Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1838 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή, Αναίρεση μερική, Πλάνη, Κ.Ο.Κ..




Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 43 ΚΟΚ εμπλακέντος σε οδικό τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα. Έννοια 43 παρ. 1, 2, 4 ν. 2696/1999 - ΚΟΚ . 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως προς την ενοχή και την απόρριψη ως αορίστου υποβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού συγγνωστής νομικής πλάνης. 2. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠΔ προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 43 παρ. 4 ΚΟΚ. Αν γίνεται παραδοχή απλής ανυπαίτιας εμπλοκής σε οδικό τροχαίο ατύχημα, εφαρμόζεται το εδάφιο α και όχι το β, που προβλέπει βαρύτερη ποινή φυλακίσεως και υποχρεωτικά αφαίρεση αδείας ικανότητας οδηγήσεως 36 μήνες. Αναιρεί εν μέρει για ποινές.




Αριθμός 1838/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, σύμφωνα με την 104/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δημητράτο, για αναίρεση της υπ'αριθ.2505/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ναυπλίου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 431/2010.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 1, 2 περ. α' και β' και 4 του ν. 2696/1999 ( ΚΟΚ), ορίζονται ότι: " Αν συμβεί τροχαίο οδικό ατύχημα, από το οποίο επήλθε βλάβη σε πρόσωπα ή πράγματα, κάθε οδηγός ή άλλος που χρησιμοποιεί την οδό, ο οποίος ενεπλάκη με οποιονδήποτε τρόπο στο ατύχημα, υποχρεούται να .. . (παρ.1). Αν από το οδικό τροχαίο ατύχημα επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη, κάθε οδηγός ή άλλος που χρησιμοποιεί την οδό, ο οποίος ενεπλάκη με οποιονδήποτε τρόπο στο ατύχημα, υποχρεούται επιπλέον (των όσων ορίζει η παρ. 1 του ίδιου άρθρου): α)Να δώσει την αναγκαία βοήθεια και συμπαράσταση στους παθόντες, β)Να ειδοποιήσει την πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή και να παραμείνει στον τόπο του ατυχήματος μέχρι την άφιξη της, εκτός αν είναι αναγκαία η απομάκρυνσή του για την ειδοποίηση της Αστυνομίας ή για την περίθαλψη των τραυματιών ή του ίδιου . . γ) Να αποτρέψει οποιαδήποτε μεταβολή στον τόπο του ατυχήματος., (παρ.2). Αυτός που παραβαίνει τις διατάξεις των παρ.1 και 2 περ. γ του άρθρου αυτού, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) μήνα, αν δε πρόκειται για οδηγό μηχανοκίνητου οχήματος ή μοτοποδηλάτου και με αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα ενός (1) έως τριών (3) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο, (παρ.3). Αυτός που παραβαίνει τις διατάξεις της παραγράφου 2 περίπτωση α' και β' του άρθρου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών".(παρ.4 εδ. α ).
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για να θεμελιωθεί η πιο πάνω αξιόποινη παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας απαιτείται, εκτός των άλλων και εμπλοκή με οποιονδήποτε τρόπο στο οδικό τροχαίο ατύχημα του οδηγού ή άλλου που χρησιμοποιεί την οδό. Εμπλοκή με την ευρεία αυτή έννοια μπορεί να υπάρχει και αν ο οδηγός δεν είναι υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος και δεν συγκρούσθηκε το όχημα του με άλλο.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους(μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας(Ολ. ΑΠ 1/2005). Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, μετ'αναίρεση προηγούμενης καταδικαστικής αποφάσεως, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 2505/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 43 παρ. 2 περ. α' και β' και 4 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) , σε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών, ανασταλείσα επί τριετία και διατάχθηκε η αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγήσεως του καταδικασθέντος επί τρεις μήνες. Από την επισκόπηση της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι στο αιτιολογικό της, διαλαμβάνονται τα εξής: "Από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκε ότι: Στις 9.12.2001 και περί ώρα 05.00', ο Φ, οδηγώντας το με αριθ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας Citroen Xsara, κυβισμού 2000 c.c., 147 ίππων και με κινητήρα ΐιιτβο, στο οποίο επέβαιναν άλλα τρία άτομα, δηλαδή ο Σ1, οΣ2 και ο Σ3, και ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος (0,80 γρ/λτ κατά τη δεύτερη εξέταση με την αεριοχρωματογραφική μέθοδο), εκτνείτο στο 3,5 χλμ. της ε.ο..... Κατά την ίδια ώρα ο κατηγορούμενος, οδηγώντας το με αριθ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας ΑLFA ROMEO, κυβισμού 1600 cc και 120 ίππων, εκινείτο προς την ίδια κατεύθυνση, πίσω από τον Φ και, καθώς στο σημείο εκείνο η οδός ήταν ευθεία, επιχείρησε να τον προσπεράσει, διανύοντας μια απόσταση 100 περίπου μέτρων παράλληλα με το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Ο Φ, όμως, θεώρησε ως πρόκληση την προσπέραση από ένα όχημα μικρότερου κυβισμού και λιγότερων ίππων και ανέπτυξε υπερβολική ταχύτητα προκειμένου να την αποτρέψει, γεγονός που ανάγκασε τον κατηγορούμενο να επιστρέψει στο ρεύμα κυκλοφορίας του χωρίς να επιτύχει την προσπέραση. Από το άλλο μέρος ο Φ συνέχισε να κινείται με υπερβολική ταχύτητα και φθάνοντας στο 3,5 χλμ. της ως άνω οδού, όπου τέλειωνε η ευθεία και υπήρχε αριστερή σε σχέση με την πορεία του στροφή, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και, αφού εξήλθε από το οδόστρωμα δεξιά ως προς την πορεία του, προσέκρουσε σε ισόγειο (υπερυψωμένο) διαμέρισμα πολυκατοικίας, με συνέπεια τον θανάσιμο τραυματισμό του συνεπιβάτη ..., αλλά και τον τραυματισμό των λοιπών συνεπιβατών και του ίδιου. Έτσι, οι ως άνω θάνατος και τραυματισμοί προκλήθηκαν από αμέλεια μόνο του Φ και δεν προέκυψε συμμετοχή του κατηγορουμένου σε αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας για τον οποίο είχε συνεννοηθεί από πριν με τον Φ, όπως κρίθηκε τελεσίδικα με την με αριθ. 347/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Ναυπλίου, επί ποινικής δίωξης και κατά του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματικές βλάβες από αμέλεια, με την οποία (απόφαση) κηρύχθηκε αθώος των πράξεων αυτών, αλλά και με την με αριθ.216.1009 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου επί αγωγών των ζημιωθέντων από το ως άνω ατύχημα. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος, μολονότι ακολουθούσε το αυτοκίνητο του Φ σε μικρή απόσταση, λόγω της προηγηθείσας ανεπιτυχούς προσπάθειας του να το προσπεράσει και, ως εκ τούτου, αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο αυτό παρέκκλινε της πορείας του και προσέκρουσε στο πιο πάνω διαμέρισμα και ότι υπήρχαν άτομα εντός του που είχαν ανάγκη βοήθειας, δεν σταμάτησε να δώσει την αναγκαία βοήθεια και συμπαράσταση, ούτε ειδοποίησε αμέσως για το ατύχημα την πλησιέστερη αστυνομική αρχή, παραμένοντας στον τόπο του ατυχήματος μέχρι την άφιξη της, όπως ήταν υποχρεωμένος, ενόψει του ότι ενεπλάκη με τον τρόπο που περιγράφηκε στο ένδικο ατύχημα. Παρέλειψε δε τις ως άνω νόμιμες ενέργειες από φόβο, όπως ανέφερε στην απολογία του. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα προκύψαντα από τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρου 43 του ν. 2696/1999, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα πραγματικά αυτά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 ΠΚ και 43 παρ. 2 περ. α' και β' και 4 του ν. 2696/1999 (περί ΚΟΚ), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, χωρίς να υπήρχε ανάγκη ειδικής αιτιολογίας του δόλου του αναιρεσείοντος, διότι αυτός ενυπάρχει στην περιγραφή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή. Ειδικότερα, αναφέρεται αναλυτικά και συγκεκριμένα ότι η εμπλοκή του κατηγορουμένου οδηγού αυτοκινήτου σε οδικό τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 9-12-2001 και είχε σαν συνέπεια τον τραυματισμό οδηγού και δύο επιβατών και το θανάσιμο τραυματισμού τρίτου επιβαίνοντος άλλου εκτραπέντος της οδού, χωρίς επαφή, ΙΧΕ αυτοκινήτου του οδηγού Φ, συνίσταται στο ότι, οδηγώντας ο ίδιος ΙΧΕ αυτοκίνητο περί το 3,5 χιλιομ. της εθνικής οδού ..., προσπάθησε σε τμήμα ευθείας να προσπεράσει το προπορευόμενο ΙΧΕ αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον Φ, κινηθείς παράλληλα προς το προπορευόμενο αυτοκίνητο επί 100 μ. απόσταση, χωρίς να επιτύχει την προσπέραση, λόγω αναπτύξεως υπερβολικής ταχύτητας από το ΙΧΕ αυτοκίνητο του Φ, προκειμένου να αποτρέψει την προσπέραση, οπότε ο ίδιος αναγκάστηκε να επανέλθει στο δεξιό ρεύμα πορείας του, πλην όμως, στο τέλος της ευθείας, ενώ ακολουθούσε ο ίδιος σε μικρή απόσταση και αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο του Φ, λόγω αριστερής στροφής και υπερβολικής ταχύτητας που είχε αναπτύξει, για να μην τον προσπεράσει ο κατηγορούμενος, εξήλθε από το οδόστρωμα δεξιά και προσέκρουσε σε ισόγειο υπερυψωμένο διαμέρισμα πολυκατοικίας και ότι εντός του αυτοκινήτου αυτού υπήρχαν άτομα που προφανώς τραυματίστηκαν και είχαν ανάγκη βοήθειας, δε σταμάτησε να δώσει την αναγκαία βοήθεια και συμπαράσταση, ούτε ειδοποίησε αμέσως για το εν λόγω ατύχημα την πλησιέστερη αστυνομική αρχή, παραμένοντας στον τόπο του ατυχήματος μέχρι την άφιξη της. Η εμπλοκή δε του καταδικασθέντος κατηγορουμένου σε οδικό τροχαίο ατύχημα, συνάγεται σαφώς από τις παραπάνω παραδοχές και στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η εν λόγω ειδική παράβαση του άρθρου 43 παρ.2 α, β, 4 του ν. 2696/1999 και δεν αναιρείται ( η εμπλοκή) εκ του ότι δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος για την εκτροπή του προπορευόμενου αυτοκινήτου και απηλλάγη αμετάκλητα με την 347/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου των αποδοθεισών σε αυτόν κατηγοριών για ανθρωποκτονία και σωματικές βλάβες από αμέλεια του, ως μη αποδειχθείσας συμμετοχής του σε αυτοσχέδιους αγώνες αυτοκινήτων και οιασδήποτε αμέλειας του στην πρόκληση του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος. Όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που προαναφέρθηκε και ως προς τον όρο της εμπλοκής στο ατύχημα, η οποία συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση του αναιρεσείοντος οδηγού με τα περιστατικά αυτά, παρόλο ότι δεν ήταν υπαίτιος του ατυχήματος και δεν συγκρούσθηκε το αυτοκίνητο του με το εκτραπέν της οδού αυτοκίνητο, β) Από το προπαρατεθέν αιτιολογικό, που αναφέρει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του πλην άλλων και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, ενώ από τα ταυτάριθμα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι εξετάστηκε μόνον ένας μάρτυρας κατηγορίας, ο ..., δε δημιουργείται καμία ασάφεια ως προς το ποία αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν, ούτε δημιουργείται αμφιβολία αν λήφθηκε υπόψη η μοναδική αυτή μαρτυρική κατάθεση, αφού ο μάρτυρας αυτός, στον πρώτο βαθμό, όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα και επισκοπούμενα πρακτικά της πρωτοβάθμιας 1938/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, εξετάστηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου, η δε αναφορά στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως πληθυντικού αριθμού μαρτύρων, οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή, γ) Δεν υφίσταται αντίφαση από την παραδοχή, "της μη συμμετοχής του κατηγορουμένου οδηγού σε αυτοσχέδιους αγώνες" και την παραδοχή, "ο κατηγορούμενος, μολονότι ακολουθούσε το αυτοκίνητο ...σε μικρή απόσταση .. . και ως εκ τούτου αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο αυτό παρέκκλινε της πορείας του και προσέκρουσε στο πιο πάνω διαμέρισμα . . . δε σταμάτησε να δώσει την αναγκαία βοήθεια ..", αφού όπως προεκτέθηκε, η μη συμμετοχή του κατηγορουμένου σε αυτοσχέδιους αγώνες και η έλλειψη υπαιτιότητας του στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, δεν αναιρεί την εμπλοκή αυτού στο επισυμβάν ατύχημα και τις από το άνω άρθρο 43 παρ.2 εδ. α και β του ΚΟΚ υποχρεώσεις του, δ) Από την αναφορά στο αιτιολογικό μέρους της απολογίας του κατηγορουμένου, ότι αυτός παρέλειψε τις ως άνω νόμιμες ενέργειες " από φόβο, όπως ανέφερε στην απολογία του ", για να δικαιολογήσει τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου, δε συνάγεται επιλεκτική εκτίμηση της απολογίας. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'και Ε' του ΚΠοινΔ, σχετικοί με αριθ. 1Β, 2α λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όσον αφορά την ενοχή, είναι απορριπτέοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αφορούν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας και είναι επομένως απορριπτέες ως απαράδεκτες.
ΙΙ. Η από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός συνδρομής συγγνωστής νομικής πλάνης, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο ισχυρισμό. Ακόμα, από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 του ΠΚ προκύπτει ότι για να μην καταλογισθεί η πράξη που κατηγορούμενο λόγω συγγνωστής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη του για το δικαίωμα του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του αδίκου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων του. Δηλαδή για να είναι ορισμένος ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός, πρέπει να προσδιορίζεται και η προσωπική κατάσταση του κατηγορουμένου, που προσδιορίζεται από την ηλικία, τη μόρφωση, το επάγγελμα και την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ώστε με την στάθμιση αυτών των στοιχείων και των δυνατοτήτων του, να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης(σελ. 4), προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης, διότι κατά λέξη " δεν γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι έπρεπε να σταματήσει να προσφέρει βοήθεια". Ο αυτοτελής ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου απορρίφθηκε μετά από σχετική μείζονα νομική σκέψη, με το εξής αιτιολογικό: " Ο συνήγορος υπεράσπισης πρόβαλε τον ισχυρισμό περί νομικής πλάνης του κατηγορουμένου, διότι δεν γνώριζε ότι έπρεπε να σταματήσει για να προσφέρει βοήθεια. Με το περιεχόμενο αυτό ο ως άνω ισχυρισμός είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν γίνεται καμιά αναφορά στην προσωπική κατάσταση του κατηγορουμένου, ώστε με τη στάθμιση των αναφερομένων προσωπικών στοιχείων αυτού, να μπορέσει το παρόν Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση για την αλήθεια ή μη του ισχυρισμού του". Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εκ μέρους του κατηγορουμένου προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός νομικής πλάνης δεν είχε προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε ένα τέτοιο αόριστο ισχυρισμό, παρά ταύτα ορθά, πλήρως αιτιολογημένα και κατ'ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 31 του ΠΚ, απέρριψε αυτόν ως αόριστο και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα σχετικός ΙΑ' λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας απορρίψεως ως αορίστου του ως παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού του νομικής πλάνης, και κατ'εκτίμηση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 31 του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το γεγονός δε ότι, κατά τη γενόμενη στο τέλος της διαδικασίας επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη
του, κατά το άρθρο 79 του ΠΚ, αυτεπαγγέλτως, ως κριτήρια και την προσωπικότητα του δράστη και τα στοιχεία αυτής, δε σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία η επίκληση των παραπάνω αναφερθέντων στοιχείων της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, για να στηρίξουν τον προβαλλόμενο υπ'αυτού αυτοτελή ισχυρισμό νομικής πλάνης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του ν.2696/1999 "Αν από το οδικό τροχαίο ατύχημα επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη, κάθε οδηγός ή άλλος που χρησιμοποιεί την οδό, ο οποίος ενεπλάκη με οποιονδήποτε τρόπο στο ατύχημα, υποχρεούται επιπλέον (των όσων ορίζει η παρ.1 του ίδιου άρθρου):α)Να δώσει την αναγκαία βοήθεια και συμπαράσταση στους παθόντες, β) Να ειδοποιήσει την πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή και να παραμείνει στον τόπο του ατυχήματος μέχρι την άφιξη της, εκτός αν είναι αναγκαία η απομάκρυνση του για την ειδοποίηση της Αστυνομίας ή για την περίθαλψη των τραυματιών ή του ίδιου. Κατά δε τις διατάξεις της παρ.4 εδ.α'και β'του ιδίου άρθρου: "Αυτός που παραβαίνει τις διατάξεις της παρ. 2 περ. α' και β' του άρθρου αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών".(παρ.4 εδ. α ). Αν από τη συμπεριφορά του ο παθών περιήλθε σε κίνδυνο ζωής ή επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις και με αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο" (παρ. 4 εδ.β') Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει με σαφήνεια ότι ως συμπεριφορά του υπαίτιου πρέπει να εννοηθεί εκείνη που προσδιορίζεται στις περιπτώσεις α'και β'του άρθρου 2 δηλαδή η παράλειψη αυτού α)να δώσει την αναγκαία βοήθεια και συμπαράσταση στον παθόντα και β)να ειδοποιήσει την πλησιέστερη Αστυνομική Αρχή και κ.λπ. και να υπάρχει αιτιώδη σύνδεσμος μεταξύ της παραπάνω καθοριζομένης συμπεριφοράς του και του επελθόντα θανάτου. Στη προκειμένη περίπτωση το δίκασαν Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 2505/2009 απόφαση του, αφού έλαβε υπόψη του, για την επιμέτρηση της ποινής τα στοιχεία του άρθρου 79 ΠΚ, καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα σε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών και αφαίρεσε την άδεια ικανότητας οδηγήσεως αυτού για χρονικό διάστημα τριών μηνών, αφού δέχθηκε σε αυτοτελές ειδικό αιτιολογικό του και τα εξής: "Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ.4 εδ. β' του ν. 2696/99, σε περίπτωση που επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική του παθόντος, ο υπαίτιος των παραβάσεων της παρ. 2 εδ. α' και β' του ίδιου άρθρου, τιμωρείται και με αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο και στην προκειμένη περίπτωση επήλθε θάνατος του παθόντος, πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο και αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για τρεις (3) μήνες ". Από τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 α και β και 4 εδ. α και β του ν. 2696/1999 και συγκεκριμένα δεν υπήγαγε ορθά τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στις ανωτέρω διατάξεις που εφάρμοσε, ως προς την κατάγνωση της ποινής φυλακίσεως επτά μηνών και την αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγήσεως επί τρεις μήνες, δεχθέν συνδρομή των στοιχείων και δη της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εδαφίου β' της παρ. 4 του άνω ν. 2696/1999, που προβλέπει και αφαίρεση αδείας ικανότητας οδηγήσεως, καθόσον, για την επιβολή των ανωτέρω, υπό αυστηρότερο πλαίσιο, ποινών και ιδία της αφαιρέσεως της αδείας ικανότητας οδηγήσεως, υπό το πλαίσιο του εδ. β της παρ. 4 του άρθρου 43 του ν. 2696/1999, που προπαρατέθηκε, απαιτεί ο νόμος επί πλέον, ο από το οδικό τροχαίο ατύχημα, που ενεπλάκη ο κατηγορούμενος οδηγός, επελθών θάνατος ή η βαριά σωματική βλάβη, να επήλθε ήτοι να είναι προϊόν της "συμπεριφοράς" του κατηγορουμένου, της συμπεριφοράς νοούμενης, κατά το ρητά εφαρμοσθέν εδάφιο β της παρ.4 του άρθρου 43 ΚΟΚ, ως γενεσιουργού αιτίου. Όμως, από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι από την συμπεριφορά του κατηγορουμένου οδηγού, ως αιτιατό γεγονός, είτε κατά την επέλευση του τροχαίου ατυχήματος είτε μεταγενέστερα λόγω των παραλείψεων αυτού, που καταδικάστηκε, ήτοι από το να μη δώσει την αναγκαία βοήθεια στον παθόντα ή να μην ειδοποιήσει την πλησιέστερη αστυνομική αρχή παραμένοντας στον τόπο του ατυχήματος, επήλθε ο θάνατος του παθόντος, προϋπόθεση η οποία τάσσεται από το ανωτέρω ρητά εφαρμοζόμενο, στην προκειμένη περίπτωση, εδάφιο β' της παρ. 4 του άρθρου 43 ΚΟΚ.
Κατ'ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ σχετικός τελευταίος με αριθ. 2β λόγος αναιρέσεως, της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όσον αφορά τις επιβληθείσες ποινές, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή εν μέρει, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει ως προς την επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως και την αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το κεφάλαιο τούτο, στο ίδιο δίκασαν δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως ( άρθρο 519 ΚΠοινΔ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει τη με αριθ. 2505/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, μόνον ως προς τις διατάξεις που αφορούν τις επιβληθείσες ποινές, απορριπτόμενης κατά τα λοιπά της από 11-3-2010 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως του Χ. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, μόνο κατά το αναιρεθέν ως άνω κεφάλαιο, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2010.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή