Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1072 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δασικά αδικήματα.




Περίληψη:
Παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης. Έννοια αυτής. Ειδική αιτιολογία. Νόμιμη βάση. Ακυρότητα από ανάγνωση εγγράφου στην οποία εναντιώθηκε ο κατηγορούμενος δεν προκλήθηκε εφόσον δεν αμφισβήτησε ειδικά τη γνησιότητα του. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1072/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γεωργά, περί αναιρέσεως της 2251/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ναυπλίου.

Το Τριμελές Πλημ/κείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 646/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Kατά το άρθρο 71 § 3 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως (η παρ. 3) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 § 2 Ν. 2145/1993, "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου" (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 998/1979, "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων, ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεων, οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" και κατά την § 2 του ίδιου άρθρου "ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερος των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσεως του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως δεν αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι λίμνες και τα ποτάμια, οι παράκτιες περιοχές και η θάλασσα γενικότερα και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ' ακολουθίαν, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθενται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχερσώσεως δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση αυτή, επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική που καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή βλάστηση, οποιασδήποτε διαπλάσεως χαρακτηρίζεται ως δασική από το άρθρο 3 § 2 του Ν. 998/1979. Ούτε άλλωστε απαιτείται ο καθ' όρια προσδιορισμός της εκχερσωθείσης εκτάσεως, εφόσον δεν ανακύπτει ζήτημα ταυτότητας της δασικής εκτάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου, που δίκασε, ως Εφετείο, δέχθηκε μετά την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, "ότι ο κατηγορούμενος, κατά το τρίτο δεκαήμερο του μηνός Μαϊου του 1999 στη δασική θέση "... ή ..." περιοχής ... Αρχής προέβη με μηχανικά μέσα χωρίς την άδεια αρμόδιας αρχής στην εκχέρσωση δημόσιας δασικής έκτασης συνολικού εμβαδού 3,616 στρεμμάτων. Η εν λόγω έκταση έχει έδαφος αργιλώδες, κλίση από 25 έως 35% προς τον ορίζοντα Βορειοανατολικά και συνορεύει ανατολικά με αγροτικό δρόμο, δυτικά με δημόσια δασική έκταση, βόρεια με ελαιώνα, ρέμα και νότια με δημόσια δασική έκταση. Η έκταση αυτή καλυπτόταν πριν την εκχέρσωση με θαμνώδη ξυλώδη βλάστηση αείφυλλων, πλατύφυλλων, όπως πουρνάρια, σπαλάχτια, αγριελιές, οι οποίες εμβολιάστηκαν παλαιότερα σε ήμερες ελιές, με ποσοστό εδαφοκάλυψης 30-80% κατά τα έτη 1945 και 1961 και αμέσως πριν την εκχέρσωση 80-90%, απέχει δε από τη θάλασσα 230 μέτρα και έχει μεγάλη οικοπεδική αξία. Συνέπεια της πιο πάνω εκχέρσωσης ήταν να καταστραφεί η πιο πάνω δασική βλάστηση, αειθαλών, πλατύφυλλων (πουρνάρια-σπαλάχθια, κοκορεβιθιές και αγριελιές), με αποτέλεσμα να προκληθεί σοβαρή βλάβη στην κατά προορισμό χρήση της δασικής εκτάσεως η οποία μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας. Το αίτημα περί μη ανάγνωσης της έκθεσης φωτοερμηνείας πρέπει να απορριφθεί αφού η εν λόγω έκθεση είναι επαρκώς ορισμένη και σαφής και δεν πάσχει οποιασδήποτε ακυρότητας. Ενόψει αυτών πρέπει να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος της πράξης που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας χωρίς τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου, πρωτίστως, ως αορίστου". Στη συνέχεια το Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο για την πράξη της παράνομης εκχέρσωσης της δασικής έκτασης, που προαναφέρθηκε και του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός έτους, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979, όπως αντικ. με το άρθρο 46 παρ. 2 Ν.2145/1993, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς και νόμιμης βάσης γιατί 1) δεν γίνεται με αυτήν συσχετισμός των αποδεικτικών μέσων και αναλυτική παράθεση όσων προέκυψαν από καθένα από αυτά, 2) δεν προσδιορίζεται βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση που εκχερσώθηκε χαρακτηρίσθηκε ως δασική, ούτε εκτίθενται σ' αυτήν πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα της αυτή και 3) δεν αιτιολογείται ειδικότερα αν η παραπάνω έκταση μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, διότι: α)για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να απαιτείται επί πλέον αναλυτική παράθεσή τους και να γίνεται μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, αρκεί μόνο, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση, να βεβαιώνεται με την απόφαση, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά β) το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκθέτοντας σ' αυτήν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (είδος δένδρων, βλάστησης, ποσοστό κάλυψης του εδάφους από αυτά κλπ), αιτιολογώντας δε επαρκώς και την κρίση του αυτή, σαφώς δέχθηκε ότι η επίδικη έκταση αποτελεί δασική έκταση και ότι αυτή μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζεται βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση αυτή, επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη, έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, αφού οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική που καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή βλάστηση, οποιασδήποτε διαπλάσεως χαρακτηρίζεται ως δασική από το άρθρο 3 § 2 του Ν. 998/1979, και να περιγράφεται με συγκεκριμένα όρια η έκταση που εκχερσώθηκε, εφόσον δεν ανακύπτει ζήτημα ταυτότητας και 3) δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογείται, ειδικότερα, το ότι η δασική έκταση, που προαναφέρθηκε, μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι λίμνες και τα ποτάμια, οι παράκτιες περιοχές και η θάλασσα γενικότερα και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ. πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που επιβάλλεται από τις διατάξεις 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει, εφόσον έχει προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Όταν, όμως, ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει ειδική αιτιολογία στην απόφαση του, της οποίας η κύρια αιτιολογία για την ενοχή εμπεριέχει από τα πράγματα αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτά συμπληρώθηκαν με την 2792/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ισχυρίστηκε ενώπιον του Εφετείου Ναυπλίου, ότι η έκταση που εκχερσώθηκε δεν ήταν δασική αλλά ιδιωτικός αγρός, δεν ανήκε σ' αυτόν, αλλά στον αδελφό του και τέλος, ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν.998/1979 γιατί η έκταση αυτή δεν είναι χαρακτηρισμένη ως δάσος ή δασική με δασολόγιο ή πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί δεν είναι αυτοτελείς αλλά αρνητικοί της κατηγορίας και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση ιδιαίτερη γι' αυτούς αιτιολογία. Επομένως ο τέταρτος λόγος της ένδικης αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη ισχυρισμού του και απόλυτη ακυρότητα από έλλειψη ακροάσεως, τους οποίους αυτός χαρακτηρίζει αυτοτελείς, είναι αβάσιμος, αφού στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση. Ο ίδιος λόγος, εξάλλου, κατά το μέρος του που, με την επίκληση της ανάγκης αιτιολογήσεως των κατά τον αναιρεσείοντα αυτοτελών ισχυρισμών του, πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας "ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε την απαλλαγή του κατηγορουμένου ή άλλως την ενοχή του με ελαφρυντικά στοιχεία" δίχως όμως να επικαλεστεί συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν τον ισχυρισμό αυτό και να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση που ζήτησε να αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο. Έτσι όμως που υποβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός ήταν εντελώς αόριστος και το Δικαστήριο, που τον απέρριψε, δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει τη σχετική κρίση του. Επομένως είναι αβάσιμος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' και Δ' του ΚΠΔ, αφού και αυτός στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση.
Κατά το άρθρο 364 παρ.1 του ΚΠΔ στο ακροατήριο διαβάζονται, εκτός άλλων, και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση δε στο ακροατήριο, οποιουδήποτε άκυρου εγγράφου, του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, ειδικώς, η γνησιότητα, κατά την αποδεικτική διαδικασία, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης, διότι δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 510 του ΚΠΔ περιπτώσεις λόγων αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον πρόεδρο, εναντιώθηκε στην ανάγνωση της έκθεσης φωτοερμηνείας, που αναφέρεται σ' αυτά, με τη φράση "Ζητάω να μην αναγνωσθεί η έκθεση της φωτοερμηνείας που υπάρχει στο φάκελο επειδή δεν είναι έγκυρη. Η έκθεση της φωτοερμηνείας πρέπει να συνοδεύεται με φωτογραφίες. Αμφισβητώ ότι είναι φωτοερμηνεία". Από το περιεχόμενο της δήλωσης του αυτής προκύπτει, ότι αυτός δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα της παραπάνω έκθεσης, επικαλούμενος συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων δεν ήταν γνήσια, αλλά εναντιώθηκε στην ανάγνωση της γιατί, κατά τη γνώμη του, δίχως να την αιτιολογεί ειδικότερα, δεν είχε αποδεικτική αξία, ενόψει του ότι δεν συνοδευόταν, όπως, κατ' αυτόν, έπρεπε, από φωτογραφίες. Επομένως δεν προκλήθηκε ακυρότητα στο ακροατήριο από την, παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου, ανάγνωση της παραπάνω έκθεσης, που, όπως με επαρκή αιτιολογία, δέχθηκε το Δικαστήριο, ήταν "επαρκώς ορισμένη και σαφής" και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ και άρθρο. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, τρίτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23 Οκτωβρίου 2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμό 2251/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή