Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συνέργεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης. Αδικήματα. α) Ψευδορκία μάρτυρα β) Συκοφαντική δυσφήμηση γ) Άμεση συνεργεία σε απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω. Επάρκεια αιτιολογίας για τη καταδίκη και για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης. Ο άμεσος δόλος αιτιολογείται με παράθεση πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Στοιχειοθετείται το αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης στο δικαστήριο, αφού αυτό δεν πείσθηκε στα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο αναιρεσείων και απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό των συγκατηγορουμένων του περί εξοφλήσεως των επιταγών στην πολιτική δίκη. Απορρίπτει αναίρεση. Επιδικάζει τα δικαστικά έξοδα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1192/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Ι. Γ. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Καρακατσάνη, περί αναιρέσεως της 5882/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορουμένους τους: 1) Κ. Χ. του Θ. και 2) Σ. Χ. του Δ. και Πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Π. του Φ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 408/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, η οποία ορίζει ότι με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, όποιoς με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 του ιδίου κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτούνται α) ισχυρισμός ή διάδοση για κάποιον άλλον που να έγιναν ενώπιον τρίτου, β) το αντικείμενο του ισχυρισμού να είναι γεγονός, το οποίο να δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου προσώπου και γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να είχε γνώση της αναληθείας αυτού. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, ακόμη, ότι αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή είχε γι` αυτό αμφιβολίες δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση. Ως γεγονός, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος αλλά απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπό επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που προβλέπονται από τα άρθρα 224§2 και 362-363 του ΠΚ. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Ούτω για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, η πραγματοποίηση του οποίου, εντεύθεν, και δεν απαιτείται, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία παρεπλανήθη κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ)βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. "Περιουσιακό όφελος" είναι κάθε οικονομική βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως, υπάρχει δε περιουσιακό όφελος όταν επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του δράστη ή άλλου, καθώς και κάθε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσίας του. Το επιδιωκόμενο όφελος πρέπει να αποτελεί τον αντίποδα της βλάβης του παθόντος και συνήθως ισούται με αυτό, ήτοι η βλάβη της περιουσίας πρέπει να αντιστοιχεί στο παράνομο περιουσιακό όφελος που ο υπαίτιος επεδίωξε και να είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Εντεύθεν απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων ήτοι πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, ή γνησίων μεν, ψευδών όμως κατά περιεχόμενο, από τα οποία ο δικαστής παρεπλανήθη και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 § 1 ΠΚ "όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83)". Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με την μορφή απόπειρας, τόσον όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί εις τοιαύτην αναγκαία και άμεση συνάφεια προς την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε αποκοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Για την στοιχειοθέτηση της απόπειρας απάτης απαιτείται να συντρέχει πλήρως και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή ο δράστης πρέπει να έχει γνώση ως προς το ψευδές των περιστάσεων και να επιδιώκει την επίτευξη παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Και στην απάτη στο δικαστήριο είναι νοητή η απόπειρα, αν δεν παρεπλανήθη το δικαστήριο, παρά την επιχειρηθείσα απάτη υπό του διαδίκου και εκδίδει απορριπτική απόφαση για τον προβληθέντα ισχυρισμό ή δεν εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ του δράστη.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αδικήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται. Δεν αποτελεί, επίσης, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την υπ' αρ. 5882/2012 (προσβαλλόμενη) απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της που αλληλοσυμπληρώνονται, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο των αξιοποίνων πράξεων : α) της ψευδορκίας μάρτυρος, β)συκοφαντικής δυσφημήσεως, γ) άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης δικαστηρίου. Ειδικότερα κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δέχθηκε ότι από την χωρίς όρκο εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά και την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία (ο κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε διότι εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του) αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά - κατά πιστή μεταφορά -"με το από 21-3-2004 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ο πολιτικώς ενάγων μίσθωσε στον τρίτο κατηγορούμενο (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) για το χρονικό διάστημα από 1-4-2004 έως 31-3-2014 κατάστημα στο δώμα του δευτέρου ορόφου του Εμπορικού Κέντρου ..., επί της οδού ... και ... στην Κηφισιά Αττικής, με την εντός αυτού λειτουργούσα επιχείρηση καφέ- μπάρ αντί μηνιαίου μισθώματος που ανερχόταν σε 4.402 Ευρώ για το πρώτο μισθωτικό έτος και προσαυξανόταν κατά 10% για κάθε επόμενο. Με το ίδιο συμφωνητικό, η πρώτη κατηγορουμένη και η εταιρεία "Αρχαία Ασίνη ΑΕ" εκπροσωπουμένη από τον τρίτο κατηγορούμενο, εγγυήθηκαν προς τον πολιτικώς ενάγοντα την πιστή τήρηση των όρων της συμβάσεως εκ μέρους του μισθωτή. Κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, η εγγυήτρια εταιρεία "Αρχαία Ασίνη ΑΕ", εξέδωσε δια του νομίμου εκπροσώπου της (3ου κατηγορουμένου), και παρέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα τις ... και ... επιταγές της Τράπεζας Αlpha-Bank, με ημερομηνίες εκδόσεως 26-3-2004 και 30-3-2004, ποσού 30000 και 48120 Ευρώ, αντίστοιχα προς εξασφάλιση της πληρωμής μισθωμάτων 17 μηνών και συγκεκριμένα των μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου 2004, Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 2005 Απριλίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2006, Απριλίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2007, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2008 και Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2009. Λόγω καθυστέρησης του 3ου κατηγορουμένου, περί την καταβολή των μισθωμάτων ο πολιτικώς ενάγων ζήτησε και πέτυχε την έκδοση α) της 1174 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία μισθωτής και εγγυήτριες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν 13.443 Ευρώ για τα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου έως Δεκεμβρίου 2004 και β)της 356/2005 διαταγής πληρωμής του ίδιου δικαστή, με την οποία υποχρεώθηκαν να του καταβάλουν 4.481 Ευρώ για το μίσθωμα του Ιανουαρίου 2005. Κατά των διαταγών πληρωμής ο 3ος κατηγορούμενος και οι εγγυήτριες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τις δύο από 14-3-2005 ανακοπές τους, με τις οποίες ισχυρίσθηκαν μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω μισθώματα είχαν εξοφληθεί με τις προαναφερθείσες επιταγές. Την 16-12-2005, κατά την έναρξη της συζήτησης των ανακοπών στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, ο πολιτικώς ενάγων δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, αρνήθηκε ότι οι επίδικες επιταγές είχαν πληρωθεί και επέδειξε τα πρωτότυπα στελέχη τους. Τότε οι 1η και 3ος κατηγορούμενοι δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους ισχυρίσθηκαν ότι τα επιδειχθέντα στελέχη των επιταγών είναι πλαστά και κατονόμασαν ως πλαστογράφο τον πολιτικώς ενάγοντα. Στη συνέχεια εξετάσθηκε ενόρκως ο 2ος κατηγορούμενος και ανωμοτί η πρώτη κατηγορούμενη, οι οποίοι κατέθεσαν τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τα περιστατικά που κατέθεσαν, είναι ψευδή, γεγονός που γνώριζαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, δεδομένου ότι οι επιταγές δεν είχαν εξοφληθεί και ο πολιτικώς ενάγων πράγματι κατείχε τα πρωτότυπα στελέχη τους, όπως προκύπτει ότι οι υπογραφές στους τίτλους είναι γνήσιες και ανήκουν στον 3ο κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εκδότριας των τίτλων εταιρείας "Αρχαία Ασίνη ΑΕ" από την αναγνωσθείσα από 14-6-2007 έκθεση του γραφολόγου Ι. Δ., ο οποίος διορίσθηκε ως πραγματογνώμων κατά την προανάκριση με διάταξη της 21ης πταισματοδίκου Αθηνών και αναφέρει ότι οι υπογραφές στους τίτλους είναι γνήσιες και ανήκουν στον τρίτο κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εκδότριας των τίτλων εταιρείας "Αρχαία Ασίνη ΑΕ". Μπορούσαν δε να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντα, τον οποίον εμφάνισαν ότι δήθεν επεδίωκε την είσπραξη ανύπαρκτων απαιτήσεων έχοντας πλαστογραφήσει τις επιταγές που επέδειξε στο δικαστήριο. Με τους ανωτέρω ισχυρισμούς και την προσαγωγή του 2ου κατηγορούμενου, ο οποίος κατέθεσε ψευδή, όπως προαναφέρθηκε οι 1η και 3ος κατηγορούμενοι προσπάθησαν να εξαπατήσουν το δικαστήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου και να το πείσουν ότι τα μισθώματα είχαν εξοφληθεί, πλην όμως το ψευδές των ισχυρισμών τους έγινε αντιληπτό και εκδόθηκε η 1303/2006 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η ένσταση εξόφλησης απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικυρώθηκαν οι διαταγές πληρωμής ως προς τον τρίτο κατηγορούμενο. Με την ίδια απόφαση οι διαταγές ακυρώθηκαν ως προς ως προς τις εγγυήτριες 1η κατηγορουμένη και εταιρεία "Αρχαία Ασίνη ΑΕ", αυτό όμως έγινε κατά παραδοχή άλλου λόγου ανακοπής και συγκεκριμένα της ένστασης διζήσεως που αυτοί είχαν προβάλλει. Ο δεύτερος κατηγορούμενος κατέθεσε τα ανωτέρω ψευδή, παρέχοντας εν γνώσει του άμεση συνδρομή στους πρώτη και τρίτο κατά την τέλεση από αυτούς του αδικήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, κατόπιν προτροπών των τελευταίων οι οποίοι με πειθώ και φορτικότητα τον έπεισαν να τελέσει τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης". Ακολούθως κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο του ότι ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη και ανώμοτη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συνεδρίαση της 16ης-12-2005, όπου συζητήθηκαν οι από 14-3-2005 και με αριθμό καταθέσεως 80 και 81/15-3-2005 ανακοπές των πρώτου και τρίτου των κατηγορουμένων κατά του ήδη εγκαλούντος Δ. Π. και των υπ' αρ. 356/2005 και 1174/2005 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη διαδικασία του άρθρου 632 επ. ΚΠολΔ κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς κατά λέξη τα εξής: "Οι ανακόπτοντες (είναι) εργάτες μου. Το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου του 2005 δεν καταβλήθηκε γιατί οι εκμισθωτές έχουν προκαταβάλει από Μάρτιο 2004 17 μισθώματα. Τα μισθώματα είναι συγκεκριμένων μηνών περιλαμβάνεται και το μίσθωμα Ιανουαρίου του 2005 ... Δόθηκαν επιταγές σαν εγγύηση οι οποίες σφραγίσθηκαν και ήταν τα μισθώματα όλης της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης ... τα μισθώματα για τα οποία εκδόθηκαν οι επιταγές πληρώθηκαν 3 ημέρες μετά 31-3-2004 αντί για τα σώματα των επιταγών πήρε κομμάτια των επιταγών ..." όμως τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στην κατάθεσή του τυγχάνουν ψευδή ενώ η αλήθεια την οποία γνώριζε πολύ καλά ήταν ότι τα μισθώματα ουδέποτε πληρώθηκαν, ως εκ τούτου δε δεν επιστράφησαν ή καταστράφησαν οι επίδικες επιταγές αλλά τα σώματα αυτών είχε στην κατοχή του ο καθού η ανακοπή, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του εν γνώσει του αναλήθειας αυτών και ειδικότερα εξεταζόμενος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση των από 14-3-2005 ανακοπών της πρώτης και του τρίτου εκ των κατηγορουμένων, κατά του ήδη εγκαλούντος, ενόρκως ως μάρτυρας ο δεύτερος ισχυρίσθηκε για τον εγκαλούντα τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα υπό στοιχείο Α' της κατηγορίας ψευδή περιστατικά ενώ η αλήθεια την οποία γνώριζε πολύ καλά ήταν ωσαύτως η αναφερόμενη ανωτέρω υπό το αυτό στοιχείο των ψευδών δε αυτών ισχυρισμών τους που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ο Δικαστής, ο γραμματέας δικηγόρος αλλά και κάθε τρίτος που παρίστατο κατά τη διάρκεια της δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκδικάσθηκαν οι ανακοπές. Με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στους δράστες κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο κατά συναυτουργία που διέπραξαν και στην εκτέλεση αυτής ήτοι όταν έχοντας αποφασίσει η πρώτη και ο τρίτος κατ/νος να εκτελέσουν το πλημμέλημα της απάτης στο δικαστήριο δηλαδή με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος να βλάψουν ξένη περιουσία πείθοντας το Δικαστή σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης πλην όμως η πράξη τους δεν ολοκληρώθηκε από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της βουλήσεώς τους και συγκεκριμένα κατά την εκδίκαση των υπ' αριθμ. καταθέσεως 80 και 81 /15-3-2005 ανακοπών της πρώτης και του τρίτου εκ των κατηγορουμένων κατά του ήδη εγκαλούντος Δ. Π. και των υπ' αριθμ. 356/2005 και 1174/2005 Διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ενώ οι ανακόπτοντες δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου αλλά και αυτοπροσώπως η πρώτη ισχυρίσθηκαν ότι οι επίδικες επιταγές τυγχάνουν πλαστές και κατονόμασαν ως πλαστογράφο τον Δ. Π. επιχειρώντας έτσι να επιτύχουν την ευνοϊκή γι' αυτούς έκβαση της υποθέσεως και να πείσουν με την παραπλανητική αυτή συμπεριφορά τους το Δικαστή να κάνει δεκτές τις κρινόμενες ανακοπές και να ακυρωθούν οι διαταγές πληρωμής ώστε να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελο βλάπτοντας την περιουσία του εγκαλούντος, ο δεύτερος κατ/νος με την ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενη υπό στοιχείο "Α" της κατηγορίας ψευδή ένορκη κατάθεσή του ως μάρτυρας παρέσχε συνδρομή υλικής φύσεως προκειμένου να ενισχύσει τους ψευδείς ισχυρισμούς των ανακοπτόντων ώστε να γίνουν έτσι δεκτοί από το δικαστήριο, ωστόσο από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού ο δικαστής δεν πείσθηκε για την βασιμότητα των ισχυρισμών αφού δεν αποδείχθηκαν με αποτέλεσμα την απόρριψη κατ' ουσίαν των υπ' αριθμ. εκθ. καταθέσεως 80/2005 και 81/2005 από 14-3-2005 ανακοπών και την επικύρωση των υπ' αριθμ. 356/2005 και 1174/2005 αντίστοιχα Διαταγών πληρωμής. Του επέβαλλε δε συνολική ποινή φυλακίσεως 16 μηνών, την οποία μετέτρεψε προς 5 Ευρώ ημερησίως και τον υποχρέωσε να πληρώσει στον πολιτικώς ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, το ποσό των 44 Ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 18,26 παρ. 1,27, παρ. 1, 42 παρ. 1,46 εδ. β', 83, 94 παρ. 1, 224 παρ.1,2, 363-362, 386 παρ.1α ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε ούτε δε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Συγκεκριμένα αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας α) για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας, με τις παραδοχές του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυς σε πολιτική δίκη, ήτοι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου συζητείτο η ανακοπή που είχαν ασκήσει οι συγκατηγορούμενοι του Σ. Χ. και Κ. Χ. η πρώτη με την ιδιότητα της εγγυήτριας και ο δεύτερος με την ιδιότητα του μισθωτή, κατά της υπ' αρ. 356/2005 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον πολιτικώς ενάγοντα εκμισθωτή το ποσό των 4481 Ευρώ, που αντιστοιχούσε στο μίσθωμα του ευρισκομένου στο επί των οδών ..., ... και ... Εμπορικού Κέντρου ..., καταστήματος καφετέριας- μπάρ, του μηνός Ιανουαρίου 2005, κατέθεσε εν γνώσει της αναληθείας του γεγονότος της πληρωμής ότι είχε καταβληθεί το εν λόγω μίσθωμα, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε πληρωθεί. Ότι δόθηκαν επιταγές ως εγγύηση και ήταν τα μισθώματα όλης της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης οι οποίες σφραγίσθηκαν (άρα ότι συμπεριλαμβανόταν και το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου 2005) ότι τα μισθώματα για τα οποία εκδόθηκαν οι επιταγές (άρα και για το μίσθωμα του Ιανουαρίου 2005), πληρώθηκαν 3 ημέρες μετά 31-3-2004 και αντί για τα σώματα των επιταγών πήρε κομμάτια των επιταγών, ενώ η αλήθεια ήταν ότι τα μισθώματα δεν πληρώθηκαν και οι επιταγές δεν επιστράφηκαν ούτε καταστράφηκαν αφού τα σώματα αυτών τα κατείχε ο πολιτικώς ενάγων. Η γνώση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ότι τα κατατεθέντα από αυτόν ενόρκως στην ως άνω πολιτική δίκη, τα οποία συνδεόταν με το θέμα απόδειξης, καθόσον οι συγκατηγορούμενοι του ανακόπτοντες είχαν προβάλλει ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου, την ένσταση εξοφλήσεως του ποσού για το οποίο εξεδόθη η διαταγή πληρωμής, αιτιολογείται από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ότι οι ανακόπτοντες ήταν εργοδότες του, που υποδηλώνει την σχέση εξαρτήσεως του από αυτούς, και η γνώση του ότι το επίμαχο μίσθωμα δεν είχε πληρωθεί, από το πραγματικό περιστατικό κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο πολιτικώς ενάγων επέδειξε στο δικαστήριο εκείνο (πολιτικής δίκης), πριν ακόμα αρχίσει ο αναιρεσείων την ένορκη κατάθεση του, τα σώματα των επιταγών, τα οποία κατείχε, και επομένως δεν επιστράφηκαν ούτε καταστράφηκαν και παραδόθηκαν στον εκδότη τους τεμαχισμένα οι δε υπογραφές του εκδότη αυτών, συγκατηγορούμενου του Κ. Χ., στο σώμα των επιταγών αυτών ήταν γνήσιες. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι ο αναιρεσείων στον αυτοτελή προβληθέντα περί πραγματικής του πλάνης ισχυρισμό, για τον οποίο το δικαστήριο θα αναφερθεί παρακάτω, υποστηρίζει ότι του επιδείχθηκαν από τους συγκατηγορουμένους του τα τεμάχια των επιταγών αυτών. Περαιτέρω, αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που τέλεσε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατά την διεξαγωγή της ανωτέρω πολιτικής δίκης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα, από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με τις οποίες, το γεγονός για το οποίο κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 16-12-2005, ότι δηλαδή αυτός (πολιτικώς ενάγων) είχε εισπράξει το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2005 ήταν ψευδές, το ψευδές αυτό γεγονός κατέθεσε γνωρίζοντας την αναλήθεια του και μπορούσε αυτό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντα, αφού ενώπιον του δικαστή, του γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και άλλων τρίτων ατόμων που βρισκόταν στην αίθουσα συνεδριάσεως (διάδικοι, δικηγόροι, μάρτυρες και κοινό), κατέθεσε ψευδώς για τον πολιτικώς ενάγοντα, ότι προσπάθησε να εισπράξει το μίσθωμα του μισθίου του μηνός Ιανουαρίου 2005 εκδίδοντας διαταγή πληρωμής για ανύπαρκτη οφειλή, και κατ' αυτό τον τρόπο, τον παρέστησε ως άτομο ανέντιμο στις συναλλαγές του. Ο άμεσος δόλος του αιτιολογήθηκε και για το αδίκημα αυτό από τις προεκτεθείσες παραδοχές σε σχέση με το διαπραχθέν αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα. Επίσης αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στην απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως, ήτοι της παραπλανήσεως του δικαστηρίου, ότι καταβλήθηκε το ανωτέρω μίσθωμα, προκειμένου να αποδείξουν την από αυτούς προβληθείσα ένσταση εξοφλήσεως του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η υπ' αρ. 356/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (4.481) Ευρώ, επ' ωφελεία τους και επί ζημία του πολιτικώς ενάγοντα, παρέσχε άμεση συνδρομή κατ' αυτή με όσα ψευδή κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του δικαστηρίου, τα οποία όμως δεν έγιναν πιστευτά από αυτό και απορρίφθηκε η προβληθείσα ένσταση τους, λόγο για τον οποίο καταδικάσθηκε για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή, η οποία παρέμεινε εν αποπείρα, διότι ο δικάσας δικαστής απέρριψε την ως άνω ένσταση των συγκατηγορουμένων του.
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός, είναι και αυτός περί πραγματικής πλάνης, αφού η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπεια στην απαλλαγή του. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 30§1 εδ. α! του ΠΚ ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποιά υπήρξε η πηγή της πλάνης. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό του, περί πραγματικής του πλάνης, ισχυριζόμενος ότι: "αγνοούσα εκ πλάνης ότι τα αποκόμματα των επιταγών, τα οποία μου επέδειξαν ο Κ. Χ. και η Σ. Χ., δεν ήταν πράγματι κομμάτια των υπ' αρ. ... και ... επιταγών, ποσού 30.000 και 48120 €. αντίστοιχα, συνολικού δηλ. ποσού 78.120 € και ότι τα μισθώματα των 17 μηνών, ποσού 74.834 € δεν είχαν πληρωθεί. Αντιθέτως πίστευα καλόπιστα βάσει των όσων πληροφορήθηκα και αντιλήφθηκα ο ίδιος, ότι ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. κατέβαλαν πράγματι το ποσό των 17 μισθωμάτων στον Δ. Π. α) Ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. με διαβεβαίωσαν ότι είχαν εξοφλήσει τον Δ. Π. για τα μισθώματα 17 μηνών. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, μου εξήγησαν ότι την 26.3.2004 είχαν προβεί σε αναλήψεις ποσού 35.000 και 50.000 ευρώ αντίστοιχα από τα υποκαταστήματα Βριλησσίων και Χαλανδρίου της τράπεζας NOVA BANK με τα οποία εξόφλησαν τον Δ. Π. για τα εν λόγω μισθώματα. Τα ανωτέρω μάλιστα ποσά υπερκάλυπταν τα ποσά των προαναφερόμενων επιταγών και των μισθωμάτων 17 μισθωτικών μηνών. Η ανωτέρω ανάληψη αποδεικνύεται από σχετικές τραπεζικές βεβαιώσεις ανάληψης των ανωτέρω ποσών που μου επέδειξαν ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. και τις οποίες σας προσκομίζω. β) Αξίζει περαιτέρω να αναφερθεί ότι οι Κ. Χ. και η Σ. Χ. μου εμφανίζονταν ως απολύτως βέβαιοι για τη γνησιότητα των αποκομμάτων επιταγών και εγώ τους είχα απόλυτη εμπιστοσύνη δεδομένου ότι ήταν εργοδότες μου και απέναντί μου ήσαν ανέκαθεν απολύτως ειλικρινείς, τυπικοί και τακτικοί στις υποχρεώσεις τους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό της ακλόνητης πεποίθησης των Κ. Χ. και Σ. Χ. στην αλήθεια των ισχυρισμών τους ως προς τα εν λόγω αποκόμματα επιταγών, που τα επέδειξαν και στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 16.12.2005, προτού μάλιστα λάβει χώρα η επ' ακροατηρίω κατάθεσή μου, έχοντας την πεποίθηση ότι είναι κομμάτια των γνησίων επιταγών. Αυτή μάλιστα την πεποίθησή τους άλλωστε υποστήριζαν οι ανωτέρω και με το από 19.4.2005 σημείωμά τους επί της αίτησης αναστολής τους κατά του εγκαλούντος και των υπ' αριθμ. 1174/2005 και 356/2005 Διαταγών Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. γ) Από την 1-4-2004 ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. υπήρξαν εργοδότες μου. Συγκεκριμένα εργαζόμουν στις εργασίες ανακαίνισης του καταστήματος που είχαν μισθώσει από τον Δ. Π.. Απέναντι μου δεν είχαν καμία οφειλή και ήταν εντάξει σε όλες τις υποχρεώσεις τους. Προσπαθούσαν να ολοκληρώσουν το συντομότερο δυνατό την ανακαίνιση του μισθίου, προκειμένου να ανοίξει το κατάστημα τον Ιούλιο του 2004 (λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας), μία ανακαίνιση μάλιστα εξαιρετικά πολυδάπανη, συνολικού ποσού, όπως μου ανέφεραν, το οποίο άγγιζε τις 800.000 ευρώ. Μου ήταν λοιπόν αδιανόητο το γεγονός, ότι ενώ προχωρούσαν σε μια τόσο μεγάλη δαπάνη χρόνου και χρήματος, θα διακινδύνευαν το όλο εγχείρημα με τη μη πληρωμή στον Δ. Π. των οφειλομένων μισθωμάτων, κινδυνεύοντας να αποβληθούν από το μίσθιο λόγω δυστροπίας. Πολλώ δε μάλλον που του είχαν χορηγήσει επιταγές των οποίων το ποσό κάλυπτε τα μισθώματα 17 ολόκληρων μηνών. δ) Ο Δ. Π. δεν σφράγισε τις ανωτέρω επιταγές, εντός οκτώ ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστης αυτών, ούτε και επεδίωξε να εισπράξει τα αναγραφόμενα σ' αυτές σημαντικού ύψους ποσά, αλλά αρκέστηκε να εκδώσει τις υπ' αριθμ. 356/2005 και 1174/2005 διαταγές πληρωμής από μισθώματα. Τούτο δημιουργεί την εύλογη, για τον καθένα, εντύπωση, ότι ο ίδιος ο εγκαλών θεωρούσε εαυτόν εξοφλημένο ως προς τα ποσά των επίμαχων επιταγών. ε) Τέλος, όπερ λίαν σημαντικό, ο Κ. Χ. και η Σ. Χ. μου επέδειξαν την από 22.4.2004 έγγραφη και υπογεγραμμένη δήλωση του Δ. Π. στην οποία αναφέρεται, αδιάστικτα και ανεπιφύλακτα, ότι δεν έχει απαίτηση έναντι των ανωτέρω για την απόδοση των μισθωμάτων 17 μισθωτικών μηνών που αναγράφονται, ήτοι ότι έχει εξοφληθεί, όπως ακριβώς κατέθεσα και επ' ακροατηρίω του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών". Το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε ως αβάσιμο τον ανωτέρω προβληθέντα παραδεκτώς και νομίμως αυτοτελή ισχυρισμό με την αιτιολογία ότι: "διότι πέραν της αρνήσεως της κατηγορίας που πρόβαλε ο κατηγορούμενος ως προς την στοιχειοθέτηση των σε βάρος του κατηγοριών που απορρίφθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, δε μπορεί στην προκειμένη περίπτωση για τους ίδιους παραπάνω λόγους να γίνει δεκτή πραγματική δήθεν πλάνη αυτού (κατηγορουμένου) ως προς την υποκειμενική υπόσταση των ίδιων κατηγοριών". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απορριπτική επί του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κρίση του, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε αβάσιμο τον εν λόγω ισχυρισμό, ορθά δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 30 παρ.1 καθώς και αυτή του άρθρου 14 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία η πράξη, για να είναι έγκλημα, πρέπει να είναι όχι μόνο άδικη, αλλά και καταλογιστή στο δράστη, και δεν παραβίασε αυτές ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας τόσο για τη καταδικαστική κρίση, όσο και για την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθούν επίσης για τους παρακάτω λόγους : Α) Η αιτίαση ότι το δικαστήριο την καταδικαστική του κρίση στήριξε, στην αναγνωσθείσα στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 14-6-2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, του διορισθέντος με τη διάταξη της 21ης πταισματοδίκου Αθηνών γραφολόγου Ι. Δ., ο οποίος αποφάνθηκε ότι οι υπογραφές στη θέση του εκδότη των επιταγών ήταν γνήσιες υπογραφές του συγκατηγορουμένου του Ι. Χ., και επομένως τα επιδειχθέντα στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σώματα των επιταγών ήταν γνήσια και όχι πλαστά, ως ισχυρίσθηκαν οι συγκατηγορούμενοι του, ανακόπτοντες στη δίκη εκείνη, είναι αποδεικτικό μέσο που προέκυψε σε μεταγενέστερο χρόνο από τον χρόνο που φέρεται ότι τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε που ήταν η 16-12-2005, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τούτο διότι, ως προαναφέρθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που στοιχειοθετούν την υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η λήψη δε υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας της ανωτέρω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης σε σχέση με την καταδίκη του αναιρεσείοντος ήταν ένα αποδεικτικό μέσο, το οποίο αν και εξάρθηκε δεν σημαίνει ότι δε λήφθηκαν υπ όψη τα λοιπά αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε πέραν αυτού την καταδίκη του. (αναιρεσείοντος). Σημειώνεται δε, ότι η ένορκη κατάθεση στη πολιτική αυτή δίκη, του αναιρεσείοντος είχε έννομη επιρροή στην προβληθείσα από τους συγκατηγορουμένους του ένσταση εξοφλήσεως του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, με βάση την έγγραφη σύμβαση μισθώσεως και όχι τις επιδειχθείσες επιταγές. Β)Η ειδικότερη αιτίαση του, ότι δεν αιτιολογείται με την προσβαλλόμενη απόφαση με ποιά μέσα τον έπεισαν οι συγκατηγορούμενοι του, που καταδικάσθηκαν ως ηθικοί αυτουργοί, να τελέσει τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι τυχόν έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το κεφάλαιο αυτό δεν αναιρεί την δική του καταδίκη. Γ) ότι δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του για την κρίση του, τα αναγνωσθέντα και προσκομισθέντα από τον ίδιο με ημερομηνία 26-3-2004 και ποσά 35.000 και 50.000 € δύο δελτία ανάληψης της NOVA BANK, με δικαιούχο τον Κ. Χ., ως αβάσιμη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε αυτά μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν οδηγεί σε αντίθετη κρίση Επίσης αυτό, (δικαστήριο της ουσίας) δεν ήταν υποχρεωμένο σε χωριστή αξιολόγηση ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου και συσχέτιση μεταξύ τους, καθώς και συσχέτιση κάθε αποδεικτικού μέσου με κάθε μία παραδοχή του, ως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων με τη σχετική περί τούτου αιτίαση του. Δ) Η αιτίαση του, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι τυπική, διότι υπάρχει ταύτιση του σκεπτικού της που συμπληρώνεται από το διατακτικό, με το κατηγορητήριο, ως αβάσιμη, διότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθενται εκτενώς τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερες σκέψεις και συλλογισμοί, χωρίς να ταυτίζεται απόλυτα αυτό με το διατακτικό και το κατηγορητήριο ώστε να υπάρχει τυπική αιτιολογία. Οι λοιπές αιτιάσεις, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, με τη μορφή της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά και εφ' όσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί αυτή (αίτηση αναιρέσεως) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων (άρθρ. 583 παρ. 1ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. πρωτ. 1396/ 20-2-2013 αίτηση αναιρέσεως του Ι. Γ. του Β., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 5882/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ