Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2322 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κλοπή.




Περίληψη:
Κλοπή κατά συναυτουργία. Α΄) Αόριστος ο λόγος για έλλειψη αιτιολογίας (ΟλΑΠ 2/2002). Β΄) Αόριστος ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διάταξης, αν δεν προσδιορίζεται ποια ποινική διάταξη παραβιάστηκε σε σχέση με ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, ούτε ποια η αληθής έννοια αυτής. Γ΄) Το ποινικό δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή ή μη ελαφρυντικών περιστάσεων, αλλά δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει τη μη συνδρομή αυτών, αν δεν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο (ΑΠ 807/2007). Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2322/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αγγελο Στεργιόπουλο, περί αναιρέσεως της 338, 351, 352/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 323/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σε αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθ. 513 ΚΠοινΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος, να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Από την αξίωση αυτή του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναιρέσεως, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή ή ποίες οι συγκεκριμένες αντιφάσεις αναφορικά με το συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια.
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η με αριθμ. 338, 351, 352/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία κρίθηκε ο αναιρεσείων ένοχος και καταδικάστηκε για κλοπή κατά συναυτουργία, χωρίς συνδρομή των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών. Στην αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, με δήλωση του παραστάντος κατά τη συζήτηση συνηγόρου υπερασπίσεως, και για την οποία συντάχθηκε η με αριθμ. 5/20-2-2007 σχετική έκθεση του Γραμματέα του Εφετείου Πατρών, διαλαμβάνονται κατά τα ουσιώδη αυτής στοιχεία, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δε γίνεται αναφορά κατά τρόπο σαφή και ορισμένο χωρίς αντιφάσεις όλων των πραγματικών περιστατικών που τυχόν θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς και των σκέψεων εφαρμογής του δικανικού συλλογισμού, της υπαγωγής δηλαδή των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, δεν αιτιολογεί τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν την αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων που τέλεσε ο κατηγορούμενος, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα και τα αποδειχθέντα περιστατικά, έκρινε δε χωρίς αιτιολογία και με αντιφάσεις όλων των πραγματικών περιστατικών. Ετσι όμως διατυπούμενος ο προαναφερόμενος αναιρετικός λόγος είναι, κατά τα προεκτεθέντα, εντελώς αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζονται οι πλημμέλειες της αιτιολογίας σε σχέση με συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, ούτε ακόμη προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες αντιφάσεις που εμφιλοχώρησαν, αναφορικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα της εγκληματικής πράξης της κλοπής κατά συναυτουργία, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Μόνη η αναφορά της έννοιας που αποδίδει η νομολογία στον ποιο πάνω αναιρετικό λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας δεν αρκεί.
Συναφώς για τους ίδιους ως παραπάνω λόγους είναι απορριπτέος ως αόριστος και ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "όλως αναιτιολόγητα αναφέρεται σε έκθεση κατασχέσεως χρημάτων, ενώ τέτοια δεν υφίσταται, καθότι δεν ανευρέθησαν χρήματα στην οικία του ούτε κατασχέθηκαν τέτοια χρήματα".
Για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, απαιτείται να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως και να προσδιορίζεται η ουσιαστική ποινική διάταξη που παραβιάσθηκε και η νομική πλημμέλεια της αποφάσεως σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές αυτής και ποία είναι η αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με την κρινόμενη αίτηση, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο ότι "η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης αποτελεί λόγο αναίρεσης και πρέπει να αναιρεθεί και για το λόγο αυτό η αναιρεσιβαλλομένη". Και ο λόγος αυτός αναιρέσεως, κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί ως παντελώς αόριστος.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η υποβολή αιτήματος και δη η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περίστασης. Μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α', δ' και ε', ήτοι α) ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (στοιχ. α'), β) ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (στοιχ. δ'), και γ) ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε'). Ετσι, για το ορισμένο των στηριζομένων στις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμών, αντιστοίχως, α) δεν αρκεί η επίκληση λευκού ποινικού μητρώου, αλλά απαιτείται η επίκληση θετικών στοιχείων με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά, που να είναι ικανά, αληθή υποτιθέμενα, να χαρακτηρίσουν το δράστη έντιμο (στοιχ. α'), β) δεν αρκεί ότι ο δράστης δηλώνει ότι "μετανόησε" για το ό,τι έπραξε, αλλά απαιτείται να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά (τόπος, χρόνος και τρόπος) εκδήλωσης της ειλικρινούς μεταμέλειας (στοιχ. δ') και γ) δεν αρκεί η καλή συμπεριφορά στις φυλακές και μόνο, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών, δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του δράστη μετά την πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση, στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εκτίθεται ότι "η αναιρεσιβαλλομένη δεν έλαβε υπόψη της τις διατάξεις των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ., προκειμένου για την επιμέτρηση της ποινής του και ειδικότερα τις ελαφρυντικές περιστάσεις ότι έζησε έως το χρόνο που έγιναν οι αξιόποινες πράξεις του έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή, όπως καταγράφεται στο λευκό ποινικό του μητρώο, ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, ως επίσης ότι μετά τις πράξεις του για όλο το διάστημα που βρίσκεται στη φυλακή συμπεριφέρθηκε πολύ καλά, απασχολούμενος ως κουρέας προσφέροντας τις υπηρεσίες του στους υπόλοιπους έγκλειστους των φυλακών, όπως αυτό προκύπτει από το πιστοποιητικό των φυλακών που προσκόμισε νόμιμα". Όμως, όπως διαπιστώνεται από τα επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε ο αναιρεσείων ούτε ο συνήγορός του, ζήτησαν να αναγνωρισθούν τα παραπάνω ελαφρυντικά των περιπτώσεων α', δ'και ε'της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ούτε καν πρόβαλαν τα παραπάνω, στην αίτηση εκτιθέμενα περιστατικά, για να εκτιμηθούν ως αίτημα αναγνώρισης των ελαφρυντικών αυτών περιστάσεων. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να αιτιολογήσει τη μη συνδρομή εν προκειμένω των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, αφού δε ζητήθηκε, κατά τα ανωτέρω, η αναγνώρισή τους.
Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως και, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. 5/20-2-2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθ. 338, 351, 352/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Οκτωβρίου 2008. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή