από τον ποινικό κώδικα". Από την τελευταία αυτή διάταξη, η παράβαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η` του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, σαφώς προκύπτει, ότι το δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσον υπερβαίνει την εξουσία του όταν χειροτερεύει τη θέση του ασκήσαντος το ένδικο μέσο καταδικασθέντος κατηγορούμενου, τέτοια δε χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο που δικάζει επί του ενδίκου μέσου διατάσσει δήμευση πραγμάτων, ως παρεπομένη ποινή, η οποία δεν είχε διαταχθεί με την προσβαλλομένη με το ένδικο μέσον απόφαση, δεν είναι δε, κατά νόμον, υποχρεωτική αυτή (η δήμευση). Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 1729/1987, όπως η παρ. 1 αντικ. με το άρθρο 17 του Ν. 2161/1993 (άρ. 37 παρ.1 ΚΝΝ), "σε περίπτωση καταδίκης για παράβαση των άρθρων 5 έως και 9 του παρόντος νόμου το δικαστήριο, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου, διατάσσει την δήμευση όλων των πραγμάτων τα οποία προήλθαν από την πράξη.....καθώς και των μεταφορικών μέσων και όλων των αντικειμένων τα οποία χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση της πράξης, είτε αυτά ανήκουν στον αυτουργό είτε σε οποιονδήποτε από τους συμμετόχους ή ακόμα και σε τρίτους που δεν συμμετείχαν στο έγκλημα, εφόσον γνώριζαν ότι τα αντικείμενα αυτά προορίζονταν για την τέλεση του εγκλήματος. Δήμευση μπορεί να διαταχθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρ.76 ΠΚ, ακόμη και όταν για την πράξη που έχει τελεσθεί, δεν καταδικάστηκε ορισμένο πρόσωπο....".
Συνεπώς, σε περίπτωση καταδίκης για τις πιο πάνω πράξεις, η επιβολή δήμευσης των μεταφορικών μέσων τα οποία χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση των πράξεων αυτών, ως παρεπομένης ποινής, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 Ν. 1729/1987, από το Εφετείο, όταν αυτό επιλαμβάνεται κατόπιν εφέσεως του καταδικασθέντος κατηγορούμενου, εφόσον δεν είχε επιβληθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθιστά την απόφαση του Εφετείου αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας, εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς ότι πρόκειται για περίπτωση για την οποία η δήμευση προβλέπεται υποχρεωτικά από το νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται προς έρευνα τα της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, με την 2532/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατόπιν εφέσεως που ασκήθηκε μόνο από τον αναιρεσείοντα, δεν διατάχθηκε η δήμευση του αυτοκινήτου που κατασχέθηκε με αριθμό ...... ΙΧΕ, όπως αυτό λεπτομερώς αναφέρεται στην από .... έκθεση κατασχέσεως αυτοκινήτου του Αστυνομικού Β' Ε1, αλλά διατάχθηκε να τεθεί το αυτοκίνητο αυτό υπό τη δικαστική μεσεγγύηση της συζύγου του αναιρεσείοντος ..... .Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την δήμευση του αυτοκινήτου αυτού, αναφέρεται απλώς ότι, "... πρέπει να διαταχθεί ....η δήμευση του αυτοκινήτου". Ακολούθως, χωρίς να διαλάβει άλλη αιτιολογία, (πλην εκείνης που αναφέρεται στην κύρια περί της ενοχής αιτιολογία, όπου γίνεται δεκτό ότι το εν λόγω αυτοκίνητο χρησίμευσε στην τέλεση της πράξεως της αγοράς των ναρκωτικών ουσιών), το Δικαστήριο διέταξε τη δήμευση του κατασχεθέντος αυτοκινήτου, χωρίς να καθίσταται σαφές, αν το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτό ανήκε αποκλειστικά στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο ή ότι εν μέρει ή εν όλω ανήκε σε τρίτον, ο οποίος γνώριζε ότι αυτό προοριζόταν για να χρησιμεύσει στην τέλεση της πιο πάνω πράξεως, (οπότε, εφόσον το ζήτημα αυτό είχε κριθεί με την εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, δεν μπορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση να καταστήσει χείρονα τη θέση του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος), ή, εν πάση περιπτώσει, ότι συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 76 παρ. 2 του ΠΚ. Επομένως, η πιο πάνω απόφαση, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την δήμευση του προαναφερόμενου αυτοκινήτου, στερείται της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ πέμπτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας του 12ου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προσθέτου λόγου αναίρεσης, για υπέρβαση εξουσίας, ως προς την αυτή διάταξη για την δήμευση. Αντιθέτως είναι αβάσιμη η προβαλλόμενη με τον όγδοο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αιτίαση ότι η προσβαλλομένη δεν διαθέτει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη σχετικά με τη διάταξη για τη δήμευση του χρηματικού ποσού των 54.430 ευρώ, που αναφέρεται στην από ..... έκθεση κατασχέσεως του Αστυνόμου Β' Ε1. Από τις πιο πάνω παραδοχές της αποφάσεως, που διαλαμβάνονται στο περί ενοχής σκεπτικό της, με πληρότητα αιτιολογείται ότι το ποσό αυτό αποτελεί έσοδο από τις πωλήσεις ναρκωτικών ουσιών. Επομένως, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρ. 19 παρ.1 του ν. 1729/87, ήταν υποχρεωτική η δήμευση αυτού. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος (ότι, δηλαδή, απέδειξε ότι τα χρήματα αυτά είχαν την νόμιμη προέλευση που αναφέρει), απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο προαναφερόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ, όγδοος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
VIΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ν. 1729/1987, όπως αντικ. με το άρ. 5 παρ.9 του ν.3189/03 (35 παρ.2 ΚΝΝ), ''για αλλοδαπούς που καταδικάζονται για παράβαση των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο διατάσσει την ισόβια απέλασή τους από τη χώρα, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, ιδίως οικογενειακοί, που δικαιολογούν την παραμονή στη χώρα, οπότε ισχύουν και γι' αυτούς οι ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού (για την απαγόρευση διαμονής). Για την εκτέλεση και τη διακοπή της απέλασης, εφαρμόζεται το άρθρο 74 του Π.Κ. με επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα ...''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η επιβολή της απέλασης, είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης για οιαδήποτε παράβαση που αναφέρονται στα άρθρα 20 έως και 24 του ΚΝΝ, αλλοδαπού υπηκόου κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι στην περίπτωση αυτή η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης για την απέλαση, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ., εκτείνεται μόνον στην αναφορά ότι πρόκειται για υπήκοο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης για τις πιο πάνω παραβάσεις του νόμου για τα ναρκωτικά. Μόνο δε εφόσον προβληθεί από αυτόν, με αυτοτελή ισχυρισμό, η συνδρομή σπουδαίου λόγου (ιδίως οικογενειακού), που δικαιολογεί την παραμονή του στη χώρα, η αιτιολογία της απόφασης που διατάσσει την απέλαση, εκτείνεται και στην απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για τις πράξεις της αγοράς, πώλησης και κατοχής ναρκωτικών ουσιών από μη τοξικομανή, σε ποινή κάθειρξης δέκα πέντε (15) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, παράλληλα δε διατάχθηκε για πρώτη φορά (στην εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν διαλαμβανόταν ανάλογη διάταξη) και η ισόβια απέλασή του από τη χώρα . Στην αιτιολογία της απόφασης, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την απέλαση, αναφέρεται ότι, "... πρέπει να διαταχθεί ..... η ισόβια απέλασή του μετά την έκτιση της ποινής". Δεν αναφέρεται όμως στην αιτιολογία της αποφάσεως 1) αν η ισόβια αυτή απέλαση διατάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 1729/1987 (35 ΚΝΝ) και 74 του ΠΚ, ως μέτρο ασφαλείας και ως εκ τούτου θα μπορούσε να επιβληθεί το πρώτο και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην περίπτωση κατά την οποία πρέπει αυτή (απέλαση) να επιβληθεί υποχρεωτικώς από το νόμο και το δικαστήριο του πρώτου βαθμού δεν την επέβαλε από παραδρομή (άρθρο 470 εδ. β' ΚΠΔ), δεδομένου ότι στην εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν διαλαμβανόταν ανάλογη διάταξη, 2) ότι πρόκειται για αλλοδαπό υπήκοο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιστατικό που δεν προκύπτει, ούτε από την αιτιολογία της περί ενοχής απόφασης, μη αρκούσης της αναφοράς της απόφασης ότι αυτός γεννήθηκε στα Τίρανα της Αλβανίας. 3) Η περί απελάσεως απόφαση δεν κάνει μνεία των αποδεικτικών μέσων και δεν αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά, που οδηγούν στην ως άνω κρίση της. Επομένως, η πιο πάνω απόφαση, σε σχέση με τη διάταξη αυτής για την απέλαση του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, στερείται της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ τέταρτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας του 11ου και 12ου και 13ου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε, Η και Α του ΚΠΔ προσθέτων λόγων αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρ.17 παρ.2 του ν.1729/87, για υπέρβαση εξουσίας και για απόλυτη ακυρότητα, αντίστοιχα, ως προς την αυτή διάταξη για την απέλαση.
VIII. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις διατάξεις αυτής για την απέλαση του αναιρεσείοντος και την δήμευση του αυτοκινήτου και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του Κ.Π.Δ., στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 1469/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις αυτής για την απέλαση του αναιρεσείοντος και για τη δήμευση του ΙΧΕ αυτοκινήτου με αριθμό ...... .
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 5/7/2007 αίτηση (δήλωση) αναίρεσης (με αρ.πρωτ. 6323/9-7-2007) και τους από 25-2-2008 προσθέτους λόγους του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Αλικαρνασσού, κατά της 1469/30-5-07 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ