Θέμα
Νομή.
Περίληψη:
Λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το Εφετείο, εκλαμβανόμενο εφέσεως που υπάγεται, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔικ, όταν η καθ΄υλην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ΄ ύλην. Διδάγματα κοινής πείρας. Λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 εδαφ. β΄ του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας δεν ιδρύεται, όταν τα αναφερόμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας πραγματικά αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης. Στοιχεία νομής δικαιώματος ή οιονεί νομής. Διάνοια δικαιούχου περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος και μερική εξουσίαση του πράγματος, περιλαμβάνουσα ορισμένη ή ορισμένες χρησιμότητες αυτού.
Αριθμός 1742/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Ε. Π. του Β., 2) Ε. Π. του Β. και 3) Μ. Π. χήρας Β., όλων κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Ρουπακιώτη.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/9/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και του Ι. Π. του Γ., ο οποίος δεν είναι διάδικος στην προκειμένη δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σικυώνος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6/2007 μη οριστική και 164/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 170/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 20/9/2010 αίτησή τους και τους από 12/9/2011 προσθέτους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείουσες όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 11/10/2011 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπρόεδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ.4 εδ.α' και γ', 568 παρ.4 και 576 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ' αναβολή, διαδίκου.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις 5411Β/11.7.2011 και 5605Β/16.9.2011 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... - στις οποίες προσαρτώνται, αντίστοιχα, οι από 11.7.2011 και από 16.9.2011 αποδείξεις παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό των δικογράφων που θυροκολλήθηκαν και οι από 12.7.2011 και από 16.9.2011 βεβαιώσεις, αντίστοιχα, περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ.4γ' του ΚΠολΔ - προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειουσών, Αντωνίου Ρουπακιώτη του Ευαγγέλου που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των από12.9.2011 πρόσθετων λόγων με πράξεις ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 19.10.2011 και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων κατά την αρχική αυτή δικάσιμο, επιδόθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως στον αναιρεσίβλητο. Κατ' αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων, με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε - μετά από αίτημα των διαδίκων λόγω αποχής των πληρεξουσίων δικηγόρων τους - για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή. Κατά τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου του, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία του, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ.2, 2 εδ.α' και γ' ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 5 του ΚΠολΔ, κατά την οποία, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητος εσφαλμένα έκρινε ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47, συνάγεται, ότι ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνον όταν υπάρχει σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, αναφερόμενο σε παραδοχές της καθ' ύλην αρμοδιότητος ή αναρμοδιότητος αυτού του ιδίου. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το Εφετείο, επιλαμβανόμενο εφέσεως που υπάγεται, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, στην καθ' ύλην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ' ύλην (Ολ.ΑΠ 3/1991, 30/1995, ΑΠ 1591/2007).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 170/2010 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, που δίκασε επί εφέσεως κατά της υπ' αριθμ. 164/2007 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, την αιτίαση από τον αριθμό 5 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι εσφαλμένως το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν εδέχθη την καθ' ύλην αναρμοδιότητα του εις πρώτον βαθμό δικάσαντος Ειρηνοδικείου, αφού, κατά τον αναιρετικό αυτό λόγο, καθ' ύλην αρμόδιο ήταν το μονομελές Πρωτοδικείο. Η προβαλλόμενη, όμως, αυτή αιτίαση, μη αναφερόμενη σε σφάλμα του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικώς με την ειδική του αρμοδιότητα, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 975 ΑΚ συνάγεται ότι επί οιονεί νομής υπάρχει μερική εξουσίαση του πράγματος, εκτεινόμενη σε μερικές μόνο αναφορές ή χρησιμότητες του πράγματος και ειδικότερα σ' εκείνες που αποτελούν το περιεχόμενο ενός περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος, όπως είναι η πραγματική δουλεία διόδου, αντίθετα προς την καθολική νομή του άρθρου 974 ΑΚ, επί της οποίας η φυσική εξουσίαση του πράγματος που ασκείται με διάνοια κυρίου, έχει ως περιεχόμενο όλες τις αναφορές ή χρησιμότητες του πράγματος, αντιστοιχούσα στην κυριότητα. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι όπως επί της νομής του άρθρου 974, έτσι και επί οιονεί νομής για την απόκτησή της απαιτείται τόσο το σωματικό στοιχείο (corpus), όσο και το πνευματικό (animus). Το περιεχόμενο όμως του σωματικού στοιχείου στην οιονεί νομή είναι η μερική εξουσίαση του πράγματος, περιλαμβάνουσα ορισμένη ή ορισμένες χρησιμότητες αυτού, που αντιστοιχούν στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας, ενώ το πνευματικό στοιχείο συνίσταται στη διάνοια δικαιούχου περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος και ειδικότερα εκείνου του περιορισμένου εμπραγμάτου δικαιώματος που θα υπήρχε, αν η φυσική εξουσία αποτελούσε άσκηση εμπραγμάτου δικαιώματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 996 ΑΚ επί προσβολής της οιονεί νομής, είτε με διατάραξη είτε με αποβολή, ή οιονεί νομή προστατεύεται όπως και η καθολική νομή. Εξάλλου κατά το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πολυμελών Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο, ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καίτοι ήταν εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του, ή εφήρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που, με βάση τις ίδιες παραδοχές, δεν έπρεπε να εφαρμόσει.
Στην προκείμενη περίπτωση το ως Εφετείο δίκασαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, εδέχθη, μετ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες είναι συγκύριες και συννομείς, κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου οι δύο πρώτες και 2/8 εξ αδιαιρέτου η τρίτη αυτών, ενός οικοπέδου, εκτάσεως 800 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στο άνω Διμηνιό Κορινθίας, το οποίο συνορεύει εν μέρει με Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Διμηνιού και εν μέρει με το οικόπεδο του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ανατολικά εν μέρει με επαρχιακή οδό Κιάτου-Λαλιωτίου και εν μέρει με Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου, νότια εν μέρει με δρόμο του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και εν μέρει με ακίνητο του Ι. Π. και δυτικά με δρόμο του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, περιήλθε δε στη συγκυριότητα τους κατά τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, εκ κληρονομιάς του πατρός των δύο πρώτων και συζύγου της τρίτης εξ αυτών, Β. Π., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1975 άνευ διαθήκης και την οποία (κληρονομιά) νομίμως αποδέχθηκαν. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είναι κύριος και νομέας ενός οικοπέδου, εκτάσεως 450 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στο Άνω Διμηνιό Κορινθίας, όμορου του ακινήτου των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, το οποίο συνορεύει βόρεια και ανατολικά με τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου, δυτικά με ιδιοκτησία Λ. και νότια εν μέρει με ιδιοκτησία των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, το ακίνητο δε αυτό περιήλθε στην κυριότητα του εκ κληρονομιάς του πατρός του Γ. Π., ο οποίος απεβίωσε την 1-10-1996 καταλείποντας την από 3-3-1996 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε με το υπ' αριθ. 3401/1996 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, την οποία (κληρονομιά) αποδέχθηκε δυνάμει της υπ' αριθ. .../13-10-1997 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Κορίνθου Ευγενίας Σώκου-Τέσση, νομίμως μεταγεγραμμένης, στην κυριότητα δε του δικαιοπαρόχου του είχε περιέλθει, σε μεγαλύτερη έκταση, ήτοι συμπεριλαμβανομένου και του ακινήτου του αδελφού του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, Ι. Π., πριν την κατωτέρω αναφερθησόμενη κατάτμηση του, το έτος 1957, εκ παραχωρήσεως του πατρός του, Σ. Γ., απώτερου δικαιοπαρόχου απάντων των διαδίκων, οι οποίοι είναι στενοί συγγενείς, ως τέκνα δύο αδελφών. Στο ακίνητο αυτό, ήδη από το έτος 1957, ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ασκούσε τις πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, ήτοι προέβαινε σε αγροτικές εργασίες και πιο συγκεκριμένα στην καλλιέργεια των ευρισκόμενων σε αυτό σταφιδαλωνίων χωρίς ποτέ να ενοχληθεί στην άσκηση των επί του ακινήτου του δικαιωμάτων αυτών, έκτοτε δε και μέχρι την περιέλευση του ανωτέρω ακινήτου στην κυριότητα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, για την ως άνω άσκηση των πράξεων νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου του και πιο συγκεκριμένα για την πλήρη οδική εξυπηρέτηση και την επικοινωνία του ακινήτου του με την επαρχιακή οδό, διήρχετο με διάνοια δικαιούχου, πεζή και με γεωργικά μηχανήματα, δια διαμορφωμένης, περιλαμβανόμενης στο ακίνητο των τριών εναγομένων και ήδη εκκαλουσών διόδου, πλάτους 2,60 μ., η οποία αρχίζει από την προς ανατολάς διερχόμενη επαρχιακή οδό Κιάτου-Λαλιωτίου και με κατεύθυνση προς δυσμάς συνεχίζει αρχικά με κλίση προς βορρά σε μήκος 5μ. περίπου και στη συνέχεια σε ευθεία προς δυσμάς σε μήκος 16μ. περίπου, διερχόμενη μεταξύ του ακινήτου του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου και της υπόλοιπης περιφραγμένης ιδιοκτησίας των εναγομένων και συνεχίζει με κλίση προς νότο σε μήκος 8μ περίπου φθάνοντας μέχρι την ιδιοκτησία του Ι. Π. και με κλίση προς τα δυτικά συνεχίζει σε ευθεία σε μήκος 9μ. περίπου, διερχόμενη μεταξύ του οικοπέδου και των κτισμάτων του Ι. Π. και της ιδιοκτησίας των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών και τέλος με κλίση προς νότο συνεχίζει σε μήκος 2μ. περίπου και καταλήγει στον ιδιωτικό δρόμο του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, έμπροσθεν δε αυτής, εντός του ακινήτου των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητου και σε χώρο, όπου παλαιότερα τοποθετούσαν τα ζώα του, κατασκεύασε μαζί με τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1980, χώρο στάθμευσης (γκαράζ) όπου έκτοτε τοποθετούσαν τα αγροτικά μηχανήματα και τα αυτοκίνητα τους. Ο τελευταίος, από της κατατμήσεως του ως άνω ευρύτερου κληρονομιαίου ακινήτου, της δημιουργίας δύο χωριστών ακινήτων και της περιελεύσεως της κυριότητας του επιδίκου και φερόμενου ως οιονεί δεσπόζοντος, το οποίο είναι περίκλειστο, σε αυτόν, κατά το έτος 1996-απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών περί παρανόμου κατατμήσεως του κληρονομιαίου ακινήτου λόγω πολεοδομικών παραβάσεων ως αλυσιτελώς προβαλλομένων και απορριπτόμενου, συνεπώς, του σχετικού λόγου εφέσεως-εξακολούθησε την ως άνω, υπό τις ίδιες συνθήκες, άσκηση της φυσικής εξουσίασης στο ως άνω μέρος του ακινήτου των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, για την πλήρη οδική εξυπηρέτηση και την επικοινωνία του ακινήτου του με την επαρχιακή οδό, όχι μόνο χωρίς ποτέ να ενοχληθεί στην άσκηση του, επί του οιονεί δουλεύοντος ακινήτου, δικαιώματος του αυτού από τις συγκυρίες του οιονεί δουλεύοντος-εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες, αλλά εν γνώσει αυτών, οι οποίες δεν αμφισβήτησαν ούτε το δικαίωμα του δικαιοπαρόχου του αλλά και ούτε του ιδίου, παρά την δυνάμει της ως άνω κατατμήσεως, δημιουργία του ετέρου ακινήτου του Ι. Π., το οποίο δεν είναι περίκλειστο αλλά έχει πρόσοψη στην επαρχιακή οδό, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση αυτοψίας: "Στο ακίνητο του Ι. Π., το οποίο είναι περιφραγμένο με πέτρινη μάνδρα προς την πλευρά του δρόμου υπάρχει σιδερένια δίφυλλη πόρτα από την οποία εισέρχεται στο ακίνητο του, πλάτους 1,90μ. Υπάρχει προ αυτής σκαλοπάτι ύψους 30 πόντων, που δεν επιτρέπει τη διέλευση τροχοφόρου. Μέσω του ακινήτου του Ι. Π. δεν υπάρχει δίοδος που να επικοινωνεί με το ακίνητο του Σ. Π. με τροχοφόρο λόγω κτισμάτων στο ακίνητο του α1 ενάγοντα (Ι. Π.). Η επίδικη δίοδος είναι η μόνη δίοδος που επιτρέπει στον Σ. Π. να επικοινωνεί με το ακίνητο του με τροχοφόρο λόγω της υφιστάμενης παλαιάς μάνδρας. Το πλάτος της διόδου είναι 2,30 έως 2,60μ.". Βάσει των ανωτέρω, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, διαδεχόμενος το δικαιοπάροχο του στη χρησιμοποίηση της ως άνω διόδου με διάνοια δικαιούχου πραγματικής δουλείας διόδου για την οδική εξυπηρέτηση και την επικοινωνία του ακινήτου του με την επαρχιακή οδό και τη διενέργεια των εντός του ακινήτου του αγροτικών εργασιών, είναι οιονεί νομέας της εν λόγω δουλείας διόδου υπέρ του ακινήτου του και κατά του γειτνιάζοντος ακινήτου συγκυριότητας των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται τόσο από την κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και από την προσκομιζόμενη υπό του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ένορκη βεβαίωση του Τ. Λ., όσο -και κυρίως- από την προσκομιζόμενη υπό του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου ένορκη βεβαίωση του Σ. Ν. και την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ' αριθ. 67/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, η οποία εξεδόθη επί της αγωγής ασφαλιστικών μέτρων οιονεί νομής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και του αδελφού του Ι. Π. κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων, αμφότερες οι οποίες-η ως άνω απόφαση μετά από θεώρηση του επιδίκου-βεβαιώνουν περί της υπάρξεως συγκεκριμένης και διαμορφωμένης εδαφικής λωρίδας, δια της οποίας πραγματοποιείτο η διέλευση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και όχι περί διελεύσεως διά διαφόρων σημείων εντός του ακινήτου των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, απορριπτόμενου του σχετικού, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων, λόγου εφέσεως. Δεν αναιρούνται, εξάλλου, τα ως άνω αποδειχθέντα από τις επικαλούμενες από τις εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες, ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες δίκες μεταξύ των διαδίκων, το περιεχόμενο των οποίων, σχετικό με τις άριστες σχέσεις μεταξύ των διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους και την καλλιέργεια του ακινήτου των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου καθώς και από τον τελευταίο, ερμηνευθέν υπό το πρίσμα του συνόλου των υπ' αυτών κατατεθέντων, της ως άνω διαπιστώσεως περί συγκεκριμένης και διαμορφωμένης εδαφικής λωρίδας δια της οποίας πραγματοποιείτο η διέλευση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και του ιδιαιτέρως μακρού χρόνου κατά τον οποίο ελάμβανε χώρα αυτή όχι μόνο δεν αναιρούν αλλά επιβεβαιώνουν τα περί χρησιμοποίησης της διόδου με διάνοια δικαιούχου πραγματικής δουλείας διόδου και όχι από οικειότητα ή κατά παράκληση, απορριπτόμενου του σχετικού, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και κακής εκτίμησης των αποδείξεων, λόγου εφέσεως". Έτσι, όπως έκρινε το εν λόγω Δικαστήριο ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις και δεν τις παραβίασε ευθέως, ούτε και εκείνες των άρθρων 984 και 987 ΑΚ, αφού με βάση τα άνω πραγματικά περιστατικά ο αναιρεσείων κατέστη οιονεί νομέας δουλείας διόδου της επιδίκου εδαφικής λωρίδος και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, οι με τον ίδιο (πρώτο) λόγο αναιρέσεως και το δεύτερο προβαλλόμενες αιτιάσεις, επίσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ για παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 980, 982, 1041, 1045, 1118 και 1121 ΑΚ, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, ερειδόμενες επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, γιατί το ως Εφετείο δίκασαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή των εν λόγω ουσιαστικών διατάξεων, ούτε και αυτές, εν όψει των ίδιων ως άνω παραδοχών, ήσαν εφαρμοστέες, δεδομένου και του νομικού αντικειμένου της δίκης, προσδιοριζόμενου εκ του περιεχομένου της αγωγής της αναιρεσιβλήτου, συνισταμένου στην ένδικη προστασία της οιονεί νομής δουλείας διόδου και όχι στην προστασία του εμπράγματου δικαιώματος δουλείας διόδου, κτηθέντος κατά τις διατάξεις των άρθρων 1118 και 1121 ΑΚ. Εξάλλου, η στον δεύτερο λόγο προβαλλόμενη αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας έπρεπε να δεχθεί ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, και μετά το θάνατο αυτού ο ίδιος , δεν ήσαν οιονεί νομείς δουλείας διόδου, αλλά οιονεί κάτοχοι του επιδίκου, διερχόμενοι δι' αυτού "κατά παράκληση" ενόψει και της στενής εξ αίματος συγγενείας των διαδίκων, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, γιατί, υπό την επίκληση της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων πλήσσεται η περί των πραγμάτων αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, με τους τρίτο, και τέταρτο λόγους αναιρέσεως, καθώς και με τον δεύτερο και τρίτο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων πλήσσεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, ήτοι για παραβίαση και των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1136 ΑΚ, 100 του ν.δ. 8 της 9/9 Ιουνίου 1973 "Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, 25 παρ.1 του Ν. 157/1985 του άρθρο 3 του π.δ. 690/1948 που απαγορεύει, επί ποινή ακυρότητος τις δικαιοπραξίες, δια των οποίων δημιουργούνται μη άρτια οικόπεδα, της αποφάσεως 6269/1985 του Νομάρχου Κορινθίας, εκδοθείσα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, διά της οποίας καθορίζονται τα όρια, οι όροι και οι περιορισμοί δομήσεως στην περιοχή που ευρίσκονται τα ακίνητα των διαδίκων, καθώς και του άρθρου 1012 του ΑΚ. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή τους, ούτε και εν όψει των παραδοχών του, αλλά και του άνω αντικειμένου της δίκης, αυτές ήσαν εφαρμοστέες. Για τον ίδιο λόγο και ο έκτος, κατά το πρώτο μέρος, λόγος αναιρέσεως, και πρώτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, διά των οποίων προβάλλεται η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, της παραβιάσεως των ουσιαστικών διατάξεων, που περιέχονται στην κανονιστικού περιεχομένου απόφαση ΔΜΕΟ/α/ο/987/11.5.2001, αναφερομένων στις διαστάσεις των οδών, ανάλογα με τον προορισμό τους, είναι απορριπτέοι, ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, γιατί το Εφετείο, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών του, δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή τους, ούτε και ήσαν εφαρμοστέες στην ένδικη διαφορά.
IV. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπορικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή έννοια των άρθρων 559 παρ.1 εδάφ. β' και 560 παρ.1 εδάφ. β' ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν (Ολ.ΑΠ 2/2008, 8, 10, 11/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο, κατά το δεύτερο μέρος, λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 εδάφ. β' του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, με το να δεχθεί ότι "... Ήδη από το έτος 1957, ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου ... για την πλήρη οδική εξυπηρέτηση και επικοινωνία του ακινήτου του με την επαρχιακή οδό, διήρχετο με διάνοια δικαιούχου, πεζή και με γεωργικά μηχανήματα, διαμορφωμένης, περιλαμβανόμενης στο ακίνητο των τριών εναγομένων και ήδη εκκαλουσών διόδου, πλάτους 3,60 μ. ... (και ότι ο ίδιος) από τις κατατμήσεως του ως άνω ευρύτερου κληρονομιαίου ακινήτου ... εξακολούθησε την ως άνω, από τις ίδιες συνθήκες άσκηση της φυσικής εξουσίας στο ως άνω μέρος του ακινήτου των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, για την πλήρη οδική εξυπηρέτηση και την επικοινωνία του ακινήτου του με την επαρχιακή οδό ..." και εν τέλει να δεχθεί εν μέρει την ένδικη αγωγή αναγνωρίζοντας τον ήδη αναιρεσίβλητο ενάγονται οιονεί νομέα δικαιώματος διελεύσεως, πεζή και με τροχοφόρα οχήματα δια εδαφικής λωρίδας πλάτους 2,60 μ. μέσα από το ακίνητο των αναιρεσειουσών παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ότι η χάραξη διόδου πλάτους 2,60 μ. όχι σε ευθυγραμμία αλλά σε πολυγωνική γραμμή καθιστά αδύνατη την κυκλοφορία οχημάτων και ειδικότερα ότι, αφού -όπως αποδείχθηκε- "η χάραξη της υπόψη δουλείας διόδου δεν είναι σε ευθυγραμμία αλλά πολυγωνική γραμμή με επί μέρους τέσσερις (4) ορθές γωνίες", έπρεπε σύμφωνα με τα αμέσως πιο πάνω διδάγματα να συνάγει ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για δρόμο και να απορρίψει την αγωγή. Ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού τα αναφερόμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας πραγματικά περιστατικά παρεκτός του ότι δεν συγκροτούν την έννοια τέτοιων διδαγμάτων, δεν αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, αλλά αναφέρονται στην ουσία της απόφασης.
V. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. Δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειουσών οι οποίες ηττώνται δεν επιβάλλονται, προεχόντως, ελλείψει σχετικού αιτήματος εκ μέρους του ερημοδικαζόμενου αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.9.2010 αίτηση και τους από 12.9.2011 πρόσθετους λόγους των 1) Ε. Β. Π. κ.ά., για αναίρεση της 170/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, που δίκασε ως Εφετείο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ