Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1699 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρος. Ηθική αυτουργία σε ψευδορκία. Στοιχεία εγκλημάτων. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Αιτιολογία δόλου - γνώσεως ψεύδους. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 1699/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, που ορίσθηκε με τη με αριθμό 57/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την κοινή αίτηση (έκθεση) των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο και 3) Χ3, που παρέστη με τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, για αναίρεση της με αριθμό 7282/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πρόκο. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 114/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 του ΠΚ, κατά το οποίο, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση του κατηγορουμένου ότι η γενόμενη καταμήνυση είναι ψευδής και τα πραγματικά περιστατικά, που κατέθεσε, ήταν επίσης ψευδή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος καθενός αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά. Πρέπει ,όμως, να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά απ' αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. 'Οταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρος, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 7282/2007 απόφασής του, ύστερα από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα: "Ο πρώτος από τους κατηγορουμένους Χ1 υπέβαλε στις 3-11-2000 στο Α.Τ. Αγίου Δημητρίου την από 2-11-2000 μήνυσή του σε βάρος της εγκαλούσας Ψ1 και της μητέρας του Γ1 κατηγορώντας τες, εν γνώσει του ψευδώς ότι του αφαίρεσαν τα αναφερόμενα στη μήνυση κινητά πράγματα, με αποτέλεσμα να ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για το αδίκημα της υφαίρεσης αντικειμένων συνολικής αξίας πάνω από 25.000.000 δραχμές. Η ανωτέρω μηνύτρια αθωώθηκε με την με αριθμό 1378/06 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (σχ. Το 3662/4-10-2006 και 383/28-9-2006 πιστοποιητικά του γραμματέα του Αρείου Πάγου και Εφετείου Αθηνών, αντίστοιχα).
Συνεπώς και με δεδομένο ότι η εγκαλούσα αθωώθηκε από την κατηγορία της υφαίρεσης, που προκλήθηκε εξ αιτίας της παραπάνω μήνυσης του πρώτου κατηγορουμένου, συνεκτιμωμένων και των προαναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 είχε σκοπό και πρόθεση να προκαλέσει την καταδίωξη της μηνύτριας που ήταν πρώην σύζυγος του, μολονότι γνώριζε ότι τα αναφερόμενα στη μήνυσή του, ήταν ψέματα. Όσον αφορά τους δεύτερο και τέταρτη από τους κατηγορουμένους (Χ3 και Χ2) που κατέθεσαν ένορκα ως μάρτυρες ότι είχαν αφαιρεθεί τα κινητά πράγματα που αναφέρονται στη μήνυση, αποδείχθηκε ότι ενώ γνώριζαν την αλήθεια της μη αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων, παρόλα αυτά εν γνώσει τους κατέθεσαν ψέματα ότι αφαιρέθηκαν. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος που συνδεόταν με αυτούς με μακροχρόνια φιλία και συνεργασία, προκάλεσε σε αυτούς την απόφαση να ψευδομαρτυρήσουν, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο διατακτικό.
Συνεπώς ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας σε δύο ψευδορκίες μαρτύρων και οι 2ος και 4η από τους κατηγορουμένους για ψευδορκία". Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι των πιο πάνω πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρος (ο δεύτερος και η τρίτη) και της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος, κατά συρροή, ο πρώτος. Ειδικότερα ο πρώτος (Χ1), κηρύχθηκε ένοχος του ότι υπέβαλε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, στις 3-11-2000 στο Α.Τ. Αγίου Δημητρίου την από 2-11-2000 μήνυσή του σε βάρος της εγκαλούσας Ψ1 και της μητέρας του Γ1 και κατεμήνυσε εν γνώσει της αναλήθειας την εγκαλούσα, ως δράστη παρανόμων ενεργειών και συγκεκριμένα κλοπής (υφαίρεσης) σε βαθμό κακουργήματος, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της γι' αυτήν, το κρίσιμο δε περιεχόμενο της μηνύσεως του , λεπτομερώς εκτίθεται στο διατακτικό της αποφάσεως, όπου και απαριθμούνται τα υφαιρεθέντα κινητά πράγματα και οι συνθήκες υφαιρέσεως αυτών, η συνολική αξία των οποίων προσδιορίζεται, πλην των εγγράφων των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των 100.000.000 δρχ, στο ποσό των 27.750.000 δραχμών. Η αλήθεια όμως, όπως αναφέρεται στο διατακτικό της αποφάσεως, την οποία γνώριζε ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, ήταν ότι η εγκαλούσα εν διαστάσει σύζυγος του Ψ1 ουδέποτε αφαίρεσε την οικοσκευή ή το αρχείο του από τη συζυγική τους οικία και τα λοιπά διαμερίσματα της πολυκατοικίας του πρώτου κατηγορουμένου και ότι ουδέποτε τη συνέδραμε η μητέρα του Γ1 σε τέτοια ενέργεια. Ότι την 25-10-2000 που αποχώρησε η εγκαλούσα πήρε μαζί της μόνο τα προσωπικά της αντικείμενα και του παρέδωσε τα κλειδιά του αρχείου του. Ότι την οικοσκευή, που ισχυρίζεται ο πρώτος κατηγορούμενος πως λείπει από το διαμέρισμα όπου κατοικούσε, τη μετέφεραν ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3 και ο τρίτος Χ σε άλλο διαμέρισμα της ίδιας πολυκατοικίας. Ότι την ίδια ημέρα (25-10-2000 ) έφθασε μετά την αποχώρηση της εγκαλούσας στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του τρίτου κατηγορουμένου Χ, στο οποίο φορτώθηκαν αντικείμενα του πρώτου κατηγορουμένου. Ότι τα έγγραφα που ισχυρίζεται ο πρώτος κατηγορούμενος πως έλειπαν από το αρχείο του βρίσκονταν στα χέρια των Χ3 και Χ. Αποτέλεσμα δε της ως άνω ψευδούς μηνύσεως του πρώτου κατηγορουμένου, το οποίο επεδίωξε, ήταν να ασκηθεί ποινική δίωξη στην εγκαλούσα για κλοπή (υφαίρεση ) αντικειμένων συνολικής αξίας άνω των 25.000.000 δραχμών, να διενεργηθεί κυρία ανάκριση από τον Ανακριτή του 6ου(tm) Τακτικού Τμήματος Αθηνών και να παραπεμφθεί αυτή να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Επίσης ο αυτός κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι στην Αθήνα στις 19/4/2001 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλους την απόφαση να εκτελέσουν τις άδικες πράξεις που διέπραξαν. Ειδικότερα με προτροπές, παραινέσεις και επικαλούμενος τις συμβουλές που οι λοιποί κατηγορούμενοι του είχαν δώσει υποδεικνύοντας του πως η σύζυγος του και νυν εγκαλούσα Ψ1, επιθυμούσε δήθεν να τον βλάψει, έπεισε τους συγκατηγορουμένους του Χ3 και Χ2 να εκτελέσουν τις πιο κάτω αναφερόμενες άδικες πράξεις τους. Ο δεύτερος αναιρεσείων Χ3, κηρύχθηκε ένοχος του ότι στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2001, ενώ εξετάζονταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα αποκρύπτοντας την αλήθεια. Ειδικότερα εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας κατηγορίας ενώπιον του Ανακριτή Αθηνών του 6ου Τακτικού Τμήματος, εν γνώσει του κατέθεσε τα εξής ψευδή "...... οπότε και έγινε αντιληπτό ότι η γυναίκα του με τη βοήθεια της μητέρας του είχε αφαιρέσει από το σπίτι τους στο ..... όλη την οικοσκευή καθώς και τα προσωπικά του αρχεία. ..Στην υφαίρεση της οικοσκευής αυτής συμμετείχε και η μητέρα του Χ1... Η αξία της οικοσκευής που αφαίρεσε η γυναίκα του μηνυτή και η μητέρα του είναι περίπου 30.000.000 δρχ...". Η αλήθεια όμως, την οποία γνώριζε ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3 ήταν ότι η εγκαλούσα ουδέποτε αφαίρεσε την οικοσκευή ή το αρχείο του πρώτου κατηγορουμένου από τη συζυγική τους οικία και τα λοιπά διαμερίσματα της πολυκατοικίας και ότι ουδέποτε τη συνέδραμε η μητέρα του Γ1 σε τέτοια ενέργεια. Ότι την 25-10-2000 που αποχώρησε η εγκαλούσα πήρε μαζί της μόνο τα προσωπικά της αντικείμενα και παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο τα κλειδιά του αρχείου του. Ότι την οικοσκευή, που ισχυρίζεται ο δεύτερος κατηγορούμενος πως λείπει από το διαμέρισμα όπου κατοικούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, τη μετέφεραν ο ίδιος ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο τρίτος Χ σε άλλο διαμέρισμα της ίδιας πολυκατοικίας. Ότι την ίδια ημέρα ( 25-10-2000 ) έφθασε μετά την αποχώρηση της εγκαλούσας στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του τρίτου κατηγορουμένου Χ, στο οποίο φορτώθηκαν αντικείμενα του πρώτου κατηγορουμένου. Ότι τα έγγραφα που διαπιστώθηκε πως έλειπαν από το αρχείο του πρώτου κατηγορουμένου βρίσκονταν στα χέρια των Χ3 και Χ . Η τρίτη αναιρεσείουσα Χ2 κηρύχθηκε ένοχη του ότι στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2001 ενώ εξετάζονταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα αποκρύπτοντας την αλήθεια. Ειδικότερα εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας κατηγορίας ενώπιον του Ανακριτή Αθηνών του 6ου Τακτικού Τμήματος, στην αυτή υπόθεση, εν γνώσει της κατέθεσε τα εξής ψευδή ".....και εκεί διαπιστώσαμε ότι εκτός από τα έπιπλα και κουρτίνες είχαν αφαιρεθεί όλα τα πράγματα. του σπιτιού, όπως σερβίτσια, χαλιά, σεντόνια κ.λ.π.". Η αλήθεια όμως, την οποία γνώριζε η τέταρτη κατηγορουμένη Χ2, ήταν, όπως αυτή αναφέρεται και πιο πάνω. Για τις πράξεις τους δε αυτές, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 46 παρ. 1α , 94, 224 παρ.2- 1 , 227 παρ.1 και 229 ΠΚ ο πρώτος αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκατριών (13) μηνών οι 2ος και 3η σε ποινή φυλακίσεως και έξι (6) μηνών, η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη για όλους για τρία (3) χρόνια.

ΙΙ. Με τις πιο πάνω παραδοχές του, το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνει την αιτιολογία της, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα το Τριμελές Εφετείο με τις παραδοχές του ότι η εγκαλούσα την 25-10-2000 που αποχώρησε από τη συζυγική οικία πήρε μαζί της μόνο τα προσωπικά της αντικείμενα και παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο τα κλειδιά του αρχείου του, ότι την οικοσκευή, που ισχυρίσθηκαν οι κατηγορούμενοι πως λείπει από το διαμέρισμα όπου κατοικούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, τη μετέφεραν ο ίδιος ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ3) και ο τρίτος Χ σε άλλο διαμέρισμα της ίδιας πολυκατοικίας, ότι την ίδια ημέρα ( 25-10-2000 ) έφθασε μετά την αποχώρηση της εγκαλούσας στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του τρίτου κατηγορουμένου (Χ), στο οποίο φορτώθηκαν αντικείμενα του πρώτου κατηγορουμένου, ότι τα έγγραφα που διαπιστώθηκε πως έλειπαν από το αρχείο του πρώτου κατηγορουμένου βρίσκονταν στα χέρια των Χ3 και του τρίτου Χ, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη γνώση του ψεύδους του περιεχομένου της από 2-11-2000 εγκλήσεως του ήδη αναιρεσείοντος Χ1 κατά των Ψ1 και Γ1 και των από 19-4-2001 και από 19-4-2001, αντίστοιχα, ενόρκων καταθέσεων των αναιρεσειόντων Χ3 και Χ2 ενώπιον του Ανακριτή του 6ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, καθώς και το σκοπό καταδιώξεως των ως άνω εγκαλουμένων από τον αναιρεσείοντα Χ1. Επίσης το Τριμελές Εφετείο με τις παραδοχές του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αναιρεσείων που συνδεόταν με τον Χ3 και την Χ2 με μακροχρόνια φιλία και συνεργασία, προκάλεσε σε αυτούς την απόφαση να ψευδομαρτυρήσουν, με προτροπές, παραινέσεις και επικαλούμενος πως η εγκαλούσα σύζυγος του, επιθυμούσε δήθεν να τον βλάψει, έπεισε τους συγκατηγορουμένους αυτούς να εκτελέσουν την πράξη της ψευδομαρτυρίας μάρτυρος, πλήρως αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση (και συγκεκριμένα στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει το σκεπτικό της) και αναφέρεται ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο αναιρεσείων Χ1 προκάλεσε στους συγκατηγορουμένους του Χ3 και Χ2 την απόφαση να εκτελέσουν την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, την οποία αυτοί διέπραξαν καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Τριμελές Εφετείο συνήγαγε την κρίση ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στους ως άνω συγκατηγορουμένους του φυσικούς αυτουργούς την απόφαση του αυτή. Επομένως ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων Χ1, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τελείως τυπική και στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στοιχειοθετούν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, ότι οι ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει, και ότι ειδικότερα όσον αφορά τη γνώση του και το δόλο μου, δεν εκτίθεται πως προκύπτει ότι γνώριζε ότι όσα κατεμήνυσε ήταν ψευδή και ότι παρέπεισε τους συγκατηγορουμένους μου να καταθέσουν επίσης ψευδή, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.


ΙΙΙ. Με το δεύτερο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως, οι αναιρεσείοντες Χ3 και την Χ2 αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τη μοναδική πλημμέλεια ότι αυτή στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας , διότι "δεν παρατίθενται τα αποδεικτικά στοιχεία ούτε διαλαμβάνονται σκέψεις ώστε να αποδεικνύεται ότι πράγματι τελέσαμε την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα όταν μάλιστα τα ίδια στοιχεία της κατηγορίας που το Εφετείο δέχθηκε ως ψευδή και μας καταδίκασε για ψευδορκία, τα ίδια αυτά στοιχεία της κατηγορίας εκρίθησαν αμετακλήτως αληθή από την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου το οποίο μας έχει κηρύξει αθώους της συκοφαντικής δυσφήμησης με τα ίδια στοιχεία που κηρυχθήκαμε ένοχοι από την αναιρεσιβαλλομένη". Οι αιτιάσεις αυτές, κατά το πρώτο μεν σκέλος αυτών, είναι αβάσιμες, αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και ιδιαιτέρα από την αρχή του σκεπτικού της, γίνεται ρητή αναφορά όλων των αποδεικτικών μέσων στα οποία στηρίχθηκε η καταδικαστική για τους κατηγορούμενους αναιρεσείοντες κρίση του, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά. Κατά τα λοιπά οι προβαλλόμενες πιο πάνω αιτιάσεις, πρέπει, να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, αφενός μεν, λόγω παντελούς αοριστίας αυτών, αφού δεν προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίστανται οι ελλείψεις της αιτιολογίας, σε σχέση με τις κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως και ποία πραγματικά περιστατικά δεν περιέχονται με πληρότητα σ' αυτήν, αφετέρου δε, διότι με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν απαραδέκτως την περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο εκ του αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, για τους προαναφερόμενους λόγους.
ΙV. Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα ( άρ.583 παρ.1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε ( 186, 176 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 455/ 20-12-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως των: 1) Χ1, 2) Χ3 και 3) Χ2για αναίρεση της 7282/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται για τον καθένα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας που παραστάθηκε, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή