Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 814 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Αποζημίωση μισθωτού.




Περίληψη:
Ετοιμότητα προς εργασία. Διάκριση μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας ετοιμότητας. Οδηγός σχολικού λεωφορείου. Επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες. Απορρίπτει την αίτηση. Αντίθετη μειοψηφία, διότι δεν διευκρινίζεται επαρκώς η διάκριση μεταξύ των ημερών κατά τις οποίες είχε εφημερία (= γνήσια ετοιμότητα) και κατά τις οποίες παρέμενε απλώς στο σχολείο περιμένοντας το σχόλασμα (= απλή ετοιμότητα).




Αριθμός 814/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…" όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στις ... και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στυλιανού Βλαστού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ι.-’. Σ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Απόστολου Λύτρα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-06-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 217/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 592/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-5-2013 αίτησή της και τους από 9-9-2013 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων, ο αναιρεσίβλητος την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Επειδή, για την εφαρμογή των διατάξεων του εργατικού δικαίου, ως εξαρτημένη εργασία νοείται, κατά κανόνα, η παροχή της πνευματικής ή σωματικής δραστηριότητας του εργαζόμενου, που αναπτύσσεται υπό τον έλεγχο του εργοδότη και αποβλέπει στην επίτευξη ενός οικονομικού αποτελέσματος. Ωστόσο, υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν, απλώς, δεσμεύεται η ελευθερία του εργαζόμενου, με την ανάληψη της υποχρέωσης να παραμένει σε ετοιμότητα προς παροχή της εργασίας του, όταν αυτή απαιτηθεί από τον εργοδότη. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των ν. 3239/1933, 3755/1957 και 1876/1990 και του π.δ. 88/1999, ως προς το ζήτημα της ετοιμότητας προς εργασία, γίνονται οι εξής δύο, βασικές διακρίσεις. Στην πρώτη περίπτωση, ο εργαζόμενος οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής, από όπου, πάντως, μόλις κληθεί, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσέλθει άμεσα στον τόπο εργασίας) και για συγκεκριμένο χρόνο, διατηρώντας τις πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις σε ένταση, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του αμέσως μόλις απαιτηθούν από τον εργοδότη ή τις περιστάσεις. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για "σύμβαση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία", διότι, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και διαρκής εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού, οπότε πρόκειται για πλήρη απασχόληση, ανεξάρτητα προς το αν θα απαιτηθεί πραγματικά ή όχι η παροχή της εργασίας. Γι' αυτό και στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, αυτές για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας σε ημέρα Κυριακή, αργίας ή αναπαύσεως. Στη δεύτερη περίπτωση, ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μόνο κατά ένα μέρος την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του εργοδότη, ώστε να δύναται να προσφέρει την εργασία του οποτεδήποτε του ζητηθεί, ενώ διατηρεί, παράλληλα, την ευχέρεια να αναπαύεται ή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο εργασίας, επιδιδόμενος, ενδεχομένως, σε άλλες ασχολίες. Υπό τη μορφή αυτή, πρόκειται για "σύμβαση μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία" (απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως), διότι η δέσμευση της ελευθερίας του εργαζόμενου είναι περιορισμένη και δεν απαιτεί διαρκή εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων αυτού. Γι' αυτό και στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα αυτές για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις ή αποζημιώσεις της νυκτερινής, υπερωριακής ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες, αλλά οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε ή, άλλως, ο συνηθισμένος μισθός. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών είναι δυνατό, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), να υπάρξουν και ενδιάμεσες "βαθμίδες ετοιμότητας", ανάλογα προς την ένταση της απαιτούμενης εγρήγορσης του μισθωτού. Οπότε, ανάλογα υπολογίζονται και οι αποδοχές του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια ετοιμότητα προς εργασία ή για κάποια ενδιάμεση μορφή, εξαρτάται μεν από το αποδεικτικό του πόρισμα (ΟλΑΠ 10/2009), αλλά υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της υπαγωγής του εν λόγω πορίσματος σε κάποια από τις ως άνω μορφές ετοιμότητας. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση δίκης. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ουδόλως εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αυτά αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Αυτό συμβαίνει όταν από την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν προκύπτει ποια ήσαν τα πραγματικά περιστατικά που αυτό δέχθηκε ως αληθινά, ώστε, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, να κριθεί, περαιτέρω, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που ήταν εφαρμοστέα ή για τη μη εφαρμογή της. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς (ΑΠ 1102/2003).
2.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με το ζήτημα της φύσεως και των ωρών της απασχόλησης του αναιρεσίβλητου στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα: Ότι ο εκκαλών (ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος) προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) επιχείρηση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, την 1-9-2002, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, ως οδηγός σχολικού λεωφορείου για τη διακίνηση των μαθητών της και για χρονικό διάστημα αντίστοιχο προς τη σχολική περίοδο. Ότι, έκτοτε, ο εκκαλών απασχολήθηκε στην υπηρεσία της εφεσίβλητης δυνάμει παρομοίων, διαδοχικών συμβάσεων παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που άρχιζαν με την έναρξη της σχολικής περιόδου (κατά κανόνα την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους) και έληγαν με το πέρας αυτής (κατά κανόνα την 15η Ιουνίου κάθε έτους), έως την 15-6-2008, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Ότι με όλες τις συμβάσεις αυτές, που καταρτίζονταν εγγράφως, συμφωνείτο, ρητά, ότι θα εφαρμόζονται οι όροι της αντιστοίχως κατά χρόνο ισχύουσας κλαδικής ΣΣΕ των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών και καθοριζόταν τόσο το ημερήσιο όσο και το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας του εκκαλούντος. Ότι, ειδικότερα, είχε συμφωνηθεί να εργάζεται ο εκκαλών με το σύστημα της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, ως εξής: Α) Κατά το διάστημα από 1-9-2004 μέχρι 15-6-2005 επί 38 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:00, Τετάρτη από 07:30 έως 17:00 και Παρασκευή από 07:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, ΅ε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 854,57 ευρώ. Β) Κατά το διάστημα από 1-9-2005 μέχρι 15-6-2006 επί 40 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:30, Τετάρτη από 07:30 έως 17:30 και Παρασκευή από 06:30 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, ΅ε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 956,17 ευρώ. Γ) Κατά το διάστημα από 1-9-2006 μέχρι 15-6-2007 επί 40 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:30, Τετάρτη από 07:00 έως 17:30 και Παρασκευή από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, ΅ε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 1019,33 ευρώ. Δ) Κατά το διάστημα από 1-9-2007 μέχρι 15-6-2008 επί 40 ώρες την εβδομάδα και δη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 17:30, Τετάρτη από 07:00 έως 17:30 και Παρασκευή από 07:00 έως 08:30 και από 13:30 έως 19:30, ΅ε καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές 1169,03 ευρώ. Ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο των συμβάσεων των σχολικών ετών 2004-05, 2006-07 και 2007-08, οι οποίες είχαν γνωστοποιηθεί προσηκόντως στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας, κατά τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους ο εκκαλών έπρεπε να εργάζεται με το σύστημα της μειωμένης απασχόλησης. Ότι, ανεξάρτητα από τα συμφωνηθέντα, ο εκκαλών, καθ' όλα τα έτη της απασχόλησής του στην υπηρεσία της εφεσίβλητης, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, ήτοι από 06:30 έως 17:30. Ότι, συγκεκριμένα, ο εκκαλών πραγματοποιούσε καθημερινά τα προκαθορισμένα δρομολόγια παραλαβής και μεταφοράς μαθητών από διάφορες περιοχές της Αττικής προς τα εκπαιδευτήρια της εφεσίβλητης, που βρίσκονται στις ..., κατά τις ώρες 06:30 έως 08:30. Ότι μετά την ολοκλήρωση των μαθημάτων ακολουθούσε τα αντίστροφα δρομολόγια επιστροφής των μαθητών στις κατοικίες τους, κατά τις ώρες 14:00 έως 17:30, ενόψει του ότι άλλοι μαθητές σχολούσαν την 14:00 και άλλοι την 16:00 ώρα. Ότι στο ως άνω ημερήσιο ωράριο του εκκαλούντος δεν περιλαμβάνεται ο χρόνος μετάβασης αυτού από την κατοικία του, στο σημείο από όπου παραλάμβανε τον πρώτο μαθητή ούτε και ο χρόνος επιστροφής του από το σημείο όπου άφηνε μετά την λήξη των μαθημάτων τον τελευταίο μαθητή, στην κατοικία του. Ότι κατά τις δύο ημέρες της εβδομάδας, ο εκκαλών εκτελούσε υπηρεσία "εφημερίας", ήτοι κατά τις ενδιάμεσες ώρες, από την 08:30, που ολοκληρωνόταν η προσέλευση μαθητών, μέχρι την 13:30, που έπρεπε το λεωφορείο να είναι έτοιμο για την μεσημεριανή αποχώρησή τους, παρέμενε υποχρεωτικά στο σχολείο και εκτελούσε, με το λεωφορείο, διάφορες εξωτερικές εργασίες για λογαριασμό της εφεσίβλητης. Ότι κατά τις υπόλοιπες τρεις ημέρες της εβδομάδας, κατά το ως άνω ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μεταξύ της προσέλευσης και της αποχώρησης των μαθητών, ο εκκαλών, όπως και οι άλλοι οδηγοί της εφεσίβλητης, απασχολείτο με εργασίες, παρεμφερείς προς την κύρια εργασία του, ως οδηγού. Ότι οι εργασίες αυτές, ως παρακολούθημα της κύριας εργασίας του, συνίσταντο στην καθαριότητα του εσωτερικού χώρου του λεωφορείου (π.χ. από τις τσίχλες που ήσαν κολλημένες στα καθίσματα, στο πάτωμα ή στις κουρτίνες, από τα γραψίματα με μαρκαδόρους κλπ), στον ανεφοδιασμό του με καύσιμα (που απαιτούσε περίπου 1 ώρα), στην επιδιόρθωση των καθισμάτων και των ζωνών ασφαλείας και, γενικά, σε ό,τι ήταν απαραίτητο για την ασφαλή μετακίνηση των μαθητών σε καθαρό περιβάλλον. Ότι για το σκοπό αυτό ο εκκαλών παρέμενε στις εγκαταστάσεις της εφεσίβλητης και διατηρούσε σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις για την ανά πάσα στιγμή αξιοποίησή τους από την εναγομένη, που εκδηλωνόταν με την έκτακτη μεταφορά μαθητών σε ημερήσιες εκδρομές (όπως στο Λαύριο ή τη Χαλκίδα) ή σε πολιτιστικές επισκέψεις (π.χ. σε θέατρα, ιδρύματα κλπ), για τις οποίες ήσαν απαραίτητοι 4 ή 5 οδηγοί. Ότι για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αυτές, ο εκκαλών βρισκόταν σε κατάσταση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, η οποία εξομοιώνεται με κανονική εργασία και επιδέχεται εφαρμογή όλων των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, το Εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, ενόψει του ως άνω ωραρίου του και του εκάστοτε καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθού, δικαιούται για την πέραν του συμβατικού ωραρίου παροχή εργασίας κατά το από 1-9-2004 έως 15-6-2008 ένδικο χρονικό διάστημα (απλή επιπλέον εργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, παράνομη υπερωριακή εργασία και αντίστοιχη προσαύξηση των επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των αντιστοίχων ετών), συνολική αμοιβή 24.628,53 ευρώ, την οποία και επιδίκασε, μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής.
3.
Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, το Εφετείο, με τις ως άνω παραδοχές και την κρίση που στηρίχθηκε σ' αυτές, διέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ότι η πραγματική απασχόληση του αναιρεσίβλητου στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας δεν περιοριζόταν στα στενά χρονικά πλαίσια, που είχαν προσδιορισθεί στις μεταξύ τους έγγραφες συμβάσεις εργασίας, αλλά, κατ' εντολή της αναιρεσείουσας, εκτεινόταν, καθημερινά, από την 06:30 μέχρι την 17:30 ώρα και απέβλεπε τόσο στην τακτική μεταφορά μαθητών από τις κατοικίες τους προς το σχολείο και αντιστρόφως όσο και στην έκτακτη διακίνηση αυτών στο πλαίσιο του εκάστοτε προγράμματος των σχολικών δραστηριοτήτων, με την πρόσθετη υποχρέωση, για όσο χρόνο ο αναιρεσίβλητος δεν οδηγούσε το σχολικό λεωφορείο, να παραμένει στις εγκαταστάσεις του σχολείου και είτε να επιδίδεται σε συναφείς προς κυρία απασχόλησή του εργασίες συντήρησης, καθαριότητας ή ανεφοδιασμού του λεωφορείου είτε, σε κάθε περίπτωση, να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προκειμένου να λάβει εντολή για κάποια έκτακτη κίνηση (ΑΠ 919/ 2013, 116, 115 και 112/2009). Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη που πλειοψήφησε, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, καθώς και ο συναφής προς αυτόν, δεύτερος από τους λόγους του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του εισηγητή αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, με τις ως άνω παραδοχές (βλ. αρ.2), το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ αφ' ενός της γνήσιας και αφ' ετέρου της μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, το οποίο είχε ουσιώδη επιρροή για την ουσιαστική διάγνωση του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου να αξιώσει πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις για τις ώρες, κατά τις οποίες παρέμενε στο σχολείο της αναιρεσείουσας μεταξύ της 08:30 ώρας, που ολοκληρωνόταν η προσέλευση μαθητών και της 13:30 ώρας, που έπρεπε το λεωφορείο να είναι έτοιμο για τη μεσημεριανή αποχώρηση των μαθητών ή για μέρος μόνο αυτών. Ειδικότερα, με τις παραδοχές που αναφέρθηκαν, το Εφετείο δεν κατέστησε σαφή τη διάκριση μεταξύ α) αφ' ενός των δύο ημερών εκάστης εβδομάδος, κατά τις οποίες ο αναιρεσίβλητος είχε "εφημερία" και έπρεπε να παραμένει στο σχολείο, προκειμένου η αναιρεσείουσα να έχει τη δυνατότητα να αναθέτει σ' αυτόν διάφορες εξωτερικές εργασίες, που έπρεπε να εκτελεσθούν με το σχολικό λεωφορείο (ποιες ήσαν οι εργασίες αυτές, πόσο τακτική ήταν η ανάγκη της εκτέλεσής τους και σε τι διέφερε αυτή από την έκτακτη ανάγκη της μεταφοράς μαθητών σε ημερήσιες εκδρομές ή πολιτιστικές επισκέψεις, την οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ο αναιρεσίβλητος ικανοποιούσε παραμένοντας στο σχολείο και κατά τις ημέρες που δεν είχε "εφημερία", σε συνδυασμό με το εκατέρωθεν αναφερόμενο περιστατικό, το οποίο, εμμέσως πλην σαφώς, γίνεται δεκτό στην προσβαλλόμενη απόφαση με την παραδοχή ότι ο ανεφοδιασμός των λεωφορείων σε καύσιμα απαιτούσε 1 ώρα κάθε φορά και σύμφωνα με το οποίο η επιχείρηση της αναιρεσείουσας χρησιμοποιούσε περί τα 75 σχολικά λεωφορεία, εκ του οποίου έπεται ότι κάθε εργάσιμη ημέρα περί τους 30 οδηγούς είχαν τακτική, δισεβδομαδιαία "εφημερία") και β) αφ' ετέρου των ετέρων τριών ημερών εκάστης εβδομάδος, κατά τις οποίες ο αναιρεσίβλητος δεν είχε "εφημερία", αλλά παρά ταύτα έπρεπε και πάλι να παραμένει στο σχολείο, προκειμένου η αναιρεσείουσα να έχει τη δυνατότητα να τον χρησιμοποιεί για την εκτέλεση άλλων εργασιών (πέραν των εξωτερικών, στις οποίες απέβλεπε η "εφημερία" του), οι οποίες, σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας και την κοινή πείρα, είτε ήσαν συνήθεις, αλλά όχι καθημερινές (η καθαριότητα του λεωφορείου, οι μικροεπισκευές και ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα) είτε ταυτίζονταν με εκείνες που από τη φύση τους υπάγονταν στα καθήκοντα της "εφημερίας" (τα έκτακτα δρομολόγια για ημερήσιες εκδρομές ή πολιτιστικές επισκέψεις των μαθητών, για τα οποία θα έπρεπε να μην επαρκούν οι "εφημερεύοντες" οδηγοί). Με την ασάφεια αυτή, όμως, δεν καθίσταται βέβαιο εάν η γνήσια ετοιμότητα του αναιρεσίβλητου προς εργασία κατά τις ενδιάμεσες ώρες υπήρχε σε όλες τις ημέρες της εβδομάδος ή μόνο στις δύο από αυτές (ήτοι, όταν είχε "εφημερία"), ενώ κατά τις υπόλοιπες τρεις ημέρες υπήρχε απλή ετοιμότητα κλήσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας ο αναιρεσίβλητος, όπως και οι άλλοι οδηγοί, έχοντας χρονική άνεση και μη θέλοντας να παραμένει αργός, επιδιδόταν σε εργασίες ευπρεπισμού του λεωφορείου χωρίς αντίστοιχη συμβατική υποχρέωση (ΑΠ 766/2012, 491/2011 και 1066/2010). Σύμφωνα, λοιπόν, με την ελάσσονα γνώμη του Δικαστηρίου, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, καθώς και ο δεύτερος από τους λόγους του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους επισημαίνονται τα παραπάνω και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, θα έπρεπε να κριθούν βάσιμοι.
4.
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ συνάγεται ότι, αν κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο, μέσα στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι συναφής με την αρχικώς συμφωνηθείσα εργασία και η οποία παρέχεται συνήθως με μισθό, ο εργοδότης, αν δεν έχει συμφωνηθεί ιδιαίτερος μισθός ή ότι δεν θα καταβάλλεται τέτοιος, υποχρεούται να καταβάλλει για την πρόσθετη αυτή εργασία το συνηθισμένο μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται συνήθως σε άλλους μισθωτούς, οι οποίοι παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά παραβίαση των ως άνω διατάξεων, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο αμοιβές και αποζημιώσεις για απλή επιπλέον εργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, ενώ θα έπρεπε να αναζητήσει και επιδικάσει το συνηθισμένο μισθό. Παρατηρείται, όμως, ότι ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ερείδεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. παραπάνω, αρ.2), οι εν λόγω αμοιβές και αποζημιώσεις δεν επιδικάσθηκαν για πρόσθετη, διαρκούς φύσεως εργασία, μη συναφή προς τη συμφωνηθείσα, κυρία εργασία του οδηγού, αλλά για εργασία που αποτέλεσε παρακολούθημα της κυρίας και οδήγησε σε υπέρβαση του συμβατικού και νομίμου ωραρίου εργασίας. Επομένως, είναι αβάσιμος.
5.
Επειδή, με το δεύτερο από τους λόγους του κυρίως δικογράφου, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ, υπό την εκδοχή ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο, αλλά αντιθέτως έλαβε υπ' όψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου, ως ενάγοντος και εκκαλούντος, σύμφωνα με τους οποίους αυτός, κατά την παραμονή του στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας, ως εναγομένης και εφεσίβλητης, κατά το χρονικό διάστημα από 08:30 μέχρι 13:30 ώρας των εργασίμων ημερών κατά τις οποίες δεν εκτελούσε "εφημερία", είχε την απασχόληση που αναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.2), εκ της οποίας συναγόταν ότι βρισκόταν σε γνήσια ετοιμότητα προς παροχή εργασίας στον εργοδότη του. Παρατηρείται, όμως, ότι η ένδικη αγωγή είχε ως βάση το περιστατικό ότι ο αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε καθημερινά καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, περιστατικό το οποίο όφειλε να αποδείξει. Η εντός του διαδικαστικού πλαισίου προσθήκη των περιστατικών ότι η εν λόγω απασχόληση προέκυπτε από την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών, τις οποίες προσδιόρισε με τις προτάσεις στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και με το δικόγραφο της έφεσής του ή, σε κάθε περίπτωση, προέκυπτε από την εκ μέρους του εργοδότη επιβολή σ' αυτόν της υποχρέωσης να παραμένει στο χώρο της επιχείρησης και να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα να δεχθεί εντολή προς εκτέλεση κάποιας από τις εργασίες αυτές, δεν συνιστά υπέρβαση του περιορισμού που τίθεται από την ΚΠολΔ 224, αλλά διευκρινιστική συμπλήρωση που βρίσκεται μέσα στα όρια αυτής. Το δικαστήριο της ουσίας, που έκρινε ομοίως, δεν υπέπεσε στις προβαλλόμενες πλημμέλειες και γι' αυτό ο εξεταζόμενος λόγος ελέγχεται αβάσιμος.
6.
Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24-5-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 592/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Μαρτίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή