Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, Πλαστογραφία, Ακροάσεως έλλειψη, Πλάνη πραγματική.
Περίληψη:
Χρήση πλαστού εγγράφου (Διδακτορικού τίτλου) και Ψευδής Υπεύθυνη Δήλωση Ν.1599/1986. 1) Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ., λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την ενοχή και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. 2) Ο αυτοτελής ισχυρισμός πραγματικής πλάνης, για να απαντηθεί από το δικαστήριο, πρέπει να υποβληθεί και μάλιστα κατά τρόπο ορισμένο (ΑΠ 1176/2009, ΑΠ 1794/2009, 2317/2007). 3) Κατά τη σαφή διάταξη του άρθρου 364 § 1 του ΚΠΔ., η μη ανάγνωση στο ακροατήριο των αναφερομένων σ' αυτό εγγράφων έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της διαδικασίας, μόνον αν ζητήθηκε η ανάγνωση ορισμένου εγγράφου από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση που υποβλήθηκε για το σκοπό αυτό, οπότε δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β΄ εδ. β΄ του ΚΠΔ. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 49/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Αλεπάκο, περί αναιρέσεως της 302/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 602/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση αυτού και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216. Επίσης, από το συνδυασμό των αυτών διατάξεων προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η χρησιμοποίηση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, όταν δηλαδή ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Υπό την έννοια αυτή, χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά αντικειμενικώς και η υποβολή αυτού σε Δημόσια Αρχή προς παραπλάνησή της, ώστε να προβεί σε ενέργεια της αρμοδιότητάς της. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη ηθελημένη ενέργεια του δράστη και τη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο (ο ενδεχόμενος δόλος ως προς το ψευδές της παράστασης, απόκρυψης ή παρασιώπησης, δεν αρκεί), περαιτέρω δε σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει κατά τον αυτόν τρόπο, όπως και ο πλαστογράφος. Η χρήση δε του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά ιδιαίτερο αυτοτελές έγκλημα όχι μόνον όταν γίνεται από τρίτο, αλλά και από αυτόν τον πλαστογράφο, αλλά μόνον όταν αυτός για οποιαδήποτε λόγο δεν μπορεί να τιμωρηθεί για την πλαστογραφία. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 του ν. 1599/86, κατά την οποία "Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας, ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί αξίας 100 δραχμών", και 22 παρ. 6 εδ. α του ίδιου νόμου, η οποία ορίζει ότι "όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά, με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών κλπ", συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση του από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενου εγκλήματος απαιτείται: 1) δήλωση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο, (όχι δε μόνο γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), 2) η δήλωση αυτή να έχει συνταχθεί επί του προβλεπόμενου ειδικού σφραγιστού χαρτιού και γ) να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του, γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρης γνώση - επίγνωση) των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση τελέσεως της πράξεως, η οποία φέρει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Ως αρχή νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατ' ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς τούτου νόμους. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός πραγματικής πλάνης, κατά το άρθρο 30 του ΠΚ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Το ποινικό δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει και περαιτέρω να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως και ειδικώς την παραδοχή ή την απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού, μόνον όταν έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, ενώ δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστός ο αυτοτελής ισχυρισμός στη νομική ορολογία ή τη νομική επιστήμη, αλλιώς είναι απαράδεκτος ως αόριστος, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Από τη διάταξη δε του άρθρου 30 ΠΚ, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως. Επί πραγματικής πλάνης, αρκεί, για το ορισμένο του αυτοτελούς ισχυρισμού, η προβολή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την πραγματική πλάνη και δεν είναι απαραίτητος ο νομικός χαρακτηρισμός ή η επίκληση της νομικής διάταξης του άρθρου 30 του ΠΚ.
Τέλος, λόγο αναιρέσεως συνιστά κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπάρχει όταν αποδίδεται στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι από το πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 302/2009 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δέχτηκε στο αιτιολογικό της, τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.2 ΠΚ με την ποινή εκείνου που καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται όποιος για τον ίδιο σκοπό κάνει εν γνώσει χρήση του πλαστού εγγράφου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η χρήση του πλαστού η νοθευμένου εγγράφου συνιστά ιδιαίτερο αυτοτελές έγκλημα. Το έγκλημα αυτό στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώσει του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά. Ο κατηγορούμενος με την από 4-5-2001 αίτηση του ζήτησε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Διαπανεπιστημιακού Κέντρου αναγνωρίσεως Τίτλου Σπουδών της Αλλοδαπής (ΔΙΚΑΤΣΑ) που εδρεύει στην ..., να αναγνωρισθεί η ισοτιμία του Διδακτορικού Διπλώματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Εθνικής Παγκόσμιας Οικονομίας ... της Δημοκρατίας της ... τον οποίο προσκόμισε συνημμένα στην αίτηση του, ο οποίος επιστημονικός τίτλος ήταν πλαστός διότι ο κατηγορούμενος δεν φοίτησε στο διδακτορικό πρόγραμμα του ανωτέρω Πανεπιστημίου καθόσον το τελευταίο δεν διέθετε επίσημα έγγραφα για την εγγραφή και φοίτηση του σε στοιχεία ή επίσημα έγγραφα για την εγγραφή και φοίτηση του σε αυτό. Ο κατηγορούμενος έκανε χρήση του ανωτέρω πλαστού επιστημονικού τίτλου προσκομίζοντας τον στο ΔΙ.Κ.ΑΤΣΑ ενώ γνώριζε την πλαστότητά του, σκοπός δε ήταν να παραπλανήσει τα μέλη του Δ.Σ. του ΔΙ.Κ.ΑΤΣΑ σχετικά με τη γνησιότητα του ανωτέρω επιστημονικού τίτλου σπουδών ως προερχόμενου δήθεν από το ως άνω Πανεπιστήμιο ώστε ν α αναγνωρισθεί η ισοτιμία του με αντίστοιχο ελληνικό τίτλο σπουδών. Η γνώση του κατηγορουμένου για την πλαστότητα του επίδικου τίτλου προκύπτει από τα εξής. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι έκανε το διδακτορικό του στη ... μέσω ενός μεταφραστή, καθόσον δεν γνωρίζει την βουλγαρική γλώσσα, με το όνομα ... και ότι έπεσε θύμα απάτης από τον τελευταίο, ο οποίος τον εμφάνισε σε "εξεταστική επιτροπή" του Πανεπιστημίου στη ... όπου και παρουσίασε τη διδακτορική του διατριβή. Η παραπάνω εκδοχή στην οποία επιχειρεί να στοιχειοθετήσει τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης, δεν μπορεί να πείσει το Δικαστήριο καθόσον, όπως κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο πρώτος μάρτυρας αντιπρόεδρος του ΔΙ.Κ.Α.ΤΣΑ. επί 15 έτη, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νομικής του ΑΠΘ, και ως εκ τούτου γνώστης του ερευνητέου ζητήματος, το διδακτορικό δεν μπορεί να γίνει σε άλλη γλώσσα ξένη για τη χώρα στην οποία φοιτά ο φοιτητής με μεταφραστή ούτε υπάρχει διδακτορικό που να μπορεί να έχει εκπονηθεί με μεταφράσεις. Οι πανεπιστημιακοί τίτλοι σε όλες τις χώρες δίνονται μετά από σπουδές στη γλώσσα της χώρας στην οποία βρίσκεται το πανεπιστήμιο. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο τίτλος είναι πλαστός και τούτο επιβεβαιώνεται από την κατάθεση του ίδιου μάρτυρα στο πρωτόδικο δικαστήριο στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος "από εκεί που προμηθεύτηκε τους τίτλους ήξερε ότι είναι πλαστό. Αν είχε όμως είχε κάνει πράγματι διατριβή ο κατηγορούμενος δεν είχε, λόγο το πανεπιστήμιο να του δώσει πλαστό τίτλο. Πιστεύω ακράδαντα ότι πήγε στη ... και αγόρασε το πτυχίο αυτό". Εξάλλου δεν δικαιολογείται η προσπάθεια του κατηγορουμένου, μετά την απόκτηση του πλαστού αυτού τίτλου, το 2003 να επιχειρεί πάλι να εκπονήσει και να πετύχει στο τέλος την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Πανεπιστήμιο της .... Σημειωτέον ότι τη δεύτερη αυτή φορά ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο του μεταφραστή αλλά αυτή που ακολουθείται σε όλα τα Πανεπιστήμια, ήτοι την εκμάθηση της γλώσσας. Επομένως, ο δράστης αφενός γνώριζε την πλαστότητα του επιδίκου εγγράφου, αφετέρου είχε σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ήτοι να παραπλανήσει τα μέλη του Δ.Σ. του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. ότι είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου από τη ... και να του τον αναγνωρίσουν ως ισότιμο με τον αντίστοιχο διδακτορικό τίτλο της ημεδαπής Επομένως πρέπει ν α κηρυχθεί ένοχος για το αδίκημα που προβλέπεται από το άρθρο 216 παρ. 2 ΠΚ όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Επίσης ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για το αδίκημα της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης ήτοι για το ότι στην ως άνω αίτηση του προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Διαπανεπιστημιακού Κέντρου Αναγνωρίσεως Τίτλων Σπουδών της Αλλοδαπής (ΔΙ.ΚΑΤΣΑ) προσκόμισε συνημμένα - μεταξύ άλλων δικαιολογητικών - και έντυπη δήλωση του Ν. 1598/1986 με την οποία δήλωσε επί λέξει τα ακόλουθα". Δηλώνω ότι τα πιστοποιητικά που υποβάλλω είναι γνήσια. Δεν έχει υποβληθεί άλλη αίτηση αναγνώρισης στο ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. ή άλλη Δημόσια Αρχή. Ο τόπος διεξαγωγής των διδακτορικών μου σπουδών ήταν η πόλη της ...". Όλα τα παραπάνω όμως ήταν ψευδή και, όπως ήδη αναφέρθηκε ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή καθόσον μετά από έλεγχο που διενήργησε το ΔΙΚΑΤΣΑ διαπιστώθηκε ότι το διδακτορικό δίπλωμα της ... που προσκόμισε ήταν πλαστό αφού όπως αποδείχθηκε ποτέ δεν φοίτησε στο διδακτορικό πρόγραμμα σπουδών του ανωτέρω πανεπιστημίου".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. 1 γ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 216 παρ.1, 2 του ΠΚ και άρθρα 8 και 22 παρ.6 του ν. 1599/1986, όπως η παρ.6 αντικ. από το άρθρο 2 παρ.13 του ν. 2479/1997, που εφαρμόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του κατηγορουμένου και ως προς τα δύο αδικήματα και δη ότι τελούσε σε πλήρη γνώση της πλαστότητας του διδακτορικού διπλώματος Οικονομικών Επιστημών του πανεπιστημίου ..., αφού στο διδακτορικό πρόγραμμα του άνω πανεπιστημίου ουδέποτε ο ίδιος είχε φοιτήσει και η γνώση της πλαστότητας εμπεριέχεται στην παραδοχή αυτή, το ψεύδος αφορούσε τον ίδιο και δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων περιστατικών, σχετικά με τη γνώση αυτή. Το άνω πλαστό δίπλωμα κατέθεσε στο ΔΙΚΑΤΣΑ για αναγνώριση ισοτιμίας στην Ελλάδα, προσκομίσας αυτό και ως απαιτούμενο δικαιολογητικό, όπως και σχετική υπεύθυνη δήλωση επί σφραγιστού εντύπου του ν. 1599/1986, στην οποία δήλωσε ψευδώς ότι τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά ήσαν γνήσια, ενώ γνώριζε ότι όλα αυτά ήσαν ψευδή και το δίπλωμά του που είχε προμηθευθεί από τη ... ήταν πλαστό, με σκοπό να παραπλανήσει τα μέλη του ΔΣ του ΔΙΚΑΤΣΑ ως προς τη δήθεν γνησιότητα του υποβληθέντος πλαστού διπλώματος και επιτύχει την από τη δημόσια αυτή αρχή αναγνώριση ισοτιμίας προς αντίστοιχο Ελληνικό τίτλο σπουδών, γεγονός που προφανώς έχει νόμιμες συνέπειες, όντος αδιαφόρου του γεγονότος ότι το ΔΙΚΑΤΣΑ τελικά μετά από επικοινωνία με το άνω Πανεπιστήμιο της ..., διαπίστωσε την πλαστότητα του προσκομισθέντος από τον κατηγορούμενο τίτλου σπουδών, β) η μνεία στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι λήφθηκαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας σημαίνει ότι λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των ... και ..., διότι υπό τον χαρακτηρισμό " μάρτυρες κατηγορίας" στην έκκλητη δίκη νοούνται οι, εκ των πρωτοδίκως εξετασθέντων, επιλεγόμενοι από τον Εισαγγελέα και κλητευόμενοι μάρτυρες, ενώ μάρτυρες υπερασπίσεως είναι οι υπό του εκκαλούντος κατηγορουμένου το πρώτον προτεινόμενοι και εξεταζόμενοι στην έκκλητη δίκη, ή υπό του δικαστηρίου μεν αλλά κατ'αίτηση του κατηγορουμένου καλούμενοι και εξεταζόμενοι, κατ'άρθρον 355 ΚΠοινΔ, οι συγκεκριμένοι δε δύο μάρτυρες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτόδικης 2046/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Σερρών, είναι εκ των πρωτοδίκως εξετασθέντων (ως μάρτυρες υπερασπίσεως) και από τον Εισαγγελέα κλητευθέντες μάρτυρες και επομένως μάρτυρες κατηγορίας, γ) από το όλο περιεχόμενο του αιτιολογικού σε συνδυασμό με το διατακτικό, συνάγεται σαφώς ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το ΔΙΚΑΤΣΑ, είναι υπηρεσία του δημόσιου τομέα, ήτοι αρμόδιο από το νόμο όργανο του Ελληνικού κράτους, για την επίσημη από το κράτος αναγνώριση ισοτιμίας στην Ελλάδα των τίτλων σπουδών πανεπιστημίων της αλλοδαπής, όπως πράγματι και είναι το ΔΙΚΑΤΣΑ, ως ΝΠΔΔ, δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 5 του ν. 741/1997 και επομένως στοιχειοθετείται αντικειμενικά και το αδίκημα του ν. 1599/1986, δ) από τα 302/2009 πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης που επισκοπούνται, δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ή ο παραστάς συνήγορός του υπέβαλαν προς το δικαστήριο αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης του κατηγορουμένου περί την πλαστότητα του προσκομισθέντος υπ'αυτού στο ΔΙΚΑΤΣΑ διπλώματος, ούτε σχετικά συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που να συνιστούν κατ'άρθρο 30 ΠΚ πραγματική πλάνη και επομένως το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό που δεν υποβλήθηκε κατά τρόπο ορισμένο και σαφή. Παρά ταύτα, το δικαστήριο, με επαρκή αιτιολογία, σαφώς δέχθηκε δόλο και δη γνώση του κατηγορουμένου περί της πλαστότητας του αλλοδαπού διπλώματος που προσκόμισε στο ΔΙΚΑΤΣΑ και σκοπό αυτού για παραπλάνηση των μελών του ΔΣ του ΔΙΚΑΤΣΑ, για αναγνώριση της ισοτιμίας, πράγμα το οποίο αναιρεί τη συνδρομή πραγματικής πλάνης του κατηγορουμένου, ε) η αιτίαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 216 ΠΚ, για χρήση πλαστού εγγράφου, επειδή κατά την παράθεση των νομικών σκέψεων στο αιτιολογικό δεν παρέθεσε τι απαιτείται από υποκειμενικής πλευράς για τη στοιχειοθέτησή του, με την έννοια δηλαδή ότι έδωσε στη διάταξη διαφορετική έννοια( ότι αρκείται στην αντικειμενική πλευρά), είναι απορριπτέα, καθόσον οι παρατεθείσες νομικές σκέψεις ανάγονται στα απαιτούμενα για την αντικειμενική θεμελίωση στοιχεία και δεν έχουν την έννοια ότι δέχθηκε το δικαστήριο ότι με μόνη τη συνδρομή τους στοιχειοθετείται η χρήση πλαστού εγγράφου, στ) σχετικά με την παραδοχή του αιτιολογικού ότι η γνώση του κατηγορουμένου, μη φοιτήσαντος ποτέ στο διδακτορικό πρόγραμμα σπουδών πανεπιστημίου της ... και μη γνωρίζοντος τη γλώσσα της ..., για την πλαστότητα του πτυχίου του, συνάγεται, εκτός άλλων, και από το ότι οι πανεπιστημιακοί τίτλοι σε όλες τις χώρες δίνονται μετά από σπουδές στη γλώσσα της χώρας που βρίσκεται το πανεπιστήμιο και το διδακτορικό δεν μπορεί να γίνει σε άλλη ξένη γλώσσα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο δεν αιτιολόγησε ειδικά την παραδοχή αυτή και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη με αρ. 11-06 κανονιστικού περιεχομένου απόφαση του Προεδρείου της Ανώτατης Επιτροπής Αναγνώρισης Τίτλων (ΒΑΚ) του Υπουργικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας της ..., σχετικά με τις προϋποθέσεις αποκτήσεως διδακτορικού διπλώματος αλλοδαπών υπηκόων στα ... πανεπιστήμια, είναι απορριπτέα, καθόσον το δικαστήριο σύννομα και αιτιολογημένα στηρίζει την παραδοχή του αυτή στην κατάθεση του γνώστη των ζητημάτων αυτών μάρτυρος ..., Αντιπροέδρου του ΔΙΚΑΤΣΑ, καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ και όχι στην άνω απόφαση αλλοδαπού κράτους. Από την επισκόπηση δε των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του προσκόμισαν και υπέβαλαν αίτημα να αναγνωσθεί το συγκεκριμένο ως άνω έγγραφο , το οποίο και δε συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που αναγνώσθηκαν και συνεκτιμήθηκαν, ούτε το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο αυτεπαγγέλτως για το εν λόγω ζήτημα να αναζητήσει και εφαρμόσει διάταξη κανονιστικού περιεχομένου ξένου κράτους. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, υπό την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-3-2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της 302/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ