Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 726 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Δόλος, Πλάνη.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Ψευδής καταμήνυση. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Αιτιολογία δόλου, γνώσεως ψεύδους. Ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης και για αναγνώριση ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 726/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γιατράκο, περί αναιρέσεως της 1186/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.

Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1956/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν, την γνώση του δράστη με την έννοια της πλήρους βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, κατά το οποίο, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη να αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να έγινε από αυτόν με σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως επί των εγκλημάτων της συκοφαντικής δυσφημήσεως ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1186/2008 απόφασής του, ύστερα από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "...Δυνάμει συμφωνίας καταρτισθείσας το έτος 1985 μεταξύ του ήδη αποβιώσαντος Σ1 και του 1ου των εκκαλούντων κατ/νων Χ1, ως νομίμου εκπροσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΟΕ", της οποίας και οι δύο ήταν ομόρρυθμα μέλη, η τελευταία αυτή εταιρεία ανέλαβε την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής σε οικόπεδο του Σ1. Για να ικανοποιήσει η εν λόγω εταιρεία αξίωσή της κατά του τελευταίου από την ανωτέρω σύμβαση ύψους 8.180.987 δραχμών, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε ακίνητο του Σ1 και επέσπευσε κατ' αυτού αναγκαστική εκτέλεση, κατά της οποίας ο Σ1 (οφειλέτης) άσκησε την από 4-7-2001 (αρ. εκθ. 1575/2001) ανακοπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αιτούμενος την ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας, λόγω εξόφλησης της οφειλής, καθώς και την από 16-2-2001 (αρ. εκθ. καταθ. 1124/19-2-201) αίτηση αναστολής εκτελέσεως(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, η οποία συζητήθηκε στις 28-2-2001. Κατά τη συζήτηση, ο τότε αιτών Σ1 προσκόμισε την από 20-1-2001 εξοφλητική απόδειξη, φέρουσα την υπογραφή του ήδη πρώτου κατηγορουμένου Χ1, νόμιμου εκπροσώπου, όπως ήδη ελέχθη της κατασκευαστικής εταιρείας, ενώ εξετάστηκε ως μάρτυρας αποδείξεως ο ήδη πολιτικώς ενάγων Ψ1 και εκδόθηκε η υπ' αρ. 1278/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αίτηση έγινε δεκτή και ανεστάλη η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της ανακοπής πιθανολογηθείσης της ευδοκιμήσεως της ανακοπής λόγω εξοφλήσεως της ένδικης απαιτήσεως. Ακολούθησε η υποβολή εκ μέρους των ήδη εκκαλούντων κατ/νων της από 5-4-2001 έγκλησής τους κατά των Σ1 και Ψ1 (ήδη εγκαλούντων), εγχειρισθείσα στον Εισαγγελέα Πειραιώς στις 9-4-2001, βάσει της οποίας ασκήθηκε δίωξη, κατά μεν του εκ των τότε εγκαλουμένων Σ1 για α) πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση, β) συκοφαντική δυσφήμιση κατά συρροή και γ) απάτη στο δικαστήριο, κατά δε του Ψ1 α) για άμεση συνέργεια στην απάτη στο δικαστήριο και β) για ψευδορκία μάρτυρα. Ειδικότερα, στην έγκλησή τους οι τότε εγκαλούντες και ήδη κατηγορούμενοι ισχυρίζονταν, πλην των άλλων, ότι η προσκομισθείσα από τον Σ1 στη συζήτηση της αίτησης αναστολής, εξοφλητική απόδειξη, ήταν πλαστή και ότι ο εξετασθείς ως μάρτυρας Ψ1 κατέθεσε ενόρκως ψευδώς, ότι η απαίτηση τους (δηλ. της εταιρείας τους) κατά του Σ1 είχε εξοφληθεί. Ας σημειωθεί ότι η τότε καθ'ης η αίτηση εταιρεία των ήδη κατηγορουμένων, η οποία παρέστη κατά τη συζήτηση της αίτησης δια πληρεξουσίου δικηγόρου, εκπροσωπούμενη νομίμως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι προσέβαλε κατά τη συζήτηση την προσκομισθείσα από τον αιτούντα Σ1 εξοφλητική απόδειξη ως πλαστή. Ακολούθως, με την ήδη καταστάσα αμετάκλητη υπ' αριθμ. 294/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, οι Σ1 και Ψ1 κρίθηκαν αθώοι όλων των ανωτέρω πράξεων, γενομένου δεκτού από το δικαστήριο - λαβόντος υπ' όψη την από 21-5-2003 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την 665/2003 απόφαση του Μον. Πρωτ. Πειραιώς ως πραγματογνώμονος, ειδικού δικαστικού γραφολόγου ... - ότι η από 20-1-2001 εξοφλητική απόδειξη έφερε τη γνήσια υπογραφή (και μονογραφή) του Χ1, ήδη πρώτου των εκκαλούντων κατηγορουμένων. Με βάση τα προεκτεθέντα, αποδείχτηκε ότι, α) αφού οι ήδη κατ/νοι, όταν υπέβαλαν κατά των ήδη εγκαλούντων Σ1 και Ψ1 την προαναφερθείσα από 5-4-2001 έγκληση τους, γνώριζαν ότι η επίμαχη εξοφλητική απόδειξη ήταν γνήσια, είχαν πλήρη γνώση ότι το περιεχόμενο της έγκλησης τους ήταν ψευδές και είχαν ως σκοπό να κινηθεί η ποινική δίωξη κατά των καταμηνυθέντων, ενώ, εξ άλλου, β) με την υποβολή ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς της εν γνώσει των κατ/νων ψευδούς ως προς τα περιεχόμενα σ' αυτήν γεγονότα ως άνω εγκλήσεως των ήδη κατ/νων, μπορούσε να προκύψει βλάβη για την τιμή και την υπόληψη των εγκαλουμένων Σ1 και Ψ1.
Συνεπώς, αφού προηγουμένως απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 παρ. 1 Π.Κ.) αυτοτελής ισχυρισμός των κατ/νων, δεδομένου ότι, και αν ακόμα υποτεθεί ότι η κατάθεση του Ψ1 στη συζήτηση της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων αναφερόταν και στην εξόφληση της οφειλής, αφού η εξοφλητική απόδειξη ήταν γνήσια, καθίσταται άνευ νομικής επιρροής η πλάνη που επικαλούνται οι κατ/νοι ως προς το τι ακριβώς κατέθεσε ο Ψ1, πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως των εγκαλούντων, αναγνωριζομένης και στους δυο της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ, ήτοι ότι, μέχρι την τέλεση των πράξεών τους έζησαν βίο καθ' όλα έντιμο, όχι όμως και εκείνη της περιπτώσεως ε' του άρθρου 84 παρ. 2 Π.Κ., ήτοι ότι είχαν μη ταπεινά κίνητρα.". Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι των πιο πάνω πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ειδικότερα κηρύχθηκαν ένοχοι του ότι "Στον ..., στις 9-4-2001 τέλεσαν τις εξής αξιόποινες πράξεις: Α) Εν γνώσει τους καταμήνυσαν άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε, αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσουν την καταδίωξη του γι' αυτή. Συγκεκριμένα, την παραπάνω ημερομηνία κατέθεσαν στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Πειραιά την από 5-4-2001 ψευδή έγκληση τους κατά αφ' ενός του Σ1 και κατά αφ' ετέρου του ήδη εγκαλούντα Ψ1, της οποίας το περιεχόμενο μεταξύ των άλλων έχει και ως εξής: "Στη συνέχεια την ίδια ως άνω ημέρα, 19-2-2001, κατέθεσε (ο Σ1), την από 16-2-2001 και αριθ. κατάθ. 1124/ 2001 αίτηση με την οποία ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού της 7-3-2001, με τον ψευδή ισχυρισμό ότι μας έχει εξοφλήσει. Η ως άνω αίτηση του οφειλέτου μας συζητήθηκε την 28-2-2001, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 12/8/2001 απόφαση η οποία δέχθηκε την αίτηση και ανέστειλε τον πλειστηριασμό. Επειδή αρνούμεθα καθολοκληρίαν, με αγανάκτηση και μετά βδελυγμίας, τον ψευδέστατο ισχυρισμό των μηνυομένων, Σ1, ο οποίος προσκόμισε στο Δικαστήριο ένα ψευδέστατο και πλαστογραφημένο έγγραφο δήθεν "ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ", το περιεχόμενο της οποίας, όπως ενόρκως βεβαίωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο μάρτυρας Ψ1 , έχει ως ακολούθως: "ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ - Σήμερα στον ... στις ... εγώ ο Χ1 ως νόμιμος εκπρόσωπος της Εταιρείας (... Ο.Ε.), δηλώνω ότι ο Σ1 μας εξόφλησε όλο το χρέος του, στην εταιρεία μας, που όφειλε, από τις κατασχέσεις στα ακίνητα του, τα οποία αναφέρονται στις εκθέσεις κατασχέσεως ακινήτων με αριθμό ... του δικαστικού επιμελητή ... "Ο ΔΗΛΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ-Χ1"...", στην κατάθεση δε της παραπάνω ψευδούς έγκλησης τους προέβησαν οι κατηγορούμενοι με σκοπό να προκαλέσουν την καταδίωξη και του εγκαλούντα για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα. Β) Ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκαν για κάποιον άλλον εν γνώσει τους ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του. Συγκεκριμένα, με την παραπάνω από 5-4-2001 έγκλησή τους κατά αφ' ενός του Σ1 και κατά αφ' ετέρου του ήδη εγκαλούντα Ψ1, που κατέθεσαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά στις 9-4-2001, ισχυρίσθηκαν ενώπιον του επεξεργασθέντος αυτού Εισαγγελέως για τον εγκαλούντα Ψ1 το περιλαμβανόμενο σ' αυτή ψευδές γεγονός που αναφέρεται στο στοιχείο Α' του παρόντος, το γεγονός δε αυτό εν γνώσει της αναληθείας του οποίου τελούσαν οι κατηγορούμενοι, μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντα". Για τις πράξεις τους δε αυτές, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 94 παρ. 1, 229 παρ. 1 και 362, 363 ΠΚ ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, για τον καθένα, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια.
ΙΙ. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, χωρίς να είναι αναγκαία η αξιολόγηση και συσχέτιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά θεμελιωτικά της αντικειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων, δια των οποίων κηρύχθηκε αυτός ένοχος και, επί πλέον, ότι "το σκεπτικό, δεν γίνεται, όπως έπρεπε, συσχέτιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και των από αυτά προκυψάντων πραγματικών περιστατικών, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα η γνώση και των δύο αναιρεσειόντων ότι η πιο πάνω "ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ", που είχε προσκομίσει ο Σ1, δεν ήταν "ένα ψευδέστατο και πλαστογραφημένο έγγραφο το περιεχόμενο της οποίας, όπως ενόρκως βεβαίωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο μάρτυρας Ψ1 του ...", αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση εκ των πραγμάτων, αφού οι αναιρεσείοντες ήταν εκείνοι που γνώριζαν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, αν ο εξ αυτών Χ1 είχε υπογράψει ή δεν είχε υπογράψει, ως εκπρόσωπος της εταιρείας τους "...Ο.Ε.", ομόρρυθμα μέλη της οποίας είναι και οι δύο αναιρεσείοντες, την εν λόγω "ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ" και αν με αυτή βεβαίωναν ή όχι ότι πράγματι είχε εξοφλήσει το προς την εταιρεία τους χρέος τους ο Σ1. Τα υποστηριζόμενα δε, συνεπώς, από αυτούς ότι η "υποτιθέμενη γνώση" τους "ότι η επίμαχη από 20-1-2001 εξοφλητική απόδειξη ήταν γνήσια και ότι το περιεχόμενο της από 5-4-2001 έγκλησης μας ήταν ψευδές στηρίζεται στην υπ' αριθμ. 294/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, και στην από 21-5-2003 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ...", πλην όμως, όπως αναφέρουν στην αίτησή τους, και τα δυο παραπάνω στοιχεία, είναι μεταγενέστερα της έγκλησης τους και δεν τα γνώριζαν όταν την υπέβαλαν", είναι αβάσιμα, αφού, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο Χ1, ως εκπρόσωπος της ομόρρυθμης εταιρείας των αναιρεσειόντων, είχε υπογράψει τη επίμαχη απόδειξη και προφανώς δεν ανέμεναν αυτοί να πληροφορηθούν το γεγονός αυτό από την πιο πάνω πραγματογνωμοσύνη και τη δικαστική απόφαση. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου των αδικημάτων για τα οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν και ειδικότερα ως προς την γνώση τους ότι το πιο πάνω περιστατικό ήταν ψευδές, δεν απαιτείται η αναφορά επιπλέον στοιχείων. Οι περαιτέρω αιτιάσεις του δευτέρου αναιρεσείοντος Χ2, ότι, ως προς αυτόν, δεν αιτιολογείται η γνώση αυτή, διότι δεν είχε υπογράψει την εξοφλητική απόδειξη κλπ απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ως προς το στοιχείου αυτό της γνώσεως, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙΙ. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν, συνάγεται, εκτός άλλων, ότι η πραγματική πλάνη του δράστη, δηλαδή η άγνοια του ή η εσφαλμένη αντίληψη του για συστατικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που του αποδίδεται, αίρει τον καταλογισμό του και ειδικότερα αποκλείει το δόλο και συνεπώς, ο αντίστοιχος ισχυρισμός αυτού είναι αυτοτελής και η απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Επίσης η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικώς, πλην άλλων, και αυτοτελή περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμό (30 παρ. 1 ΠΚ), διότι, όπως ανέφεραν "μας δημιουργήθηκε εύλογα η πεποίθηση, ότι ο Ψ1 επιβεβαίωσε ενόρκως τον αναληθή ισχυρισμό του Σ1 ότι μας είχε εξοφλήσει, από τη διατύπωση της με αριθμό 1278/2001 απόφασης Ασφαλιστικών Μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ...... κατά συνέπεια, κατά το χρόνο υποβολής της από 5-4-2001 μήνυσης μας αγνοούσαμε ότι ο Ψ1 δεν είχε αναφερθεί στην υποτιθέμενη εξοφλητική απόδειξη, αλλά αντιθέτως πιστεύαμε, ότι είχε ενόρκως επιβεβαιώσει το αναληθές περιεχόμενο της...". Οι αναιρεσείοντες με σχετικό από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, προβάλλουν ότι, όπως, κατά λέξη αναφέρουν, "αναιτιολόγητη ήταν και η απόρριψη του περί πραγματικής πλάνης αυτοτελούς ισχυρισμού μας, τον οποίον προβάλλαμε νόμιμα ενώπιον του Τριμ. Εφ. Πλημ. Πειραιά, ιδίως δε για τον δεύτερο από εμάς, δεδομένου ότι δεν εξειδικεύεται σε κανένα σημείο της απόφασης από πού γνώριζα, ούτε καν από πού θα μπορούσα να γνωρίζω, ότι η επίμαχη από 20-1-2001 εξοφλητική απόδειξη ήταν γνήσια ενώ η απόρριψη του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού βασίζεται στο ότι, αφού η εξοφλητική απόδειξη ήταν γνήσια, καθίσταται άνευ νομικής επιρροής η πλάνη που επικαλεστήκαμε ως προς το τι ακριβώς κατέθεσε ο Ψ1". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Η προσβαλλόμενη απόφαση με τις πιο πάνω παραδοχές της, όπως ήδη αναφέρθηκε, με πληρότητα αιτιολόγησε την γνώση και των δύο αναιρεσειόντων ως προς το ψευδές των αναφερομένων στην απόφαση περιστατικών. Εξάλλου, όπως ήδη πιο πάνω έχει αναπτυχθεί, το αποδιδόμενο στον εγκαλούντα Ψ1 ψευδές γεγονός είναι ότι αυτός ψευδόρκησε ως μάρτυρας, βεβαιώνοντας το περιεχόμενο της επίμαχης απόδειξης εξόφλησης (δηλαδή ότι το επίμαχο χρέος εξοφλήθηκε). Ο περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμός των αναιρεσειόντων στηρίζεται στη εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η εν λόγω απόδειξη ήταν πράγματι πλαστή, πλην όμως ο Ψ1 δε επιβεβαίωσε το περιεχόμενό της, όπως πεπλανημένα αρχικά είχαν πιστεύσει, εξαιτίας του ότι δεν ήταν παρόντες στη δίκη όπου αυτός κατέθεσε ως μάρτυρας. Κατά τις παραδοχές όμως της προσβαλλόμενης απόφασης η εξοφλητική αυτή απόδειξη ήταν γνήσια, και όσα κατέθεσε ο εγκαλών Ψ1, σχετικά με την εξόφληση της προς τους αναιρεσείοντες οφειλής, ήταν αληθή. Επομένως, αιτιολογημένα απέρριψε το Τριμελές Εφετείο τον περί πλάνης ισχυρισμό των ήδη αναιρεσειόντων με την αιτιολογία "και αν ακόμα υποτεθεί ότι η κατάθεση του Ψ1 στη συζήτηση της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων αναφερόταν και στην εξόφληση της οφειλής, αφού η εξοφλητική απόδειξη ήταν γνήσια, καθίσταται άνευ νομικής επιρροής η πλάνη που επικαλούνται οι κατ/νοι ως προς το τι ακριβώς κατέθεσε ο Ψ1" (δηλαδή, όπως αυτονοήτως συνάγεται, αν αυτός επιβεβαίωσε την γνησιότητα του εγγράφου, ή το αληθές του περιεχομένου του, δηλαδή την εξόφληση του χρέους). Περαιτέρω το Δικαστήριο με τις πιο πάνω παραδοχές του, που διαλαμβάνονται στο περί ενοχής σκεπτικό της αποφάσεως, όπου έγινε δεκτό ότι δεν ήταν αναληθές ότι ο Σ1 δεν είχε εξοφλήσει την εταιρία των αναιρεσειόντων και ότι αυτοί εν γνώσει τους κατεμήνυσαν ψευδώς τον εγκαλούντα με σκοπό να προκαλέσουν την καταδίωξή του για ψευδορκία μάρτυρα και εν γνώσει τους ισχυρίσθηκαν γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, αιτιολογημένα απέρριψε τον ισχυρισμό αυτών για την αναγνώριση του ελαφρυντικού τους ότι ωθήθηκαν στην πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν από μη ταπεινά αίτια, αφού, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους αυτό, και συγκεκριμένα ότι δεν είχαν σκοπό να προκαλέσουν την ποινική του εγκαλούντος καταδίωξη για ψευδορκία μάρτυρα, "αλλά αμυνόμενοι, διότι ήταν το μοναδικό όπλο καταπολέμησης του αναληθούς ισχυρισμού του Σ1 ότι είχε εξοφλήσει την εταιρίας μας κλπ", δεν έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τους πιο πάνω αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί πραγματικής πλάνης και συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
ΙV. Συνακόλουθα, όλες οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ προβαλλόμενες αιτιάσεις, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμες και, μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10/11/2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (με αρ. πρωτ. 9457/10-11-2008) των Χ1, και του Χ2, κατοίκων ..., για αναίρεση της 1186/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 13 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή