Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατηγορίας μεταβολή, Δυσφήμηση απλη.
Περίληψη:
Δυσφήμηση - έννοια. Στοιχεία υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως. Έννοια διαδόσεως και ισχυρισμού. Έννοια γεγονότος (ΑΠ 871/2007), ΑΠ 1527/2005). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη - πότε υπάρχει στην απόφαση. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση - πότε υπάρχει (ΑΠ 358/2010,191/2010 114/2010, 250/2009). Καταδίκη για απλή δυσφήμηση, κατά μετατροπή της κατηγορίας για συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου, Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και εκ πλαγίου παράβαση.
Αριθμός 964/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Κουγιουμτζοπούλου, περί αναιρέσεως της 6498/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενους τους 1. Ψ1 και 2. Ψ2.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Λ, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Γαλετζά.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1058/09.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 362 εδ. α' του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως απαιτούνται, αντικειμενικώς, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι πρόσφορο (κατάλληλο, επιτήδειο) κατ' αντικειμενική κρίση (την κοινή αντίληψη) να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στον τοιούτο βλαπτικό της τιμής ή της υπολήψεως ισχυρισμό ή διάδοση. Η διαφορά δε μεταξύ ισχυρισμού και διαδόσεως του δυσφημιστικού γεγονότος συνίσταται στο ότι, στη μεν πρώτη περίπτωση, ο δράστης ανακοινώνει το γεγονός αυτό, ως δική του πεποίθηση, ανεξαρτήτως του τρόπου που δημιουργήθηκε αυτή, στη δε δεύτερη περίπτωση, ο δράστης μεταδίδει περαιτέρω ισχυρισμό άλλου περί γεγονότος, χωρίς να υιοθετεί τον εν λόγω ισχυρισμό. Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου είναι, υπό την έννοια του άρθρου 362 ΠΚ, κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, αλλά και κάθε συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφορά αναγόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, η οποία υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, αντίκειται δε στο νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια, ακόμη δε και κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά ή σχέση προσώπου, εφόσον συνάπτεται άμεσα με κάτι που έχει συμβεί. Δεν αποκλείεται στην έννοια του "γεγονότος" να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί, όταν συνδέονται και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα και στη συγκεκριμένη περίπτωση να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του θιγόμενου. Απλές όμως κρίσεις και γνώμες και χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού (χωρίς να συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός) είναι δυνατό να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξύβρισης. Περαιτέρω, από το άρθρο 366 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ προκύπτει ότι, αν αποδεικνύεται ότι το ισχυρισθέν ή διαδοθέν γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη κάποιου άλλου είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της δυσφημήσεως, ενώ εάν υπάρχουν αμφιβολίες περί της αληθείας, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, στοιχειοθετείται το έγκλημα αυτό. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του Π.Κ., προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχήν ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της συκοφαντικής δυσφημίσεως δια του τύπου: "Στις 8 Δεκεμβρίου 2006 ο πρώτος τών κατηγορουμένων, Χ, ήταν ιδιοκτήτης και εκδότης τής εβδομαδιαίας εφημερίδας "3ΟΜΕΡΕΣ", η οποία εκδίδεται στο ... και η δεύτερη από αυτούς,Ψ1, διευθύντρια. Κατά τον παραπάνω χρόνο και τόπο στην εν λόγω εφημερίδα δημοσιεύθηκε ένα άρθρο χωρίς υπογραφή συντάκτη, σύμφωνα με το οποίο ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα Λ, ο οποίος, κατά: τον κρίσιμο χρόνο, ήταν δήμαρχος τής ..., τα εξής: "Ότι κατά τη διάρκεια τής θητείας του ώς δήμαρχος ... προσέλαβε στη θέση τού Γενικού Γραμματέα τού Δήμου, τον Κ, ο οποίος καταγγέλθηκε από τον υφυπουργό Πολιτισμού για αδιαφανείς διαδικασίες διαχείρισης πόρων, ενώ υπηρετούσε στη θέση τού Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού. Σύμφωνα με το δημοσίευμα ο Κ που διετέλεσε Γενικός Γραμματέας τού Δήμου ... κατά τη διάρκεια τής θητείας του χρησιμοποίησε αδιαφανείς διαδικασίες, προκειμένου να δώσει έργα σε δικούς του εργολάβους και να ακυρώσει διαγωνισμούς. Ειδικά για τον εγκαλούντα Λ, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν Δήμαρχος του Δήμου ..., ισχυρίστηκαν, ότι δήθεν είχε αναθέσει τα ανωτέρω καθήκοντα στο Κ και ειδικότερα ανέφεραν στο άρθρο τα εξής "... Πρόσωπα που αντλούν εξουσία από μη θεσμικές διαδικασίες ή αναδεικνύονται κομματικά χωρίς προηγούμενη δικαίωση στον επαγγελματικό τους χώρο, συντηρούν το τέλμα και υπονομεύουν ή αντιπαλεύουν κάθε προσπάθεια ουσιαστικής μεταρρύθμισης". Με αυτά τα λόγια ο ... έρχεται να επιβεβαιώσει ένα χρόνο μετά τα λόγια του .... Ο νέος Δήμαρχος και τότε αρχηγός τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατηγορούσε τονΛ, άτι προσέλαβε το Γενικό Γραμματέα τού Δήμου με αποκλειστικά κομματικά κριτήρια, χωρίς βιογραφικό και χωρίς επαγγελματική καταξίωση. Εκτός από την επαλήθευση τών λόγων τού ... ώς προς τις ικανότητές του, αφού ο κ. Λ δεν έφερε σε πέρας κανένα έργο, τα λόγια του επαληθεύτηκαν και ώς προς τα κριτήρια πρόσληψης, όπως έχουμε ξαναγράψει, ένα μεγάλο μέρος τής αποτυχίας τού Λ οφείλεται στη σκληρή παλαιοκομματική του εμμονή που απέκλειε κάθε αξιόλογο άνθρωπο που δεν ήταν γραμμένος στις κομματικές οργανώσεις". Από τα παραπάνω θα πρέπει εξαιρούμενου τού τμήματος "... Ο νέος Δήμαρχος και τότε αρχηγός τής αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορούσε τον κ.Λ, ότι προσέλαβε το Γενικό Γραμματέα τού Δήμου με αποκλειστικά κομματικά κριτήρια, χωρίς βιογραφικό και χωρίς επαγγελματική καταξίωση...", αποτελούν γενικότητες χωρίς το στοιχείο τής αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως τής συκοφαντικής δυσφήμησης, απλής δυσφήμησης ή εξύβρισης. Αναφορικά, όμως, με το τελευταίο τμήμα το Δικαστήριο κρίνει, ότι τα διαλαμβανόμενα στο δημοσίευμα δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και αφορούν στο πρόσωπο τού τότε Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού .... Αποδεικνύεται δε, η πρόσληψή του έγινε με διαφανείς διαδικασίες, δεν υπήρξε άλλη αίτηση και ο προσληφθείς είχε όλες τις τυπικές προϋποθέσεις για την πρόσληψή του, σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα προσόντα του, που προέκυπταν από τα μη αμφισβητούμενα έγγραφα, που υποβλήθηκαν από αυτόν στον εν λόγω Δήμο. Ταύτα καταγγέλθηκαν βέβαια από την τότε αντιπολίτευση, πλην, όμως, ο πρώτος τών κατηγορουμένων διατηρούσε αμφιβολίες και πείσθηκε, διότι ειπώθηκαν από τον τότε αρχηγό τής τοπικής αντιπολίτευσης, ενώ θα έπρεπε, κατά την κρίση τού Δικαστηρίου, να ελέγξει την αλήθεια πριν τα δημοσιεύσει, έχοντας, άλλωστε την ευχέρεια αυτή. Σημειώνεται, ότι για το δημοσίευμα αυτό ζητεί συγγνώμη, που, όμως, δεν έγινε αποδεκτή από τον πολιτικώς ενάγοντα. Όμως, τα ψευδή αυτά γεγονότα πληροφορήθηκε αόριστος αριθμός αναγνωστών τής εφημερίδας, η οποία διανέμεται στις περιοχές τού Δήμου ..., λόγω δε τής φύσης τους μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τού εγκαλούντος Λ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας, κατ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας για συκοφαντική δυσφήμιση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της πράξεως της απλής δυσφημίσεως, για τμήμα του δημοσιεύματος, ενώ για το υπόλοιπο τον κήρυξε αθώο, όπως αθώα κήρυξε και την συγκατηγορουμένη του και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στο ... στις 8 Δεκεμβρίου 2006 με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον ψευδές γεγονός, που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, την πράξη του δε, τέλεσε δια τού τύπου. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο ενεργώντας με την ιδιότητα τού ιδιοκτήτη - εκδότη, σε φύλο τής εφημερίδας τού ... με την επωνυμία "30 ΜΕΡΕΣ", που κυκλοφόρησε την 8.12.2006, δημοσίευσε άρθρο χωρίς υπογραφή συντάκτη, με το οποίο ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα Λ, ο οποίος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν δήμαρχος τής ..., τα εξής: "... Ο νέος Δήμαρχος και τότε αρχηγός τής αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορούσε τονΛ, ότι προσέβαλε το Γενικό Γραμματέα τού Δήμου με αποκλειστικά κομματικά κριτήρια, χωρίς Βιογραφικό και χωρίς επαγγελματική καταξίωση...".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 362 και 366 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, χωρίς να χρειάζεται, κατά τα ανωτέρω, ειδική αιτιολόγηση ο δόλος του, αφού η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος δεν απαιτεί την ύπαρξη αμέσου δόλου. Συγκεκριμένα, από τις παραδοχές της αποφάσεως, καθίσταται σαφές ότι η τέλεση του αδικήματος έλαβε χώρα με την διάδοση, κατά την προεκτεθείσα έννοια, του αναφερόμενου στο διατακτικό ισχυρισμού, τον οποίο πρόβαλε η τότε αξιωματική αντιπολίτευση στον Δήμο της ... σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, Δημάρχου τότε του Δήμου, διάδοση η οποία τελέσθηκε με την καταχώρηση του επίμαχου δημοσιεύματος στην εφημερίδα της οποίας ο αναιρεσείων τύγχανε ιδιοκτήτης και εκδότης. Τον ισχυρισμό αυτό έκρινε η προσβαλλομένη ως ψευδή, οπότε δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 366 παρ. 1 ΠΚ, όπως αβάσιμα, για τον κατωτέρω εκτιθέμενο λόγο, ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ο οποίος δεν επικαλέσθηκε εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 367 του ίδιου κώδικα, η παραδοχή δε ότι αυτός θεώρησε τον ισχυρισμό αυτό ως αληθή, για τον λόγο που αναφέρεται στην απόφαση, στηρίζει την κρίση ότι δεν στοιχειοθετείται η πράξη της συκοφαντικής δυσφημίσεως, για την οποία και κηρύχθηκε αθώος και δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε απαλλακτική κρίση και για την πράξη της δυσφημίσεως, που είχε το κατωτέρω περιεχόμενο και τελέσθηκε με τον προαναφέρθεντα τρόπο. Περαιτέρω δεν δημιουργείται αντίφαση, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, εκ του ότι στο διατακτικό, χρησιμοποιείται η λέξη "ισχυρίσθηκε", διότι, εκ του συνδυασμού σκεπτικού και διατακτικού, καθίσταται βέβαιο ότι τούτο έχει την έννοια ότι διέδωσε τον σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος ως άνω ψευδή ισχυρισμό της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης του Δήμου, ισχυρισμό ο οποίος συνιστά γεγονός με την ανωτέρω έννοια. Η διάδοση, δια του δημοσιεύματος, του ψευδούς αυτού γεγονότος, που ισχυρίσθηκε, όπως λέχθηκε, σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος τότε Δημάρχου η αξιωματική αντιπολίτευση του Δημοτικού Συμβουλίου, αποτελούσε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως του Εφετείου, το περιεχόμενο της σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορίας και όχι, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει αυτός, αν το γεγονός αυτό το ισχυρίσθηκε ή όχι η αξιωματική αντιπολίτευση. Κατ ακολουθία τούτου στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι, αφού, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός αποτελεί περιεχόμενο των όσων του καταμαρτυρούσε η αξιωματική αντιπολίτευση επί του ζητήματος της με κομματικά κριτήρια και μόνον προσλήψεως ως Γεν. Γραμματέα του Δήμου του αναφερόμενου στην απόφαση ..., το περιεχόμενο του δημοσιεύματος ήταν αληθές και έπρεπε κατ εφαρμογή του άρθρου 366 παρ. 1 ΠΚ να κηρυχθεί αθώος.
Συνεπώς ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του λόγου αυτού της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση (δήλωση) πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που παραστάθηκε (176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 26-6-2009 αίτηση (δήλωση) του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 6498/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος από πεντακόσια (500) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 10 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ