Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 139 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Εργατικό ατύχημα.




Περίληψη:
Στην περίπτωση που δεν υπάρχει νόμιμη υποκατάσταση, οι σχέσεις υπεργολάβου και εργολάβου, δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Ως προς τις μεταξύ του υπεργολάβου και εργολάβου σχέσεις, εφαρμόζεται ο ν. 1396/1983. Το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1418/1984 και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 1396/1983. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού, ούτε και από άποψη παραβίασης ή μη της αρχής της αναλογικότητας




Αριθμός 139/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Λαγουδάκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) V. (Β.) χας V. (Β.) R. (Ρ.), κατοίκου ... για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσης τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της D. R. του V. (Ν. Ρ. του Β.) και 2) G. R. του V. (Γ. Ρ. του Β.), κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπατσίλα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-1-2008 αγωγή της ήδη 1ης των αναιρεσιβλήτων, γι' αυτήν ατομικά και ως ασκούσας την γονική μέριμνα των δύο ανηλίκων τότε τέκνων της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 24-3-2008 παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2025/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5745/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-4-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρ. 1 του ν. 551/1915 "περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων", όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 38 εδ. α' ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρ. 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ' αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986). Σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος οφείλεται, κατ' αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρ. 3 του ως άνω νόμου αποζημίωση, για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, μπορεί δε, κατ' εφαρμογή του άρθρ. 16 § 4 εδ. (α), (β) και (γ) του ν. 551/1915, να μειωθεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αποζημίωση μέχρι το μισό της μόνον όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην από μέρους του αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών, που θέτουν τους όρους ασφάλειας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση κυρώθηκαν από την αρχή. Πλήρη αποζημίωση κατά το κοινό δίκαιο έχουν το δικαίωμα κατά το άρθρ. 16 § 1 του ν. 551/1915 να ζητήσουν ο παθών από εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου του οι προσδιοριζόμενοι στο άρθρ. 6 του ν. 551/1915 συγγενείς του μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι παραπάνω διατάξεις για τους όρους ασφάλειας και σε αιτιώδη μ' αυτές συνάφεια. Τέτοιες διατάξεις είναι ειδικότερα μόνον εκείνες που προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων και όχι τρίτων, δηλαδή δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την παράβαση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται μόνον από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς κατά τα λοιπά να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995). Σε όλες τις περιπτώσεις ο παθών από εργατικό ατύχημα, ασφαλισμένος ή όχι στο ΙΚΑ, και αναλόγως τα μέλη της οικογένειάς του, διατηρούν κατά του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων τις αξιώσεις τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τους, που συνιστά εν προκειμένω και η αμέλεια ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων από γενικές ή ειδικές διατάξεις όρων ασφάλειας των εργαζομένων και όχι μόνον η ως άνω ειδική αμέλεια, αφού η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης τους, κατά τα άρθρ. 299 και 932 ΑΚ, είναι διαφορετικής φύσης και δεν καλύπτεται από την απαλλαγή τους από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση ή από την ειδική αποζημίωση κατά το ν. 551/1915, που αφορούν αξιώσεις καθαρά περιουσιακού χαρακτήρα (ΟλΑΠ 1117/1986). Η υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το κοινό δίκαιο, ρυθμίζεται κυρίως από το άρθρ. 914 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρ. 297 και 298 ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, όπως όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου. Τέτοια υποχρέωση προστασίας υπάρχει και για τον εργοδότη τόσο από τη γενική διάταξη του άρθρ. 662 ΑΚ όσο και κυρίως από τις διατάξεις της ειδικής εργατικής νομοθεσίας, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διατάξεις του ν. 1396/1983, που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφάλειας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα, παραπέμποντας μεταξύ άλλων και στα προβλεπόμενα με το π.δ. 1073/1981 μέτρα ασφάλειας. Έτσι κατά μεν το άρθρ. 4 § 1 του ν. 1396/1983, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφάλειας, που του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι, κατά δε το άρθρ. 5 § 1 του ίδιου νόμου, ο εργολάβος και ο υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφάλειας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε αντίθεση ΅ε τον κύριο του έργου, που δεν ευθύνεται ως προστήσας για τις παράνο΅ες πράξεις ή παραλείψεις του εργολάβου, αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση ολόκληρου ή τ΅ή΅ατος του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τ΅ή΅ατος τούτου σε υπεργολάβο, είναι συνυπεύθυνος ΅ε αυτόν για τη λήψη και τήρηση των ΅έτρων ασφαλείας, έστω και αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτόν του το δικαίω΅α διεύθυνσης και επίβλεψης του τ΅ή΅ατος που ανέθεσε στον υπεργολάβο ή και αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει τη διεύθυνση και επίβλεψη του τμήματος αυτού. Kαι τούτο, διότι ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1396/1983, για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και η ανάθεση της εκτέλεσης τμήματος του έργου σε υπεργολάβο, με οποιαδήποτε συμφωνία, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση επίβλεψης και ελέγχου του υπεργολάβου, ειδικά για τη λήψη και τήρηση των παραπάνω μέτρων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 και 8β του π.δ. 17/ 1996, ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας, ενώ ο ίδιος, επιφυλασσομένων των λοιπών διατάξεων του αυτού διατάγματος, οφείλει, έχοντας υπόψη τη φύση των δραστηριοτήτων της επιχείρησής του, να λαμβάνει υπόψη, όταν αναθέτει καθήκοντα σε έναν εργαζόμενο, τις ικανότητες αυτού σε θέματα ασφάλειας και υγείας. Επίσης, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, 2 και 3 του π.δ. 17/1996, ο εργοδότης εξασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδίως υπό μορφή πληροφοριών και οδηγιών. Η εκπαίδευση αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των κινδύνων και στην εμφάνιση νέων κινδύνων και να επαναλαμβάνεται, αν χρειάζεται, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ο εργοδότης εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι σε εξωτερικές επιχειρήσεις, που εκτελούν εργασίες στην επιχείρησή του, έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες, όσον αφορά τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία κατά τις δραστηριότητές τους στην επιχείρησή του. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 1568/1985, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λα΅βάνει κάθε ΅έτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζό΅ενοι από κάθε κίνδυνο που ΅πορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σω΅ατική τους ακεραιότητα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του π.δ. 17/18.01.1995, η οποία προβλέπει ΅έτρα για την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζο΅ένων κατά την εργασία, σε συμμόρφωση ΅ε τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ, ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζο΅ένων, ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λα΅βάνει ΅έτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλεια των τρίτων. Επίσης, κατά το άρθρο 3 παρ. 1, 2, 3 και 4 παρ. 1α του π.δ. 395/1994, ο εργοδότης λα΅βάνει τα αναγκαία ΅έτρα, ώστε ο εξοπλισ΅ός εργασίας, που τίθεται στη διάθεση των εργαζο΅ένων ΅έσα στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζο΅ένων κατά τη χρησι΅οποίησή του. Κατά την επιλογή του εξοπλισ΅ού εργασίας, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λα΅βάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν, λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας, καθώς και την έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφαλείας. Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλισθεί πλήρως κατά τον τρόπο αυτό η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο. Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, σχετικά με το σχεδιασμό και την κατασκευή τους, από πλευράς ασφάλειας και υγείας, κατάλληλοι για τους κινδύνους, που πρέπει να προλαμβάνονται και η χρήση τους να μη συνεπάγεται νέους κινδύνους. Περαιτέρω, στο άρθρο 17 του π.δ. 778/1980, προβλέπεται ότι: "κατά την πραγματοποίησιν εργασιών εις φρέατα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα δια τον επαρκή αερισμόν των θέσεων εργασίας και την προστασίαν των εργαζομένων από τις αναθυμιάσεις", στα άρθρα 94, 102 και 111 του π.δ. 1073/ 1981 προβλέπεται ότι: "εις τους χώρους εις τους οποίους υφίσταται ένδειξις υπάρξεως αερίων ή κόνεων επιβλαβών δια την υγείαν ή ευαναφλέκτων πρέπει προ πάσης εργασίας και κατά την διάρκειαν αυτής, να ενεργείται έλεγχος του χώρου δι' ειδικών μέσων υπό προσώπων ειδικών προς τούτο, οριζομένων υπό του εργοδότου, προς εξακρίβωσιν της επικινδυνότητος δια την υγείαν και σωματικήν ακεραιότητα των εργαζομένων. Η έναρξις της εργασίας και η συνέχιση ταύτης θα επιτρέπεται μόνον εφόσον κατά τους ως άνω ελέγχους διαπιστούται καταλληλότης των συνθηκών. Εις περιπτώσεις διαπιστώσεως ακαταλληλότητας των συνθηκών κατά τα ανωτέρω αι επιβλαβείς και επικίνδυνοι ουσίαι πρέπει να απάγωνται κατά ακίνδυνον τρόπον από τας θέσεις δημιουργίας ή εμφανίσεως των δια καταλλήλων διατάξεων. Εις περιπτώσεις κατά τας οποίας η προστασία των εργαζομένων δεν δύναται να εξασφαλισθή απόλυτα είτε δια της εξαλείψεως του κινδύνου είτε δια των ομαδικών μέτρων προστασίας διατίθενται υπό του εκτελούντος το έργον εις τους εργαζομένους ατομικά μέσα προστασίας. Τα ανωτέρω μέσα προστασίας πρέπει να προστατεύουν αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένον κίνδυνον, να ευρίσκωνται εις αρίστην κατάστασιν, να συντηρούνται περιοδικώς, να καθαρίζωνται και να αποθηκεύονται με επιμέλειαν. Αι συσκευαί, και λοιπός εξοπλισμός πρέπει να είναι προσωπικός δι' έκαστον εργαζόμενον, να ελέγχεται και καθαρίζεται με επιμέλειαν πριν διατεθή εις άλλον εργαζόμενον. Όλος ο αναγκαίος εξοπλισμός ατομικής προστασίας να τίθεται εις την διάθεσιν όλων των εργαζομένων εις το εργοτάξιον και να είναι εις κατάστασιν αμέσου χρησιμοποιήσεως. Οι εκτελούντες το έργον πρέπει να φροντίζουν ώστε τα απαιτούμενα κατά περίπτωσιν ατομικά μέσα προστασίας να χρησιμοποιούνται υπό των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι οφείλουν να χρησιμοποιούν τα ατομικά μέσα προστασίας εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας απαιτείται τοιαύτη χρήσις. Τα ατομικά μέσα προστασίας πρέπει να προσαρμόζωνται εις τα ανθρωπομετρικά στοιχεία και ανατομικής αναλογίας εκάστου εργαζομένου. Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος ως και του προεδρικού διατάγματος 778/1980 εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται, ανελλιπώς καθ' όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων. Το προσωπικόν εκάστου συνεργείου πρέπει να επιθεωρήται τουλάχιστον άπαξ της ημέρας υπό του επικεφαλής του υπεργολάβου, άπαξ δε της εβδομάδος, υπό του εργολάβου, εφόσον έχει ειδικάς γνώσεις, ή υπό καταλλήλου εκπροσώπου του. Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι, οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους, περί των, κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας". Τέλος, με το άρθρο 6 του π.δ. 305/1996 προβλέπεται ότι "εάν οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να εισέρχονται σε ζώνες όπου ο αέρας ενδέχεται να περιέχει τοξικές η βλαβερές ουσίες, να έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο ή τέλος να είναι εύφλεκτος, ο αέρας εντός των ζωνών αυτών πρέπει να ελέγχεται και πρέπει να λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη κάθε κινδύνου. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκτίθενται σε επικίνδυνη ατμόσφαιρα κλειστού χώρου και πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς από έξω και να λαμβάνονται όλες οι αναγκαίες προφυλάξεις προκειμένου να μπορεί να τους παρασχεθεί αποτελεσματική και άμεση βοήθεια". Εξάλλου, με την παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, "περί δημοσίων έργων και ρυθμίσεων συναφών θεμάτων, όπως η παρ. 6 συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2229/1994, ορίζονται τα ακόλουθα: "Ή υποκατάσταση τρίτου στην κατασκευή ΅έρους ή όλου του δη΅οσίου έργου απαγορεύεται χωρίς την έγκριση του φορέα της κατασκευής του έργου. Αν διαπιστωθεί, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ότι έχει γίνει ά΅εση ή έ΅΅εση υποκατάσταση του αναδόχου από άλλη εργοληπτική επιχείρηση, ο κύριος του έργου - φορέας κατασκευής κηρύσσει έκπτωτο τον ανάδοχο, ΅ετά από γνώ΅η του αρ΅οδίου τεχνικού Συ΅βουλίου Δη΅οσίων Έργων. Σε κάθε περίπτωση υποκατάστασης ο ανάδοχος ευθύνεται ΅αζί ΅ε τον υποκατάστατο εις ολόκληρον προς τον κύριο του έργου, το προσωπικό του έργου και οποιονδήποτε τρίτο. Κατ' εξαίρεση ΅πορεί να εγκριθεί η υποκατάσταση ΅ε απαλλαγή του αναδόχου από την ευθύνη του προς τον κύριο του έργου, αν αυτό επιβάλλεται από το συ΅φέρον του έργου και ο ανάδοχος βρίσκεται σε προφανή αδυνα΅ία να περατώσει το έργο. Με προεδρικό διάταγ΅α καθορίζονται τα προσόντα του υποκατάστατου, οι συνέπειες για τον ανάδοχο, η διαδικασία έγκρισης της υποκατάστασης, τα θέ΅ατα που σχετίζονται ΅ε την υποκατάσταση ΅έλους αναδόχου κοινοπραξίας και κάθε σχετική λεπτομέρεια". Σε εκτέλεση της διάταξης αυτής εκδόθηκε το π.δ. 609/1985, στο άρθρο 51 του οποίου ορίζεται: "1. Η υποκατάσταση άλλης εργοληπτικής επιχείρησης στην κατασκευή του έργου, σύ΅φωνα ΅ε την παράγραφο 6 του άρθρου 5 του Ν. 1418/1984, προτείνεται από τη Διευθύνουσα υπηρεσία και εγκρίνεται από την Προϊστάμενη Αρχή. Για να εγκριθεί η υποκατάσταση πρέπει η εργοληπτική επιχείρηση, που θα υποκαταστήσει τον ανάδοχο, να έχει τα ίδια προσόντα που απαιτήθηκαν για την ανάληψη του έργου από τον ανάδοχο και να παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα για την κατασκευή του έργου κατά την κρίση της προϊσταμένης Αρχής, που λαμβάνει υπόψη της και τα σχετικά στοιχεία του Μ.Ε.Ε.Π. 2. Για να εγκριθεί η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη του αρχικού αναδόχου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 Ν. 1418/1984, στην αίτηση του αναδόχου προσδιορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο ζητείται η υποκατάσταση με απαλλαγή από την ευθύνη και η πιστοποίηση, μετά την οποία όλες οι πληρωμές θα διενεργούνται απ' ευθείας στο νέο ανάδοχο... Με την απόφαση έγκρισης της υποκατάστασης με απαλλαγή καθορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο καθορίζεται η υποκατάσταση, αν η υποκατάσταση δεν γίνεται για το σύνολο του έργου, η πιστοποίηση μετά την οποία όλες οι πληρωμές θα διενεργούνται στο νέο ανάδοχο, οι εγγυήσεις του νέου αναδόχου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής ο υποκατάστατος του αναδόχου επέχει στο εξής θέση αναδόχου και αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες για το σύνολο του έργου ή για τα τμήματα του έργου που προσδιορίζονται στην απόφαση έγκρισης της υποκατάστασης με απαλλαγή του αρχικού αναδόχου. Επίσης, αναλαμβάνει και τις υποχρεώσεις του αρχικού αναδόχου προς το προσωπικό που εργάστηκε στο έργο τους τελευταίους τρεις μήνες. Οι εγγυήσεις επ' ονόματι του αρχικού αναδόχου ή το μέρος τους, που ορίζεται με την εγκριτική απόφαση, αποδίδονται αφού προηγουμένως κατατεθούν νέες ισόποσες εγγυήσεις από το νέο ανάδοχο. Μόνο με την κατάθεση αυτή επέρχεται η απαλλαγή του αρχικού αναδόχου από την ευθύνη του. 3. Σε περίπτωση αναδόχου κοινοπραξίας, που την υποκατάσταση ζητεί μέλος της, απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών της κοινοπραξίας και κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι προηγούμενες παράγραφοι". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι προβλέπεται υποκατάσταση του αναδόχου από άλλη εργοληπτική επιχείρηση στην εκτέλεση δημοσίου έργου, μόνο ύστερα από την τήρηση των προαναφερόμενων προϋποθέσεων και εφόσον εγκριθεί η υποκατάσταση από το φορέα κατασκευής του έργου, διαφορετικά ο τελευταίος κηρύσσει έκπτωτο τον ανάδοχο, μετά από γνώμη του αρμοδίου Τεχνικού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων. Σε κάθε περίπτωση η υποκατάσταση προβλέπεται μόνο κατά το στάδιο εκτέλεσης του έργου, δηλαδή στο στάδιο που ακολουθεί την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του αναδόχου και του κυρίου του έργου, όχι, όμως, και κατά το στάδιο που προηγείται της κατακύρωσης του διαγωνισμού (Ολ. ΣτΕ 971/1998). Περαιτέρω, με τον όρο "υποκατάσταση τρίτων" νοείται η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εργολάβου από την εργολαβική σύμβαση σε τρίτον, όσον αφορά το όλον ή μέρος του αναληφθέντος έργου, κατά τρόπον ώστε να υπεισέρχεται ο τρίτος στη μεταξύ φορέα του έργου και εργολάβου σχέση.
Συνεπώς, ως υποκατάσταση τρίτου, κατά την έννοια του άνω νόμου, δεν νοείται η υπεργολαβία, δηλαδή η σύμβαση με την οποία ο εργολάβος αναθέτει με αμοιβή την εκτέλεση ορισμένων εργασιών σε τρίτον, ο οποίος δεν συνδέεται με νομικό δεσμό με τον εργοδότη, έναντι του οποίου μόνος υπεύθυνος για τις εκτελούμενες από τον εργολάβο εργασίες παραμένει ο εργολάβος (ΑΠ 119/2013, 570/2007). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει νόμιμη υποκατάσταση, οι σχέσεις υπεργολάβου και εργολάβου, δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Επομένως, ως προς τις μεταξύ του υπεργολάβου και εργολάβου σχέσεις, εφαρμόζεται ο ν. 1396/1983. Τέλος: 1) Kανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή. 2) Τα διδάγματα κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (ΚΠολΔ 336 § 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (ΚΠολΔ 559 αριθ. 1). 3) Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Ελλείψεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, όταν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκή ή ασαφή αιτιολογία. Και 4) Ο, από τον αρ. 14 του ίδιου άρθρου, λόγος, θεμελιώνεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε ακυρότητα στην περίπτωση που η αγωγή, αν και αόριστη, κρίθηκε ορισμένη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, εκτίθεται σ' αυτήν ότι η πέ΅πτη εναγο΅ένη, εταιρεία ΅ε την επωνυ΅ία "…/" ανέλαβε στις 10-6-2003 από το Δή΅ο Αχαρνών την εκτέλεση του έργου "Κατασκευή Ακαθάρτων Περιοχών Λαθέα Α' - Λαθέα Β' Δή΅ου Αχαρνών". Ότι η ίδια εναγο΅ένη ανέθεσε υπεργολαβικά την εκτέλεση τoυ έργου στην πρώτη εναγο΅ένη εταιρεία ΅ε την επωνυ΅ία "’λυσος ΑΤΕ", της οποίας οι δεύτερος και τρίτος των εναγο΅ένων, Ε. Κ. και Χ. Κ. ήταν νό΅ι΅οι εκπρόσωποι. Ότι ο θανών V. R. προσελήφθη από τους δεύτερο και τρίτο των εναγο΅ένων, ΅ε σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας, για να εργασθεί στο ως άνω έργο ως, εργάτης. Ότι ο τραυ΅ατισ΅ός του οφείλεται σε υπαιτιότητα των νο΅ί΅ων εκπροσώπων της πρώτης και πέμπτης των εναγομένων και του εποπτεύοντος μηχανικού, οι οποίοι ενεργώντας από δόλο, άλλως από βαρεία αμέλεια, παραβίασαν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και δεν είχαν εφοδιάσει το συνεργείο στο οποίο εργαζόταν ο ενάγων με αντιασφυξιογόνες μάσκες και κατάλληλο εξοπλισμό για εργασίες στις οποίες είναι πιθανόν να εκλυθούν τοξικά αέρια, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Ότι ο θάνατος του συζύγου και πατρός τους, με τον οποίο τους συνέδεαν ιδιαίτεροι δεσμοί στοργής και αγάπης, προκάλεσε σε εκείνους έντονη θλίψη και ψυχικό πόνο, κλόνισε ανεπανόρθωτα την ψυχική τους υγεία και ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, για την άμβλυνση του ψυχικού πόνου και την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατό του. Ζήτησαν μετά ταύτα οι ενάγοντες να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα, να καταβάλουν σ' αυτούς, εις ολόκληρον έκαστος, τα αναφερόμενα ποσά ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης. Περαιτέρω, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής, κρίσιμα, περιστατικά: Με την 14337/10.06.2003 εργολαβική σύ΅βαση, η οποία συνήφθη στις 10/6/2003, ΅εταξύ του Δή΅ου Αχαρνών και της πέ΅πτης εναγό΅ενης (ήδη αναιρεσείουσας) εταιρείας ΅ε την επωνυ΅ία "…", η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου "Κατασκευή Αγωγών Ακαθάρτων Περιοχών Λαθέας Α' - Λαθέας Β', Δή΅ου Αχαρνών", για το οποίο είχε προκηρυχθεί δη΅όσιος ανοικτός ΅ειοδοτικός διαγωνισ΅ός, για την ανάδειξή της ως αναδόχου, αντί εργολαβικού ανταλλάγ΅ατος 1.408.597,77 ευρώ. Με το από 10/7/2003 ιδιωτικό συ΅φωνητικό υπεργολαβικής σύ΅βασης, η πέ΅πτη εναγο΅ένη ανέθεσε στην πρώτη εναγο΅ένη εταιρεία, ΅ε την επωνυ΅ία "ΑΛΥΣΟΣ ΑΤΕ", την κατασκευή του παραπάνω έργου, αντί υπεργολαβικού ανταλλάγ΅ατος 476.976 ευρώ. Ρητά συ΅φωνήθηκε ότι η υπεργολάβος υποχρεούται να εκτελέσει το έργο, συμμορφούμενη πάντοτε με τις οδηγίες της πέμπτης εναγομένης. Η πρώτη εναγό΅ενη, ανέθεσε την επιστη΅ονική εργασία και επίβλεψη του έργου στον τέταρτο εναγό΅ενο, τοπογράφο - ΅ηχανικό. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του ΅ηνός Ιουλίου 2003 η πρώτη εναγό΅ενη άρχισε τις εργασίες εκτέλεσης του έργου. Οι αρχικές εργασίες περιελά΅βαναν εντοπισ΅ό του υπάρχοντος δικτύου ακαθάρτων, διενέργεια τοπογραφικών εργασιών, προ΅ετρήσεις, ερευνητικές το΅ές, αποτύπωση της πραγ΅ατικής εικόνας του υπάρχοντος δικτύου, χάραξη του προς κατασκευή δικτύου και δοκι΅αστική τοποθέτηση αγωγών. Οι εργασίες εκτελούνταν από δύο συνεργεία, αποτελού΅ενα καθένα από δύο εργάτες της πρώτης εναγό΅ενης, επικουρού΅ενα από ένα σκαπτικό ΅ηχάνη΅α, κατάλληλο για την πραγ΅ατοποίηση των αναγκαίων εκσκαφών και ένα φορτηγό όχη΅α. Μεταξύ των ΅ελών των συνεργείων της πέ΅πτης εναγο΅ένης ήταν και ο ενάγων Β. Ρ. (V. R. ), αλβανικής υπηκοότητας, ΅ε νό΅ι΅η δια΅ονή και εργασία στην Ελλάδα, ασφαλισ΅ένος στο ΙΚΑ, που είχε προσληφθεί ΅ε σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρώτη εναγο΅ένη, ως εργάτης. Από την έναρξη των εργασιών οι εργαζόμενοι στα συνεργεία της πρώτης εναγομένης άνοιγαν τα φρεάτια του υπάρχοντος δικτύου, προκειμένου να μετρήσουν το βάθος τους και να αποτυπώσουν την πραγματική εικόνα του υπάρχοντος δικτύου, χωρίς να έχει ερευνηθεί προηγούμενα από αυτήν η ατμόσφαιρα του εσωτερικού τους για τυχόν ύπαρξη επιβλαβών αερίων και χωρίς η ίδια να τους έχει εξοπλίσει με τα ως άνω απαραίτητα προστατευτικά εξαρτήματα, αν και πρόκειται για χώρους στους οποίους αναμένεται η ύπαρξη ασφυκτικών (θανατηφόρων) αερίων, όπως μεθανίου, μονοξειδίου του άνθρακα και λοιπών πτητικών δηλητηρίων, ιδίως στην περίπτωση που το φρεάτιο έχει λιμνάζοντα λύματα από έμφραξη του αγωγού ακαθάρτων, οπότε λόγω της σήψης και αποσύνθεσης δημιουργείται έντονη ασφυκτική ατμόσφαιρα, η οποία επιτείνεται από το ερμητικό κλείσιμο του φρεατίου όταν από πάνω του υπάρχουν υλικά που παρεμποδίζουν τη μερική έστω εκτόνωση διαφυγή των ελαφρότερων του ατμοσφαιρικού αέρα παραγομένων αερίων από το καπάκι του φρεατίου. Την 30 Ιουλίου 2003 και περί ώρα 08:00, ο Β. Ρ. (V.I. R. ) του Π., σύζυγος της πρώτης και πατέρας του δεύτερου και τρίτου των εναγόντων, μαζί με άλλους δύο εργαζομένους της πρώτης εναγόμενης, το D. T.K. του G., που απασχολούνταν ως εργάτης και το Δ. Κ. , χειριστή του σκαπτικού μηχανήματος, επιχείρησαν, εκτελώντας εντεταλμένη και αναγκαία για την εκτέλεση του έργου εργασία, σύμφωνα με το σχεδιασμό από τον επιβλέποντα τοπογράφο μηχανικό, την αποκάλυψη του υπάρχοντος δικτύου επί της οδού …. και χάραξη της επέκτασης του δικτύου προς την οδό … Μετά την αποκάλυψη του φρεατίου από το σκαπτικό μηχάνημα ο Β. Ρ. και ο D. T.K. απέσπασαν το μεταλλικό καπάκι του φρεατίου με τη βοήθεια κασμά και ακολούθως ο πρώτος έσκυψε πάνω από το στόμιο του φρεατίου για να μετρήσει το βάθος αυτού με τη βοήθεια μεταλλικής μετροταινίας και λόγω της σήψης και αποσύνθεσης των ακαθάρτων λιμναζόντων υδάτων κατακλίστηκε η ζώνη αναπνοής του, ζαλίστηκε, έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε μέσα στο φρεάτιο, το οποίο είχε βάθος 3,5 μέτρων, περίπου. Ο D. T.K. προσπάθησε να τον ανασύρει, εισερχόμενος στο φρεάτιο από την κατακόρυφη μεταλλική σκάλα, που βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά αυτού, πλην όμως και εκείνος ζαλίστηκε και από τις έντονες αναθυμιάσεις έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε μέσα στο φρεάτιο. Ο χειριστής του σκαπτικού μηχανήματος Δ. Κ. επιχείρησε, εισερχόμενος στο φρεάτιο από την κατακόρυφη μεταλλική σκάλα, να τους ανασύρει, πλην όμως και εκείνος ζαλίστηκε από τις αναθυμιάσεις, έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε μέσα στο φρεάτιο. Στη συνέχεια έφθασε στο σημείο που εκτελούνταν οι εργασίες ο τέταρτος εναγόμενος για να πάρει τις μετρήσεις από το συνεργείο, να αποτυπώσει την πραγματική διάταξη και το βάθος του δικτύου και να επιμεληθεί τυχόν τομής και χάραξης, ο οποίος όταν διαπίστωσε τα ανωτέρω λαβόντα χώρα γεγονότα, κάλεσε την Πυροσβεστική Υπηρεσία και το ΕΚΑΒ, πλην όμως, όταν επελήφθησαν, διαπιστώθηκε ότι οι Β. Ρ. και Δ. Κ. είχαν αποβιώσει, ο δε D. T.K. , που βρίσκονταν εν ζωή, διεκομίσθη στο νοσοκομείο. Το ανωτέρω εργατικό ατύχημα δηλώθηκε αυθημερόν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο απαγόρευσε την εκτέλεση οποιοσδήποτε εργασίας επί και πέριξ της θέσης του ατυχήματος και διέταξε να παραμείνουν αμετάβλητα όλα τα στοιχεία του μέχρι την ολοκλήρωση των ερευνών καθώς και στο Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ - Αγίας Παρασκευής, στο οποίο ήταν ασφαλισμένος ο θανών. Υπαίτιοι του ατυχήματος είναι η πρώτη εναγομένη εταιρεία και ο τρίτος εναγόμενος, καταστατικό όργανο της τελευταίας, οι οποίοι δεν είχαν λάβει τα αναγκαία προληπτικά (πριν την εργασία) και προστατευτικά (κατά τη διάρκεια αυτής) μέτρα ασφαλείας που προαναφέρθηκαν, αν και είχαν νόμιμη υποχρέωση, αλλά αντίθετα, ενώ γνώριζαν ότι εκτελούνται εργασίες σε χώρους στους οποίους ήταν πολύ πιθανή η ύπαρξη τοξικών αεριών, από έλλειψη επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, επέτρεψαν στο συνεργείο να ανοίγει τα καπάκια των φρεατίων της αποχέτευσης, πραγματοποιώντας μετρήσεις χωρίς να τους έχουν προμηθεύσει τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα, ενώ όφειλαν επιμελώς φερόμενοι να απαγορεύουν τις εργασίες αυτές χωρίς τη χρήση προστατευτικών μέτρων. Ο τρίτος εναγόμενος, Χ. Κ. , ιδρυτής, Πρόεδρος του ΔΣ και ένας εκ των τριών διευθυνόντων συμβούλων της πρώτης εναγομένης εταιρείας τη δέσμευε με την υπογραφή του και στην πραγματικότητα ασκούσε μόνος τη διοίκηση αυτής, έκλεινε τις διάφορες εμπορικές συμφωνίες, προσλάμβανε, διεύθυνε, απέλυε και πλήρωνε το προσωπικό και επέβλεπε την εκτέλεση των έργων που αναλάμβανε η εταιρεία. Ο ίδιος είχε συμφωνήσει και την επίδικη σύμβαση υπεργολαβίας, είχε προσλάβει και κατανείμει το προσωπικό των άνω συνεργείων της πρώτης εναγομένης και έδινε, για λογαριασμό αυτής, τις εντολές και οδηγίες στον καθένα εργαζόμενο, για την εργασία που πραγματοποιούσαν. Η πέμπτη εναγομένη, ανεξάρτητα του ότι επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό της το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου, σε κάθε περίπτωση, ευθύνεται αντικειμενικά για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, που προαναφέρθηκαν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 του ν. 1396/1983, τα οποία εφαρμόζονται στην υπό κρίση υπόθεση, στις σχέσεις μεταξύ εργολάβου και υπεργολάβου, διότι, ως προς την πρώτη εναγομένη, δεν υφίσταται νόμιμη υποκατάσταση, κατά την παρ. 6 του άρθρου 5 τoυ ν. 1418/1984, ώστε οι σχέσεις των διαδίκων να καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν είχε δοθεί εντολή στο συνεργείο που εργαζόταν ο θανών να ανοίξουν το καπάκι στο επίμαχο φρεάτιο, ότι το ατύχημα οφείλεται στο ότι ο V. R. έχασε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα να πέσει στο φρεάτιο και ότι οι εργαζόμενοι στο συνεργείο είχαν στη διάθεσή τους τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας. Οι ισχυρισμοί τους αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι α) το άνοιγμα των φρεατίων και η μέτρηση του βάθους τους ήταν αναγκαία, προκειμένου να παρθούν μετρήσεις από τα συνεργεία και να δοθούν στο τοπογράφο μηχανικό για να αποτυπώσει αυτός την πραγματική διάταξη και το βάθος των φρεατίων και να διαπιστωθεί αν συμφωνούν με τα αναφερόμενα στα υπάρχοντα σχέδια, β) ο θανών δεν έπεσε στο φρεάτιο επειδή έχασε την ισορροπία του, αλλά, διότι έχασε τις αισθήσεις του από τα εξερχόμενα από το φρεάτιο αέρια, γ) δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας. Ο ισχυρισμός της πρώτης και του τρίτου των εναγομένων ότι κατά τη διενεργηθείσα νεκροψία - νεκροτομή ανιχνεύθηκε στο αίμα του θανόντος οινόπνευμα σε συγκέντρωση 0,15 0/00 δεν αναιρεί την ευθύνη τους και δεν συνεπάγεται τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης των πρώτης, τρίτου και πέμπτης των εναγομένων να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα του ατυχήματος, αφού και στην περίπτωση αυτοί υποχρεούνταν να τα λάβουν. Το εργατικό ατύχημα και ο θάνατός του (V. R. ) ήταν αποτέλεσμα της συγκλίνουσας αμελούς συμπεριφοράς της πρώτης και πέμπτης των εναγομένων, καθώς και του τρίτου και τέταρτου εξ αυτών και της παράλειψης τήρησης των αναγκαίων ΅έτρων ασφαλείας των εργαζο΅ένων. Ο αποβιώσας ήταν ηλικίας σαράντα ενός (41) ετών, η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ καλή και εργάζονταν καθη΅ερινά για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του, είχε δε στενό συναισθη΅ατικό δεσ΅ό και άριστες σχέσεις ΅ε τους ενάγοντες, σύζυγο και τέκνα του, με τους οποίους τον συνέδεε σεβασμός, αγάπη και αλληλοκατανόηση. Ο έγγαμος βίος του ήταν αρμονικός και τα τέκνα του, ηλικίας κατά το χρόνο του θανάτου του δεκατριών και οκτώ ετών, αντίστοιχα, μεγάλωσαν και ζούσαν σε ευτυχισμένο οικογενειακό περιβάλλον. Ο αδόκητος, ξαφνικός και πρόωρος θάνατός του, προξένησε μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά των εναγόντων - μελών της οικογενείας του, οι οποίοι συγκλονίσθηκαν από το θάνατό του και δημιουργήθηκαν σε αυτούς έντονα συναισθήματα λύπης, απογοήτευσης και απαισιοδοξίας, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν ολοσχερώς στο μέλλον. Ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα, του βαθμού πταίσματος των πρώτης, τρίτου τέταρτου και πέμπτης των εναγομένων, του τραυ΅ατισ΅ού του ενάγοντος, της οικονο΅ικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων (ειδικά αποδείχθηκε διαφοροποίηση ΅εταξύ των εύρωστων εναγόμενων εταιρειών, ΅άλιστα δε η ανώνυ΅η εταιρεία ΅ε την επωνυ΅ία "…" είναι κυρία 7 οριζοντίων ιδιοκτησιών και 12 υπόγειων θέσεων στάθμευσης που βρίσκονται επί οικοπέδου έκτασης 1.325,75 τ.΅. στη διασταύρωση των οδών … αριθ΅ός …και … αριθ΅ός … στο ... σε αντίθεση ΅ε τα φυσικά πρόσωπα που ενάγονται που βρίσκονται σε απλώς καλή οικονο΅ική κατάσταση. Για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης της ενάγουσας πρέπει να υποχρεωθούν εις ολόκληρον καθένας των πρώτης, τέταρτου και πέ΅πτης των εναγομένων να καταβάλουν το χρη΅ατικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (80.044 ευρώ) για την πρώτη των εναγόντων, σύζυγο του εκλιπόντος και το ποσό των εκατό χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (100.044 ευρώ) για έκαστο των τέκνων του. Επίσης για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης της ενάγουσας συζύγου του εκλιπόντος, πρέπει να υποχρεωθεί, εις ολόκληρον, ο τρίτος των εναγο΅ένων να καταβάλει το ποσό των εξήντα χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (60.044 ευρώ), και το ποσό των εβδο΅ήντα χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ (70.044 ευρώ) για έκαστο των τέκνων του. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τις αντεφέσεις των εναγόντων και την έφεση της αναιρεσείουσας, δέχθηκε, εν μέρει, τις εφέσεις των πρώτης, δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, απέρριψε την ένσταση συνυπαιτιότητας του οικείου των αναιρεσίβλητων και επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους τα παραπάνω ποσά. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 1396/1983 και ο, περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται η παραβίαση των τελευταίων αυτών διατάξεων είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 14 του ίδιου άρθρου, με το οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την ακυρότητα της αγωγής, στην οποία, όπως ισχυρίζεται, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν τη σχέση πρόστησης αυτής με την υπεργολάβο και την επιφύλαξη, για τον εαυτό της, της διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου, είναι απαράδεκτος, για έλλειψη νόμιμης προϋπόθεσης, διότι, όπως προκύπτει από την αγωγή, οι ενάγοντες θεμελιώνουν την ευθύνη της αναιρεσείουσας στη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 1396/1983, κατά την οποία ο εργολάβος του έργου είναι υπεύθυνος για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας και αν ακόμη δεν επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του τμήματος που ανέθεσε στον υπεργολάβο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε σ' αυτήν, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν, επαρκώς, το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, στα οποία να θεμελιώνεται η επιφύλαξή της για τη διεύθυνση και επίβλεψη του έργου, είναι αλυσιτελής, καθόσον η κύρια αιτιολογία της απόφασης στηρίζει, επαρκώς και αυτοτελώς, το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και η συγκεκριμένη αιτίαση αναφέρεται στην επικουρική αιτιολογία της.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του KΠολΔ. Αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι για τον προσδιορισμό του ύψους της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, απαραδέκτως, μεταξύ των άλλων και την "κοινωνική" κατάστασή της, διότι, όπως, εμμέσως, πλην σαφώς, προκύπτει από τη σχετική περικοπή της απόφασης το δικαστήριο, αναφέρεται στην κοινωνική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων και όχι των νομικών. Περαιτέρω, το Εφετείο, απορρίπτοντας τον αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί συνυπαιτιότητας του θύματος, δεν παραβίασε ούτε τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 και 300 ΑΚ και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και ακόμη για την απόρριψή του, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν, επαρκώς, το αποδεικτικό πόρισμά του, ως προς την έλλειψη συνυπαιτιότητας του οικείου των αναιρεσίβλητων στη πρόκληση του ατυχήματος και είναι αβάσιμος, στο σύνολό του, ο, περί του αντιθέτου, από τους αρ. 1α, 1β και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πέμπτος λόγος αναίρεσης.
Ο λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα ή έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τον αναιρεσίβλητο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή ισχυρισμοί θεμελιωτικοί κατά νόμο αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, που είναι παραδεκτοί και νόμιμοι. Εξάλλου, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος ή όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αυτόν και τον απέρριψε. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον έκτο λόγο αναίρεσης, καταλογίζει στο Εφετείο την προβλεπόμενη, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη του τον ουσιώδη ισχυρισμό της, που παραδεκτά προέβαλε ενώπιόν του και αναφέρεται στην έλλειψη ευθύνης της, από το ένδικο ατύχημα, εκ του λόγου ότι δεν γνώριζε την έναρξη της εκτέλεσης του έργου, λόγω μη ενημέρωσής της από την πρώτη εναγόμενη. Όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος, ως αλυσιτελής, διότι και αληθής υποτιθέμενος δεν αίρει την ευθύνη της αναιρεσείουσας. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτου προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο χρηματικό ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών) με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Έτσι, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, η δε περί τούτου κρίση του δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (αρθ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια, ώστε να δύναται να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου ή παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Επομένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε και από άποψη παραβίασης ή μη της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας διάταξης νόμου και συγκεκριμένα αν ο νομοθετικός περιορισμός ενός συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. Έξω, όμως, από το πεδίο αυτό τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρμόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά εφαρμόζουν την οικεία διάταξη του νόμου, ο οποίος αναθέτει σ' αυτά να αποφασίζουν. Επομένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε συγκεκριμένη περίπτωση στον προσδιορισμό εύλογης χρηματικής αποζημίωσης του άρθρου 932 ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά είναι εσφαλμένη και θα ελεγχθεί με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα, με βάση τους κανόνες που το ίδιο άρθρο θέτει και στα πλαίσια, που οι ρυθμίζουσες τα ένδικα μέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο (ΟλΑΠ 6/2009). Ενόψει τούτων: α) ο έβδομος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα παραπάνω χρηματικά ποσά, λόγω ψυχικής οδύνης, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, και β) ο ίδιος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, επειδή διέλαβε αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, επί του ζητήματος που αναφέρεται στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, καθώς και στην ηλικία καθενός από τους αναιρεσίβλητους, στο επάγγελμά τους, στην οικογενειακή τους κατάσταση, στη συμβίωσή τους ή μη με το θύμα στη συχνότητα των επαφών τους και στο μεταξύ τους ψυχικό δεσμό, ως στοιχείων προσδιοριστικών του ύψους της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, είναι απαράδεκτοι, διότι η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου δεν υπόκειται απευθείας σε έλεγχο μέσω της αρχής της αναλογικότητας και διότι δεν πρόκειται για ανεπάρκεια της αιτιολογίας, αλλά, ειδικά, με το δεύτερο πλήττεται η ανέλεγκτη από τον ’ρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων, το εκ των οποίων πόρισμα εκτίθεται σαφώς.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. γ' ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι δεν επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομότυπα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση σχετικά με την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔικ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 9/2000) ή με την προσθήκη των προτάσεων, μετά τη συζήτηση στο Εφετείο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, προκειμένου να καθορίσει το χρηματικό ποσό, που επιδίκασε σε καθένα από τους αναιρεσίβλητους, σε βάρος της αναιρεσείουσας, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, έλαβε υπόψη του την …/27-1-2010 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων, που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής Ε. Π. , την οποία, μάλιστα, εξαίρει ιδιαιτέρως. Από την επισκόπηση όλων των προτάσεων που υποβλήθηκαν ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητοι, εντελώς αόριστα, για πρώτη φορά, μετά τη συζήτηση των εφέσεων με την, από 18.5.2012, προσθήκη των προτάσεών τους. Το Εφετείο, λα΅βάνοντας υπόψη του το παραπάνω έγγραφο, υπέπεσε στην, από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ πλη΅΅έλεια (παρά το νό΅ο λήψη υπόψη αποδείξεων, των οποίων δεν έγινε νόμιμα επίκληση και οι οποίες δεν προσκο΅ίστηκαν εμπρόθεσμα), διότι α) η μετά τη συζήτηση της υπόθεσης επίκληση του εγγράφου αυτού ήταν απαράδεκτη, εντελώς αόριστη και δημιουργούσε α΅φιβολία ως προς την ταυτότητά του, και 2) το συγκεκριμένο έγγραφο δεν προσκο΅ίστηκε ΅ε τις προτάσεις ΅έχρι τη συζήτηση των εφέσεων στο ακροατήριο (15.5.2012), αλλά ΅ε την προσθήκη - αντίκρουσή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 18.5.2012, δηλαδή ΅ετά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη το πιο πάνω έγγραφο για τον προσδιορισμό και μόνο του ύψους της αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης που επιδίκασε, υπέπεσε στην από το άρθρ. 559 αρ. 11 ΚΠολΔ πλημμέλεια και ο σχετικός 4ος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει κατά τούτο και μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι βάσιμος.
Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την αναιρεσείουσα, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρ. 183, 178 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη, με αριθμό, 5745/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς την αναιρεσείουσα και κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το παραπάνω μέρος της στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή